Πράξεις
1
Την πρώτη
αφήγηση, Θεόφιλε, τη συνέταξα σχετικά με όλα τα πράγματα που ο Ιησούς
άρχισε και να κάνει και να διδάσκει
2
μέχρι την ημέρα που αναλήφθηκε, αφού έδωσε εντολή μέσω αγίου πνεύματος
στους αποστόλους τους οποίους εξέλεξε.
3
Σε αυτούς,
επίσης, με πολλές θετικές αποδείξεις παρουσίασε τον εαυτό του ζωντανό αφότου
υπέφερε, καθώς γινόταν ορατός σε αυτούς επί σαράντα ημέρες και έλεγε τα
σχετικά με τη βασιλεία του Θεού.
4
Και τον καιρό
που συναντιόταν μαζί τους, τους έδωσε τις εντολές: «Μην αποχωρείτε από την
Ιερουσαλήμ, αλλά να περιμένετε αυτό που έχει υποσχεθεί ο Πατέρας, σχετικά
με το οποίο ακούσατε από εμένα·
5
επειδή ο Ιωάννης μεν βάφτισε με νερό, αλλά εσείς θα βαφτιστείτε σε άγιο
πνεύμα πριν περάσουν πολλές ημέρες».
6
Αφού συνάχθηκαν, λοιπόν, άρχισαν να τον ρωτούν: «Κύριε, μήπως αυτόν τον
καιρό αποκαθιστάς τη βασιλεία στον Ισραήλ;»
7
Εκείνος τους είπε: «Δεν ανήκει σε εσάς να λάβετε γνώση για τους χρόνους ή
τους καιρούς που ο Πατέρας έχει θέσει στη δική του δικαιοδοσία·
8
αλλά θα λάβετε δύναμη όταν το άγιο πνεύμα έρθει πάνω σας και θα είστε
μάρτυρές μου τόσο στην Ιερουσαλήμ όσο και σε όλη την Ιουδαία και τη
Σαμάρεια και ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης».
9
Και αφού τα είπε αυτά και ενώ εκείνοι κοίταζαν, ανυψώθηκε και ένα σύννεφο
τον άρπαξε προς τα πάνω και τον έκρυψε από τα μάτια τους.
10
Και καθώς
ατένιζαν τον ουρανό, ενώ αυτός έφευγε, ξαφνικά δύο άντρες με λευκά
ενδύματα στάθηκαν δίπλα τους
11και
είπαν: «Άντρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεστε και κοιτάζετε στον ουρανό; Αυτός ο
Ιησούς που αναλήφθηκε από εσάς στον ουρανό θα έρθει έτσι, με τον ίδιο τρόπο
με τον οποίο τον είδατε να πηγαίνει στον ουρανό».
12
Τότε επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ από ένα βουνό που ονομαζόταν Όρος των
Ελαιών, το οποίο είναι κοντά στην Ιερουσαλήμ, σε απόσταση οδοιπορίας
σαββάτου.
13
Έτσι λοιπόν,
αφού μπήκαν σε αυτήν, ανέβηκαν στο ανώγειο όπου έμεναν, ο Πέτρος καθώς και
ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος και ο Ανδρέας, ο Φίλιππος και ο Θωμάς, ο
Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος, ο γιος του Αλφαίου, και ο Σίμων ο
ζηλωτής και ο Ιούδας, ο γιος του Ιακώβου.
14
Όλοι αυτοί
ενέμεναν σύσσωμοι στην προσευχή μαζί με μερικές γυναίκες και τη Μαρία, τη
μητέρα του Ιησού, και με τους αδελφούς του.
15
Αυτές, λοιπόν, τις ημέρες σηκώθηκε ο Πέτρος στο μέσο των αδελφών και είπε
(το πλήθος ήταν περίπου εκατόν είκοσι άτομα όλοι μαζί):
16
«Άντρες αδελφοί, ήταν απαραίτητο να εκπληρωθεί η γραφή, την οποία προείπε
το άγιο πνεύμα μέσω του στόματος του Δαβίδ σχετικά με τον Ιούδα, ο οποίος
έγινε οδηγός σε εκείνους που συνέλαβαν τον Ιησού,
17
επειδή αυτός είχε συγκαταριθμηθεί ανάμεσά μας και απέκτησε συμμετοχή σε
αυτή τη διακονία.
18
(Αυτός, λοιπόν, αγόρασε έναν αγρό με το μισθό της αδικίας και, πέφτοντας
με το κεφάλι, σκίστηκε με θόρυβο στη μέση και χύθηκαν έξω όλα του τα
έντερα.
19
Και αυτό έγινε γνωστό σε όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ώστε εκείνος ο
αγρός ονομάστηκε στη γλώσσα τους Ακελδαμά, δηλαδή Αγρός Αίματος.)
20
Διότι είναι
γραμμένο στο βιβλίο των Ψαλμών: “Ας ερημωθεί η κατοικία του και ας μην
υπάρχει κάτοικος σε αυτήν” και “Τη θέση επισκοπής που είχε ας την πάρει
κάποιος άλλος”.
21Είναι
συνεπώς απαραίτητο, από τους άντρες που συνάγονταν μαζί μας όλο τον καιρό
που ο Κύριος Ιησούς έμπαινε και έβγαινε ανάμεσά μας,
22
αρχίζοντας με το βάφτισμά του από τον Ιωάννη και μέχρι την ημέρα που
αναλήφθηκε από εμάς, ένας από αυτούς τους άντρες να γίνει μάρτυρας της
ανάστασής του μαζί με εμάς».
23
Πρότειναν,
λοιπόν, δύο: τον Ιωσήφ τον αποκαλούμενο Βαρσαββά, ο οποίος επονομαζόταν
Ιούστος, και τον Ματθία.
24
Και
προσευχήθηκαν και είπαν: «Εσύ, Ιεχωβά, που γνωρίζεις τις καρδιές όλων,
όρισε ποιον από αυτούς τους δύο άντρες έχεις εκλέξει
25
για να πάρει τη θέση αυτής της διακονίας και της ιδιότητας του αποστόλου,
από την οποία ο Ιούδας παρέκκλινε για να πάει στη δική του θέση».
26
Έριξαν, λοιπόν, κλήρο για αυτούς, και ο κλήρος έπεσε στον Ματθία· και αυτός
συγκαταλέχθηκε με τους έντεκα αποστόλους.
2
Ενώ προχωρούσε η ημέρα της γιορτής της Πεντηκοστής, ήταν όλοι μαζί στο
ίδιο μέρος,
2
και ξαφνικά ακούστηκε από τον ουρανό ένας θόρυβος σαν το θόρυβο ορμητικού,
δυνατού αέρα, και γέμισε όλο το σπίτι στο οποίο κάθονταν.
3
Και γλώσσες
που έμοιαζαν πύρινες έγιναν ορατές σε αυτούς και διαμοιράστηκαν, και κάθησε
πάνω στον καθένα τους μία,
4
και γέμισαν
όλοι άγιο πνεύμα και άρχισαν να μιλούν διάφορες γλώσσες, όπως το πνεύμα
τούς αξίωνε να λένε.
5
Στη δε Ιερουσαλήμ κατοικούσαν Ιουδαίοι, ευλαβείς άντρες, από κάθε έθνος
από αυτά που υπάρχουν κάτω από τον ουρανό.
6
Όταν, λοιπόν, ακούστηκε αυτός ο ήχος, το πλήθος συγκεντρώθηκε και σάστισε,
επειδή ο καθένας τούς άκουγε να μιλούν στη δική του γλώσσα.
7
Και έμειναν κατάπληκτοι και άρχισαν να απορούν και να λένε: «Δείτε! Δεν
είναι Γαλιλαίοι όλοι αυτοί που μιλούν;
8
Και εντούτοις, πώς εμείς ακούμε ο καθένας μας τη δική του γλώσσα στην οποία
γεννηθήκαμε;
9
Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίτες και οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας και της
Ιουδαίας και της Καππαδοκίας, του Πόντου και της περιφέρειας της Ασίας,
10
και της
Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου και των περιοχών της Λιβύης, η
οποία είναι προς την Κυρήνη, και παρεπίδημοι από τη Ρώμη, τόσο Ιουδαίοι όσο
και προσήλυτοι,
11Κρητικοί
και Άραβες, τους ακούμε να μιλούν στις γλώσσες μας για τα μεγαλεία του
Θεού».
12
Ναι, όλοι έμειναν κατάπληκτοι και βρίσκονταν σε αμηχανία, λέγοντας ο ένας
στον άλλον: «Τι να σημαίνει άραγε αυτό;»
13
Άλλοι, όμως,
τους χλεύαζαν και έλεγαν: «Είναι γεμάτοι γλυκό κρασί».
14
Ο δε Πέτρος
σηκώθηκε με τους έντεκα και ύψωσε τη φωνή του και τους είπε τα εξής:
«Άντρες Ιουδαίοι και όλοι εσείς οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, ας γίνει αυτό
γνωστό σε εσάς και δώστε ακρόαση στα λόγια μου:
15
Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι μεθυσμένοι, όπως νομίζετε, γιατί είναι η τρίτη
ώρα της ημέρας.
16
Απεναντίας, αυτό είναι που ειπώθηκε μέσω του προφήτη Ιωήλ:
17
“«Και στις τελευταίες ημέρες», λέει ο Θεός, «θα εκχύσω από το πνεύμα μου
πάνω σε κάθε είδους σάρκα, και οι γιοι σας και οι κόρες σας θα προφητεύσουν
και οι νεαροί σας θα δουν οράματα και οι γέροντές σας θα ονειρευτούν
όνειρα·
18
ακόμη και πάνω στους δούλους μου και πάνω στις δούλες μου θα εκχύσω από το
πνεύμα μου εκείνες τις ημέρες, και θα προφητεύσουν.
19
Και θα παρουσιάσω θαυμαστά προμηνύματα πάνω στον ουρανό και σημεία κάτω στη
γη, αίμα και φωτιά και ομίχλη καπνού·
20
ο ήλιος θα
μετατραπεί σε σκοτάδι και η σελήνη σε αίμα πριν έρθει η μεγάλη και
περίλαμπρη ημέρα του Ιεχωβά.
21Και
όποιος επικαλεστεί το όνομα του Ιεχωβά θα σωθεί»”.
22
»Άντρες Ισραηλίτες, ακούστε αυτά τα λόγια: Τον Ιησού τον Ναζωραίο, άντρα
τον οποίο ο Θεός έδειξε δημόσια σε εσάς μέσω δυναμικών έργων και θαυμαστών
προμηνυμάτων και σημείων που έκανε ο Θεός μέσω εκείνου ανάμεσά σας, όπως οι
ίδιοι γνωρίζετε,
23
αυτόν τον
άντρα, ως κάποιον που παραδόθηκε από την καθορισμένη βουλή και πρόγνωση του
Θεού, τον κρεμάσατε με το χέρι άνομων ανθρώπων σε ξύλο και τον σκοτώσατε.
24
Αλλά ο Θεός
τον ανέστησε λύνοντας τις οδύνες του θανάτου, επειδή δεν ήταν δυνατόν να
συνεχίσει να κρατείται από το θάνατο.
25
Διότι ο Δαβίδ λέει σχετικά με αυτόν: “Είχα τον Ιεχωβά μόνιμα μπροστά στα
μάτια μου· επειδή αυτός είναι στα δεξιά μου ώστε να μην κλονιστώ ποτέ.
26
Γι’ αυτό, η καρδιά μου έγινε εύθυμη και η γλώσσα μου ευφράνθηκε. Μάλιστα και
η σάρκα μου θα κατοικήσει με ελπίδα·
27
διότι δεν θα αφήσεις την ψυχή μου στον Άδη ούτε θα επιτρέψεις να δει ο όσιός
σου φθορά.
28
Μου έμαθες τις οδούς της ζωής, θα με γεμίσεις ευθυμία με το πρόσωπό σου”.
29
»Άντρες αδελφοί, είναι επιτρεπτό να μιλώ σε εσάς με παρρησία σχετικά με τον
πατριάρχη Δαβίδ, για το ότι αυτός και πέθανε και θάφτηκε και το μνήμα του
είναι ανάμεσά μας μέχρι αυτή την ημέρα.
30
Επειδή,
λοιπόν, ήταν προφήτης και γνώριζε πως ο Θεός τού είχε ορκιστεί με όρκο ότι
θα έβαζε έναν από τους καρπούς της οσφύος του να καθήσει στο θρόνο του,
31είδε
εκ των προτέρων και μίλησε σχετικά με την ανάσταση του Χριστού, για το ότι
ούτε εγκαταλείφθηκε αυτός στον Άδη ούτε είδε η σάρκα του φθορά.
32
Αυτόν τον Ιησού ανέστησε ο Θεός, γεγονός για το οποίο όλοι εμείς είμαστε
μάρτυρες.
33
Επειδή,
λοιπόν, αυτός εξυψώθηκε στα δεξιά του Θεού και έλαβε το υποσχεμένο άγιο
πνεύμα από τον Πατέρα, εξέχυσε αυτό που εσείς βλέπετε και ακούτε.
34
Στην
πραγματικότητα, ο Δαβίδ δεν ανέβηκε στους ουρανούς, αλλά ο ίδιος λέει:
“Είπε ο Ιεχωβά στον Κύριό μου: «Κάθησε στα δεξιά μου
35
ώσπου να θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιο για τα πόδια σου»”.
36
Συνεπώς, ας γνωρίζει με βεβαιότητα όλος ο οίκος του Ισραήλ ότι ο Θεός τον
έκανε και Κύριο και Χριστό, αυτόν τον Ιησού τον οποίο εσείς κρεμάσατε στο
ξύλο».
37
Όταν, λοιπόν, το άκουσαν αυτό ένιωσαν μαχαιριές στην καρδιά και είπαν στον
Πέτρο και στους υπόλοιπους αποστόλους: «Άντρες αδελφοί, τι πρέπει να
κάνουμε;»
38
Ο Πέτρος τούς είπε: «Μετανοήστε, και ας βαφτιστεί ο καθένας σας στο όνομα
του Ιησού Χριστού για συγχώρηση των αμαρτιών σας και θα λάβετε τη δωρεά
του αγίου πνεύματος.
39
Διότι η υπόσχεση είναι για εσάς και για τα παιδιά σας και για όλους
εκείνους που βρίσκονται μακριά, όσους καλέσει ο Ιεχωβά ο Θεός μας».
40
Και με πολλά
άλλα λόγια έδινε πλήρη μαρτυρία και τους πρότρεπε, λέγοντας: «Σωθείτε από
αυτή τη στρεβλή γενιά».
41Γι’
αυτό, εκείνοι που ασπάστηκαν εγκάρδια τα λόγια του βαφτίστηκαν, και εκείνη
την ημέρα προστέθηκαν περίπου τρεις χιλιάδες ψυχές.
42
Και ήταν αφοσιωμένοι στη διδασκαλία των αποστόλων και στο να δίνουν ο ένας
στον άλλον, στη λήψη γευμάτων και στις προσευχές.
43
Άρχισε δε να
πέφτει φόβος σε κάθε ψυχή, και πολλά θαυμαστά προμηνύματα και σημεία άρχισαν
να γίνονται μέσω των αποστόλων.
44
Όσοι έγιναν
πιστοί ήταν όλοι μαζί έχοντας τα πάντα κοινά
45
και πουλούσαν τα αποκτήματα και τις περιουσίες τους και μοίραζαν τα έσοδα
σε όλους, ανάλογα με την ανάγκη του καθενός.
46
Και κάθε ημέρα βρίσκονταν διαρκώς στο ναό σύσσωμοι, και γευμάτιζαν σε
ιδιωτικά σπίτια και έτρωγαν την τροφή με μεγάλη χαρά και ειλικρίνεια
καρδιάς,
47
αινώντας τον Θεό και βρίσκοντας εύνοια ενώπιον όλου του λαού. Συγχρόνως, ο
Ιεχωβά πρόσθετε σε αυτούς καθημερινά εκείνους που σώζονταν.
3
Ο Πέτρος και ο
Ιωάννης ανέβαιναν στο ναό για την ώρα της προσευχής, την ένατη ώρα,
2
και κάποιοι μετέφεραν έναν άντρα που ήταν κουτσός από την κοιλιά της
μητέρας του, τον οποίο έβαζαν καθημερινά κοντά στην πόρτα του ναού που
ονομαζόταν Ωραία, για να ζητάει δώρα ελέους από εκείνους που έμπαιναν στο
ναό.
3
Όταν αυτός
είδε τον Πέτρο και τον Ιωάννη έτοιμους να μπουν στο ναό, άρχισε να ζητάει να
λάβει δώρα ελέους.
4
Αλλά ο
Πέτρος, μαζί με τον Ιωάννη, τον ατένισε και είπε: «Κοίταξέ μας».
5
Αυτός, λοιπόν, συγκέντρωσε την προσοχή του πάνω τους, περιμένοντας να λάβει
κάτι από αυτούς.
6
Ωστόσο, ο Πέτρος είπε: «Ασήμι και χρυσάφι δεν έχω στην κατοχή μου, αλλά αυτό
που έχω αυτό σου δίνω: Στο όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου,
περπάτα!»
7
Τότε τον έπιασε από το δεξί χέρι και τον σήκωσε. Ευθύς τα πέλματα των
ποδιών του και οι αστράγαλοί του σταθεροποιήθηκαν·
8
και αυτός, πηδώντας προς τα πάνω, στάθηκε όρθιος και άρχισε να περπατάει
και μπήκε μαζί τους στο ναό, περπατώντας και πηδώντας και αινώντας τον Θεό.
9
Και όλος ο λαός τον είδε να περπατάει και να αινεί τον Θεό.
10
Άρχισαν
μάλιστα να τον αναγνωρίζουν, ότι αυτός ήταν που καθόταν για δώρα ελέους στην
Ωραία Πύλη του ναού, και γέμισαν έκπληξη και έκσταση με αυτό που του
συνέβη.
11
Καθώς,
λοιπόν, αυτός ήταν προσκολλημένος στον Πέτρο και στον Ιωάννη, όλος μαζί ο
λαός έτρεξε σαστισμένος προς αυτούς στην αποκαλούμενη στοά του Σολομώντα.
12
Όταν ο Πέτρος το είδε αυτό, είπε στο λαό: «Άντρες Ισραηλίτες, γιατί απορείτε
με αυτό, ή γιατί μας ατενίζετε σαν να τον κάναμε εμείς να περπατάει μέσω
προσωπικής μας δύναμης ή θεοσεβούς αφοσίωσης;
13
Ο Θεός του
Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός των προπατόρων μας, δόξασε τον
Υπηρέτη του τον Ιησού, τον οποίο εσείς όμως παραδώσατε και απαρνηθήκατε
μπροστά στο πρόσωπο του Πιλάτου, όταν εκείνος είχε αποφασίσει να τον
ελευθερώσει.
14
Ναι,
απαρνηθήκατε εκείνον τον άγιο και δίκαιο, και ζητήσατε να χαριστεί σε εσάς
ένας άντρας φονιάς,
15
ενώ σκοτώσατε τον Πρώτιστο Παράγοντα της ζωής. Αλλά ο Θεός τον ήγειρε από
τους νεκρούς, γεγονός για το οποίο εμείς είμαστε μάρτυρες.
16
Το όνομά του, λοιπόν, μέσω της πίστης μας στο όνομά του, έκανε γερό αυτόν
τον άνθρωπο, τον οποίο βλέπετε και γνωρίζετε, και η πίστη που είναι διαμέσου
εκείνου του έδωσε την πλήρη αυτή υγεία ενώπιον όλων σας.
17
Και τώρα, αδελφοί, ξέρω ότι ενεργήσατε από άγνοια, όπως και οι άρχοντές
σας.
18
Αλλά με αυτόν τον τρόπο εκπλήρωσε ο Θεός εκείνα που είχε προαναγγείλει μέσω
του στόματος όλων των προφητών ότι θα υπέφερε ο Χριστός του.
19
»Μετανοήστε,
λοιπόν, και μεταστραφείτε για να εξαλειφθούν οι αμαρτίες σας, ώστε να
έρθουν καιροί αναζωογόνησης από το πρόσωπο του Ιεχωβά
20
και να
αποστείλει αυτός τον διορισμένο για εσάς Χριστό, τον Ιησού,
21τον
οποίο ο ουρανός πρέπει βεβαίως να κρατήσει μέσα του μέχρι τους χρόνους της
αποκατάστασης όλων των πραγμάτων για τα οποία μίλησε ο Θεός μέσω του
στόματος των αγίων του προφητών της αρχαιότητας.
22
Μάλιστα ο Μωυσής είπε: “Ο Ιεχωβά Θεός θα εγείρει για εσάς, ανάμεσα από τους
αδελφούς σας, έναν προφήτη σαν εμένα. Πρέπει να τον ακούτε σε όλα όσα θα
σας πει.
23
Πράγματι,
όποια ψυχή δεν ακούσει εκείνον τον Προφήτη θα εξολοθρευτεί ανάμεσα από το
λαό”.
24
Και όλοι
επίσης οι προφήτες, από τον Σαμουήλ και εκείνους που τον διαδέχθηκαν και
έπειτα, όσοι μίλησαν, διακήρυξαν καθαρά αυτές τις ημέρες.
25
Εσείς είστε οι γιοι των προφητών και της διαθήκης την οποία έκανε ο Θεός με
τους προπάτορές σας, λέγοντας στον Αβραάμ: “Και μέσω του σπέρματός σου θα
ευλογηθούν όλες οι οικογένειες της γης”.
26
Σε εσάς πρώτα ο Θεός, αφού ήγειρε τον Υπηρέτη του, τον απέστειλε να σας
ευλογήσει απομακρύνοντας τον καθένα σας από τις πονηρές σας πράξεις».
4
Ενώ, λοιπόν, οι δύο
μιλούσαν στο λαό, οι πρωθιερείς και ο διοικητής του ναού και οι
Σαδδουκαίοι όρμησαν προς αυτούς,
2
ενοχλημένοι επειδή εκείνοι δίδασκαν το λαό και διακήρυτταν καθαρά την
ανάσταση από τους νεκρούς στην περίπτωση του Ιησού·
3
και έβαλαν τα
χέρια τους πάνω τους και τους έθεσαν υπό κράτηση μέχρι την επόμενη ημέρα,
γιατί ήταν ήδη βράδυ.
4
Ωστόσο,
πολλοί από εκείνους που είχαν ακούσει την ομιλία πίστεψαν, και ο αριθμός
των αντρών έγινε περίπου πέντε χιλιάδες.
5
Την επόμενη ημέρα έγινε στην Ιερουσαλήμ η συγκέντρωση των αρχόντων και των
πρεσβυτέρων και των γραμματέων τους
6
(επίσης ο Άννας ο πρωθιερέας και ο Καϊάφας και ο Ιωάννης και ο Αλέξανδρος
και όσοι ήταν από οικογένεια πρωθιερέα),
7
και τους έβαλαν να σταθούν ανάμεσά τους και άρχισαν να ρωτούν: «Με ποια
δύναμη ή σε τίνος όνομα το κάνατε αυτό;»
8
Τότε ο Πέτρος, έχοντας γεμίσει άγιο πνεύμα, τους είπε:
«Άρχοντες του
λαού και πρεσβύτεροι,
9
αν εμείς σήμερα εξεταζόμαστε, με βάση μια καλή πράξη προς έναν άρρωστο
άνθρωπο, όσον αφορά το μέσω τίνος έγινε καλά αυτός ο άνθρωπος,
10
ας είναι
γνωστό σε όλους σας και σε όλο το λαό του Ισραήλ ότι στο όνομα του Ιησού
Χριστού του Ναζωραίου, τον οποίο εσείς κρεμάσατε στο ξύλο, αλλά τον οποίο
ο Θεός ήγειρε από τους νεκρούς, μέσω εκείνου στέκεται εδώ μπροστά σας αυτός
ο άνθρωπος υγιής.
11Εκείνος
είναι “η πέτρα που εσείς οι οικοδόμοι μεταχειριστήκατε ως μηδαμινή, η οποία
έχει γίνει η κεφαλή της γωνίας”.
12
Και δεν υπάρχει σωτηρία μέσω κανενός άλλου, γιατί δεν υπάρχει άλλο όνομα
κάτω από τον ουρανό που να έχει δοθεί μεταξύ των ανθρώπων, μέσω του οποίου
πρέπει να σωθούμε».
13
Όταν είδαν
την παρρησία του Πέτρου και του Ιωάννη και αντιλήφθηκαν ότι ήταν άνθρωποι
αγράμματοι και συνηθισμένοι, άρχισαν να απορούν. Και άρχισαν να τους
αναγνωρίζουν ότι ήταν με τον Ιησού·
14
και καθώς
κοίταζαν τον άνθρωπο που είχε θεραπευτεί να στέκεται μαζί τους, δεν είχαν
τίποτα να αντιπαραθέσουν.
15
Τους διέταξαν, λοιπόν, να βγουν από την αίθουσα του Σάνχεδριν και άρχισαν να
συνεννοούνται μεταξύ τους,
16
λέγοντας: «Τι να κάνουμε με αυτούς τους ανθρώπους; Επειδή, πραγματικά, ένα
αξιοπρόσεκτο σημείο έχει γίνει μέσω αυτών, το οποίο είναι φανερό σε όλους
τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ· και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε.
17
Παρ’ όλα αυτά, για να μη διαδοθεί περισσότερο μεταξύ του λαού, ας τους
απειλήσουμε να μη μιλούν πια με βάση αυτό το όνομα σε κανέναν».
18
Τότε τους κάλεσαν και τους παρήγγειλαν να μη μιλούν πουθενά ούτε να
διδάσκουν με βάση το όνομα του Ιησού.
19
Αλλά απαντώντας ο Πέτρος και ο Ιωάννης τούς είπαν: «Αν είναι δίκαιο στα
μάτια του Θεού να ακούμε εσάς μάλλον παρά τον Θεό, κρίνετέ το μόνοι σας.
20
Εμείς, όμως,
δεν μπορούμε να σταματήσουμε να μιλάμε για αυτά που είδαμε και ακούσαμε».
21
Αφού, λοιπόν,
τους απείλησαν και άλλο, τους ελευθέρωσαν, εφόσον δεν έβρισκαν καμιά βάση
για να τους τιμωρήσουν, καθώς και εξαιτίας του λαού, επειδή όλοι δόξαζαν
τον Θεό για αυτό που είχε γίνει·
22
διότι ο άνθρωπος στον οποίο είχε γίνει αυτό το σημείο της θεραπείας ήταν
πάνω από σαράντα χρονών.
23
Αυτοί, αφού
ελευθερώθηκαν, πήγαν στους δικούς τους και ανέφεραν όσα τους είχαν πει οι
πρωθιερείς και οι πρεσβύτεροι.
24
Όταν το
άκουσαν αυτό, εκείνοι ύψωσαν σύσσωμοι τη φωνή τους στον Θεό και είπαν:
«Υπέρτατε
Κύριε, εσύ είσαι Αυτός ο οποίος έκανε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα
και όλα όσα υπάρχουν σε αυτά,
25
και ο οποίος μέσω αγίου πνεύματος είπε με το στόμα του προπάτορά μας, του
Δαβίδ του υπηρέτη σου: “Γιατί ήρθαν τα έθνη σε αναβρασμό και οι λαοί
στοχάστηκαν κενά πράγματα;
26
Οι βασιλιάδες της γης έλαβαν θέσεις και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν σαν ένας
άνθρωπος εναντίον του Ιεχωβά και εναντίον του χρισμένου του”.
27
Διότι, πράγματι, ο Ηρώδης και ο Πόντιος Πιλάτος μαζί με εθνικούς και με
λαούς του Ισραήλ συγκεντρώθηκαν σε αυτή την πόλη εναντίον του αγίου υπηρέτη
σου του Ιησού, τον οποίο έχρισες,
28
για να κάνουν αυτά που το χέρι και η βουλή σου είχαν προορίσει να γίνουν.
29
Και τώρα, Ιεχωβά, δώσε προσοχή στις απειλές τους και αξίωσε τους δούλους
σου να εξακολουθήσουν να αναγγέλλουν το λόγο σου με κάθε τόλμη,
30
ενώ απλώνεις
το χέρι σου για θεραπεία και ενώ γίνονται σημεία και θαυμαστά προμηνύματα
μέσω του ονόματος του αγίου υπηρέτη σου του Ιησού».
31
Και αφού
έκαναν δέηση, ο τόπος στον οποίο ήταν συγκεντρωμένοι σείστηκε· και όλοι
γέμισαν με το άγιο πνεύμα και ανάγγελλαν το λόγο του Θεού με τόλμη.
32
Το δε πλήθος εκείνων που είχαν πιστέψει είχε μία καρδιά και ψυχή, και ούτε
ένας δεν έλεγε ότι κάποιο από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά είχαν τα
πάντα κοινά.
33
Επίσης, με
μεγάλη δύναμη οι απόστολοι συνέχισαν να μεταδίδουν τη μαρτυρία σχετικά με
την ανάσταση του Κυρίου Ιησού· και μεγάλη παρ’ αξία καλοσύνη ήταν πάνω σε
όλους τους.
34
Στην
πραγματικότητα, δεν υπήρχε ανάμεσά τους κανείς που είχε ανάγκη· διότι όλοι
όσοι ήταν κάτοχοι αγρών ή σπιτιών τα πουλούσαν και έφερναν το αντίτιμο αυτών
που είχαν πουληθεί
35
και το έβαζαν στα πόδια των αποστόλων. Κατόπιν γινόταν διανομή στον
καθένα, ανάλογα με την ανάγκη που είχε.
36
Ο δε Ιωσήφ, που επονομάστηκε Βαρνάβας από τους αποστόλους, το οποίο όταν
μεταφράζεται σημαίνει Γιος Παρηγοριάς, ένας Λευίτης που καταγόταν από την
Κύπρο
37
και ο οποίος είχε στην κατοχή του ένα κομμάτι γης, το πούλησε και έφερε τα
χρήματα και τα έβαλε στα πόδια των αποστόλων.
5
Ωστόσο, κάποιος
άντρας ονόματι Ανανίας, μαζί με τη Σαπφείρα τη σύζυγό του, πούλησε ένα κτήμα
2
και κατακράτησε μυστικά κάποιο ποσό από το αντίτιμο, πράγμα που γνώριζε και
η σύζυγός του, και έφερε μόνο ένα μέρος του και το έβαλε στα πόδια των
αποστόλων.
3
Αλλά ο Πέτρος
είπε: «Ανανία, γιατί σου έδωσε ο Σατανάς την τόλμη να φερθείς απατηλά στο
άγιο πνεύμα και να κατακρατήσεις μυστικά κάποιο ποσό από το αντίτιμο του
αγρού;
4
Δεν παρέμενε
δικό σου όσο παρέμενε σε εσένα, και δεν συνέχιζε να είναι κάτω από τον
έλεγχό σου αφού πουλήθηκε; Γιατί έβαλες σκοπό μέσα στην καρδιά σου να κάνεις
μια πράξη όπως αυτή; Φέρθηκες απατηλά, όχι σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό».
5
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια, ο Ανανίας έπεσε κάτω και εξέπνευσε. Και μεγάλος
φόβος έπεσε πάνω σε όλους όσους το άκουσαν.
6
Τότε οι νεότεροι σηκώθηκαν, τον τύλιξαν με πανιά και τον μετέφεραν έξω και
τον έθαψαν.
7
Ύστερα από διάστημα τριών περίπου ωρών μπήκε μέσα η σύζυγός του, χωρίς να
ξέρει τι είχε συμβεί.
8
Ο Πέτρος τής είπε: «Πες μου, τόσο πουλήσατε εσείς οι δύο τον αγρό;» Αυτή
είπε: «Ναι, τόσο».
9
Ο Πέτρος, λοιπόν, της είπε: «Γιατί συμφωνήσατε να θέσετε σε δοκιμή το
πνεύμα του Ιεχωβά; Δες! Τα πόδια εκείνων που έθαψαν το σύζυγό σου είναι στην
πόρτα και θα σε μεταφέρουν έξω».
10
Ευθύς αυτή
έπεσε στα πόδια του και εξέπνευσε. Όταν οι νεαροί μπήκαν μέσα τη βρήκαν
νεκρή και αφού τη μετέφεραν έξω την έθαψαν δίπλα στο σύζυγό της.
11Ως
αποτέλεσμα, έπεσε μεγάλος φόβος πάνω σε ολόκληρη την εκκλησία και σε όλους
όσους τα άκουγαν αυτά.
12
Επιπλέον,
μέσω των χεριών των αποστόλων συνέχισαν να γίνονται πολλά σημεία και
θαυμαστά προμηνύματα ανάμεσα στο λαό· και ήταν όλοι σύσσωμοι στη στοά του
Σολομώντα.
13
Βέβαια, ούτε
ένας από τους άλλους δεν είχε το θάρρος να ενωθεί μαζί τους· ωστόσο, ο λαός
τούς εγκωμίαζε.
14
Και
εξακολούθησαν να προστίθενται πιστοί στον Κύριο, πλήθη αντρών και γυναικών·
15
σε τέτοιο σημείο που έβγαζαν τους αρρώστους ακόμη και στους πλατιούς δρόμους
και τους έβαζαν εκεί πάνω σε μικρά κρεβάτια και φορεία, ώστε, όταν θα
περνούσε ο Πέτρος, να πέσει τουλάχιστον η σκιά του πάνω σε κάποιον από
αυτούς.
16
Επίσης, το πλήθος από τις πόλεις γύρω από την Ιερουσαλήμ συγκεντρωνόταν
μεταφέροντας αρρώστους και εκείνους που ταλαιπωρούνταν από ακάθαρτα
πνεύματα, οι οποίοι θεραπεύονταν όλοι.
17
Σηκώθηκαν, όμως, ο αρχιερέας και όλοι όσοι ήταν μαζί του, η αίρεση των
Σαδδουκαίων που υπήρχε τότε, και γέμισαν ζήλια
18
και έβαλαν τα χέρια τους πάνω στους αποστόλους και τους έβαλαν στο δημόσιο
κρατητήριο.
19
Αλλά στη διάρκεια της νύχτας, άγγελος του Ιεχωβά άνοιξε τις πόρτες της
φυλακής, τους έβγαλε έξω και είπε:
20
«Πηγαίνετε και
σταθείτε στο ναό, και να λέτε στο λαό όλα τα λόγια σχετικά με αυτή τη ζωή».
21
Αφού το άκουσαν αυτό,
εκείνοι μπήκαν στο ναό τα χαράματα και άρχισαν να διδάσκουν.
Όταν έφτασε ο
αρχιερέας και όσοι ήταν μαζί του, συγκάλεσαν το Σάνχεδριν και όλη τη
συνέλευση των πρεσβυτέρων των γιων του Ισραήλ, και έστειλαν στο δεσμωτήριο
για να τους φέρουν.
22
Αλλά όταν οι υπηρέτες πήγαν εκεί δεν τους βρήκαν στη φυλακή. Επέστρεψαν,
λοιπόν, και έδωσαν αναφορά,
23
λέγοντας: «Το
δεσμωτήριο το βρήκαμε κλειδωμένο με κάθε ασφάλεια και τους φρουρούς να
στέκονται στις πόρτες, αλλά όταν ανοίξαμε δεν βρήκαμε κανέναν μέσα».
24
Όταν άκουσαν
αυτά τα λόγια τόσο ο διοικητής του ναού όσο και οι πρωθιερείς, άρχισαν να
απορούν σχετικά με αυτά τα πράγματα για το πού θα κατέληγε αυτό.
25
Αλλά κάποιος έφτασε και ανέφερε σε αυτούς: «Δείτε! Οι άντρες που βάλατε στη
φυλακή είναι στο ναό και στέκονται και διδάσκουν το λαό».
26
Τότε πήγε ο διοικητής με τους υπηρέτες του και άρχισε να τους φέρνει, αλλά
χωρίς βία, γιατί φοβούνταν μη λιθοβοληθούν από το λαό.
27
Τους έφεραν, λοιπόν, και τους έβαλαν να σταθούν στην αίθουσα του Σάνχεδριν.
Και ο αρχιερέας τούς ρώτησε
28
και είπε: «Σας προστάξαμε κατηγορηματικά να μη διδάσκετε με βάση αυτό το
όνομα, και εντούτοις ορίστε! έχετε γεμίσει την Ιερουσαλήμ με τη διδασκαλία
σας και είστε αποφασισμένοι να φέρετε το αίμα αυτού του ανθρώπου πάνω μας».
29
Απαντώντας ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι είπαν: «Πρέπει να υπακούμε στον
Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους.
30
Ο Θεός των
προπατόρων μας ήγειρε τον Ιησού, τον οποίο εσείς φονεύσατε κρεμώντας τον
στο ξύλο.
31
Αυτόν ο Θεός τον
εξύψωσε στα δεξιά του ως Πρώτιστο Παράγοντα και Σωτήρα, για να δώσει
μετάνοια στον Ισραήλ και συγχώρηση αμαρτιών.
32
Και εμείς είμαστε μάρτυρες αυτών των πραγμάτων, όπως είναι και το άγιο
πνεύμα, το οποίο ο Θεός έδωσε σε όσους τον υπακούν ως άρχοντα».
33
Όταν το
άκουσαν αυτό, ένιωσαν να κατακόβονται βαθιά μέσα τους και ήθελαν να τους
σκοτώσουν.
34
Αλλά σηκώθηκε
κάποιος στο Σάνχεδριν, ένας Φαρισαίος ονόματι Γαμαλιήλ, δάσκαλος του Νόμου
που τον εκτιμούσε όλος ο λαός, και έδωσε εντολή να βγάλουν τους ανθρώπους
έξω για λίγο.
35
Και τους είπε: «Άντρες Ισραηλίτες, προσέχετε τι σκοπεύετε να κάνετε με
αυτούς τους ανθρώπους.
36
Για παράδειγμα, πριν από αυτές τις ημέρες εγέρθηκε ο Θευδάς, λέγοντας για
τον εαυτό του ότι είναι κάποιος, και ένας αριθμός αντρών, περίπου
τετρακόσιοι, προσκολλήθηκαν στην παράταξή του. Αλλά αυτός θανατώθηκε, και
όλοι όσοι τον υπάκουαν διαλύθηκαν και εκμηδενίστηκαν.
37
Έπειτα από αυτόν, εγέρθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος στις ημέρες της απογραφής
και έσυρε λαό πίσω του. Και όμως, εκείνος αφανίστηκε και όλοι όσοι τον
υπάκουαν διασκορπίστηκαν.
38
Έτσι λοιπόν, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, σας λέω: Μην ανακατεύεστε με
αυτούς τους ανθρώπους, αλλά αφήστε τους· (επειδή, αν αυτό το σχέδιο ή αυτό
το έργο είναι από ανθρώπους, θα ανατραπεί·
39
αλλά αν είναι από τον Θεό, δεν θα μπορέσετε να τους ανατρέψετε·) αλλιώς,
μπορεί να βρεθείτε και θεομάχοι».
40
Τότε τον
άκουσαν και κάλεσαν τους αποστόλους, τους έδειραν και τους πρόσταξαν να
σταματήσουν να μιλούν με βάση το όνομα του Ιησού και τους άφησαν να φύγουν.
41
Αυτοί, λοιπόν,
έφυγαν από το Σάνχεδριν χαρούμενοι επειδή είχαν υπολογιστεί άξιοι να
ατιμαστούν για χάρη του ονόματός του.
42
Και κάθε ημέρα στο ναό και από σπίτι σε σπίτι συνέχισαν αδιάκοπα να
διδάσκουν και να διακηρύττουν τα καλά νέα για τον Χριστό, τον Ιησού.
6
Αυτές δε τις ημέρες, καθώς οι μαθητές αυξάνονταν, έγινε γογγυσμός από την
πλευρά των ελληνόφωνων Ιουδαίων εναντίον των εβραιόφωνων Ιουδαίων, επειδή
οι χήρες τους παραβλέπονταν στην καθημερινή διανομή.
2
Έτσι λοιπόν, οι δώδεκα κάλεσαν το πλήθος των μαθητών και είπαν: «Δεν είναι
αρεστό να αφήσουμε εμείς το λόγο του Θεού για να μοιράζουμε τροφή σε
τραπέζια.
3
Γι’ αυτό,
αδελφοί, αναζητήστε εσείς εφτά αναγνωρισμένους άντρες από ανάμεσά σας,
γεμάτους πνεύμα και σοφία, για να τους διορίσουμε υπεύθυνους για την
αναγκαία αυτή εργασία·
4
και εμείς θα
αφοσιωθούμε στην προσευχή και στη διακονία του λόγου».
5
Και αυτό που ειπώθηκε άρεσε σε ολόκληρο το πλήθος, και διάλεξαν τον Στέφανο,
άντρα γεμάτο πίστη και άγιο πνεύμα, και τον Φίλιππο και τον Πρόχορο και
τον Νικάνορα και τον Τίμωνα και τον Παρμενά και τον Νικόλαο, έναν προσήλυτο
από την Αντιόχεια·
6
και τους έβαλαν μπροστά στους αποστόλους και, αφού προσευχήθηκαν, αυτοί
έθεσαν τα χέρια τους πάνω σε εκείνους.
7
Έτσι λοιπόν, ο λόγος
του Θεού συνέχισε να αυξάνει, και ο αριθμός των μαθητών πλήθαινε στην
Ιερουσαλήμ πάρα πολύ· και μεγάλο πλήθος ιερέων άρχισε να υπακούει στην
πίστη.
8
Ο δε Στέφανος, γεμάτος χάρη και δύναμη, εκτελούσε μεγάλα θαυμαστά
προμηνύματα και σημεία μεταξύ του λαού.
9
Αλλά σηκώθηκαν κάποιοι από εκείνους που ανήκαν στη λεγόμενη Συναγωγή των
Απελευθέρων, και από τους Κυρηναίους και τους Αλεξανδρινούς και από
εκείνους που ήταν από την Κιλικία και την Ασία, για να λογομαχήσουν με τον
Στέφανο·
10
δεν μπορούσαν,
όμως, να αντισταθούν στη σοφία και στο πνεύμα με το οποίο μιλούσε.
11
Τότε
παρακίνησαν μυστικά κάποιους άντρες να πουν: «Τον έχουμε ακούσει να λέει
βλάσφημα λόγια εναντίον του Μωυσή και του Θεού».
12
Και ξεσήκωσαν το λαό και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και, ορμώντας
πάνω του ξαφνικά, τον πήραν με τη βία και τον οδήγησαν στο Σάνχεδριν.
13
Και έφεραν
ψευδομάρτυρες που είπαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν σταματάει να λέει λόγια
εναντίον αυτού του αγίου τόπου και εναντίον του Νόμου.
14
Για
παράδειγμα, τον έχουμε ακούσει να λέει ότι αυτός ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα
γκρεμίσει αυτόν τον τόπο και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παρέδωσε ο Μωυσής».
15
Και καθώς τον ατένισαν όλοι όσοι κάθονταν στο Σάνχεδριν, είδαν το πρόσωπό
του να είναι σαν πρόσωπο αγγέλου.
7
Είπε τότε ο
αρχιερέας: «Έτσι έχουν τα πράγματα;»
2
Αυτός είπε: «Άντρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε. Ο Θεός της δόξας
εμφανίστηκε στον προπάτορά μας τον Αβραάμ ενώ αυτός ήταν στη Μεσοποταμία,
πριν κατοικήσει στη Χαρράν,
3
και του είπε:
“Βγες από τη γη σου και από τους συγγενείς σου και έλα στη γη που θα σου
δείξω”.
4
Τότε αυτός
βγήκε από τη γη των Χαλδαίων και κατοίκησε στη Χαρράν. Και από εκεί, αφού
πέθανε ο πατέρας του, ο Θεός τον έκανε να μετοικήσει σε αυτή τη γη όπου
κατοικείτε τώρα εσείς.
5
Και όμως δεν του έδωσε καμιά κληρονομική ιδιοκτησία σε αυτήν, ούτε μια
πατημασιά· αλλά υποσχέθηκε να του τη δώσει ως ιδιοκτησία, και έπειτα από
αυτόν στο σπέρμα του, ενώ ως τότε δεν είχε παιδί.
6
Και ο Θεός μίλησε σχετικά με αυτό, ότι το σπέρμα του θα ήταν πάροικοι σε
ξένη γη και θα τους υποδούλωναν και θα τους ταλαιπωρούσαν τετρακόσια
χρόνια.
7
“Και εκείνο το έθνος το οποίο θα υπηρετούν ως δούλοι, εγώ θα το κρίνω”,
είπε ο Θεός, “και έπειτα από αυτά, θα βγουν και θα μου αποδώσουν ιερή
υπηρεσία σε αυτόν τον τόπο”.
8
»Επίσης, του έδωσε διαθήκη περιτομής· και έτσι έγινε πατέρας του Ισαάκ και
του έκανε περιτομή την όγδοη ημέρα, και ο Ισαάκ του Ιακώβ, και ο Ιακώβ των
δώδεκα πατριαρχών.
9
Και οι πατριάρχες ζήλεψαν τον Ιωσήφ και τον πούλησαν στην Αίγυπτο. Αλλά ο
Θεός ήταν μαζί του
10
και τον
ελευθέρωσε από όλες τις θλίψεις του και του έδωσε χάρη και σοφία ενώπιον του
Φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου. Και εκείνος τον διόρισε να κυβερνάει την
Αίγυπτο και ολόκληρο τον οίκο του.
11
Έπεσε, όμως,
πείνα σε όλη την Αίγυπτο και τη Χαναάν, ναι, μεγάλη θλίψη· και οι προπάτορές
μας δεν έβρισκαν προμήθειες.
12
Αλλά ο Ιακώβ άκουσε ότι υπήρχαν τρόφιμα στην Αίγυπτο και έστειλε τους
προπάτορές μας την πρώτη φορά.
13
Και τη
δεύτερη φορά ο Ιωσήφ αποκαλύφτηκε στους αδελφούς του· και η οικογενειακή
καταγωγή του Ιωσήφ φανερώθηκε στον Φαραώ.
14
Ο Ιωσήφ,
λοιπόν, έστειλε και κάλεσε από εκείνον τον τόπο τον Ιακώβ τον πατέρα του και
όλους τους συγγενείς του, εβδομήντα πέντε ψυχές τον αριθμό.
15
Ο Ιακώβ κατέβηκε στην Αίγυπτο. Και πέθανε αυτός και οι προπάτορές μας,
16
και μεταφέρθηκαν στη Συχέμ και τέθηκαν στο μνήμα που είχε αγοράσει ο
Αβραάμ με αντίτιμο ασημένια χρήματα από τους γιους του Εμμώρ στη Συχέμ.
17
»Καθώς πλησίαζε ο καιρός για την εκπλήρωση της υπόσχεσης που είχε διακηρύξει
καθαρά ο Θεός στον Αβραάμ, ο λαός αυξήθηκε και πλήθυνε στην Αίγυπτο,
18
ώσπου εγέρθηκε άλλος βασιλιάς στην Αίγυπτο, ο οποίος δεν γνώριζε τον Ιωσήφ.
19
Αυτός μηχανορραφώντας εναντίον του γένους μας εξανάγκασε με αδικία τους
πατέρες να εγκαταλείπουν τα βρέφη τους, για να μη μείνουν ζωντανά.
20
Εκείνον τον
καιρό γεννήθηκε ο Μωυσής, και ήταν πανέμορφος ενώπιον του Θεού. Και θήλασε
τρεις μήνες στο σπίτι του πατέρα του.
21Αλλά
όταν τον εγκατέλειψαν, τον πήρε η κόρη του Φαραώ και τον ανέθρεψε σαν δικό
της γιο.
22
Ως αποτέλεσμα, ο Μωυσής διδάχτηκε όλη τη σοφία των Αιγυπτίων. Μάλιστα, ήταν
δυνατός στα λόγια και στις πράξεις του.
23
»Όταν,
λοιπόν, συμπληρωνόταν το τεσσαρακοστό έτος του, ανέβηκε στην καρδιά του η
επιθυμία να επιθεωρήσει τους αδελφούς του, τους γιους του Ισραήλ.
24
Και όταν είδε
κάποιον να αδικείται, τον υπερασπίστηκε και πήρε εκδίκηση για αυτόν που
υφίστατο κακομεταχείριση, πατάσσοντας τον Αιγύπτιο.
25
Νόμιζε ότι οι αδελφοί του θα καταλάβαιναν πως ο Θεός τούς έδινε σωτηρία μέσω
του χεριού του, αλλά εκείνοι δεν το κατάλαβαν.
26
Και την επόμενη ημέρα εμφανίστηκε σε αυτούς, ενώ μάχονταν, και προσπάθησε να
τους ειρηνεύσει, λέγοντας: “Άντρες, εσείς είστε αδελφοί. Γιατί αδικείτε ο
ένας τον άλλον;”
27
Αλλά αυτός που αδικούσε τον πλησίον του τον έσπρωξε, λέγοντας: “Ποιος σε
διόρισε άρχοντα και κριτή σε εμάς;
28
Μήπως θέλεις να με σκοτώσεις όπως σκότωσες χθες τον Αιγύπτιο;”
29
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια, ο Μωυσής τράπηκε σε φυγή και έγινε πάροικος στη
γη Μαδιάμ, όπου έγινε πατέρας δύο γιων.
30
»Και αφού
συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια, εμφανίστηκε σε αυτόν στην έρημο του Όρους Σινά
ένας άγγελος μέσα στην πύρινη φλόγα μιας βάτου.
31Ο
δε Μωυσής είδε και έμεινε έκθαμβος με αυτό το θέαμα. Και καθώς πλησίαζε για
να ερευνήσει, ακούστηκε η φωνή του Ιεχωβά:
32
“Εγώ είμαι ο Θεός των προπατόρων σου, ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και
του Ιακώβ”. Τρέμοντας ο Μωυσής δεν τολμούσε να ερευνήσει περισσότερο.
33
Ο Ιεχωβά τού
είπε: “Βγάλε τα σανδάλια από τα πόδια σου, γιατί ο τόπος στον οποίο στέκεσαι
είναι άγιο έδαφος.
34
Ασφαλώς έχω
δει την άδικη μεταχείριση του λαού μου που είναι στην Αίγυπτο και έχω
ακούσει το στεναγμό τους και έχω κατεβεί να τους απελευθερώσω. Και τώρα,
έλα, θα σε αποστείλω στην Αίγυπτο”.
35
Αυτόν τον Μωυσή, τον οποίο εκείνοι απαρνήθηκαν, λέγοντας: “Ποιος σε διόρισε
άρχοντα και κριτή;” αυτόν απέστειλε ο Θεός και ως άρχοντα και ως
απελευθερωτή, μέσω του αγγέλου που εμφανίστηκε σε αυτόν στη βάτο.
36
Αυτός τους οδήγησε έξω, αφού πρώτα εκτέλεσε θαυμαστά προμηνύματα και σημεία
στην Αίγυπτο και στην Ερυθρά Θάλασσα και στην έρημο επί σαράντα χρόνια.
37
»Αυτός είναι ο Μωυσής που είπε στους γιους του Ισραήλ: “Ο Θεός θα εγείρει
για εσάς, ανάμεσα από τους αδελφούς σας, έναν προφήτη σαν εμένα”.
38
Αυτός είναι που βρέθηκε ανάμεσα στην εκκλησία, στην έρημο, μαζί με τον
άγγελο που του μίλησε στο Όρος Σινά και με τους προπάτορές μας, και έλαβε
ζωντανές ιερές εξαγγελίες για να σας τις δώσει.
39
Σε αυτόν οι προπάτορές μας αρνήθηκαν να γίνουν υπάκουοι, αλλά τον
παραμέρισαν και μέσα στις καρδιές τους επέστρεψαν στην Αίγυπτο,
40
λέγοντας στον
Ααρών: “Φτιάξε μας θεούς για να πηγαίνουν μπροστά μας. Διότι αυτός ο Μωυσής,
που μας οδήγησε έξω από τη γη της Αιγύπτου, δεν ξέρουμε τι απέγινε”.
41Έφτιαξαν,
λοιπόν, ένα μοσχάρι εκείνες τις ημέρες και έφεραν θυσία στο είδωλο και
άρχισαν να διασκεδάζουν με τα έργα των χεριών τους.
42
Τότε ο Θεός στράφηκε και τους παρέδωσε για να αποδίδουν ιερή υπηρεσία στο
στράτευμα του ουρανού, όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο των προφητών: “Μήπως
σε εμένα προσφέρατε σφάγια και θυσίες επί σαράντα χρόνια στην έρημο, οίκε
του Ισραήλ;
43
Αλλά σηκώσατε
ψηλά τη σκηνή του Μολόχ και το άστρο του θεού Ρεφάν, τα ομοιώματα που
φτιάξατε για να τα λατρεύετε. Γι’ αυτό, θα σας εκτοπίσω πέρα από τη
Βαβυλώνα”.
44
»Οι
προπάτορές μας είχαν τη σκηνή της μαρτυρίας στην έρημο, ακριβώς όπως εκείνος
έδωσε εντολές, όταν μίλησε στον Μωυσή, να τη φτιάξει σύμφωνα με το υπόδειγμα
που είχε δει.
45
Και οι προπάτορές μας, που την παρέλαβαν στη συνέχεια, την έφεραν μαζί με
τον Ιησού του Ναυή στη γη την οποία κατείχαν τα έθνη που ο Θεός έδιωξε
μπροστά από τους προπάτορές μας. Εδώ παρέμεινε μέχρι τις ημέρες του Δαβίδ.
46
Αυτός βρήκε εύνοια στα μάτια του Θεού και ζήτησε το προνόμιο να προμηθεύσει
κατοικία για τον Θεό του Ιακώβ.
47
Ωστόσο, ο Σολομών έχτισε οίκο για αυτόν.
48
Εντούτοις, ο Ύψιστος δεν κατοικεί σε οίκους φτιαγμένους από χέρια· όπως
λέει ο προφήτης:
49
“Ο ουρανός είναι ο θρόνος μου και η γη το υποπόδιό μου. Τι είδους οίκο θα
χτίσετε για εμένα; λέει ο Ιεχωβά. Ή ποιος είναι ο τόπος για την ανάπαυσή
μου;
50
Δεν τα έκανε
το χέρι μου όλα αυτά;”
51
»Ισχυρογνώμονες και απερίτμητοι στην καρδιά και στα αφτιά, εσείς πάντοτε
αντιστέκεστε στο άγιο πνεύμα· όπως οι προπάτορές σας, έτσι και εσείς.
52
Ποιον από τους προφήτες δεν δίωξαν οι προπάτορές σας; Ναι, σκότωσαν
εκείνους που προανήγγειλαν την έλευση του Δικαίου, του οποίου προδότες και
φονιάδες γίνατε τώρα εσείς,
53
εσείς που
λάβατε το Νόμο, όπως διαβιβάστηκε από αγγέλους, αλλά δεν τον τηρήσατε».
54
Όταν, λοιπόν,
άκουσαν αυτά τα πράγματα, ένιωσαν να κατακόβεται η καρδιά τους και άρχισαν
να τρίζουν τα δόντια τους εναντίον του.
55
Αλλά εκείνος, γεμάτος καθώς ήταν με άγιο πνεύμα, ατένισε τον ουρανό και είδε
τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού,
56
και είπε: «Βλέπω τους ουρανούς ανοιγμένους και τον Γιο του ανθρώπου να
στέκεται στα δεξιά του Θεού».
57
Τότε αυτοί κραύγασαν με δυνατή φωνή, έκλεισαν με τα χέρια τους τα αφτιά
τους και όρμησαν πάνω του σύσσωμοι.
58
Και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλη, άρχισαν να τον λιθοβολούν. Και οι
μάρτυρες άφησαν τα εξωτερικά τους ενδύματα στα πόδια ενός νεαρού άντρα
ονόματι Σαύλου.
59
Και λιθοβολούσαν τον Στέφανο, ενώ εκείνος έκανε επίκληση και έλεγε: «Κύριε
Ιησού, δέξου το πνεύμα μου».
60
Κατόπιν,
λυγίζοντας τα γόνατά του, κραύγασε με δυνατή φωνή: «Ιεχωβά, μην τους
καταλογίσεις αυτή την αμαρτία». Και αφού το είπε αυτό, κοιμήθηκε τον ύπνο
του θανάτου.
8
Ο δε Σαύλος επιδοκίμαζε το φόνο του.
Εκείνη την
ημέρα έγινε μεγάλος διωγμός εναντίον της εκκλησίας που ήταν στην
Ιερουσαλήμ· όλοι, εκτός από τους αποστόλους, διασκορπίστηκαν μέσα στις
περιοχές της Ιουδαίας και της Σαμάρειας.
2
Και ευλαβείς άντρες μετέφεραν τον Στέφανο για να τον θάψουν και έκαναν
μεγάλο θρήνο για αυτόν.
3
Ο δε Σαύλος
άρχισε να φέρεται βάναυσα στην εκκλησία. Εισβάλλοντας στο ένα σπίτι μετά το
άλλο και σέρνοντας έξω άντρες και γυναίκες, τους παρέδιδε στη φυλακή.
4
Ωστόσο,
εκείνοι που είχαν διασκορπιστεί διάβηκαν τη χώρα διακηρύττοντας τα καλά νέα
του λόγου.
5
Ο Φίλιππος, για παράδειγμα, κατέβηκε στην πόλη της Σαμάρειας και άρχισε να
τους κηρύττει τον Χριστό.
6
Σύσσωμα τα πλήθη έδιναν προσοχή σε αυτά που έλεγε ο Φίλιππος, ενώ άκουγαν
και έβλεπαν τα σημεία που εκτελούσε.
7
Διότι υπήρχαν πολλοί που είχαν ακάθαρτα πνεύματα, και αυτά κραύγαζαν με
δυνατή φωνή και έβγαιναν. Επιπλέον, πολλοί που ήταν παράλυτοι και κουτσοί
θεραπεύονταν.
8
Έγινε, λοιπόν, μεγάλη χαρά σε εκείνη την πόλη.
9
Υπήρχε στην πόλη κάποιος άντρας ονόματι Σίμων, ο οποίος προηγουμένως ασκούσε
μαγικές τέχνες και κατέπλησσε το έθνος της Σαμάρειας, λέγοντας για τον
εαυτό του ότι ήταν κάποιος μεγάλος.
10
Και όλοι
τους, από τον μικρότερο ως τον μεγαλύτερο, έδιναν προσοχή σε αυτόν και
έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος είναι η Δύναμη του Θεού, η οποία μπορεί να
ονομαστεί Μεγάλη».
11
Του έδιναν,
λοιπόν, προσοχή επειδή τους είχε καταπλήξει αρκετό καιρό με τις μαγικές του
τέχνες.
12
Αλλά όταν πίστεψαν τον Φίλιππο, ο οποίος διακήρυττε τα καλά νέα της
βασιλείας του Θεού και του ονόματος του Ιησού Χριστού, άρχισαν να
βαφτίζονται, άντρες και γυναίκες.
13
Έγινε πιστός
και ο ίδιος ο Σίμων και, αφού βαφτίστηκε, ήταν συνεχώς προσκολλημένος στον
Φίλιππο· και έμενε κατάπληκτος βλέποντας να γίνονται σημεία και μεγάλα
δυναμικά έργα.
14
Όταν οι
απόστολοι στην Ιερουσαλήμ άκουσαν ότι η Σαμάρεια είχε δεχτεί το λόγο του
Θεού, απέστειλαν σε αυτούς τον Πέτρο και τον Ιωάννη·
15
και εκείνοι κατέβηκαν και προσευχήθηκαν για αυτούς για να πάρουν άγιο
πνεύμα.
16
Διότι δεν είχε έρθει ακόμη σε κανέναν από αυτούς, αλλά είχαν μόνο βαφτιστεί
στο όνομα του Κυρίου Ιησού.
17
Τότε έθεταν τα χέρια τους πάνω σε αυτούς, και αυτοί άρχισαν να λαβαίνουν
άγιο πνεύμα.
18
Όταν, λοιπόν,
ο Σίμων είδε ότι μέσω της επίθεσης των χεριών των αποστόλων δινόταν το
πνεύμα, τους πρόσφερε χρήματα,
19
λέγοντας: «Δώστε και σε εμένα αυτή την εξουσία, ώστε, πάνω σε όποιον θέτω τα
χέρια μου, να λαβαίνει άγιο πνεύμα».
20
Ο Πέτρος,
όμως, του είπε: «Το ασήμι σου ας αφανιστεί μαζί με εσένα, επειδή νόμισες ότι
με χρήματα θα αποκτήσεις τη δωρεά του Θεού.
21Δεν
έχεις ούτε μέρος ούτε κλήρο σε αυτό το ζήτημα, γιατί η καρδιά σου δεν είναι
ευθεία στα μάτια του Θεού.
22
Μετανόησε, λοιπόν, από αυτή την κακία σου και δεήσου στον Ιεχωβά ώστε, αν
είναι δυνατόν, να σου συγχωρηθεί η επινόηση της καρδιάς σου·
23
διότι βλέπω
ότι είσαι δηλητηριώδης χολή και δεσμός αδικίας».
24
Απαντώντας ο
Σίμων είπε: «Κάντε εσείς δέηση για εμένα στον Ιεχωβά ώστε να μην έρθει πάνω
μου κανένα από τα πράγματα που έχετε πει».
25
Αφού, λοιπόν, έδωσαν πλήρως τη μαρτυρία και ανήγγειλαν το λόγο του Ιεχωβά,
επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και διακήρυτταν τα καλά νέα σε πολλά χωριά των
Σαμαρειτών.
26
Ωστόσο,
άγγελος του Ιεχωβά μίλησε στον Φίλιππο, λέγοντας: «Σήκω και πήγαινε νότια
στο δρόμο που κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ στη Γάζα». (Αυτός είναι ερημικός
δρόμος.)
27
Τότε εκείνος σηκώθηκε και πήγε, και αντίκρισε έναν Αιθίοπα ευνούχο, έναν
άντρα με εξουσία στην υπηρεσία της Κανδάκης, της βασίλισσας των Αιθιόπων, ο
οποίος ήταν υπεύθυνος για όλο το θησαυρό της. Αυτός είχε πάει στην
Ιερουσαλήμ για να προσφέρει λατρεία
28
και τώρα επέστρεφε και καθόταν στο άρμα του και διάβαζε μεγαλόφωνα τον
προφήτη Ησαΐα.
29
Το πνεύμα, λοιπόν, είπε στον Φίλιππο: «Πλησίασε και προσκολλήσου σε αυτό το
άρμα».
30
Ο Φίλιππος
έτρεξε δίπλα στο άρμα και τον άκουσε να διαβάζει μεγαλόφωνα τον Ησαΐα τον
προφήτη και είπε: «Καταλαβαίνεις πραγματικά αυτά που διαβάζεις;»
31Αυτός
είπε: «Μα πώς θα μπορούσα να τα καταλάβω, αν δεν με καθοδηγήσει κάποιος;»
Και ικέτευσε τον Φίλιππο να ανεβεί και να καθήσει μαζί του.
32
Η δε περικοπή της Γραφής την οποία διάβαζε μεγαλόφωνα ήταν η εξής: «Σαν
πρόβατο φέρθηκε στη σφαγή, και σαν αρνί που είναι άφωνο μπροστά στον
κουρευτή του, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του.
33
Στη διάρκεια
της ταπείνωσής του, η οφειλόμενη κρίση πάρθηκε από αυτόν. Ποιος θα πει τις
λεπτομέρειες της γενεαλογίας του; Επειδή η ζωή του παίρνεται από τη γη».
34
Απαντώντας ο
ευνούχος είπε στον Φίλιππο: «Σε παρακαλώ: Για ποιον το λέει ο προφήτης αυτό;
Για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλον;»
35
Ο Φίλιππος άνοιξε το στόμα του και, αρχίζοντας με αυτή τη Γραφή, του
διακήρυξε τα καλά νέα σχετικά με τον Ιησού.
36
Καθώς, λοιπόν, προχωρούσαν στο δρόμο, έφτασαν σε ένα μέρος με νερό, και ο
ευνούχος είπε: «Δες! Νερό! Τι με εμποδίζει να βαφτιστώ;»
37
——
38
Τότε διέταξε να σταματήσει το άρμα, και κατέβηκαν και οι δύο στο νερό, και ο
Φίλιππος και ο ευνούχος· και τον βάφτισε.
39
Αφού ανέβηκαν από το νερό, το πνεύμα του Ιεχωβά πήρε γρήγορα τον Φίλιππο
μακριά, και ο ευνούχος δεν τον είδε πια, γιατί εξακολούθησε να προχωρεί στο
δρόμο του χαρούμενος.
40
Ο δε Φίλιππος
βρέθηκε στην Άζωτο, και διάβηκε την περιοχή και διακήρυττε τα καλά νέα σε
όλες τις πόλεις, ώσπου έφτασε στην Καισάρεια.
9
Αλλά ο Σαύλος, πνέοντας ακόμη απειλή και φόνο εναντίον των μαθητών του
Κυρίου, πήγε στον αρχιερέα
2
και του ζήτησε επιστολές προς τις συναγωγές στη Δαμασκό, για να φέρει
δεμένους στην Ιερουσαλήμ όποιους έβρισκε να ανήκουν στην Οδό, άντρες και
γυναίκες.
3
Καθώς,
λοιπόν, ταξίδευε, πλησίαζε στη Δαμασκό, όταν ξαφνικά άστραψε γύρω του ένα
φως από τον ουρανό,
4
και αυτός
έπεσε στο έδαφος και άκουσε μια φωνή να του λέει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με
διώκεις;»
5
Αυτός είπε: «Ποιος είσαι, Κύριε;» Εκείνος είπε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον
οποίο εσύ διώκεις.
6
Σήκω, όμως, και μπες στην πόλη, και θα σου ειπωθεί τι πρέπει να κάνεις».
7
Οι άντρες που ταξίδευαν μαζί του στέκονταν άλαλοι, ακούγοντας μεν τον ήχο
κάποιας φωνής, μη βλέποντας όμως κανέναν.
8
Ο δε Σαύλος σηκώθηκε από το έδαφος και, μολονότι τα μάτια του ήταν ανοιχτά,
δεν έβλεπε τίποτα. Γι’ αυτό, τον οδήγησαν από το χέρι και τον έφεραν στη
Δαμασκό.
9
Και τρεις ημέρες δεν έβλεπε τίποτα, και ούτε έφαγε ούτε ήπιε.
10
Στη Δαμασκό
υπήρχε κάποιος μαθητής ονόματι Ανανίας, και ο Κύριος του είπε σε όραμα:
«Ανανία!» Αυτός είπε: «Ορίστε, Κύριε!»
11Ο
Κύριος του είπε: «Σήκω, πήγαινε στην οδό που ονομάζεται Ευθεία και αναζήτησε
στο σπίτι του Ιούδα κάποιον ονόματι Σαύλο, από την Ταρσό. Διότι ορίστε!
προσεύχεται,
12
και σε όραμα είδε έναν άντρα ονόματι Ανανία να μπαίνει μέσα και να θέτει
πάνω σε αυτόν τα χέρια του για να ξαναβρεί την όρασή του».
13
Αλλά ο
Ανανίας απάντησε: «Κύριε, έχω ακούσει από πολλούς για αυτόν τον άντρα, πόσα
κακά πράγματα έκανε στους αγίους σου στην Ιερουσαλήμ.
14
Και εδώ έχει
εξουσία από τους πρωθιερείς να βάλει σε δεσμά όλους όσους επικαλούνται το
όνομά σου».
15
Ο Κύριος, όμως, του είπε: «Πήγαινε, επειδή αυτός είναι για εμένα σκεύος
εκλεγμένο, για να φέρει το όνομά μου στα έθνη καθώς και σε βασιλιάδες και
στους γιους του Ισραήλ.
16
Διότι θα του δείξω καθαρά πόσα πρέπει να πάθει για το όνομά μου».
17
Ο Ανανίας,
λοιπόν, πήγε και μπήκε στο σπίτι και έθεσε πάνω σε αυτόν τα χέρια του και
είπε: «Σαούλ, αδελφέ, ο Κύριος, ο Ιησούς ο οποίος εμφανίστηκε σε εσένα στο
δρόμο που ερχόσουν, με απέστειλε για να ξαναβρείς την όρασή σου και να
γεμίσεις άγιο πνεύμα».
18
Και αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια και ξαναβρήκε την όρασή
του· και σηκώθηκε και βαφτίστηκε,
19
και έφαγε τροφή και πήρε δύναμη.
Έμεινε δε
μερικές ημέρες με τους μαθητές στη Δαμασκό,
20
και αμέσως
στις συναγωγές άρχισε να κηρύττει τον Ιησού, ότι Αυτός είναι ο Γιος του
Θεού.
21
Αλλά όλοι όσοι
τον άκουγαν έμεναν κατάπληκτοι και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός που έσπειρε
όλεθρο στην Ιερουσαλήμ ανάμεσα σε εκείνους που επικαλούνται αυτό το όνομα,
και ο οποίος είχε έρθει εδώ γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, για να τους οδηγήσει
δεμένους στους πρωθιερείς;»
22
Ο Σαύλος, όμως, αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη και έφερνε σε σύγχυση
τους Ιουδαίους που κατοικούσαν στη Δαμασκό καθώς αποδείκνυε λογικά ότι αυτός
είναι ο Χριστός.
23
Αφού, λοιπόν,
είχαν περάσει αρκετές ημέρες, οι Ιουδαίοι συνεννοήθηκαν να τον σκοτώσουν.
24
Ωστόσο, η
πλεκτάνη τους εναντίον του έγινε γνωστή στον Σαύλο. Αυτοί, όμως,
παρακολουθούσαν και τις πύλες, ημέρα και νύχτα, για να τον σκοτώσουν.
25
Γι’ αυτό, οι μαθητές του τον πήραν τη νύχτα και τον κατέβασαν από ένα
άνοιγμα στο τείχος μέσα σε ένα καλάθι.
26
Όταν έφτασε
στην Ιερουσαλήμ, κατέβαλλε προσπάθειες να συνδεθεί με τους μαθητές· όλοι
όμως τον φοβούνταν, επειδή δεν πίστευαν ότι είναι μαθητής.
27
Ο Βαρνάβας, λοιπόν, πρόστρεξε σε βοήθειά του και τον οδήγησε στους
αποστόλους, και αυτός τους διηγήθηκε πώς είχε δει στο δρόμο τον Κύριο και
ότι εκείνος του είχε μιλήσει, και πώς είχε μιλήσει στη Δαμασκό με τόλμη
στο όνομα του Ιησού.
28
Και παρέμενε μαζί τους, μπαίνοντας και βγαίνοντας στην Ιερουσαλήμ, μιλώντας
με τόλμη στο όνομα του Κυρίου·
29
και μιλούσε και ερχόταν σε αντιλογία με τους ελληνόφωνους Ιουδαίους. Και
εκείνοι έκαναν απόπειρες να τον σκοτώσουν.
30
Όταν οι
αδελφοί το αντιλήφθηκαν αυτό, τον κατέβασαν στην Καισάρεια και τον έστειλαν
στην Ταρσό.
31
Τότε λοιπόν,
η εκκλησία σε όλη την Ιουδαία και τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια μπήκε σε
περίοδο ειρήνης, ενώ παράλληλα εποικοδομούνταν· και καθώς περπατούσε στο
φόβο του Ιεχωβά και στην παρηγοριά του αγίου πνεύματος, συνεχώς πλήθαινε.
32
Καθώς δε ο
Πέτρος περνούσε από όλα τα μέρη, κατέβηκε και στους αγίους που κατοικούσαν
στη Λύδδα.
33
Εκεί βρήκε
κάποιον άνθρωπο ονόματι Αινέα, ο οποίος ήταν κατάκοιτος στο φορείο του επί
οχτώ χρόνια, επειδή ήταν παράλυτος.
34
Και ο Πέτρος
τού είπε: «Αινέα, ο Ιησούς Χριστός σε γιατρεύει. Σήκω και στρώσε το
κρεβάτι σου». Και αυτός σηκώθηκε αμέσως.
35
Και όλοι όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα και στην πεδιάδα του Σαρών τον είδαν
και στράφηκαν στον Κύριο.
36
Στην Ιόππη
υπήρχε κάποια μαθήτρια με το όνομα Ταβιθά, το οποίο όταν μεταφράζεται
σημαίνει Δορκάς. Αυτή αφθονούσε σε καλά έργα και σε δώρα ελέους που έκανε.
37
Αλλά εκείνες τις ημέρες αρρώστησε και πέθανε. Την έπλυναν, λοιπόν, και την
έβαλαν σε ένα ανώγειο.
38
Και επειδή η Λύδδα ήταν κοντά στην Ιόππη, όταν οι μαθητές άκουσαν ότι ο
Πέτρος ήταν σε αυτή την πόλη, έστειλαν σε αυτόν δύο άντρες για να τον
ικετεύσουν: «Σε παρακαλούμε, μη διστάσεις να έρθεις ως εμάς».
39
Τότε ο Πέτρος σηκώθηκε και πήγε μαζί τους. Όταν έφτασε, τον οδήγησαν στο
ανώγειο· και όλες οι χήρες παρουσιάστηκαν σε αυτόν κλαίγοντας και δείχνοντας
πολλά εσωτερικά ενδύματα και εξωτερικά ενδύματα που έφτιαχνε η Δορκάς όσον
καιρό ήταν μαζί τους.
40
Αλλά ο Πέτρος
τούς έβγαλε όλους έξω και λυγίζοντας τα γόνατά του προσευχήθηκε, και
γυρίζοντας προς το σώμα είπε: «Ταβιθά, σήκω!» Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και
μόλις είδε τον Πέτρο ανακάθησε.
41Δίνοντάς
της το χέρι του, αυτός τη σήκωσε και φώναξε τους αγίους και τις χήρες και
την παρουσίασε ζωντανή.
42
Αυτό έγινε γνωστό σε όλη την Ιόππη, και πολλοί πίστεψαν στον Κύριο.
43
Έμεινε δε
αρκετές ημέρες στην Ιόππη σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη.
10
Στην Καισάρεια
υπήρχε κάποιος άντρας ονόματι Κορνήλιος, ένας αξιωματικός της μονάδας της
αποκαλούμενης ιταλικής,
2
που ήταν ευλαβής και φοβόταν τον Θεό μαζί με όλο το σπιτικό του, και έκανε
πολλά δώρα ελέους στο λαό και ανέπεμπε συνεχώς δεήσεις στον Θεό.
3
Περίπου την
ένατη ώρα της ημέρας, είδε καθαρά σε όραμα έναν άγγελο του Θεού να
μπαίνει εκεί που ήταν αυτός και να του λέει: «Κορνήλιε!»
4
Αυτός τον
ατένισε και, νιώθοντας φόβο, είπε: «Τι είναι, Κύριε;» Εκείνος του είπε: «Οι
προσευχές και τα δώρα του ελέους σου ανέβηκαν ως ενθύμηση ενώπιον του
Θεού.
5
Τώρα λοιπόν, στείλε άντρες στην Ιόππη και κάλεσε κάποιον Σίμωνα που
επονομάζεται Πέτρος.
6
Αυτός φιλοξενείται από κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη, ο οποίος έχει σπίτι κοντά
στη θάλασσα».
7
Μόλις έφυγε ο άγγελος που του μίλησε, αυτός φώναξε δύο από τους οικιακούς
του υπηρέτες και έναν ευλαβή στρατιώτη από εκείνους που τον υπηρετούσαν
συνεχώς,
8
και αφού τους αφηγήθηκε τα πάντα τους έστειλε στην Ιόππη.
9
Την επόμενη
ημέρα, καθώς εκείνοι ταξίδευαν και πλησίαζαν στην πόλη, ο Πέτρος ανέβηκε
στην ταράτσα, γύρω στην έκτη ώρα, για να προσευχηθεί.
10
Πείνασε, όμως,
πολύ και ήθελε να φάει. Ενώ ετοίμαζαν, ήρθε σε έκσταση
11και
είδε τον ουρανό ανοιγμένο και κάποιο είδος σκεύους σαν μεγάλο λινό σεντόνι
να χαμηλώνει και να κατεβαίνει πάνω στη γη, πιασμένο από τις τέσσερις άκρες
του·
12
και μέσα σε αυτό υπήρχαν κάθε είδους τετράποδα και ερπετά της γης και πουλιά
του ουρανού.
13
Και μια φωνή
ήρθε σε αυτόν: «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάε!»
14
Αλλά ο Πέτρος
είπε: «Αποκλείεται, Κύριε, επειδή ποτέ δεν έχω φάει κάτι μολυσμένο και
ακάθαρτο».
15
Και η φωνή τού είπε πάλι, τη δεύτερη φορά: «Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ
μην τα αποκαλείς μολυσμένα».
16
Αυτό συνέβη και τρίτη φορά, και αμέσως το σκεύος αναλήφθηκε στον ουρανό.
17
Ενώ, λοιπόν,
ο Πέτρος ένιωθε μεγάλη αμηχανία μέσα του για το τι μπορεί να σήμαινε το
όραμα που είχε δει, οι άντρες που είχαν σταλεί από τον Κορνήλιο είχαν
ζητήσει πληροφορίες για το σπίτι του Σίμωνα και στάθηκαν εκεί, στην πύλη.
18
Και φώναξαν και ρώτησαν αν φιλοξενούνταν εκεί ο Σίμων που επονομαζόταν
Πέτρος.
19
Καθώς ο Πέτρος ξανάφερνε στο νου του το όραμα, το πνεύμα είπε: «Δες! Σε
ζητούν τρεις άντρες.
20
Σήκω, λοιπόν,
κατέβα κάτω και πήγαινε μαζί τους, χωρίς να αμφιβάλλεις καθόλου, επειδή εγώ
τους έχω στείλει».
21Και
ο Πέτρος κατέβηκε κάτω στους άντρες και είπε: «Ορίστε! Εγώ είμαι αυτός που
ζητάτε. Ποια είναι η αιτία για την οποία είστε εδώ;»
22
Εκείνοι είπαν: «Ο Κορνήλιος, ένας αξιωματικός, που είναι άντρας δίκαιος και
φοβάται τον Θεό και ο οποίος έχει καλή φήμη μεταξύ όλου του έθνους των
Ιουδαίων, πήρε θεϊκές οδηγίες από έναν άγιο άγγελο να σε καλέσει να έρθεις
στο σπίτι του και να ακούσει αυτά που έχεις να πεις».
23
Τους
προσκάλεσε, λοιπόν, μέσα και τους φιλοξένησε.
Την επόμενη
ημέρα σηκώθηκε και έφυγε μαζί τους, και μερικοί από τους αδελφούς που ήταν
από την Ιόππη πήγαν μαζί του.
24
Τη μεθεπόμενη
ημέρα μπήκε στην Καισάρεια. Ο Κορνήλιος, φυσικά, τους περίμενε και είχε
καλέσει τους συγγενείς και τους στενούς του φίλους.
25
Όταν μπήκε ο Πέτρος, ο Κορνήλιος τον συνάντησε, έπεσε στα πόδια του και τον
προσκύνησε.
26
Αλλά ο Πέτρος τον σήκωσε, λέγοντας: «Σήκω· και εγώ άνθρωπος είμαι».
27
Και καθώς συνομιλούσε με αυτόν, μπήκε μέσα και βρήκε πολλούς ανθρώπους
συναγμένους
28
και τους είπε: «Γνωρίζετε καλά πόσο παράνομο είναι για έναν Ιουδαίο να
προσκολλάται ή να πλησιάζει σε αλλόφυλο· και όμως ο Θεός μού έδειξε ότι δεν
πρέπει να αποκαλώ κανέναν άνθρωπο μολυσμένο ή ακάθαρτο.
29
Γι’ αυτό και ήρθα χωρίς αντίρρηση όταν με καλέσατε. Ρωτώ, λοιπόν, το λόγο
για τον οποίο με καλέσατε».
30
Και ο
Κορνήλιος είπε: «Πριν από τέσσερις ημέρες, μετρώντας από αυτή την ώρα,
προσευχόμουν στο σπίτι μου την ένατη ώρα, όταν ένας άντρας με λαμπρή στολή
στάθηκε μπροστά μου 31
και είπε:
“Κορνήλιε, η προσευχή σου εισακούστηκε και τα δώρα του ελέους σου ήρθαν σε
θύμηση ενώπιον του Θεού.
32
Στείλε, λοιπόν, στην Ιόππη και κάλεσε τον Σίμωνα που επονομάζεται Πέτρος.
Αυτός φιλοξενείται στο σπίτι του Σίμωνα, ενός βυρσοδέψη, κοντά στη
θάλασσα”.
33
Γι’ αυτό σου
έστειλα αμέσως μήνυμα, και εσύ έκανες καλά που ήρθες εδώ. Και έτσι τώρα
είμαστε όλοι παρόντες ενώπιον του Θεού για να ακούσουμε όλα όσα έχεις πάρει
εντολή από τον Ιεχωβά να πεις».
34
Τότε ο Πέτρος
άνοιξε το στόμα του και είπε: «Πραγματικά αντιλαμβάνομαι ότι ο Θεός δεν
είναι προσωπολήπτης,
35
αλλά σε κάθε έθνος όποιος τον φοβάται και εργάζεται δικαιοσύνη είναι
ευπρόσδεκτος σε αυτόν.
36
Εκείνος έστειλε το λόγο στους γιους του Ισραήλ για να διακηρύξει σε αυτούς
τα καλά νέα της ειρήνης μέσω του Ιησού Χριστού: Αυτός είναι Κύριος όλων των
άλλων.
37
Εσείς γνωρίζετε το θέμα που συζητήθηκε σε όλη την Ιουδαία, αρχίζοντας από τη
Γαλιλαία μετά το βάφτισμα που κήρυξε ο Ιωάννης,
38
συγκεκριμένα, τον Ιησού που ήταν από τη Ναζαρέτ, πώς τον έχρισε ο Θεός με
άγιο πνεύμα και δύναμη, και αυτός διάβηκε τη χώρα κάνοντας το καλό και
γιατρεύοντας όλους όσους καταδυναστεύονταν από τον Διάβολο· επειδή ο Θεός
ήταν μαζί του.
39
Και εμείς είμαστε μάρτυρες όλων όσων έκανε και στη χώρα των Ιουδαίων και
στην Ιερουσαλήμ· αλλά αυτόν τον σκότωσαν κρεμώντας τον στο ξύλο.
40
Ο Θεός τον
ήγειρε Αυτόν την τρίτη ημέρα και του επέτρεψε να φανερωθεί,
41όχι
σε όλο το λαό, αλλά σε μάρτυρες διορισμένους εκ των προτέρων από τον Θεό,
σε εμάς που φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά την ανάστασή του από τους
νεκρούς.
42
Επίσης, μας πρόσταξε να κηρύξουμε στο λαό και να δώσουμε πλήρη μαρτυρία ότι
Αυτόν όρισε ο Θεός κριτή ζωντανών και νεκρών.
43
Για αυτόν
δίνουν μαρτυρία όλοι οι προφήτες, ότι όποιος θέτει πίστη σε αυτόν λαβαίνει
συγχώρηση αμαρτιών μέσω του ονόματός του».
44
Ενώ ο Πέτρος
μιλούσε ακόμη για αυτά τα ζητήματα, το άγιο πνεύμα ήρθε πάνω σε όλους όσους
άκουγαν το λόγο.
45
Και οι πιστοί που είχαν έρθει με τον Πέτρο, οι οποίοι ήταν από τους
περιτμημένους, ένιωσαν κατάπληξη, επειδή η δωρεά του αγίου πνεύματος
εκχεόταν και πάνω σε εθνικούς.
46
Διότι τους άκουγαν να μιλούν γλώσσες και να μεγαλύνουν τον Θεό. Κατόπιν ο
Πέτρος αποκρίθηκε:
47
«Μπορεί κανείς να εμποδίσει το νερό ώστε να μη βαφτιστούν αυτοί που έλαβαν
το άγιο πνεύμα όπως και εμείς;»
48
Τότε τους έδωσε εντολή να βαφτιστούν στο όνομα του Ιησού Χριστού. Κατόπιν
του ζήτησαν να μείνει μερικές ημέρες.
11
Οι δε απόστολοι και οι αδελφοί που ήταν στην Ιουδαία άκουσαν ότι και
εθνικοί είχαν δεχτεί το λόγο του Θεού.
2
Έτσι λοιπόν, όταν ο Πέτρος ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ, οι υποστηρικτές της
περιτομής άρχισαν να φιλονικούν μαζί του,
3
λέγοντας ότι
είχε μπει στο σπίτι αντρών που δεν ήταν περιτμημένοι και είχε φάει μαζί
τους.
4
Τότε ο Πέτρος
άρχισε να τους εξηγεί τα καθέκαστα, λέγοντας:
5
«Εγώ ήμουν στην πόλη Ιόππη και προσευχόμουν, και είδα σε έκσταση ένα όραμα,
κάποιο είδος σκεύους σαν μεγάλο λινό σεντόνι να χαμηλώνει και να κατεβαίνει
από τον ουρανό, πιασμένο από τις τέσσερις άκρες του, και ήρθε κατευθείαν σε
εμένα.
6
Ατενίζοντάς το, παρατήρησα και είδα τετράποδα της γης και θηρία και ερπετά
και πουλιά του ουρανού.
7
Επίσης, άκουσα μια φωνή να μου λέει: “Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάε!”
8
Αλλά εγώ είπα: “Αποκλείεται, Κύριε, επειδή μολυσμένο ή ακάθαρτο πράγμα δεν
έχει μπει ποτέ στο στόμα μου”.
9
Τη δεύτερη φορά η φωνή από τον ουρανό απάντησε: “Αυτά που ο Θεός καθάρισε,
εσύ μην τα αποκαλείς μολυσμένα”.
10
Αυτό συνέβη
και τρίτη φορά, και όλα πάρθηκαν πάλι στον ουρανό.
11Και
εκείνη τη στιγμή, τρεις άντρες στάθηκαν στο σπίτι στο οποίο ήμασταν,
σταλμένοι από την Καισάρεια σε εμένα.
12
Το πνεύμα, λοιπόν, μου είπε να πάω μαζί τους χωρίς να αμφιβάλλω καθόλου.
Ήρθαν δε και αυτοί οι έξι αδελφοί μαζί μου, και μπήκαμε στο σπίτι εκείνου
του άντρα.
13
»Εκείνος μας
ανέφερε πώς είδε τον άγγελο, ο οποίος στάθηκε στο σπίτι του και είπε:
“Στείλε άντρες στην Ιόππη και κάλεσε τον Σίμωνα που επονομάζεται Πέτρος,
14
και αυτός θα
σου πει τα πράγματα εκείνα με τα οποία μπορείς να σωθείς εσύ και όλο το
σπιτικό σου”.
15
Αλλά όταν άρχισα να μιλώ, το άγιο πνεύμα ήρθε πάνω σε αυτούς όπως ήρθε και
πάνω σε εμάς στην αρχή.
16
Τότε θυμήθηκα τα λόγια του Κυρίου, ότι έλεγε: “Ο Ιωάννης μεν βάφτισε με
νερό, αλλά εσείς θα βαφτιστείτε σε άγιο πνεύμα”.
17
Αν, λοιπόν, ο Θεός έδωσε σε αυτούς την ίδια δωρεά όπως έδωσε και σε εμάς που
έχουμε πιστέψει στον Κύριο Ιησού Χριστό, ποιος ήμουν εγώ που θα μπορούσα να
εμποδίσω τον Θεό;»
18
Και όταν
άκουσαν αυτά τα πράγματα, τα αποδέχτηκαν ήσυχα και δόξασαν τον Θεό,
λέγοντας: «Ώστε λοιπόν, ο Θεός παραχώρησε και σε εθνικούς μετάνοια με σκοπό
τη ζωή».
19
Στο μεταξύ,
εκείνοι που είχαν διασκορπιστεί από τη θλίψη η οποία έγινε εξαιτίας του
Στεφάνου έφτασαν ως τη Φοινίκη και την Κύπρο και την Αντιόχεια αλλά δεν
ανάγγελλαν το λόγο σε κανέναν παρά μόνο στους Ιουδαίους.
20
Ωστόσο,
υπήρχαν από αυτούς μερικοί άντρες από την Κύπρο και την Κυρήνη που ήρθαν
στην Αντιόχεια και άρχισαν να μιλούν στους ελληνόφωνους, διακηρύττοντας τα
καλά νέα για τον Κύριο Ιησού.
21Και
το χέρι του Ιεχωβά ήταν μαζί τους, και μεγάλος αριθμός ανθρώπων που έγιναν
πιστοί στράφηκε στον Κύριο.
22
Η είδηση για αυτούς έφτασε στα αφτιά της εκκλησίας που ήταν στην
Ιερουσαλήμ, και έστειλαν τον Βαρνάβα ως την Αντιόχεια.
23
Όταν εκείνος έφτασε και είδε την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού, χάρηκε και
άρχισε να τους ενθαρρύνει όλους να παραμένουν στον Κύριο με όλη τη θέληση
της καρδιάς τους·
24
διότι ήταν άντρας αγαθός και γεμάτος άγιο πνεύμα και πίστη. Και αρκετά
μεγάλο πλήθος προστέθηκε στον Κύριο.
25
Εκείνος, λοιπόν, έφυγε στην Ταρσό για να αναζητήσει τον Σαύλο
26
και, αφού τον βρήκε, τον έφερε στην Αντιόχεια. Το αποτέλεσμα ήταν να
συναθροίζονται επί έναν ολόκληρο χρόνο μαζί τους στην εκκλησία και να
διδάσκουν ένα αρκετά μεγάλο πλήθος· και στην Αντιόχεια ήταν που για πρώτη
φορά οι μαθητές ονομάστηκαν με θεϊκή πρόνοια Χριστιανοί.
27
Αυτές τις
ημέρες κατέβηκαν στην Αντιόχεια προφήτες από την Ιερουσαλήμ.
28
Ένας από αυτούς, ονόματι Άγαβος, εγέρθηκε και άρχισε να επισημαίνει μέσω
του πνεύματος ότι επρόκειτο να πέσει μεγάλη πείνα σε ολόκληρη την
κατοικημένη γη, η οποία και έγινε τον καιρό του Κλαύδιου.
29
Εκείνοι, λοιπόν, που ήταν μαθητές αποφάσισαν, ο καθένας τους σύμφωνα με ό,τι
μπορούσε να διαθέσει, να στείλουν βοήθεια ως διακονία στους αδελφούς που
κατοικούσαν στην Ιουδαία·
30
αυτό και
έκαναν, στέλνοντάς την στους πρεσβυτέρους μέσω του Βαρνάβα και του Σαύλου.
12
Περίπου εκείνον
τον καιρό, ο Ηρώδης ο βασιλιάς έβαλε τα χέρια του πάνω σε ορισμένους από
εκείνους που ανήκαν στην εκκλησία για να τους κακομεταχειριστεί.
2
Σκότωσε τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιωάννη, με σπαθί.
3
Όταν είδε ότι
αυτό ήταν αρεστό στους Ιουδαίους, συνέλαβε στη συνέχεια και τον Πέτρο.
(Ήταν δε ημέρες των άζυμων άρτων.)
4
Και αφού τον
έπιασε, τον έβαλε στη φυλακή, παραδίδοντάς τον σε τέσσερις βάρδιες των
τεσσάρων στρατιωτών η καθεμιά για να τον φρουρούν, επειδή σκόπευε να τον
παρουσιάσει στο λαό μετά το πάσχα.
5
Ο Πέτρος, λοιπόν, κρατούνταν στη φυλακή· αλλά γινόταν εντατικά για αυτόν
προσευχή στον Θεό από την εκκλησία.
6
Όταν δε ο Ηρώδης επρόκειτο να τον παρουσιάσει, εκείνη τη νύχτα ο Πέτρος
κοιμόταν δεμένος με δύο αλυσίδες ανάμεσα σε δύο στρατιώτες, και μπροστά στην
πόρτα φρουροί φύλαγαν τη φυλακή.
7
Αλλά ξαφνικά, άγγελος του Ιεχωβά στάθηκε δίπλα και ένα φως έλαμψε στο κελί
της φυλακής. Αυτός, χτυπώντας τον Πέτρο στο πλευρό, τον ξύπνησε λέγοντας:
«Σήκω γρήγορα!» Και οι αλυσίδες του έπεσαν από τα χέρια του.
8
Ο άγγελος του είπε: «Περιζώσου και βάλε τα σανδάλια σου». Εκείνος το έκανε.
Τελικά του είπε: «Φόρεσε το εξωτερικό σου ένδυμα και ακολούθα με».
9
Και εκείνος βγήκε έξω και τον ακολουθούσε, αλλά δεν ήξερε ότι αυτό που
συνέβαινε μέσω του αγγέλου ήταν πραγματικό. Μάλιστα νόμιζε ότι έβλεπε
όραμα.
10
Περνώντας από
την πρώτη φρουρά και τη δεύτερη, έφτασαν στη σιδερένια πύλη που οδηγούσε
στην πόλη, και αυτή άνοιξε για αυτούς από μόνη της. Και αφού βγήκαν,
πέρασαν έναν δρόμο, και αμέσως ο άγγελος έφυγε από αυτόν.
11
Και ο Πέτρος,
αφού συνήλθε, είπε: «Τώρα ξέρω πραγματικά ότι ο Ιεχωβά απέστειλε τον άγγελό
του και με ελευθέρωσε από το χέρι του Ηρώδη και από όλα όσα προσδοκούσε ο
λαός των Ιουδαίων».
12
Και αφού τα
σκέφτηκε αυτά, πήγε στο σπίτι της Μαρίας, της μητέρας του Ιωάννη ο οποίος
επονομαζόταν Μάρκος, όπου αρκετοί ήταν συναθροισμένοι και προσεύχονταν.
13
Όταν χτύπησε
την πόρτα της εισόδου, μια υπηρέτρια ονόματι Ρόδη ήρθε να δει ποιος είναι
14
και, όταν
αναγνώρισε τη φωνή του Πέτρου, από χαρά δεν άνοιξε την πύλη αλλά έτρεξε μέσα
και είπε ότι ο Πέτρος στεκόταν μπροστά στην είσοδο.
15
Εκείνοι της είπαν: «Είσαι τρελή». Αλλά αυτή ισχυριζόταν επίμονα ότι έτσι
είχαν τα πράγματα. Εκείνοι άρχισαν να λένε: «Είναι ο άγγελός του».
16
Αλλά ο Πέτρος έμενε εκεί και χτυπούσε. Όταν άνοιξαν, τον είδαν και έμειναν
κατάπληκτοι.
17
Αλλά αφού τους έκανε νόημα με το χέρι του να σωπάσουν, τους διηγήθηκε πώς ο
Ιεχωβά τον έβγαλε από τη φυλακή και είπε: «Αναφέρετε αυτά τα πράγματα στον
Ιάκωβο και στους αδελφούς». Κατόπιν βγήκε έξω και ταξίδεψε σε άλλον τόπο.
18
Όταν, λοιπόν, ξημέρωσε, δημιουργήθηκε αρκετά μεγάλη ταραχή μεταξύ των
στρατιωτών για το τι είχε γίνει άραγε ο Πέτρος.
19
Ο Ηρώδης, αφού έκανε επιμελή έρευνα για αυτόν και δεν τον βρήκε, εξέτασε
τους φρουρούς και διέταξε να τους πάρουν για τιμωρία· και αυτός κατέβηκε
από την Ιουδαία στην Καισάρεια και έμεινε λίγο καιρό εκεί.
20
Είχε δε
επιθετική διάθεση εναντίον του λαού της Τύρου και της Σιδώνας. Γι’ αυτό,
εκείνοι ήρθαν σε αυτόν σύσσωμοι και, αφού έπεισαν τον Βλάστο, που ήταν
υπεύθυνος για τον κοιτώνα του βασιλιά, άρχισαν να ζητούν ειρήνη, επειδή η
χώρα τους εφοδιαζόταν με τροφή από τη χώρα του βασιλιά.
21Και
μια καθορισμένη ημέρα ο Ηρώδης ντύθηκε με βασιλική στολή, κάθησε στη
δικαστική έδρα και άρχισε να τους βγάζει λόγο δημόσια.
22
Και ο συναγμένος λαός άρχισε να φωνάζει: «Φωνή θεού και όχι ανθρώπου!»
23
Ευθύς, ο
άγγελος του Ιεχωβά τον πάταξε, επειδή δεν έδωσε τη δόξα στον Θεό· και τον
έφαγαν τα σκουλήκια και εξέπνευσε.
24
Αλλά ο λόγος
του Ιεχωβά συνέχισε να αυξάνει και να διαδίδεται.
25
Όσο για τον Βαρνάβα και τον Σαύλο, αφού ολοκλήρωσαν τη διακονία βοήθειας
στην Ιερουσαλήμ, επέστρεψαν και πήραν μαζί τους τον Ιωάννη, τον
επονομαζόμενο Μάρκο.
13
Στην
Αντιόχεια υπήρχαν προφήτες και δάσκαλοι στην τοπική εκκλησία, ο Βαρνάβας
και ο Συμεών που αποκαλούνταν Νίγερ, ο Λούκιος από την Κυρήνη και ο Μαναήν
που είχε σπουδάσει με τον Ηρώδη, τον περιφερειακό διοικητή, και ο Σαύλος.
2
Καθώς αυτοί πρόσφεραν υπηρεσία στον Ιεχωβά δημόσια και νήστευαν, το άγιο
πνεύμα είπε: «Από όλους ξεχωρίστε για εμένα τον Βαρνάβα και τον Σαύλο για
το έργο για το οποίο τους έχω καλέσει».
3
Τότε νήστεψαν και προσευχήθηκαν και έθεσαν τα χέρια τους πάνω σε αυτούς και
τους άφησαν να φύγουν.
4
Και αυτοί,
σταλμένοι από το άγιο πνεύμα, κατέβηκαν στη Σελεύκεια και από εκεί
απέπλευσαν για την Κύπρο.
5
Και όταν βρέθηκαν στη Σαλαμίνα, άρχισαν να διαγγέλλουν το λόγο του Θεού στις
συναγωγές των Ιουδαίων. Είχαν και τον Ιωάννη ως υπηρέτη.
6
Αφού διέσχισαν όλο το νησί ως την Πάφο, συνάντησαν κάποιον άντρα, που ήταν
μάγος, ψευδοπροφήτης, έναν Ιουδαίο του οποίου το όνομα ήταν Βαρ‐Ιησούς·
7
και αυτός ήταν μαζί με τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο, έναν νοήμονα άντρα. Αφού
κάλεσε τον Βαρνάβα και τον Σαύλο, εκείνος ζήτησε ένθερμα να ακούσει το λόγο
του Θεού.
8
Αλλά ο Ελύμας ο μάγος (έτσι μεταφράζεται στην πραγματικότητα το όνομά του)
άρχισε να τους εναντιώνεται, επιζητώντας να απομακρύνει τον ανθύπατο από
την πίστη.
9
Ο Σαύλος, που λέγεται και Παύλος, γέμισε άγιο πνεύμα, προσήλωσε το βλέμμα
του σε αυτόν
10
και είπε: «Εσύ
που είσαι γεμάτος με κάθε είδους εξαπάτηση και κάθε είδους φαυλότητα, γιε
του Διαβόλου, εχθρέ κάθε δίκαιου πράγματος, δεν θα πάψεις να διαστρέφεις
τις ορθές οδούς του Ιεχωβά;
11
Ορίστε λοιπόν!
Το χέρι του Ιεχωβά είναι πάνω σου, και θα είσαι τυφλός καθώς δεν θα βλέπεις
το φως του ήλιου για κάποιο χρονικό διάστημα». Ευθύς έπεσε πάνω του πυκνή
ομίχλη και σκοτάδι, και τριγύριζε ζητώντας κάποιους να τον οδηγήσουν από το
χέρι.
12
Τότε ο ανθύπατος, όταν είδε τι είχε συμβεί, έγινε πιστός, επειδή έμεινε
έκπληκτος από τη διδασκαλία του Ιεχωβά.
13
Κατόπιν οι
άντρες, μαζί με τον Παύλο, απέπλευσαν από την Πάφο και έφτασαν στην Πέργη
της Παμφυλίας. Ο Ιωάννης, όμως, αποσύρθηκε από αυτούς και επέστρεψε στην
Ιερουσαλήμ.
14
Και αυτοί
συνέχισαν από την Πέργη και ήρθαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και, αφού
μπήκαν στη συναγωγή την ημέρα του σαββάτου, κάθησαν.
15
Έπειτα από τη δημόσια ανάγνωση του Νόμου και των Προφητών, οι
αρχισυνάγωγοι τους έστειλαν μήνυμα, λέγοντας: «Άντρες αδελφοί, αν υπάρχει
κάποιος λόγος ενθάρρυνσης τον οποίο έχετε για το λαό, πείτε τον».
16
Ο Παύλος, λοιπόν, σηκώθηκε και κάνοντας νόημα με το χέρι του είπε:
«Άντρες
Ισραηλίτες και εσείς οι άλλοι που φοβάστε τον Θεό, ακούστε.
17
Ο Θεός αυτού του λαού, του Ισραήλ, εξέλεξε τους προπάτορές μας και εξύψωσε
το λαό στη διάρκεια της παροίκησής τους στη γη της Αιγύπτου και τους έβγαλε
από αυτήν με υψωμένο βραχίονα.
18
Και για περίοδο σαράντα περίπου χρόνων ανέχτηκε την πορεία ενέργειάς τους
στην έρημο.
19
Αφού κατέστρεψε εφτά έθνη στη γη Χαναάν, διαμοίρασε τη γη τους με κλήρο:
20
όλα αυτά στη
διάρκεια τετρακοσίων πενήντα περίπου χρόνων.
»Και έπειτα από
αυτά, τους έδωσε κριτές μέχρι τον Σαμουήλ τον προφήτη.
21
Αλλά από τότε
και έπειτα απαίτησαν βασιλιά, και ο Θεός τούς έδωσε τον Σαούλ, το γιο του
Κεις, άντρα από τη φυλή του Βενιαμίν, επί σαράντα χρόνια.
22
Και αφού τον απομάκρυνε, ήγειρε για αυτούς τον Δαβίδ ως βασιλιά, σχετικά
με τον οποίο έδωσε μαρτυρία και είπε: “Βρήκα τον Δαβίδ, το γιο του Ιεσσαί,
άντρα σε αρμονία με την καρδιά μου, ο οποίος θα κάνει όλα όσα επιθυμώ”.
23
Από τους
απογόνους αυτού του ανθρώπου, σύμφωνα με την υπόσχεσή του, ο Θεός έφερε
στον Ισραήλ έναν σωτήρα, τον Ιησού, 24
αφού
προηγουμένως ο Ιωάννης, πριν από την είσοδο Εκείνου, κήρυξε δημόσια σε όλο
το λαό του Ισραήλ βάφτισμα που συμβόλιζε μετάνοια.
25
Και καθώς ο Ιωάννης τελείωνε την πορεία του, έλεγε: “Τι υποθέτετε ότι είμαι;
Δεν είμαι εγώ εκείνος. Αλλά δείτε! πίσω από εμένα έρχεται κάποιος, του
οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω τα σανδάλια των ποδιών”.
26
»Άντρες αδελφοί, γιοι του γένους του Αβραάμ και οι άλλοι μεταξύ σας που
φοβούνται τον Θεό, ο λόγος αυτής της σωτηρίας στάλθηκε σε εμάς.
27
Διότι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές τους δεν γνώρισαν Αυτόν
αλλά, όταν ενήργησαν ως δικαστές, εκπλήρωσαν αυτά που ειπώθηκαν από τους
Προφήτες, τα οποία διαβάζονται μεγαλόφωνα κάθε Σάββατο,
28
και μολονότι δεν βρήκαν καμιά αιτία θανάτου απαίτησαν από τον Πιλάτο να
εκτελεστεί.
29
Αφού, λοιπόν, επιτέλεσαν όλα όσα ήταν γραμμένα σχετικά με αυτόν, τον
κατέβασαν από το ξύλο και τον έβαλαν σε ένα μνημείο.
30
Αλλά ο Θεός
τον ήγειρε από τους νεκρούς·
31
και επί πολλές
ημέρες αυτός έγινε ορατός σε εκείνους που είχαν ανεβεί μαζί του από τη
Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ, οι οποίοι είναι τώρα μάρτυρές του στο λαό.
32
»Έτσι λοιπόν, σας διακηρύττουμε τα καλά νέα σχετικά με την υπόσχεση που
δόθηκε στους προπάτορες,
33
ότι ο Θεός
την έχει εκπληρώσει πλήρως σε εμάς τα παιδιά τους, ανασταίνοντας τον Ιησού·
όπως μάλιστα είναι γραμμένο στο δεύτερο ψαλμό: “Γιος μου είσαι εσύ· εγώ
σήμερα έγινα Πατέρας σου”.
34
Και αυτό το
γεγονός, το ότι τον ανέστησε από τους νεκρούς χωρίς να μέλλει πια να
επιστρέψει σε φθορά, το έχει δηλώσει με τον εξής τρόπο: “Θα σας δώσω τις
εκδηλώσεις στοργικής καλοσύνης προς τον Δαβίδ οι οποίες είναι πιστές”.
35
Γι’ αυτό λέει και σε έναν άλλον ψαλμό: “Δεν θα επιτρέψεις να δει ο όσιός σου
φθορά”.
36
Διότι ο Δαβίδ μεν υπηρέτησε το ρητό θέλημα του Θεού στη δική του γενιά και
κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου και τέθηκε μαζί με τους προπάτορές του και
είδε πράγματι φθορά.
37
Αυτός, όμως, τον οποίο ήγειρε ο Θεός δεν είδε φθορά.
38
»Ας είναι,
λοιπόν, γνωστό σε εσάς, αδελφοί, ότι μέσω Αυτού σας διαγγέλλεται συγχώρηση
αμαρτιών·
39
και ότι όποιος πιστεύει ανακηρύσσεται μέσω Αυτού απαλλαγμένος από ενοχή για
όλα όσα δεν μπορέσατε να ανακηρυχτείτε απαλλαγμένοι από ενοχή μέσω του νόμου
του Μωυσή.
40
Γι’ αυτό,
κοιτάξτε να μην έρθει πάνω σας αυτό που λέγεται στους Προφήτες:
41
“Δείτε το,
καταφρονητές, και απορήστε με αυτό και αφανιστείτε, επειδή εγώ επεξεργάζομαι
ένα έργο στις ημέρες σας, έργο που δεν πρόκειται να πιστέψετε ακόμη και αν
κάποιος σας το αφηγηθεί λεπτομερώς”».
42
Και καθώς αυτοί έβγαιναν έξω, οι άνθρωποι άρχισαν να ικετεύουν να τους
ειπωθούν αυτά τα ζητήματα το επόμενο σάββατο.
43
Γι’ αυτό,
αφού διαλύθηκε η συνέλευση της συναγωγής, πολλοί από τους Ιουδαίους και τους
προσήλυτους που λάτρευαν τον Θεό ακολούθησαν τον Παύλο και τον Βαρνάβα, οι
οποίοι μιλώντας τους τούς παρότρυναν να παραμένουν στην παρ’ αξία καλοσύνη
του Θεού.
44
Το επόμενο
σάββατο, όλη σχεδόν η πόλη συγκεντρώθηκε για να ακούσει το λόγο του Ιεχωβά.
45
Όταν οι Ιουδαίοι είδαν τα πλήθη, γέμισαν ζήλια και άρχισαν να αντιλέγουν
βλάσφημα στα όσα έλεγε ο Παύλος.
46
Τότε, μιλώντας με τόλμη, ο Παύλος και ο Βαρνάβας είπαν: «Ήταν αναγκαίο να
αναγγελθεί πρώτα σε εσάς ο λόγος του Θεού. Αφού εσείς τον απωθείτε και δεν
κρίνετε τους εαυτούς σας άξιους αιώνιας ζωής, στρεφόμαστε στα έθνη.
47
Μάλιστα, ο Ιεχωβά μάς έχει δώσει εντολή με τα εξής λόγια: “Σε διόρισα φως
των εθνών για να είσαι σωτηρία μέχρι την άκρη της γης”».
48
Όταν το άκουσαν αυτό οι εθνικοί, άρχισαν να χαίρονται και να δοξάζουν το
λόγο του Ιεχωβά, και όλοι όσοι είχαν τη σωστή διάθεση για αιώνια ζωή έγιναν
πιστοί.
49
Και ο λόγος του Ιεχωβά συνέχισε να διαδίδεται σε ολόκληρο τον τόπο.
50
Αλλά οι
Ιουδαίοι ξεσήκωσαν τις ευυπόληπτες γυναίκες που λάτρευαν τον Θεό και τους
προύχοντες της πόλης, και υποκίνησαν διωγμό εναντίον του Παύλου και του
Βαρνάβα και τους πέταξαν έξω από τα όριά τους.
51Αυτοί
τίναξαν τη σκόνη από τα πόδια τους εναντίον τους και πήγαν στο Ικόνιο.
52
Και οι μαθητές συνέχισαν να γεμίζουν χαρά και άγιο πνεύμα.
14
Στο δε Ικόνιο
μπήκαν μαζί στη συναγωγή των Ιουδαίων και μίλησαν με τέτοιον τρόπο που
μεγάλο πλήθος Ιουδαίων και Ελλήνων έγιναν πιστοί.
2
Αλλά οι Ιουδαίοι που δεν πίστεψαν ξεσήκωσαν και επηρέασαν άσχημα τις ψυχές
κάποιων εθνικών εναντίον των αδελφών.
3
Γι’ αυτό,
εκείνοι έμειναν αρκετό καιρό μιλώντας τολμηρά με την εξουσία του Ιεχωβά, ο
οποίος έδινε μαρτυρία για το λόγο της παρ’ αξία καλοσύνης του επιτρέποντας
να γίνονται σημεία και θαυμαστά προμηνύματα μέσω των χεριών τους.
4
Ωστόσο, το πλήθος της πόλης διχάστηκε, και ορισμένοι ήταν υπέρ των Ιουδαίων,
ενώ άλλοι υπέρ των αποστόλων.
5
Όταν, λοιπόν, έγινε βίαιη απόπειρα από εθνικούς και Ιουδαίους, μαζί με τους
άρχοντές τους, να τους συμπεριφερθούν με θρασύτητα και να τους
λιθοβολήσουν,
6
εκείνοι, μόλις το πληροφορήθηκαν, κατέφυγαν στις πόλεις της Λυκαονίας, στα
Λύστρα και στη Δέρβη και στη γύρω περιοχή·
7
και εκεί συνέχισαν να διακηρύττουν τα καλά νέα.
8
Στα Λύστρα καθόταν κάποιος άντρας που είχε αναπηρία στα πόδια του, κουτσός
από την κοιλιά της μητέρας του, και ουδέποτε είχε περπατήσει.
9
Αυτός άκουγε τον Παύλο να μιλάει, και εκείνος, προσηλώνοντας το βλέμμα του
σε αυτόν και βλέποντας ότι είχε πίστη για να γίνει καλά,
10
είπε με δυνατή
φωνή: «Σήκω όρθιος στα πόδια σου». Και αυτός πήδησε όρθιος και άρχισε να
περπατάει.
11
Και τα πλήθη,
βλέποντας τι είχε κάνει ο Παύλος, ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας στη
λυκαονική γλώσσα: «Οι θεοί έγιναν όμοιοι με ανθρώπους και κατέβηκαν σε
εμάς!»
12
Και αποκαλούσαν τον Βαρνάβα Δία, τον δε Παύλο Ερμή, επειδή αυτός έπαιρνε την
πρωτοβουλία στο λόγο.
13
Και ο ιερέας
του Δία, του οποίου ο ναός ήταν μπροστά στην πόλη, έφερε στις πύλες ταύρους
και στεφάνια και ήθελε να προσφέρει θυσίες μαζί με τα πλήθη.
14
Ωστόσο, όταν
οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος το άκουσαν αυτό, έσκισαν τα εξωτερικά τους
ενδύματα και πήδησαν μέσα στο πλήθος, φωνάζοντας
15
και λέγοντας: «Άντρες, γιατί κάνετε αυτά τα πράγματα; Και εμείς είμαστε
άνθρωποι που έχουμε τις ίδιες αδυναμίες με εσάς, και σας διακηρύττουμε τα
καλά νέα για να στραφείτε από αυτά τα μάταια πράγματα στον ζωντανό Θεό, ο
οποίος έκανε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν σε
αυτά.
16
Στις περασμένες γενιές αυτός επέτρεψε σε όλα τα έθνη να προχωρούν στις οδούς
τους,
17
αν και δεν άφησε τον εαυτό του χωρίς μαρτυρία κάνοντας το καλό, δίνοντάς
σας βροχές από τον ουρανό και καρποφόρες εποχές, γεμίζοντας τις καρδιές σας
στο πλήρες με τροφή και ευθυμία».
18
Λέγοντας δε αυτά τα πράγματα, μόλις και μετά βίας συγκράτησαν τα πλήθη από
το να θυσιάσουν σε αυτούς.
19
Έφτασαν,
όμως, Ιουδαίοι από την Αντιόχεια και το Ικόνιο οι οποίοι έπεισαν τα πλήθη
και λιθοβόλησαν τον Παύλο και τον έσυραν έξω από την πόλη νομίζοντας ότι
ήταν νεκρός.
20
Ωστόσο, όταν
τον περικύκλωσαν οι μαθητές, εκείνος σηκώθηκε και μπήκε στην πόλη. Και την
επόμενη ημέρα έφυγε με τον Βαρνάβα για τη Δέρβη.
21
Και αφού
διακήρυξαν τα καλά νέα σε εκείνη την πόλη και έκαναν αρκετούς μαθητές,
επέστρεψαν στα Λύστρα και στο Ικόνιο και στην Αντιόχεια,
22
ενισχύοντας τις ψυχές των μαθητών, ενθαρρύνοντάς τους να παραμείνουν στην
πίστη και λέγοντας: «Πρέπει να μπούμε στη βασιλεία του Θεού διαμέσου πολλών
θλίψεων».
23
Επιπλέον,
διόρισαν για αυτούς πρεσβυτέρους σε κάθε εκκλησία και, αφού προσευχήθηκαν
με νηστείες, τους εμπιστεύτηκαν στον Ιεχωβά, στον οποίο είχαν πιστέψει.
24
Και πέρασαν
από την Πισιδία και ήρθαν στην Παμφυλία
25
και, αφού ανήγγειλαν το λόγο στην Πέργη, κατέβηκαν στην Αττάλεια.
26
Και από εκεί απέπλευσαν για την Αντιόχεια, όπου τους είχαν εμπιστευτεί στην
παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού για το έργο που είχαν εκτελέσει στο πλήρες.
27
Αφού έφτασαν
και συγκέντρωσαν την εκκλησία, άρχισαν να αφηγούνται τα πολλά πράγματα που
είχε κάνει ο Θεός μέσω αυτών και το ότι είχε ανοίξει στα έθνη την πόρτα για
την πίστη.
28
Και έμειναν αρκετό καιρό με τους μαθητές.
15
Και κάποιοι
κατέβηκαν από την Ιουδαία και άρχισαν να διδάσκουν τους αδελφούς: «Αν δεν
περιτμηθείτε σύμφωνα με το έθιμο του Μωυσή, δεν μπορείτε να σωθείτε».
2
Και αφού έγινε αρκετή διένεξη και αντιλογία ανάμεσα στον Παύλο και τον
Βαρνάβα και σε αυτούς, διευθέτησαν να ανεβούν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και
ορισμένοι άλλοι από αυτούς προς τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους στην
Ιερουσαλήμ σχετικά με την αντιλογία αυτή.
3
Αφού, λοιπόν,
τους ξεπροβόδισε η εκκλησία, αυτοί συνέχισαν το δρόμο τους μέσα από τη
Φοινίκη καθώς και τη Σαμάρεια, αφηγούμενοι λεπτομερώς τη μεταστροφή
εθνικών, και έφερναν μεγάλη χαρά σε όλους τους αδελφούς.
4
Όταν έφτασαν
στην Ιερουσαλήμ, η εκκλησία και οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι τους
δέχτηκαν με καλοσύνη, και αυτοί διηγήθηκαν τα πολλά πράγματα που είχε κάνει
ο Θεός μέσω αυτών.
5
Εντούτοις, ορισμένοι από εκείνους που προέρχονταν από την αίρεση των
Φαρισαίων, οι οποίοι είχαν πιστέψει, σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και
είπαν: «Είναι απαραίτητο να τους περιτέμνουμε και να τους παραγγέλλουμε να
τηρούν το νόμο του Μωυσή».
6
Και συγκεντρώθηκαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι για να φροντίσουν για την
υπόθεση αυτή.
7
Αφού, λοιπόν, έγινε μεγάλη αντιλογία, σηκώθηκε ο Πέτρος και τους είπε:
«Άντρες αδελφοί, γνωρίζετε καλά ότι από τις πρώτες ημέρες ο Θεός έκανε την
εκλογή ανάμεσά σας να ακούσουν εθνικοί μέσω του δικού μου στόματος το λόγο
των καλών νέων και να πιστέψουν·
8
και ο Θεός, που γνωρίζει την καρδιά, έδωσε μαρτυρία παρέχοντάς τους το άγιο
πνεύμα, όπως έκανε και σε εμάς.
9
Και δεν έκανε καμιά απολύτως διάκριση ανάμεσα σε εμάς και σε αυτούς, αλλά
εξάγνισε τις καρδιές τους μέσω πίστης.
10
Τώρα λοιπόν,
γιατί θέτετε σε δοκιμή τον Θεό επιβάλλοντας στον τράχηλο των μαθητών έναν
ζυγό που ούτε οι προπάτορές μας ούτε εμείς μπορέσαμε να βαστάξουμε;
11
Απεναντίας,
έχουμε εμπιστοσύνη ότι θα σωθούμε μέσω της παρ’ αξία καλοσύνης του Κυρίου
Ιησού με τον ίδιο τρόπο όπως και αυτοί».
12
Τότε ολόκληρο το πλήθος σώπασε και άκουγε τον Βαρνάβα και τον Παύλο να
αφηγούνται τα πολλά σημεία και θαυμαστά προμηνύματα που έκανε ο Θεός μέσω
αυτών ανάμεσα στα έθνη.
13
Αφού έπαψαν
να μιλούν, αποκρίθηκε ο Ιάκωβος, λέγοντας: «Άντρες αδελφοί, ακούστε με.
14
Ο Συμεών
αφηγήθηκε λεπτομερώς πώς ο Θεός έστρεψε για πρώτη φορά την προσοχή του στα
έθνη για να πάρει από αυτά έναν λαό για το όνομά του.
15
Και με αυτό συμφωνούν τα λόγια των Προφητών, όπως είναι γραμμένο:
16
“Έπειτα από αυτά, θα επιστρέψω και θα ανοικοδομήσω τη σκηνή του Δαβίδ που
είναι πεσμένη· και θα ανοικοδομήσω τα ερείπιά της και θα τη στήσω πάλι,
17
ώστε εκείνοι που απομένουν από τους ανθρώπους να αναζητήσουν ένθερμα τον
Ιεχωβά, μαζί με άτομα από όλα τα έθνη, άτομα που καλούνται με το όνομά μου,
λέει ο Ιεχωβά, ο οποίος κάνει αυτά τα πράγματα,
18
τα γνωστά από την αρχαιότητα”.
19
Επομένως, η απόφασή μου είναι να μην αναστατώνουμε εκείνους από τα έθνη οι
οποίοι στρέφονται στον Θεό,
20
αλλά να τους
γράψουμε να απέχουν από πράγματα μιασμένα από είδωλα, και από πορνεία και
από πνιχτό και από αίμα.
21
Διότι από τους
αρχαίους καιρούς ο Μωυσής έχει σε κάθε πόλη εκείνους που τον κηρύττουν,
επειδή διαβάζεται μεγαλόφωνα στις συναγωγές κάθε σάββατο».
22
Τότε οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι μαζί με όλη την εκκλησία θεώρησαν καλό
να στείλουν στην Αντιόχεια εκλεγμένους άντρες από ανάμεσά τους μαζί με τον
Παύλο και τον Βαρνάβα, συγκεκριμένα, τον Ιούδα τον αποκαλούμενο Βαρσαββά
και τον Σίλα, άντρες που ηγούνταν μεταξύ των αδελφών·
23
και με το
χέρι τους έγραψαν:
«Οι απόστολοι
και οι πρεσβύτεροι αδελφοί, προς εκείνους τους αδελφούς στην Αντιόχεια και
στη Συρία και στην Κιλικία οι οποίοι είναι από τα έθνη: Χαίρετε!
24
Επειδή
ακούσαμε ότι ορισμένοι από ανάμεσά μας σας προξένησαν αναστάτωση με λόγια,
προσπαθώντας να υπονομεύσουν τις ψυχές σας, μολονότι εμείς δεν τους δώσαμε
καμιά οδηγία,
25
καταλήξαμε σε πλήρη ομοφωνία και θεωρήσαμε καλό να εκλέξουμε άντρες για να
στείλουμε σε εσάς μαζί με τους αγαπητούς μας Βαρνάβα και Παύλο,
26
ανθρώπους που έχουν παραδώσει τις ψυχές τους για το όνομα του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού.
27
Στέλνουμε, λοιπόν, τον Ιούδα και τον Σίλα για να αναφέρουν και αυτοί τα
ίδια πράγματα προφορικά.
28
Διότι το άγιο πνεύμα και εμείς θεωρήσαμε καλό να μη σας προσθέσουμε
παραπάνω βάρος, εκτός από αυτά τα αναγκαία:
29
να απέχετε από πράγματα θυσιασμένα σε είδωλα και από αίμα και από πνιχτά
και από πορνεία. Αν φυλάγεστε προσεκτικά από αυτά, θα ευημερείτε.
Υγιαίνετε!»
30
Όταν, λοιπόν,
τους άφησαν να φύγουν, αυτοί κατέβηκαν στην Αντιόχεια και συγκέντρωσαν το
πλήθος και τους έδωσαν την επιστολή.
31Αφού
τη διάβασαν, χάρηκαν με την ενθάρρυνση.
32
Ο δε Ιούδας και ο Σίλας, εφόσον και οι ίδιοι ήταν προφήτες, ενθάρρυναν τους
αδελφούς με πολλές ομιλίες και τους ενίσχυσαν.
33
Και αφού
κάθησαν λίγο καιρό, οι αδελφοί τούς άφησαν να πάνε με ειρήνη σε εκείνους
που τους είχαν στείλει.
34
——
35
Ωστόσο, ο Παύλος και ο Βαρνάβας συνέχισαν να αφιερώνουν χρόνο στην
Αντιόχεια διδάσκοντας και διακηρύττοντας μαζί και με πολλούς άλλους τα καλά
νέα του λόγου του Ιεχωβά.
36
Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Παύλος είπε στον Βαρνάβα: «Πάνω από όλα, ας
επιστρέψουμε και ας επισκεφτούμε τους αδελφούς σε καθεμιά από τις πόλεις
στις οποίες διαγγείλαμε το λόγο του Ιεχωβά, για να δούμε πώς είναι».
37
Ο Βαρνάβας μεν ήταν αποφασισμένος να πάρει μαζί και τον Ιωάννη ο οποίος
αποκαλούνταν Μάρκος.
38
Αλλά ο Παύλος δεν το θεωρούσε κατάλληλο να τον παίρνουν μαζί τους, επειδή
είχε φύγει από αυτούς από την Παμφυλία και δεν είχε πάει μαζί τους στο
έργο.
39
Τότε συνέβη ένα έντονο ξέσπασμα θυμού, ώστε χώρισαν ο ένας από τον άλλον·
και ο Βαρνάβας πήρε τον Μάρκο και απέπλευσε για την Κύπρο.
40
Ο Παύλος
διάλεξε τον Σίλα και έφυγε, αφού πρώτα οι αδελφοί τον εμπιστεύτηκαν στην
παρ’ αξία καλοσύνη του Ιεχωβά.
41
Περνούσε δε
από τη Συρία και την Κιλικία, ενισχύοντας τις εκκλησίες.
16
Έφτασε, λοιπόν, στη Δέρβη, καθώς και στα Λύστρα. Και εκεί υπήρχε κάποιος
μαθητής ονόματι Τιμόθεος, γιος Ιουδαίας πιστής αλλά από πατέρα Έλληνα,
2
ο οποίος είχε καλή φήμη μεταξύ των αδελφών στα Λύστρα και στο Ικόνιο. 3
Ο Παύλος
εξέφρασε την επιθυμία να βγει αυτός μαζί του, και τον πήρε και του έκανε
περιτομή εξαιτίας των Ιουδαίων που υπήρχαν σε εκείνα τα μέρη, γιατί όλοι
ήξεραν ότι ο πατέρας του ήταν Έλληνας. 4
Καθώς, λοιπόν,
περνούσαν από τις πόλεις, παρέδιδαν σε εκείνους που ήταν εκεί τα διατάγματα
τα οποία είχαν αποφασιστεί από τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους που
ήταν στην Ιερουσαλήμ, για να τα τηρούν.
5
Γι’ αυτό και οι εκκλησίες συνέχισαν να σταθεροποιούνται στην πίστη και να
αυξάνουν σε αριθμό κάθε ημέρα.
6
Επίσης, πέρασαν από τη Φρυγία και τη χώρα της Γαλατίας, επειδή τους
απαγόρευσε το άγιο πνεύμα να αναγγείλουν το λόγο στην περιφέρεια της Ασίας.
7
Και όταν έφτασαν στη Μυσία, κατέβαλαν προσπάθειες να πάνε στη Βιθυνία, αλλά
το πνεύμα του Ιησού δεν τους το επέτρεψε. 8
Προσπέρασαν, λοιπόν, τη Μυσία και κατέβηκαν στην Τρωάδα.
9
Και στη διάρκεια της νύχτας εμφανίστηκε στον Παύλο ένα όραμα: κάποιος
άντρας Μακεδόνας στεκόταν και τον ικέτευε και έλεγε: «Πέρασε στη Μακεδονία
και βοήθησέ μας».
10
Μόλις εκείνος
είδε το όραμα, επιζητήσαμε να πάμε στη Μακεδονία, βγάζοντας το συμπέρασμα
ότι ο Θεός μάς είχε καλέσει να διακηρύξουμε τα καλά νέα σε αυτούς.
11
Αποπλεύσαμε,
λοιπόν, από την Τρωάδα και πήγαμε κατευθείαν στη Σαμοθράκη, τη δε επόμενη
ημέρα στη Νεάπολη 12
και από εκεί στους Φιλίππους, μια αποικία που είναι η εξέχουσα πόλη της
περιφέρειας της Μακεδονίας. Μείναμε σε αυτή την πόλη, περνώντας εκεί
μερικές ημέρες.
13
Και την ημέρα
του σαββάτου βγήκαμε έξω από την πύλη, δίπλα σε έναν ποταμό, όπου νομίζαμε
ότι υπήρχε ένας τόπος προσευχής· και καθήσαμε και αρχίσαμε να μιλάμε στις
γυναίκες που είχαν συναχθεί. 14
Και κάποια
γυναίκα ονόματι Λυδία, που ήταν πωλήτρια πορφύρας από την πόλη των
Θυατείρων και λάτρευε τον Θεό, άκουγε, και ο Ιεχωβά άνοιξε διάπλατα την
καρδιά της για να προσέχει τα όσα έλεγε ο Παύλος. 15
Αφού, λοιπόν, βαφτίστηκε αυτή και το σπιτικό της, είπε ικετεύοντας: «Αν
έχετε κρίνει ότι είμαι πιστή στον Ιεχωβά, μπείτε στο σπίτι μου και
μείνετε». Και μας ανάγκασε να πάμε.
16
Και καθώς
πηγαίναμε στον τόπο προσευχής, μας συνάντησε κάποια υπηρέτρια που είχε ένα
πνεύμα, έναν δαίμονα μαντείας. Αυτή παρείχε στους κυρίους της πολύ κέρδος
ασκώντας τη μαντική τέχνη. 17
Αυτό το κορίτσι ακολουθούσε τον Παύλο και εμάς και κραύγαζε, λέγοντας:
«Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Υψίστου Θεού, οι οποίοι διαγγέλλουν σε
εσάς την οδό της σωτηρίας». 18
Αυτό εξακολούθησε να το κάνει πολλές ημέρες. Τελικά ο Παύλος απηύδησε και
γύρισε και είπε στο πνεύμα: «Σε προστάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να
βγεις από αυτήν». Και αυτό βγήκε την ίδια εκείνη ώρα.
19
Όταν, λοιπόν, οι κύριοί της είδαν ότι η ελπίδα τους για κέρδος είχε χαθεί,
έπιασαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν στην αγορά μπροστά στους
άρχοντες
20
και, οδηγώντας
τους στους διοικητές της πόλης, είπαν: «Αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι
Ιουδαίοι, αναστατώνουν την πόλη μας πάρα πολύ,
21
και
διαγγέλλουν έθιμα που δεν είναι νόμιμο να δεχόμαστε ή να ακολουθούμε εμείς,
εφόσον είμαστε Ρωμαίοι».
22
Και το πλήθος σηκώθηκε σύσσωμο εναντίον τους· και οι διοικητές της πόλης
τούς έσκισαν τα εξωτερικά ενδύματα και έδωσαν εντολή να τους ραβδίσουν.
23
Αφού τους
έδωσαν πολλά χτυπήματα, τους έριξαν στη φυλακή, προστάζοντας το δεσμοφύλακα
να τους φυλάει με ασφάλεια.
24
Αυτός, επειδή
πήρε τέτοια διαταγή, τους έριξε στην εσωτερική φυλακή και έκλεισε τα πόδια
τους στα ξύλινα δεσμά.
25
Κατά τα
μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και αινούσαν τον Θεό με
ύμνους· μάλιστα οι φυλακισμένοι τούς άκουγαν.
26
Ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, ώστε τα θεμέλια του δεσμωτηρίου σείστηκαν.
Και άνοιξαν αμέσως όλες οι πόρτες, και τα δεσμά όλων λύθηκαν.
27
Ο δεσμοφύλακας, ξυπνώντας από τον ύπνο και βλέποντας ότι οι πόρτες της
φυλακής ήταν ανοιχτές, τράβηξε το σπαθί του και ήταν έτοιμος να
αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε ότι οι φυλακισμένοι είχαν δραπετεύσει.
28
Αλλά ο Παύλος φώναξε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Μην κάνεις κακό στον εαυτό
σου, γιατί είμαστε όλοι εδώ!»
29
Τότε αυτός ζήτησε φώτα και πήδησε μέσα και τρέμοντας έπεσε κάτω μπροστά
στον Παύλο και στον Σίλα.
30
Και τους
έβγαλε έξω και είπε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;»
31
Εκείνοι είπαν:
«Πίστεψε στον Κύριο Ιησού και θα σωθείς, εσύ και το σπιτικό σου».
32
Και ανήγγειλαν το λόγο του Ιεχωβά σε αυτόν, καθώς και σε όλους όσους ήταν
στο σπίτι του.
33
Και τους πήρε
εκείνη την ώρα της νύχτας και έπλυνε τις πληγές τους· και όλοι ανεξαιρέτως,
αυτός και οι δικοί του, βαφτίστηκαν χωρίς καθυστέρηση. 34
Και τους
έφερε στο σπίτι του και τους έστρωσε τραπέζι και ευφράνθηκε μαζί με όλο το
σπιτικό του τώρα που είχε πιστέψει τον Θεό.
35
Όταν
ξημέρωσε, οι διοικητές της πόλης έστειλαν τους ραβδούχους να πουν:
«Ελευθέρωσε εκείνους τους ανθρώπους». 36
Ο δεσμοφύλακας, λοιπόν, ανέφερε τα λόγια τους στον Παύλο: «Οι διοικητές της
πόλης έχουν στείλει άντρες για να αφεθείτε ελεύθεροι. Τώρα λοιπόν, βγείτε
και πηγαίνετε με ειρήνη». 37
Ο Παύλος, όμως, τους είπε: «Μας έδειραν δημόσια χωρίς να έχουμε
καταδικαστεί, ανθρώπους Ρωμαίους, και μας έριξαν στη φυλακή· και τώρα μας
βγάζουν έξω κρυφά; Όχι βέβαια! Αυτοί οι ίδιοι να έρθουν και να μας βγάλουν
έξω». 38
Οι ραβδούχοι, λοιπόν, ανέφεραν αυτά τα λόγια στους διοικητές της πόλης.
Αυτούς τους έπιασε φόβος όταν άκουσαν ότι οι άνθρωποι ήταν Ρωμαίοι.
39
Γι’ αυτό, ήρθαν και τους ικέτευσαν και, αφού τους έβγαλαν έξω, τους ζήτησαν
να φύγουν από την πόλη.
40
Αλλά εκείνοι
βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι της Λυδίας και όταν είδαν τους
αδελφούς τούς ενθάρρυναν και έφυγαν.
17
Ταξίδεψαν, λοιπόν, μέσω της Αμφίπολης και της Απολλωνίας και ήρθαν στη
Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχε συναγωγή των Ιουδαίων.
2
Και όπως συνήθιζε, ο Παύλος πήγε εκεί σε αυτούς και επί τρία σάββατα
συζητούσε μαζί τους λογικά από τις Γραφές,
3
εξηγώντας και
αποδεικνύοντας με παραθέσεις ότι ήταν απαραίτητο να υποφέρει ο Χριστός και
να αναστηθεί από τους νεκρούς, και λέγοντας: «Αυτός είναι ο Χριστός —ο
Ιησούς τον οποίο εγώ διαγγέλλω σε εσάς».
4
Ως αποτέλεσμα,
ορισμένοι από αυτούς έγιναν πιστοί και συνταυτίστηκαν με τον Παύλο και τον
Σίλα, και το ίδιο έκανε ένα μεγάλο πλήθος από τους Έλληνες που λάτρευαν τον
Θεό και αρκετές από τις εξέχουσες γυναίκες.
5
Αλλά οι Ιουδαίοι, έχοντας γεμίσει ζήλια, πήραν μαζί τους κάποιους πονηρούς
άντρες από τους αργόσχολους της αγοράς και σχημάτισαν έναν όχλο και άρχισαν
να προκαλούν σάλο στην πόλη. Και επιτέθηκαν στο σπίτι του Ιάσονα και
ζητούσαν να φερθούν αυτοί μπροστά στον όχλο. 6
Καθώς δεν τους βρήκαν, έσυραν τον Ιάσονα και ορισμένους αδελφούς στους
άρχοντες της πόλης, κραυγάζοντας: «Αυτοί οι άνθρωποι, που έχουν αναστατώσει
την κατοικημένη γη, είναι παρόντες και εδώ,
7
και ο Ιάσων τούς φιλοξενεί. Και όλοι αυτοί ενεργούν ενάντια στα διατάγματα
του Καίσαρα, λέγοντας ότι υπάρχει άλλος βασιλιάς, ο Ιησούς». 8
Και εκείνοι τάραξαν το πλήθος και τους άρχοντες της πόλης, οι οποίοι άκουσαν
αυτά τα πράγματα· 9
και αφού πήραν πρώτα επαρκή εγγύηση από τον Ιάσονα και τους άλλους, τους
άφησαν να φύγουν.
10
Αμέσως, οι
αδελφοί έστειλαν νύχτα τον Παύλο καθώς και τον Σίλα στη Βέροια, οι οποίοι
όταν έφτασαν μπήκαν στη συναγωγή των Ιουδαίων. 11
Αυτοί είχαν
πιο ευγενικό φρόνημα από εκείνους που ήταν στη Θεσσαλονίκη, γιατί δέχτηκαν
το λόγο με τη μεγαλύτερη προθυμία, εξετάζοντας με προσοχή τις Γραφές
καθημερινά για το αν ήταν έτσι τα πράγματα.
12
Ως αποτέλεσμα, πολλοί από αυτούς έγιναν πιστοί, καθώς και αρκετές από τις
ευυπόληπτες Ελληνίδες γυναίκες και αρκετοί από τους άντρες. 13
Αλλά όταν οι
Ιουδαίοι από τη Θεσσαλονίκη έμαθαν ότι ο λόγος του Θεού διαγγέλθηκε και στη
Βέροια από τον Παύλο, ήρθαν και εκεί για να ξεσηκώσουν και να ταράξουν τις
μάζες. 14
Τότε οι
αδελφοί έστειλαν αμέσως τον Παύλο να πάει ως τη θάλασσα· αλλά ο Σίλας και ο
Τιμόθεος έμειναν εκεί.
15
Εκείνοι δε που οδηγούσαν τον Παύλο τον έφεραν ως την Αθήνα και, αφού έλαβαν
εντολή να έρθουν σε αυτόν ο Σίλας και ο Τιμόθεος το ταχύτερο δυνατόν,
αναχώρησαν.
16
Ενώ ο Παύλος
τούς περίμενε στην Αθήνα, το πνεύμα του μέσα του παροξυνόταν βλέποντας την
πόλη γεμάτη είδωλα. 17
Άρχισε, λοιπόν, να συζητάει λογικά στη συναγωγή με τους Ιουδαίους και με
τους άλλους ανθρώπους που λάτρευαν τον Θεό και κάθε ημέρα στην αγορά με
όσους βρίσκονταν εκεί. 18
Κάποιοι, όμως, τόσο από τους Επικούρειους όσο και από τους Στωικούς
φιλοσόφους έπιασαν συζήτηση μαζί του διαφωνώντας, και μερικοί έλεγαν: «Τι
θέλει τάχα να πει αυτός ο φλύαρος;» Άλλοι: «Φαίνεται ότι είναι διαγγελέας
ξένων θεοτήτων». Και αυτό επειδή κήρυττε τα καλά νέα για τον Ιησού και την
ανάσταση.
19
Τον έπιασαν, λοιπόν, και τον οδήγησαν στον Άρειο Πάγο, λέγοντας: «Μπορούμε
να μάθουμε ποια είναι αυτή η καινούρια διδασκαλία για την οποία μιλάς; 20
Διότι
παρουσιάζεις ορισμένα πράγματα που είναι παράξενα στα αφτιά μας. Γι’ αυτό,
θέλουμε να μάθουμε τι σημαίνουν άραγε αυτά τα πράγματα».
21
Όλοι δε οι
Αθηναίοι και οι ξένοι που ήταν παρεπίδημοι εκεί περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο
τους αποκλειστικά και μόνο λέγοντας κάτι ή ακούγοντας κάτι καινούριο. 22
Ο Παύλος, λοιπόν, στάθηκε στο μέσο του Αρείου Πάγου και είπε:
«Άντρες
Αθηναίοι, βλέπω πως σε όλα τα πράγματα φαίνεται ότι έχετε μεγαλύτερο φόβο
για τις θεότητες από ό,τι άλλοι. 23
Για
παράδειγμα, καθώς περνούσα και παρατηρούσα προσεκτικά τα αντικείμενα της
ευλάβειάς σας, βρήκα και έναν βωμό πάνω στον οποίο είχε χαραχτεί η επιγραφή
“Στον Άγνωστο Θεό”. Αυτό, λοιπόν, στο οποίο εν αγνοία σας δείχνετε θεοσεβή
αφοσίωση, αυτό διαγγέλλω σε εσάς. 24
Ο Θεός που
έκανε τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν σε αυτόν, καθώς Αυτός είναι Κύριος
ουρανού και γης, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς
25
ούτε υπηρετείται από ανθρώπινα χέρια σαν να χρειαζόταν κάτι, επειδή αυτός
δίνει σε όλους ζωή και πνοή και τα πάντα. 26
Και έκανε από έναν άνθρωπο κάθε έθνος ανθρώπων για να κατοικούν σε
ολόκληρη την επιφάνεια της γης, και όρισε τους προσδιορισμένους καιρούς
και τα καθορισμένα όρια της κατοικίας των ανθρώπων,
27
για να εκζητούν τον Θεό, μήπως και ψηλαφήσουν για αυτόν και τον βρουν, αν
και αυτός δεν είναι μακριά από τον καθένα μας. 28
Διότι από αυτόν έχουμε ζωή και κινούμαστε και υπάρχουμε, όπως και μερικοί
από τους μεταξύ σας ποιητές έχουν πει: “Διότι είμαστε και γενιά του”.
29
»Αφού, λοιπόν, είμαστε γενιά του Θεού, δεν πρέπει να φανταζόμαστε ότι το
Θεϊκό Ον είναι όμοιο με χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα, όμοιο με κάτι χαραγμένο με
την τέχνη και την επινοητικότητα του ανθρώπου.
30
Βέβαια, ο Θεός
έχει παραβλέψει τους καιρούς της άγνοιας, εντούτοις τώρα λέει στην
ανθρωπότητα ότι πρέπει όλοι σε κάθε τόπο να μετανοήσουν.
31
Επειδή έχει
προσδιορίσει ημέρα κατά την οποία σκοπεύει να κρίνει την κατοικημένη γη με
δικαιοσύνη μέσω ενός άντρα τον οποίο διόρισε, και έδωσε εγγύηση σε όλους
τους ανθρώπους ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς».
32
Όταν άκουσαν για ανάσταση νεκρών, μερικοί άρχισαν να τον χλευάζουν, ενώ
άλλοι είπαν: «Θα σε ακούσουμε και άλλη φορά σχετικά με αυτό». 33
Τότε ο Παύλος
έφυγε από ανάμεσά τους· 34
ορισμένοι όμως
άντρες ενώθηκαν με αυτόν και έγιναν πιστοί, μεταξύ των οποίων ήταν και ο
Διονύσιος, που ήταν δικαστής του Αρείου Πάγου, και μια γυναίκα ονόματι
Δάμαρις και άλλοι εκτός από αυτούς.
18
Έπειτα από αυτά,
έφυγε από την Αθήνα και ήρθε στην Κόρινθο.
2
Και βρήκε κάποιον Ιουδαίο ονόματι Ακύλα, που καταγόταν από τον Πόντο και
είχε έρθει πρόσφατα από την Ιταλία, και την Πρίσκιλλα τη σύζυγό του, λόγω
του ότι ο Κλαύδιος είχε προστάξει όλους τους Ιουδαίους να φύγουν από τη
Ρώμη. Πήγε, λοιπόν, σε αυτούς 3
και επειδή
είχαν το ίδιο επάγγελμα έμενε στο σπίτι τους και εργάζονταν, γιατί ήταν
σκηνοποιοί στο επάγγελμα. 4
Έκανε δε
ομιλία στη συναγωγή κάθε σάββατο και έπειθε Ιουδαίους και Έλληνες.
5
Όταν ο Σίλας
και ο Τιμόθεος κατέβηκαν από τη Μακεδονία, ο Παύλος άρχισε να ασχολείται
εντατικά με το λόγο, δίνοντας μαρτυρία στους Ιουδαίους για να αποδείξει ότι
ο Ιησούς είναι ο Χριστός.
6
Αλλά αφού αυτοί εναντιώνονταν και μιλούσαν υβριστικά, εκείνος τίναξε τα
εξωτερικά του ενδύματα και τους είπε: «Το αίμα σας ας είναι πάνω στα
κεφάλια σας. Εγώ είμαι καθαρός. Από τώρα και στο εξής θα πηγαίνω σε
εθνικούς».
7
Έφυγε, λοιπόν, από
εκεί και μπήκε στο σπίτι κάποιου ονόματι Τίτιου Ιούστου, ενός λάτρη του
Θεού, του οποίου το σπίτι ήταν συνεχόμενο με τη συναγωγή. 8
Ο Κρίσπος δε, ο αρχισυνάγωγος, πίστεψε στον Κύριο, αυτός και όλο το σπιτικό
του. Και πολλοί από τους Κορινθίους που άκουγαν άρχισαν να πιστεύουν και να
βαφτίζονται. 9
Και μια νύχτα ο Κύριος είπε στον Παύλο μέσω οράματος: «Μη φοβάσαι, αλλά
εξακολούθησε να μιλάς και μη σωπάσεις,
10
επειδή εγώ
είμαι μαζί σου και κανείς δεν θα σου επιτεθεί για να σου κάνει κακό· διότι
έχω πολύ λαό σε αυτή την πόλη». 11
Γι’ αυτό,
έμεινε εκεί έναν χρόνο και έξι μήνες, διδάσκοντας ανάμεσά τους το λόγο του
Θεού.
12
Όταν ήταν
ανθύπατος της Αχαΐας ο Γαλλίων, οι Ιουδαίοι ξεσηκώθηκαν σύσσωμοι κατά του
Παύλου και τον οδήγησαν στη δικαστική έδρα,
13
λέγοντας:
«Αντίθετα προς το νόμο αυτός οδηγεί τους ανθρώπους σε άλλες πεποιθήσεις
όσον αφορά τη λατρεία του Θεού».
14
Αλλά καθώς ο
Παύλος ετοιμαζόταν να ανοίξει το στόμα του, ο Γαλλίων είπε στους Ιουδαίους:
«Αν μεν επρόκειτο για κάποιο αδίκημα ή φαύλη πράξη, Ιουδαίοι, δικαιολογημένα
θα σας ανεχόμουν υπομονετικά.
15
Αλλά αν πρόκειται για διαφωνίες σχετικά με λόγια και ονόματα και το μεταξύ
σας νόμο, είναι δική σας υπόθεση. Εγώ δεν θέλω να είμαι κριτής αυτών των
πραγμάτων».
16
Και τους έδιωξε από τη δικαστική έδρα.
17
Τότε όλοι έπιασαν τον Σωσθένη τον αρχισυνάγωγο και άρχισαν να τον χτυπούν
μπροστά στη δικαστική έδρα. Αλλά ο Γαλλίων δεν νοιαζόταν καθόλου για αυτά τα
πράγματα.
18
Και αφού
έμεινε ακόμη αρκετές ημέρες, ο Παύλος αποχαιρέτησε τους αδελφούς και στη
συνέχεια απέπλευσε για τη Συρία, έχοντας μαζί του την Πρίσκιλλα και τον
Ακύλα· είχε μάλιστα κόψει κοντά τα μαλλιά του στις Κεγχρεές, γιατί είχε
ευχή.
19
Έφτασαν, λοιπόν, στην Έφεσο, και τους άφησε εκεί· αλλά αυτός μπήκε στη
συναγωγή και συζήτησε λογικά με τους Ιουδαίους.
20
Μολονότι του
ζητούσαν να μείνει περισσότερο καιρό, αυτός δεν συναινούσε 21
αλλά τους
αποχαιρέτησε και τους είπε: «Θα επιστρέψω πάλι σε εσάς, αν θέλει ο
Ιεχωβά». Και απέπλευσε από την Έφεσο
22
και κατέβηκε στην Καισάρεια. Και αφού ανέβηκε και χαιρέτησε την εκκλησία,
κατέβηκε στην Αντιόχεια.
23
Εκεί πέρασε
λίγο καιρό και κατόπιν έφυγε και πήγαινε από τόπο σε τόπο μέσα στη χώρα της
Γαλατίας και της Φρυγίας, ενισχύοντας όλους τους μαθητές.
24
Και κάποιος
Ιουδαίος ονόματι Απολλώς, που καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ένας εύγλωττος
άντρας, έφτασε στην Έφεσο· και ήταν καλά καταρτισμένος στις Γραφές.
25
Αυτός είχε διδαχτεί προφορικά την οδό του Ιεχωβά και, καθώς φλεγόταν με το
πνεύμα, μιλούσε και δίδασκε με ορθότητα τα σχετικά με τον Ιησού, αλλά
γνώριζε μόνο το βάφτισμα του Ιωάννη.
26
Άρχισε, λοιπόν, αυτός να μιλάει με τόλμη στη συναγωγή. Όταν η Πρίσκιλλα και
ο Ακύλας τον άκουσαν, τον πήραν μαζί τους και του εξέθεσαν πιο ορθά την οδό
του Θεού.
27
Και επειδή ήθελε να περάσει στην Αχαΐα, οι αδελφοί έγραψαν στους μαθητές,
προτρέποντάς τους να τον δεχτούν με καλοσύνη. Όταν πήγε εκεί, βοήθησε πολύ
εκείνους που είχαν πιστέψει λόγω της παρ’ αξία καλοσύνης [του Θεού]·
28
διότι με έντονο τρόπο καταδείκνυε δημόσια ότι οι Ιουδαίοι είχαν λάθος,
δείχνοντας από τις Γραφές ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός.
19
Στη συνέχεια, ενώ
ο Απολλώς ήταν στην Κόρινθο, ο Παύλος πέρασε μέσα από την ενδοχώρα,
κατέβηκε στην Έφεσο και βρήκε μερικούς μαθητές
2
και τους είπε: «Λάβατε άγιο πνεύμα όταν γίνατε πιστοί;» Εκείνοι του είπαν:
«Ούτε καν έχουμε ακούσει αν υπάρχει άγιο πνεύμα».
3
Και αυτός
είπε: «Σε τι, λοιπόν, βαφτιστήκατε;» Εκείνοι είπαν: «Στο βάφτισμα του
Ιωάννη».
4
Ο Παύλος
είπε: «Ο Ιωάννης βάφτισε με το βάφτισμα που συμβόλιζε μετάνοια, λέγοντας
στο λαό να πιστέψουν σε εκείνον που ερχόταν πίσω από αυτόν, δηλαδή στον
Ιησού».
5
Ακούγοντάς το αυτό, βαφτίστηκαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού.
6
Και όταν ο Παύλος έθεσε τα χέρια του πάνω σε αυτούς, το άγιο πνεύμα ήρθε
πάνω τους και άρχισαν να μιλούν γλώσσες και να προφητεύουν.
7
Όλοι μαζί ήταν περίπου δώδεκα άντρες.
8
Μπαίνοντας
στη συναγωγή μιλούσε με τόλμη επί τρεις μήνες, κάνοντας ομιλίες και
χρησιμοποιώντας πειστικά επιχειρήματα σχετικά με τη βασιλεία του Θεού.
9
Αλλά όταν μερικοί συνέχισαν να σκληρύνονται και να μην πιστεύουν,
κακολογώντας την Οδό μπροστά στο πλήθος, αποσύρθηκε από αυτούς και χώρισε
τους μαθητές από αυτούς, κάνοντας καθημερινά ομιλίες στην αίθουσα της
σχολής του Τυράννου.
10
Αυτό γινόταν
επί δύο χρόνια, ώστε όλοι όσοι κατοικούσαν στην περιφέρεια της Ασίας
άκουσαν το λόγο του Κυρίου, Ιουδαίοι και Έλληνες.
11
Και ο Θεός
εκτελούσε ασυνήθιστα δυναμικά έργα μέσω των χεριών του Παύλου,
12
ώστε έφερναν ακόμη και πανιά και ποδιές από το σώμα του στους αρρώστους,
και οι ασθένειες τους άφηναν, και τα πονηρά πνεύματα έβγαιναν.
13
Αλλά ορισμένοι από τους περιφερόμενους Ιουδαίους που έβγαζαν δαίμονες
επιχείρησαν και αυτοί να ονομάζουν το όνομα του Κυρίου Ιησού πάνω σε
εκείνους που είχαν τα πονηρά πνεύματα, λέγοντας: «Σας διατάζω επίσημα μέσω
του Ιησού, τον οποίο κηρύττει ο Παύλος».
14
Υπήρχαν δε εφτά γιοι κάποιου Σκευά, ενός Ιουδαίου πρωθιερέα, που το έκαναν
αυτό.
15
Αλλά απαντώντας το πονηρό πνεύμα τούς είπε: «Ξέρω τον Ιησού και γνωρίζω τον
Παύλο· αλλά εσείς ποιοι είστε;»
16
Τότε ο άνθρωπος μέσα στον οποίο ήταν το πονηρό πνεύμα πήδησε πάνω τους,
κατέβαλε τον έναν μετά τον άλλον και υπερίσχυσε εναντίον τους, ώστε αυτοί
έφυγαν γυμνοί και τραυματισμένοι από εκείνο το σπίτι.
17
Αυτό έγινε γνωστό σε όλους, Ιουδαίους και Έλληνες που κατοικούσαν στην
Έφεσο· και φόβος έπεσε πάνω σε όλους, και το όνομα του Κυρίου Ιησού
συνέχισε να μεγαλύνεται.
18
Και πολλοί από εκείνους που είχαν γίνει πιστοί έρχονταν και ομολογούσαν και
ανέφεραν φανερά τις πράξεις τους.
19
Αρκετοί δε από εκείνους που ασκούσαν μαγικές τέχνες μάζεψαν τα βιβλία τους
και τα έκαψαν ενώπιον όλων. Και υπολόγισαν συνολικά τις τιμές τους και
βρήκαν ότι η αξία τους ήταν πενήντα χιλιάδες ασημένια νομίσματα. 20
Έτσι αύξανε
και υπερίσχυε ο λόγος του Ιεχωβά, με κραταιό τρόπο.
21
Όταν, λοιπόν,
τελείωσαν αυτά τα πράγματα, ο Παύλος το έβαλε σκοπό στο πνεύμα του, αφού
περάσει από τη Μακεδονία και την Αχαΐα, να ταξιδέψει για την Ιερουσαλήμ,
λέγοντας: «Αφού φτάσω εκεί πρέπει να δω και τη Ρώμη».
22
Γι’ αυτό, έστειλε στη Μακεδονία δύο από εκείνους που τον διακονούσαν, τον
Τιμόθεο και τον Έραστο, αλλά ο ίδιος καθυστέρησε για κάποιο χρονικό
διάστημα στην περιφέρεια της Ασίας.
23
Εκείνον τον
καιρό συνέβη αρκετή αναστάτωση σχετικά με την Οδό.
24
Διότι κάποιος
άνθρωπος ονόματι Δημήτριος, ένας αργυροχόος, κάνοντας ασημένια ομοιώματα του
ναού της Αρτέμιδος, παρείχε αρκετό κέρδος στους τεχνίτες·
25
και συγκέντρωσε αυτούς και εκείνους που εργάζονταν σε παρόμοια πράγματα και
είπε: «Άντρες, γνωρίζετε καλά ότι από αυτή την επιχείρηση εξαρτάται η
ευημερία μας.
26
Επίσης, βλέπετε και ακούτε με ποιον τρόπο, όχι μόνο στην Έφεσο, αλλά σε όλη
σχεδόν την περιφέρεια της Ασίας, αυτός ο Παύλος έπεισε ένα αρκετά μεγάλο
πλήθος και τους έκανε να αλλάξουν γνώμη, λέγοντας ότι δεν είναι θεοί αυτοί
που φτιάχνονται από χέρια.
27
Υπάρχει, λοιπόν, κίνδυνος, όχι μόνο να περιέλθει σε ανυποληψία το επάγγελμά
μας, αλλά και να θεωρηθεί μηδαμινός ο ναός της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος, και
μάλιστα η μεγαλοπρέπειά της, την οποία λατρεύει ολόκληρη η περιφέρεια της
Ασίας και η κατοικημένη γη, πρόκειται να εκμηδενιστεί».
28
Ακούγοντάς το αυτό και γεμίζοντας θυμό, οι άνθρωποι άρχισαν να κραυγάζουν,
λέγοντας: «Μεγάλη η Άρτεμις των Εφεσίων!»
29
Η πόλη,
λοιπόν, γέμισε σύγχυση, και σύσσωμοι όρμησαν στο θέατρο, παίρνοντας με τη
βία μαζί τους τον Γάιο και τον Αρίσταρχο, που ήταν Μακεδόνες, σύντροφοι του
Παύλου στο ταξίδι του.
30
Ο δε Παύλος
ήθελε να πάει μέσα στο λαό, αλλά οι μαθητές δεν τον άφηναν.
31Ακόμη
και μερικοί από τους επιτρόπους των γιορτών και των αγώνων, οι οποίοι ήταν
φιλικοί προς αυτόν, του έστειλαν μήνυμα και τον εκλιπαρούσαν να μη βάλει σε
κίνδυνο τον εαυτό του στο θέατρο.
32
Πράγματι, μερικοί κραύγαζαν ένα πράγμα και άλλοι άλλο· διότι η σύναξη ήταν
σε σύγχυση, και στην πλειονότητά τους δεν ήξεραν το λόγο για τον οποίο είχαν
συγκεντρωθεί.
33
Έβγαλαν,
λοιπόν, όλοι μαζί από το πλήθος τον Αλέξανδρο, καθώς οι Ιουδαίοι τον
έσπρωχναν μπροστά· ο δε Αλέξανδρος έκανε νόημα με το χέρι του και ήθελε να
υπερασπιστεί τον εαυτό του στο λαό.
34
Αλλά όταν
κατάλαβαν ότι ήταν Ιουδαίος, υψώθηκε από όλους τους μία κραυγή, καθώς
φώναζαν επί δύο περίπου ώρες: «Μεγάλη η Άρτεμις των Εφεσίων!»
35
Όταν, τελικά,
ο γραμματέας της πόλης ησύχασε το πλήθος, είπε: «Άντρες Εφέσιοι, ποιος
άνθρωπος υπάρχει τάχα που δεν ξέρει ότι η πόλη των Εφεσίων είναι ο φύλακας
του ναού της μεγάλης Αρτέμιδος και του αγάλματος που έπεσε από τον ουρανό;
36
Συνεπώς, εφόσον αυτά είναι αδιαμφισβήτητα, αρμόζει να μένετε ήρεμοι και να
μην ενεργείτε απερίσκεπτα.
37
Διότι φέρατε αυτούς τους άντρες που ούτε ληστές ναών είναι ούτε βλασφημούν
τη θεά μας.
38
Άρα λοιπόν, αν ο Δημήτριος και οι τεχνίτες που είναι μαζί του έχουν
πράγματι μια κατηγορία εναντίον κάποιου, υπάρχουν δικάσιμες ημέρες και
υπάρχουν ανθύπατοι· ας διατυπώσουν κατηγορίες ο ένας εναντίον του άλλου.
39
Αν όμως ζητάτε κάτι περαιτέρω, αυτό πρέπει να αποφασιστεί σε τακτή
συνέλευση.
40
Διότι, στην
πραγματικότητα, κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε για στασιασμό σχετικά με τη
σημερινή υπόθεση, επειδή δεν υπάρχει ούτε μία αιτία που θα μας επιτρέψει να
δικαιολογήσουμε τη συγκέντρωση αυτού του άτακτου όχλου».
41
Και αφού τα
είπε αυτά, διέλυσε τη σύναξη.
20
Όταν κόπασε ο σάλος,
ο Παύλος έστειλε να καλέσει τους μαθητές και, αφού τους ενθάρρυνε και τους
αποχαιρέτησε, ξεκίνησε να ταξιδέψει στη Μακεδονία.
2
Αφού πέρασε από εκείνα τα μέρη και ενθάρρυνε αυτούς που βρίσκονταν εκεί με
πολλά λόγια, ήρθε στην Ελλάδα.
3
Και έμεινε
εκεί τρεις μήνες, αλλά επειδή οι Ιουδαίοι έστησαν πλεκτάνη εναντίον του
καθώς αυτός ετοιμαζόταν να αποπλεύσει για τη Συρία, αποφάσισε να επιστρέψει
μέσω Μακεδονίας. 4
Τον συνόδευαν ο Σώπατρος, ο γιος του Πύρρου από τη Βέροια, ο Αρίσταρχος
και ο Σεκούνδος από τους Θεσσαλονικείς, ο Γάιος από τη Δέρβη και ο
Τιμόθεος, και από την περιφέρεια της Ασίας ο Τυχικός και ο Τρόφιμος.
5
Αυτοί συνέχισαν και μας περίμεναν στην Τρωάδα·
6
και εμείς αποπλεύσαμε από τους Φιλίππους ύστερα από τις ημέρες των άζυμων
άρτων και ήρθαμε σε αυτούς, στην Τρωάδα, μέσα σε πέντε ημέρες· και εκεί
μείναμε εφτά ημέρες.
7
Την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, όταν συγκεντρωθήκαμε για να γευματίσουμε, ο
Παύλος άρχισε να τους μιλάει, επειδή επρόκειτο να φύγει την επόμενη ημέρα·
και παρέτεινε την ομιλία του μέχρι τα μεσάνυχτα.
8
Υπήρχαν δε αρκετά λυχνάρια στο ανώγειο όπου ήμασταν συγκεντρωμένοι. 9
Καθισμένος στο παράθυρο, κάποιος νεαρός ονόματι Εύτυχος κοιμήθηκε βαθιά ενώ
ο Παύλος μιλούσε και, κυριευμένος από τον ύπνο, έπεσε από τον τρίτο όροφο
και τον σήκωσαν νεκρό. 10
Αλλά ο Παύλος
κατέβηκε κάτω, έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε και είπε: «Μη φωνάζετε,
γιατί η ψυχή του είναι μέσα του».
11
Κατόπιν
ανέβηκε πάνω και άρχισε το γεύμα και έφαγε τροφή και, αφού συνομίλησε αρκετή
ώρα, μέχρι τα χαράματα, τελικά έφυγε. 12
Πήραν, λοιπόν, το αγόρι ζωντανό και παρηγορήθηκαν αφάνταστα.
13
Εμείς
προχωρήσαμε και πήγαμε στο πλοίο και αποπλεύσαμε για την Άσσο, από όπου
σκοπεύαμε να πάρουμε τον Παύλο, γιατί, αφού έδωσε οδηγίες σχετικά με αυτό, ο
ίδιος σκόπευε να πάει με τα πόδια.
14
Όταν, λοιπόν,
μας πρόφτασε στην Άσσο, τον πήραμε και πήγαμε στη Μυτιλήνη·
15
και αφού αποπλεύσαμε την επόμενη ημέρα από εκεί, φτάσαμε απέναντι από τη
Χίο· την άλλη ημέρα προσεγγίσαμε στη Σάμο και την ακόλουθη ημέρα φτάσαμε στη
Μίλητο. 16
Διότι ο Παύλος είχε αποφασίσει να παραπλεύσει την Έφεσο για να μη
χρονοτριβήσει καθόλου στην περιφέρεια της Ασίας· διότι βιαζόταν να φτάσει
στην Ιερουσαλήμ την ημέρα της γιορτής της Πεντηκοστής αν τα κατάφερνε.
17
Ωστόσο, από
τη Μίλητο έστειλε μήνυμα στην Έφεσο και κάλεσε τους πρεσβυτέρους της
εκκλησίας.
18
Όταν ήρθαν σε αυτόν τους είπε: «Εσείς γνωρίζετε καλά πώς από την πρώτη ημέρα
που πάτησα στην περιφέρεια της Ασίας ήμουν μαζί σας όλο τον καιρό,
19
υπηρετώντας ως δούλος τον Κύριο με τη μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη και με
δάκρυα και δοκιμασίες που μου συνέβησαν με αφορμή τις πλεκτάνες των
Ιουδαίων·
20
ενώ δεν
δίστασα να σας πω οποιαδήποτε από τα πράγματα που ήταν επωφελή και να σας
διδάξω δημόσια και από σπίτι σε σπίτι.
21
Αλλά έδωσα
πλήρως μαρτυρία σε Ιουδαίους και Έλληνες σχετικά με τη μετάνοια προς τον
Θεό και την πίστη στον Κύριό μας Ιησού. 22
Και τώρα ορίστε! δεμένος στο πνεύμα, ταξιδεύω για την Ιερουσαλήμ, μολονότι
δεν ξέρω αυτά που θα μου συμβούν σε αυτήν,
23
παρά μόνο ότι
από πόλη σε πόλη το άγιο πνεύμα μού δίνει επανειλημμένα μαρτυρία, λέγοντας
ότι με περιμένουν δεσμά και θλίψεις.
24
Παρ’ όλα αυτά,
δεν θεωρώ καθόλου την ψυχή μου πολύτιμη για εμένα, αρκεί να τελειώσω την
πορεία μου και τη διακονία που έλαβα από τον Κύριο Ιησού, να δώσω πλήρη
μαρτυρία για τα καλά νέα της παρ’ αξία καλοσύνης του Θεού.
25
»Και τώρα
γνωρίζω ότι όλοι εσείς, ανάμεσα στους οποίους κήρυττα τη βασιλεία, δεν θα
δείτε πια το πρόσωπό μου.
26
Γι’ αυτό, σας καλώ να πείτε ως μάρτυρες αυτήν εδώ την ημέρα ότι είμαι
καθαρός από το αίμα όλων,
27
γιατί δεν δίστασα να σας πω όλη τη βουλή του Θεού.
28
Προσέχετε τους εαυτούς σας και όλο το ποίμνιο, μέσα στο οποίο το άγιο
πνεύμα σάς διόρισε επισκόπους, για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Θεού την
οποία αγόρασε με το αίμα του ίδιου του Γιου του.
29
Γνωρίζω ότι μετά την αναχώρησή μου θα μπουν ανάμεσά σας καταπιεστικοί λύκοι
και δεν θα μεταχειρίζονται το ποίμνιο με τρυφερότητα,
30
και από εσάς
τους ίδιους θα σηκωθούν άντρες και θα λένε διεστραμμένα πράγματα για να
παρασύρουν τους μαθητές πίσω τους.
31
»Γι’ αυτό, να
μένετε άγρυπνοι και να θυμάστε ότι επί τρία χρόνια, νύχτα και ημέρα, δεν
έπαψα να νουθετώ τον καθένα με δάκρυα.
32
Και τώρα σας εμπιστεύομαι στον Θεό και στο λόγο της παρ’ αξία καλοσύνης
του, ο οποίος λόγος μπορεί να σας εποικοδομήσει και να σας δώσει την
κληρονομιά μεταξύ όλων των αγιασμένων.
33
Δεν επιθύμησα
το ασήμι ή το χρυσάφι ή την ενδυμασία κανενός.
34
Εσείς ξέρετε
ότι αυτά τα χέρια υπηρέτησαν τις ανάγκες τις δικές μου και εκείνων που ήταν
μαζί μου. 35
Σας έδειξα σε όλα τα πράγματα ότι έτσι κοπιάζοντας πρέπει να βοηθάτε
εκείνους που είναι αδύναμοι, και ότι πρέπει να θυμάστε τα λόγια του Κυρίου
Ιησού, ότι αυτός είπε: “Υπάρχει περισσότερη ευτυχία στο να δίνει κανείς
παρά στο να λαβαίνει”».
36
Και αφού τα είπε αυτά, γονάτισε μαζί με όλους και προσευχήθηκε. 37
Ξέσπασε δε πολύ κλάμα ανάμεσα σε όλους, και έπεσαν στο λαιμό του Παύλου και
τον φιλούσαν τρυφερά,
38
επειδή πονούσαν πάρα πολύ με τα λόγια που είχε πει, ότι δεν επρόκειτο να
δουν πια το πρόσωπό του. Και τον ξεπροβόδισαν ως το πλοίο.
21
Όταν, τελικά, αποχωριστήκαμε από αυτούς με μεγάλη δυσκολία και αποπλεύσαμε,
ταξιδέψαμε γρήγορα σε ευθεία πορεία και ήρθαμε στην Κω· τη δε επόμενη ημέρα
στη Ρόδο, και από εκεί στα Πάταρα. 2
Και αφού βρήκαμε ένα πλοίο που θα περνούσε απέναντι στη Φοινίκη,
επιβιβαστήκαμε και αποπλεύσαμε. 3
Όταν
αντικρίσαμε την Κύπρο, την αφήσαμε πίσω, στα αριστερά, και πλεύσαμε προς τη
Συρία και αποβιβαστήκαμε στην Τύρο, γιατί εκεί επρόκειτο το πλοίο να
ξεφορτώσει το φορτίο του.
4
Έπειτα από
έρευνα, βρήκαμε τους μαθητές και μείναμε εδώ εφτά ημέρες. Αλλά μέσω του
πνεύματος εκείνοι έλεγαν επανειλημμένα στον Παύλο να μην πάει στην
Ιερουσαλήμ. 5
Αφού συμπληρώσαμε τις ημέρες, βγήκαμε και ξεκινήσαμε το δρόμο μας· όλοι δε,
μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, μας ξεπροβόδισαν μέχρι έξω από την πόλη.
Και γονατίζοντας στην ακρογιαλιά, προσευχηθήκαμε 6
και αποχαιρετιστήκαμε· έπειτα ανεβήκαμε στο πλοίο και εκείνοι επέστρεψαν
στα σπίτια τους.
7
Εμείς ολοκληρώσαμε το ταξίδι από την Τύρο και φτάσαμε στην Πτολεμαΐδα· και
χαιρετήσαμε τους αδελφούς και μείναμε μαζί τους μία ημέρα. 8
Την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε και φτάσαμε στην Καισάρεια και μπήκαμε στο
σπίτι του Φιλίππου του ευαγγελιστή, ο οποίος ήταν ένας από τους εφτά
άντρες, και μείναμε μαζί του. 9
Αυτός είχε τέσσερις κόρες, παρθένες, που προφήτευαν.
10
Αλλά ενώ
μέναμε αρκετές ημέρες, κατέβηκε από την Ιουδαία κάποιος προφήτης ονόματι
Άγαβος,
11
και ήρθε σε
εμάς και, αφού πήρε τη ζώνη του Παύλου, έδεσε τα δικά του πόδια και χέρια
και είπε: «Έτσι λέει το άγιο πνεύμα: “Τον άντρα στον οποίο ανήκει αυτή η
ζώνη, οι Ιουδαίοι θα τον δέσουν με αυτόν τον τρόπο στην Ιερουσαλήμ και θα
τον παραδώσουν στα χέρια εθνικών”». 12
Όταν το ακούσαμε αυτό, τόσο εμείς όσο και οι ντόπιοι αρχίσαμε να τον
ικετεύουμε να μην ανεβεί στην Ιερουσαλήμ.
13
Τότε ο Παύλος
αποκρίθηκε: «Τι κάνετε κλαίγοντας και εξασθενίζοντας την καρδιά μου; Να
είστε βέβαιοι ότι είμαι έτοιμος, όχι μόνο να δεθώ, αλλά και να πεθάνω στην
Ιερουσαλήμ για το όνομα του Κυρίου Ιησού». 14
Καθώς αυτός
δεν μεταπειθόταν, εμείς το αποδεχτήκαμε ήσυχα, λέγοντας: «Ας γίνει το
θέλημα του Ιεχωβά».
15
Ύστερα από
αυτές τις ημέρες, ετοιμαστήκαμε για το ταξίδι και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε
στην Ιερουσαλήμ.
16
Μαζί μας ήρθαν και μερικοί από τους μαθητές από την Καισάρεια για να μας
φέρουν στον άνθρωπο στου οποίου το σπίτι επρόκειτο να φιλοξενηθούμε, κάποιον
Μνάσονα από την Κύπρο, έναν από τους πρώτους μαθητές. 17
Όταν φτάσαμε στην Ιερουσαλήμ, οι αδελφοί μάς δέχτηκαν με χαρά.
18
Τη δε επόμενη ημέρα ο Παύλος ήρθε μαζί μας στον Ιάκωβο· και όλοι οι
πρεσβύτεροι ήταν παρόντες. 19
Και τους χαιρέτησε και άρχισε να αφηγείται με λεπτομέρειες τα πράγματα που
έκανε ο Θεός ανάμεσα στα έθνη μέσω της διακονίας του.
20
Αφού το
άκουσαν αυτό, άρχισαν να δοξάζουν τον Θεό και του είπαν: «Βλέπεις, αδελφέ,
πόσες χιλιάδες είναι ανάμεσα στους Ιουδαίους αυτοί που πίστεψαν και είναι
όλοι ζηλωτές για το Νόμο.
21
Αλλά άκουσαν
να φημολογείται για εσένα ότι διδάσκεις αποστασία από τον Μωυσή σε όλους
τους Ιουδαίους που είναι ανάμεσα στα έθνη, λέγοντάς τους να μην περιτέμνουν
τα παιδιά τους ούτε να περπατούν σύμφωνα με τα επίσημα έθιμα. 22
Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν, για αυτό; Πάντως σίγουρα θα ακούσουν ότι έχεις
φτάσει. 23
Γι’ αυτό, κάνε αυτό που σου λέμε: Υπάρχουν ανάμεσά μας τέσσερις άντρες που
έχουν ευχή πάνω τους. 24
Πάρε αυτούς
τους άντρες και καθαρίσου τελετουργικά μαζί τους και ανάλαβε τα έξοδά τους
για να ξυρίσουν το κεφάλι τους. Και έτσι θα ξέρουν όλοι ότι δεν υπάρχει
καμιά βάση στις φήμες που τους ειπώθηκαν σχετικά με εσένα, αλλά ότι περπατάς
εύτακτα, τηρώντας και ο ίδιος το Νόμο.
25
Όσο για τους πιστούς ανάμεσα από τα έθνη, εμείς στείλαμε μήνυμα, έχοντας
αποφασίσει ότι πρέπει να φυλάγονται από ό,τι έχει θυσιαστεί σε είδωλα,
καθώς και από αίμα και από πνιχτό και από πορνεία».
26
Τότε ο Παύλος πήρε τους άντρες την επόμενη ημέρα και, αφού καθαρίστηκε
τελετουργικά μαζί τους, μπήκε στο ναό για να δηλώσει τις ημέρες που έπρεπε
να συμπληρωθούν για τον τελετουργικό καθαρισμό μέχρι να παρουσιαστεί η
προσφορά για τον καθένα από αυτούς.
27
Όταν, λοιπόν,
κόντευαν να τελειώσουν οι εφτά ημέρες, οι Ιουδαίοι από την Ασία, βλέποντάς
τον στο ναό, άρχισαν να επιφέρουν σύγχυση σε όλο το πλήθος και έβαλαν τα
χέρια τους πάνω του,
28
κραυγάζοντας: «Άντρες Ισραηλίτες, βοηθάτε! Αυτός είναι ο άνθρωπος που
διδάσκει όλους σε κάθε τόπο εναντίον του λαού και του Νόμου και αυτού του
τόπου· και επιπλέον έφερε ακόμη και Έλληνες στο ναό και έχει μολύνει αυτόν
τον άγιο τόπο».
29
Διότι προηγουμένως είχαν δει μαζί του στην πόλη τον Τρόφιμο τον Εφέσιο και
νόμιζαν ότι ο Παύλος τον είχε φέρει μέσα στο ναό. 30
Έγινε δε σάλος
σε ολόκληρη την πόλη και ο λαός έτρεξε σύσσωμος· και έπιασαν τον Παύλο και
τον έσυραν έξω από το ναό. Και οι πόρτες κλείστηκαν αμέσως.
31Και
ενώ ζητούσαν να τον σκοτώσουν, έφτασε στο διοικητή της μονάδας η πληροφορία
ότι όλη η Ιερουσαλήμ ήταν σε σύγχυση·
32
και αυτός πήρε αμέσως στρατιώτες και αξιωματικούς και έτρεξε προς αυτούς.
Όταν αυτοί είδαν το στρατιωτικό διοικητή και τους στρατιώτες, έπαψαν να
χτυπούν τον Παύλο.
33
Τότε ο
στρατιωτικός διοικητής πλησίασε και τον έπιασε και έδωσε διαταγή να δεθεί με
δύο αλυσίδες· και άρχισε να ρωτάει ποιος ήταν και τι είχε κάνει. 34
Αλλά μερικοί
από το πλήθος φώναζαν ένα πράγμα και άλλοι άλλο. Γι’ αυτό, επειδή ο ίδιος
δεν μπορούσε να μάθει κάτι σίγουρο εξαιτίας της οχλοβοής, έδωσε εντολή να
τον φέρουν στο στρατώνα.
35
Όταν, όμως, ανέβηκε στα σκαλοπάτια, η κατάσταση έγινε τέτοια που τον
βάσταζαν οι στρατιώτες εξαιτίας της βίας του πλήθους· 36
διότι το πλήθος του λαού ακολουθούσε κραυγάζοντας: «Πάρε τον!»
37
Και καθώς
ετοιμάζονταν να τον οδηγήσουν μέσα στο στρατώνα, ο Παύλος είπε στο
στρατιωτικό διοικητή: «Μου επιτρέπεις να σου πω κάτι;» Αυτός είπε: «Ξέρεις
να μιλάς ελληνικά; 38
Μα δεν είσαι εσύ ο Αιγύπτιος που υποκίνησε πριν από αυτές τις ημέρες
στασιασμό και οδήγησε τους τέσσερις χιλιάδες άντρες τους ξιφοφόρους έξω
στην έρημο;»
39
Τότε ο Παύλος είπε: «Εγώ, στην πραγματικότητα, είμαι Ιουδαίος, από την
Ταρσό της Κιλικίας, πολίτης όχι άσημης πόλης. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ,
επίτρεψέ μου να μιλήσω στο λαό». 40
Αφού αυτός
έδωσε την άδεια, ο Παύλος στάθηκε στα σκαλοπάτια και έκανε νόημα με το χέρι
του στο λαό. Όταν έγινε μεγάλη σιωπή, απευθύνθηκε προς αυτούς στην εβραϊκή
γλώσσα, λέγοντας:
22
«Άντρες, αδελφοί και πατέρες, ακούστε την υπεράσπισή μου προς εσάς τώρα».
2
(Όταν άκουσαν ότι απευθυνόταν προς αυτούς στην εβραϊκή γλώσσα, ησύχασαν
ακόμη περισσότερο, και εκείνος είπε:) 3
«Εγώ είμαι
Ιουδαίος γεννημένος στην Ταρσό της Κιλικίας, έχω δε σπουδάσει σε αυτή την
πόλη στα πόδια του Γαμαλιήλ και έχω εκπαιδευτεί σύμφωνα με την αυστηρότητα
του προγονικού Νόμου και είμαι ζηλωτής για τον Θεό όπως είστε σήμερα όλοι
εσείς. 4
Και δίωξα
αυτή την Οδό μέχρι θανάτου, δένοντας και παραδίδοντας σε φυλακές άντρες
και γυναίκες, 5
όπως μπορούν να δώσουν μαρτυρία σχετικά με εμένα τόσο ο αρχιερέας όσο και
όλη η συνέλευση των πρεσβυτέρων. Από αυτούς εξασφάλισα και επιστολές προς
τους αδελφούς στη Δαμασκό και πήγαινα να φέρω και εκείνους που ήταν εκεί
δεμένους στην Ιερουσαλήμ για να τιμωρηθούν.
6
»Αλλά καθώς ταξίδευα και πλησίαζα στη Δαμασκό, γύρω στο μεσημέρι, ξαφνικά
άστραψε ολόγυρά μου ένα δυνατό φως από τον ουρανό,
7
και εγώ έπεσα στο έδαφος και άκουσα μια φωνή να μου λέει: “Σαούλ, Σαούλ,
γιατί με διώκεις;”
8
Εγώ απάντησα: “Ποιος είσαι, Κύριε;” Και εκείνος μου είπε: “Εγώ είμαι ο
Ιησούς ο Ναζωραίος, τον οποίο εσύ διώκεις”.
9
Οι δε άντρες που ήταν μαζί μου είδαν το φως, αλλά δεν άκουσαν τη φωνή
εκείνου που μου μιλούσε.
10
Τότε είπα: “Τι
να κάνω, Κύριε;” Ο Κύριος μου είπε: “Σήκω, πήγαινε στη Δαμασκό, και εκεί θα
σου ειπωθεί το καθετί που έχει οριστεί να κάνεις”.
11
Αλλά επειδή
δεν μπορούσα να δω τίποτα εξαιτίας της δόξας εκείνου του φωτός, έφτασα στη
Δαμασκό ενώ με οδηγούσαν από το χέρι εκείνοι που ήταν μαζί μου.
12
»Ο δε Ανανίας, κάποιος άντρας ευλαβής σύμφωνα με το Νόμο, ο οποίος είχε
καλή φήμη μεταξύ όλων των Ιουδαίων που κατοικούσαν εκεί, 13
ήρθε σε εμένα και, ενώ στεκόταν κοντά μου, μου είπε: “Σαούλ, αδελφέ,
ξαναβρές την όρασή σου!” Και εγώ σήκωσα τα μάτια μου και τον είδα την ίδια
εκείνη ώρα. 14
Αυτός είπε: “Ο
Θεός των προπατόρων μας σε εξέλεξε για να γνωρίσεις το θέλημά του και να
δεις τον Δίκαιο και να ακούσεις τη φωνή του στόματός του,
15
επειδή θα είσαι μάρτυρας για εκείνον σε όλους τους ανθρώπους σχετικά με
πράγματα που είδες και άκουσες.
16
Και τώρα γιατί καθυστερείς; Σήκω, βαφτίσου και καθαρίσου από τις αμαρτίες
σου επικαλούμενος το όνομά του”.
17
»Όταν επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ και προσευχόμουν στο ναό, ήρθα σε έκσταση
18
και τον είδα να μου λέει: “Βιάσου και βγες από την Ιερουσαλήμ γρήγορα,
επειδή δεν θα συμφωνήσουν με τη μαρτυρία σου σχετικά με εμένα”. 19
Και εγώ είπα: “Κύριε, αυτοί γνωρίζουν καλά ότι εγώ φυλάκιζα και έδερνα στη
μια συναγωγή μετά την άλλη εκείνους που πιστεύουν σε εσένα·
20
και όταν
χυνόταν το αίμα του Στεφάνου του μάρτυρά σου, στεκόμουν δίπλα και εγώ
επίσης και επιδοκίμαζα και φύλαγα τα εξωτερικά ενδύματα εκείνων που τον
σκότωναν”.
21
Και όμως
εκείνος μου είπε: “Πήγαινε, επειδή θα σε στείλω σε έθνη που βρίσκονται
μακριά”».
22
Τον άκουγαν, λοιπόν, ώσπου είπε αυτόν το λόγο, και τότε ύψωσαν τη φωνή τους
και είπαν: «Πάρε τον από τη γη, έναν τέτοιον άνθρωπο, γιατί δεν έπρεπε να
ζει!»
23
Και επειδή κραύγαζαν και πετούσαν τα εξωτερικά τους ενδύματα και σκόρπιζαν
χώμα στον αέρα,
24
ο στρατιωτικός
διοικητής πρόσταξε να τον φέρουν στο στρατώνα και είπε ότι έπρεπε να
εξεταστεί με μαστίγωμα, ώστε να μάθει ακριβώς για ποια αιτία φώναζαν
εναντίον του με αυτόν τον τρόπο. 25
Αλλά αφού τον τέντωσαν για να τον μαστιγώσουν, ο Παύλος είπε στον αξιωματικό
ο οποίος στεκόταν εκεί: «Είναι νόμιμο να μαστιγώνετε άνθρωπο που είναι
Ρωμαίος και δεν έχει καταδικαστεί;»
26
Όταν ο αξιωματικός το άκουσε αυτό, πήγε στο στρατιωτικό διοικητή και έδωσε
αναφορά, λέγοντας: «Τι σκοπεύεις να κάνεις; Αυτός ο άνθρωπος είναι Ρωμαίος».
27
Γι’ αυτό, ο στρατιωτικός διοικητής πλησίασε και του είπε: «Πες μου: Είσαι
Ρωμαίος;» Εκείνος είπε: «Ναι». 28
Ο στρατιωτικός διοικητής αποκρίθηκε: «Εγώ έδωσα μεγάλο χρηματικό ποσό για να
αγοράσω αυτά τα δικαιώματα του πολίτη». Ο Παύλος είπε: «Εγώ, όμως,
γεννήθηκα με αυτά».
29
Αμέσως, λοιπόν, οι άντρες που επρόκειτο να τον εξετάσουν με βασανιστήρια
αποσύρθηκαν από αυτόν· και ο στρατιωτικός διοικητής φοβήθηκε όταν εξακρίβωσε
ότι ήταν Ρωμαίος και αυτός τον είχε δέσει.
30
Την επόμενη
ημέρα, επειδή ήθελε να ξέρει με βεβαιότητα γιατί τον κατηγορούσαν οι
Ιουδαίοι, τον έλυσε και διέταξε να συναχθούν οι πρωθιερείς και όλο το
Σάνχεδριν. Και κατέβασε τον Παύλο και τον έβαλε να σταθεί ανάμεσά τους.
23
Προσηλώνοντας
το βλέμμα του στο Σάνχεδριν, ο Παύλος είπε: «Άντρες αδελφοί, εγώ έχω
συμπεριφερθεί ενώπιον του Θεού με τελείως καθαρή συνείδηση μέχρι αυτή την
ημέρα».
2
Ο δε αρχιερέας Ανανίας πρόσταξε εκείνους που στέκονταν δίπλα του να τον
χτυπήσουν στο στόμα. 3
Τότε ο Παύλος
τού είπε: «Ο Θεός πρόκειται να χτυπήσει εσένα, τοίχε ασβεστωμένε. Κάθεσαι
να με δικάσεις σύμφωνα με το Νόμο και ταυτόχρονα, παραβαίνοντας το Νόμο,
διατάζεις να με χτυπήσουν;» 4
Εκείνοι που
στέκονταν δίπλα είπαν: «Εξυβρίζεις τον αρχιερέα του Θεού;» 5
Και ο Παύλος είπε: «Αδελφοί, δεν ήξερα ότι ήταν αρχιερέας. Διότι είναι
γραμμένο: “Δεν πρέπει να κακολογήσεις άρχοντα του λαού σου”».
6
Όταν, λοιπόν, ο Παύλος κατάλαβε ότι το ένα τμήμα αποτελούνταν από
Σαδδουκαίους αλλά το άλλο από Φαρισαίους, άρχισε να φωνάζει στο Σάνχεδριν:
«Άντρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίων. Σχετικά με την ελπίδα
της ανάστασης των νεκρών δικάζομαι».
7
Επειδή το είπε αυτό, έγινε διένεξη μεταξύ των Φαρισαίων και των
Σαδδουκαίων, και το πλήθος διχάστηκε. 8
Διότι οι Σαδδουκαίοι λένε ότι δεν υπάρχει ούτε ανάσταση ούτε άγγελος ούτε
πνεύμα, αλλά οι Φαρισαίοι τα διακηρύττουν δημόσια όλα αυτά.
9
Ξέσπασαν, λοιπόν, δυνατές κραυγές, και ορισμένοι από τους γραμματείς της
παράταξης των Φαρισαίων σηκώθηκαν και άρχισαν να φιλονικούν άγρια, λέγοντας:
«Εμείς δεν βρίσκουμε τίποτα το εσφαλμένο σε αυτόν τον άνθρωπο· αλλά αν του
μίλησε πνεύμα ή άγγελος, —». 10
Όταν η διένεξη
πήρε μεγάλες διαστάσεις, ο στρατιωτικός διοικητής φοβήθηκε ότι ο Παύλος θα
γινόταν κομμάτια από αυτούς, και διέταξε τη δύναμη των στρατιωτών να
κατεβούν και να τον αρπάξουν από ανάμεσά τους και να τον φέρουν στο
στρατώνα.
11
Την επόμενη
νύχτα ο Κύριος στάθηκε δίπλα του και είπε: «Να έχεις μεγάλο θάρρος! Διότι
όπως δίνεις πλήρη μαρτυρία για τα σχετικά με εμένα στην Ιερουσαλήμ, έτσι
πρέπει να δώσεις μαρτυρία και στη Ρώμη».
12
Όταν
ξημέρωσε, οι Ιουδαίοι έκαναν συνωμοσία και δεσμεύτηκαν με κατάρα, λέγοντας
ότι ούτε θα έτρωγαν ούτε θα έπιναν μέχρι να σκοτώσουν τον Παύλο.
13
Ήταν
περισσότεροι από σαράντα άντρες εκείνοι που έκαναν αυτή τη συνωμοσία
παίρνοντας όρκο·
14
και πήγαν
στους πρωθιερείς και στους πρεσβυτέρους και είπαν: «Δεσμευτήκαμε επίσημα με
κατάρα να μη βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας μέχρι να σκοτώσουμε τον Παύλο. 15
Τώρα λοιπόν, εσείς, μαζί με το Σάνχεδριν, εξηγήστε καθαρά στο στρατιωτικό
διοικητή γιατί πρέπει να τον κατεβάσει σε εσάς, επειδή σκοπεύετε δήθεν να
καθορίσετε με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ζητήματα που τον περιλαμβάνουν. Και
πριν πλησιάσει, εμείς θα είμαστε έτοιμοι να τον σκοτώσουμε».
16
Ωστόσο, ο γιος της αδελφής του Παύλου άκουσε ότι αυτοί παραμόνευαν και
ήρθε και μπήκε στο στρατώνα και το ανέφερε στον Παύλο.
17
Γι’ αυτό, ο Παύλος φώναξε έναν από τους αξιωματικούς και είπε: «Οδήγησε
αυτόν το νεαρό στο στρατιωτικό διοικητή, γιατί έχει κάτι να του αναφέρει».
18
Αυτός, λοιπόν, τον πήρε και τον οδήγησε στο στρατιωτικό διοικητή και είπε:
«Ο κρατούμενος Παύλος με φώναξε και μου ζήτησε να οδηγήσω αυτόν το νεαρό σε
εσένα, επειδή έχει κάτι να σου πει».
19
Ο στρατιωτικός διοικητής τον πήρε από το χέρι και αποσύρθηκε και άρχισε να
ρωτάει ιδιαιτέρως: «Τι είναι αυτό που έχεις να μου αναφέρεις;»
20
Εκείνος είπε:
«Οι Ιουδαίοι έχουν συμφωνήσει να σου ζητήσουν να κατεβάσεις τον Παύλο στο
Σάνχεδριν αύριο επειδή σκοπεύουν δήθεν να μάθουν κάτι πιο ακριβές σχετικά με
αυτόν.
21
Αλλά μην τους
αφήσεις να σε πείσουν, γιατί περισσότεροι από σαράντα άντρες από αυτούς τον
παραμονεύουν και έχουν δεσμευτεί με κατάρα ούτε να φάνε ούτε να πιουν μέχρι
να τον σκοτώσουν· και τώρα είναι έτοιμοι, περιμένοντας την υπόσχεση από
εσένα».
22
Ο στρατιωτικός διοικητής, λοιπόν, άφησε τον νεαρό να φύγει αφού τον
πρόσταξε: «Μην πεις λέξη σε κανέναν ότι μου εξήγησες αυτά τα πράγματα».
23
Και κάλεσε
δύο από τους αξιωματικούς και είπε: «Ετοιμάστε διακόσιους στρατιώτες για να
πεζοπορήσουν μέχρι την Καισάρεια, καθώς και εβδομήντα ιππείς και διακόσιους
λογχοφόρους, την τρίτη ώρα της νύχτας. 24
Επίσης,
προμηθεύστε υποζύγια για να ανεβάσουν σε αυτά τον Παύλο και να τον
μεταφέρουν με ασφάλεια στον Φήλικα τον κυβερνήτη». 25
Και έγραψε μια επιστολή που ήταν διατυπωμένη ως εξής:
26
«Ο Κλαύδιος Λυσίας προς την εξοχότητά του, τον κυβερνήτη Φήλικα: Χαίρε!
27
Αυτόν τον άντρα τον έπιασαν οι Ιουδαίοι και ετοιμάζονταν να τον σκοτώσουν,
αλλά εμφανίστηκα ξαφνικά με μια δύναμη στρατιωτών και τον έσωσα, επειδή
έμαθα ότι είναι Ρωμαίος.
28
Και θέλοντας να εξακριβώσω την αιτία για την οποία τον κατηγορούσαν, τον
κατέβασα στο Σάνχεδρίν τους.
29
Βρήκα ότι κατηγορείται για ζητήματα του Νόμου τους, αλλά δεν κατηγορείται
για τίποτα άξιο θανάτου ή δεσμών.
30
Ωστόσο, επειδή
μου φανερώθηκε μια πλεκτάνη που πρόκειται να γίνει εναντίον αυτού του
άντρα, τον στέλνω αμέσως σε εσένα και διατάζω τους κατηγόρους να μιλήσουν
εναντίον του ενώπιόν σου».
31
Έτσι λοιπόν,
αυτοί οι στρατιώτες πήραν τον Παύλο, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν
λάβει, και τον έφεραν τη νύχτα στην Αντιπατρίδα. 32
Την επόμενη ημέρα επέτρεψαν στους ιππείς να προχωρήσουν μαζί του, και αυτοί
γύρισαν στο στρατώνα. 33
Οι ιππείς
μπήκαν στην Καισάρεια, παρέδωσαν την επιστολή στον κυβερνήτη και του
παρουσίασαν και τον Παύλο.
34
Αυτός τη
διάβασε και ρώτησε από ποια επαρχία ήταν εκείνος και εξακρίβωσε ότι ήταν
από την Κιλικία.
35
«Θα σου παραχωρήσω πλήρη ακρόαση», είπε, «όταν φτάσουν και οι κατήγοροί
σου». Και διέταξε να φρουρείται στο πραιτωριανό ανάκτορο του Ηρώδη.
24
Ύστερα από
πέντε ημέρες κατέβηκε ο αρχιερέας Ανανίας μαζί με μερικούς πρεσβυτέρους και
έναν δημόσιο ομιλητή, κάποιον Τέρτυλλο, και έδωσαν στον κυβερνήτη
πληροφορίες εναντίον του Παύλου. 2
Όταν κλήθηκε ο Τέρτυλλος άρχισε να τον κατηγορεί, λέγοντας:
«Επειδή
απολαμβάνουμε μεγάλη ειρήνη χάρη σε εσένα και γίνονται μεταρρυθμίσεις σε
αυτό το έθνος χάρη στη δική σου πρόνοια,
3
πάντοτε και
παντού τα δεχόμαστε αυτά, Εξοχότατε Φήλικα, με τη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη. 4
Αλλά για να
μη σε παρεμποδίζω περισσότερο, σε ικετεύω να μας ακούσεις για λίγο με την
καλοσύνη σου.
5
Διότι βρήκαμε ότι αυτός ο άντρας είναι φθοροποιός και υποκινεί στασιασμούς
μεταξύ όλων των Ιουδαίων σε ολόκληρη την κατοικημένη γη και είναι
πρωτοστάτης της αίρεσης των Ναζωραίων,
6
ο οποίος και προσπάθησε να βεβηλώσει το ναό και τον οποίο πιάσαμε. 7
——
8
Από αυτόν μπορείς ο ίδιος, εξετάζοντάς τον, να εξακριβώσεις όλα αυτά για τα
οποία τον κατηγορούμε».
9
Τότε έλαβαν μέρος και οι Ιουδαίοι στην επίθεση, ισχυριζόμενοι ότι έτσι έχουν
τα πράγματα. 10
Και ο Παύλος,
όταν ο κυβερνήτης τού έγνεψε να μιλήσει, απάντησε:
«Επειδή ξέρω
καλά ότι αυτό το έθνος σε έχει κριτή πολλά χρόνια, λέω πρόθυμα,
υπερασπιζόμενος τον εαυτό μου, τα σχετικά με εμένα,
11
καθώς εσύ
είσαι σε θέση να εξακριβώσεις ότι εγώ δεν έχω περισσότερο από δώδεκα ημέρες
από τότε που ανέβηκα για να προσφέρω λατρεία στην Ιερουσαλήμ· 12
και δεν με βρήκαν ούτε να λογοφέρνω στο ναό με κανέναν ούτε να προξενώ
οχλαγωγία είτε στις συναγωγές είτε σε ολόκληρη την πόλη. 13
Ούτε μπορούν
να σου αποδείξουν αυτά για τα οποία με κατηγορούν αυτή τη στιγμή. 14
Αλλά σου
ομολογώ το εξής, ότι, σύμφωνα με την οδό την οποία αυτοί αποκαλούν “αίρεση”,
με αυτόν τον τρόπο αποδίδω ιερή υπηρεσία στον Θεό των προπατόρων μου, καθώς
πιστεύω όλα όσα εκτίθενται στο Νόμο και είναι γραμμένα στους Προφήτες· 15
και έχω ελπίδα προς τον Θεό, την οποία τρέφουν και αυτοί, ότι πρόκειται να
γίνει ανάσταση δικαίων και αδίκων.
16
Ως προς αυτό μάλιστα, ασκούμαι συνεχώς ώστε να έχω τη συναίσθηση ότι δεν
διαπράττω κανένα αδίκημα εναντίον του Θεού και των ανθρώπων. 17
Ύστερα, λοιπόν, από αρκετά χρόνια έφτασα για να φέρω δώρα ελέους στο έθνος
μου και προσφορές.
18
Ενώ ασχολούμουν με αυτά τα ζητήματα, με βρήκαν τελετουργικά καθαρισμένο στο
ναό, όχι όμως με πλήθος ή με οχλοβοή. Υπήρχαν δε κάποιοι Ιουδαίοι από την
περιφέρεια της Ασίας 19
οι οποίοι έπρεπε να είναι παρόντες ενώπιόν σου και να με κατηγορούν αν είχαν
κάτι εναντίον μου.
20
Ή, αυτοί που
είναι εδώ ας πουν οι ίδιοι τι αδίκημα βρήκαν όταν στάθηκα ενώπιον του
Σάνχεδριν, 21εκτός
όσον αφορά τα μόνα λόγια τα οποία φώναξα ενώ στεκόμουν ανάμεσά τους:
“Σχετικά με την ανάσταση των νεκρών δικάζομαι εγώ σήμερα ενώπιόν σας!”»
22
Ωστόσο, ο
Φήλιξ, επειδή γνώριζε με αρκετή ακρίβεια τα σχετικά με αυτή την Οδό,
άρχισε να αναβάλλει την υπόθεσή τους και είπε: «Όποτε κατεβεί ο Λυσίας, ο
στρατιωτικός διοικητής, θα βγάλω απόφαση για αυτά τα ζητήματα που σας
περιλαμβάνουν». 23
Και πρόσταξε
τον αξιωματικό να τον φυλάσσουν και να έχει κάποια άνεση στην κράτηση, και
να μην απαγορεύει σε κανέναν από τους δικούς του να τον εξυπηρετεί.
24
Μερικές
ημέρες αργότερα έφτασε ο Φήλιξ με τη Δρουσίλλα τη σύζυγό του, η οποία ήταν
Ιουδαία, και έστειλε να καλέσει τον Παύλο και τον άκουσε όσον αφορά την
πίστη στον Χριστό Ιησού.
25
Αλλά καθώς αυτός μιλούσε για δικαιοσύνη και για εγκράτεια και για την
ερχόμενη κρίση, ο Φήλιξ φοβήθηκε και απάντησε: «Πήγαινε προς το παρόν, και
όταν βρω ευκαιρία θα σε ξανακαλέσω». 26
Συγχρόνως, όμως, έλπιζε ότι θα του δίνονταν χρήματα από τον Παύλο. Γι’
αυτόν το λόγο έστελνε και τον καλούσε ακόμη πιο συχνά και συνομιλούσε με
αυτόν.
27
Αλλά αφού πέρασαν δύο χρόνια, τον Φήλικα τον διαδέχθηκε ο Πόρκιος Φήστος·
και επειδή ο Φήλιξ ήθελε να κερδίσει την εύνοια των Ιουδαίων, άφησε τον
Παύλο δέσμιο.
25
Ο Φήστος, αφού ανέλαβε τη διακυβέρνηση της επαρχίας, ανέβηκε ύστερα από
τρεις ημέρες στην Ιερουσαλήμ από την Καισάρεια·
2
και οι πρωθιερείς και οι προύχοντες των Ιουδαίων τού έδωσαν πληροφορίες
εναντίον του Παύλου. Άρχισαν δε να τον ικετεύουν, 3
ζητώντας το
ως χάρη εναντίον εκείνου να στείλει να τον φέρουν στην Ιερουσαλήμ, επειδή
έστηναν ενέδρα για να τον σκοτώσουν στο δρόμο. 4
Ωστόσο, ο
Φήστος απάντησε ότι ο Παύλος θα φυλασσόταν στην Καισάρεια και ότι ο ίδιος
επρόκειτο να φύγει σύντομα για εκεί.
5
«Επομένως, εκείνοι που έχουν εξουσία ανάμεσά σας», είπε, «ας κατεβούν μαζί
μου και ας τον κατηγορήσουν, αν υπάρχει κάτι άτοπο σχετικά με αυτόν τον
άντρα».
6
Αφού, λοιπόν, έμεινε ανάμεσά τους όχι περισσότερες από οχτώ ή δέκα ημέρες,
κατέβηκε στην Καισάρεια· και την επόμενη ημέρα κάθησε στη δικαστική έδρα
και διέταξε να φερθεί ο Παύλος. 7
Όταν αυτός έφτασε, οι Ιουδαίοι που είχαν κατεβεί από την Ιερουσαλήμ στάθηκαν
ολόγυρά του εκτοξεύοντας εναντίον του πολλές και σοβαρές κατηγορίες για τις
οποίες δεν μπορούσαν να δώσουν αποδείξεις.
8
Ο δε Παύλος είπε υπερασπιζόμενος τον εαυτό του: «Ούτε εναντίον του Νόμου
των Ιουδαίων ούτε εναντίον του ναού ούτε εναντίον του Καίσαρα έχω αμαρτήσει
σε κάτι».
9
Ο Φήστος, θέλοντας να κερδίσει την εύνοια των Ιουδαίων, αποκρίθηκε στον
Παύλο και είπε: «Θέλεις να ανεβείς στην Ιερουσαλήμ και να δικαστείς εκεί
ενώπιόν μου σχετικά με αυτά τα ζητήματα;»
10
Ο Παύλος,
όμως, είπε: «Στέκομαι ενώπιον της δικαστικής έδρας του Καίσαρα, εκεί που
πρέπει να δικάζομαι. Δεν έχω αδικήσει τους Ιουδαίους, όπως εξακριβώνεις και
εσύ πολύ καλά. 11
Αν μεν έχω
πράγματι αδικοπραγήσει και έχω διαπράξει οτιδήποτε άξιο θανάτου, δεν ζητώ
να απαλλαχτώ από το θάνατο· αν, όμως, δεν υφίσταται τίποτα από εκείνα για τα
οποία με κατηγορούν αυτοί, κανείς δεν μπορεί να με παραδώσει σε αυτούς ως
χάρη. Τον Καίσαρα επικαλούμαι!»
12
Τότε ο Φήστος, αφού μίλησε με το συμβούλιο, απάντησε: «Τον Καίσαρα
επικαλέστηκες, στον Καίσαρα θα πας».
13
Αφού πέρασαν
μερικές ημέρες, ο Αγρίππας ο βασιλιάς και η Βερνίκη έφτασαν στην Καισάρεια
για εθιμοτυπική επίσκεψη στον Φήστο. 14
Καθώς, λοιπόν, έμεναν μερικές ημέρες εκεί, ο Φήστος παρουσίασε ενώπιον του
βασιλιά τα σχετικά με τον Παύλο, λέγοντας:
«Υπάρχει
κάποιος άντρας τον οποίο ο Φήλιξ άφησε φυλακισμένο,
15
και όταν ήμουν στην Ιερουσαλήμ οι πρωθιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων
έφεραν πληροφορίες σχετικά με αυτόν, ζητώντας καταδικαστική κρίση εναντίον
του. 16
Αλλά εγώ τους απάντησα ότι δεν αποτελεί ρωμαϊκή διαδικασία το να παραδίδει
κανείς ως χάρη κάποιον άνθρωπο προτού ο κατηγορούμενος αντιμετωπίσει τους
κατηγόρους του πρόσωπο με πρόσωπο και του δοθεί η ευκαιρία να μιλήσει
υπερασπιζόμενος τον εαυτό του σχετικά με την κατηγορία. 17
Γι’ αυτό, όταν συγκεντρώθηκαν εδώ, δεν καθυστέρησα, αλλά την επόμενη ημέρα
κάθησα στη δικαστική έδρα και διέταξα να φερθεί ο άντρας. 18
Όταν προσήλθαν οι κατήγοροι, δεν παρουσίασαν καμιά κατηγορία όσον αφορά τα
πονηρά πράγματα που είχα υποθέσει εγώ σχετικά με αυτόν. 19
Απλώς είχαν κάποιες λογομαχίες μαζί του σχετικά με τη λατρεία τους προς το
θείο και σχετικά με κάποιον Ιησού, ο οποίος ήταν νεκρός, αλλά που ο Παύλος
ισχυριζόταν ότι ήταν ζωντανός.
20
Γι’ αυτό,
καθώς βρισκόμουν σε αμηχανία ως προς τη λογομαχία για αυτά τα ζητήματα,
άρχισα να ρωτώ αν θα ήθελε να πάει στην Ιερουσαλήμ και να δικαστεί εκεί
σχετικά με αυτά τα ζητήματα.
21
Αλλά όταν ο
Παύλος έκανε επίκληση να κρατηθεί για να ληφθεί η απόφαση από τον Αύγουστο,
διέταξα να κρατηθεί μέχρι να τον στείλω στον Καίσαρα».
22
Σε αυτό το σημείο ο Αγρίππας είπε στον Φήστο: «Και εγώ θα ήθελα να ακούσω
αυτόν τον άνθρωπο». «Αύριο», είπε εκείνος, «θα τον ακούσεις». 23
Έτσι λοιπόν,
την επόμενη ημέρα, ο Αγρίππας και η Βερνίκη ήρθαν με πολύ φανταχτερή πομπή
και μπήκαν στην αίθουσα ακροάσεων μαζί με στρατιωτικούς διοικητές καθώς και
επιφανείς άντρες της πόλης και, όταν ο Φήστος έδωσε την εντολή, φέρθηκε ο
Παύλος. 24
Και ο Φήστος
είπε: «Βασιλιά Αγρίππα και όλοι οι άντρες που είστε παρόντες μαζί μας,
βλέπετε αυτόν τον άνθρωπο σχετικά με τον οποίο όλο μαζί το πλήθος των
Ιουδαίων προσέφυγε σε εμένα, τόσο στην Ιερουσαλήμ όσο και εδώ, φωνάζοντας
ότι δεν πρέπει να ζει άλλο πια.
25
Αλλά εγώ αντιλήφθηκα ότι δεν είχε διαπράξει τίποτα άξιο θανάτου. Όταν,
λοιπόν, ο ίδιος επικαλέστηκε τον Αύγουστο, αποφάσισα να τον στείλω. 26
Αλλά σχετικά με αυτόν δεν έχω τίποτα σίγουρο να γράψω στον Κύριό μου. Γι’
αυτό τον έφερα μπροστά σας, και ειδικά μπροστά σε εσένα, Βασιλιά Αγρίππα,
ώστε αφού γίνει η δικαστική εξέταση να έχω κάτι να γράψω. 27
Διότι μου φαίνεται παράλογο να στείλω έναν φυλακισμένο και να μη δηλώσω και
τις κατηγορίες εναντίον του».
26
Ο Αγρίππας είπε στον Παύλο: «Σου επιτρέπεται να μιλήσεις υπέρ του εαυτού
σου». Τότε ο Παύλος άπλωσε το χέρι του και άρχισε να λέει υπερασπιζόμενος
τον εαυτό του:
2
«Σχετικά με όλα αυτά για τα οποία κατηγορούμαι από Ιουδαίους, Βασιλιά
Αγρίππα, θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχισμένο για το ότι μπροστά σε εσένα
υπερασπίζομαι τον εαυτό μου σήμερα, 3
ιδιαίτερα
επειδή είσαι ειδικός σε όλα τα έθιμα καθώς και στις διαφωνίες μεταξύ των
Ιουδαίων. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ να με ακούσεις υπομονετικά.
4
»Πράγματι, ως
προς τον τρόπο της ζωής μου από τα νεανικά μου χρόνια, με τον οποίο έζησα
από την αρχή μέσα στο έθνος μου και στην Ιερουσαλήμ, όλοι οι Ιουδαίοι
5
που με ήξεραν και προηγουμένως, από την αρχή, γνωρίζουν—αν βέβαια θέλουν να
δώσουν μαρτυρία—ότι σύμφωνα με την αυστηρότερη αίρεση της θρησκείας μας
έζησα Φαρισαίος.
6
Και όμως, τώρα για την ελπίδα της υπόσχεσης που έδωσε ο Θεός στους
προπάτορές μας καλούμαι να δικαστώ,
7
ενώ οι δώδεκα φυλές μας ελπίζουν να φτάσουν στην εκπλήρωση αυτής της
υπόσχεσης αποδίδοντάς του εντατικά ιερή υπηρεσία νύχτα και ημέρα. Σχετικά
με αυτή την ελπίδα κατηγορούμαι από Ιουδαίους, βασιλιά.
8
»Γιατί
κρίνεται απίστευτο μεταξύ σας ότι ο Θεός εγείρει νεκρούς;
9
Εγώ, για παράδειγμα, σκέφτηκα πράγματι μέσα μου ότι έπρεπε να κάνω πολλές
πράξεις εναντίωσης κατά του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου·
10
το οποίο και
έκανα στην Ιερουσαλήμ, και πολλούς από τους αγίους κλείδωσα σε φυλακές,
καθώς είχα λάβει εξουσία από τους πρωθιερείς· και όταν επρόκειτο να
εκτελεστούν, έριξα την ψήφο μου εναντίον τους.
11
Και τιμωρώντας
τους πολλές φορές σε όλες τις συναγωγές, προσπαθούσα να τους εξαναγκάσω να
αποκηρύξουν την πίστη τους· και επειδή ήμουν υπερβολικά μανιασμένος εναντίον
τους, τους δίωκα ακόμη και στις έξω πόλεις.
12
»Στη διάρκεια αυτών των προσπαθειών, καθώς ταξίδευα προς τη Δαμασκό με
εξουσία και αποστολή από τους πρωθιερείς,
13
είδα το
μεσημέρι στο δρόμο, βασιλιά, ένα φως που υπερέβαινε τη λαμπρότητα του ήλιου
να αστράφτει από τον ουρανό γύρω από εμένα και γύρω από εκείνους που
ταξίδευαν μαζί μου.
14
Και αφού
πέσαμε όλοι στο έδαφος, άκουσα μια φωνή να μου λέει στην εβραϊκή γλώσσα:
“Σαούλ, Σαούλ, γιατί με διώκεις; Είναι σκληρό για εσένα να κλωτσάς βούκεντρα”.
15
Τότε εγώ είπα: “Ποιος είσαι, Κύριε;” Και ο Κύριος είπε: “Εγώ είμαι ο Ιησούς,
τον οποίο εσύ διώκεις.
16
Σήκω, όμως, και στάσου στα πόδια σου. Διότι γι’ αυτόν το σκοπό έγινα ορατός
σε εσένα, για να σε εκλέξω ως υπηρέτη και μάρτυρα τόσο των πραγμάτων που
είδες όσο και των πραγμάτων που θα σε κάνω να δεις σχετικά με εμένα,
17
ελευθερώνοντάς σε από αυτόν το λαό και από τα έθνη στα οποία εγώ σε στέλνω,
18
για να ανοίξεις τα μάτια τους, να τους στρέψεις από το σκοτάδι στο φως
και από την εξουσία του Σατανά στον Θεό, ώστε να λάβουν συγχώρηση αμαρτιών
και κληρονομιά μεταξύ εκείνων που είναι αγιασμένοι μέσω της πίστης που
δείχνουν σε εμένα”.
19
»Έτσι λοιπόν, Βασιλιά Αγρίππα, δεν έδειξα ανυπακοή στο ουράνιο θέαμα
20
αλλά, τόσο σε
εκείνους στη Δαμασκό πρώτα όσο και σε εκείνους στην Ιερουσαλήμ και σε όλη
τη χώρα της Ιουδαίας και στα έθνη, άρχισα να φέρνω το άγγελμα ότι πρέπει να
μετανοήσουν και να στραφούν στον Θεό κάνοντας έργα που αρμόζουν στη μετάνοια.
21
Εξαιτίας αυτών
των πραγμάτων, με έπιασαν Ιουδαίοι στο ναό και αποπειράθηκαν να με σκοτώσουν.
22
Ωστόσο, επειδή έχω αποκτήσει τη βοήθεια που έρχεται από τον Θεό, συνεχίζω
μέχρι αυτή την ημέρα να δίνω μαρτυρία και σε μικρούς και σε μεγάλους, χωρίς
να λέω, όμως, τίποτα άλλο παρά τα πράγματα που οι Προφήτες καθώς και ο
Μωυσής δήλωσαν ότι επρόκειτο να γίνουν, 23
ότι ο Χριστός θα υπέφερε και, ως ο πρώτος που θα ανασταινόταν από τους
νεκρούς, επρόκειτο να διαγγείλει φως τόσο σε αυτόν το λαό όσο και στα έθνη».
24
Και καθώς τα
έλεγε αυτά υπερασπιζόμενος τον εαυτό του, ο Φήστος είπε με δυνατή φωνή: «Παραφρονείς,
Παύλε! Τα πολλά γράμματα σε οδηγούν στην παραφροσύνη!»
25
Ο Παύλος όμως είπε: «Δεν παραφρονώ, Εξοχότατε Φήστε, αλλά λέω λόγια αλήθειας
και σωφροσύνης. 26
Μάλιστα ο βασιλιάς στον οποίο μιλώ με παρρησία τα γνωρίζει καλά αυτά· διότι
είμαι πεπεισμένος ότι ούτε ένα από αυτά δεν περνάει απαρατήρητο από αυτόν,
γιατί αυτό δεν έγινε σε κάποια γωνιά.
27
Πιστεύεις, Βασιλιά Αγρίππα, τους Προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις».
28
Ο δε Αγρίππας είπε στον Παύλο: «Ακόμη λίγο και θα με πείσεις να γίνω
Χριστιανός». 29
Τότε ο Παύλος είπε: «Θα ευχόμουν στον Θεό, είτε χρειάζεται ακόμη λίγο είτε
πολύ, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακούν σήμερα να γίνουν όπως είμαι
και εγώ, με εξαίρεση αυτά τα δεσμά».
30
Και ο
βασιλιάς σηκώθηκε, καθώς και ο κυβερνήτης και η Βερνίκη και αυτοί που
κάθονταν μαζί τους. 31
Και καθώς
αποσύρονταν, άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους, λέγοντας: «Αυτός ο άνθρωπος δεν
πράττει τίποτα άξιο θανάτου ή δεσμών». 32
Επίσης, ο Αγρίππας είπε στον Φήστο: «Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να έχει
αφεθεί ελεύθερος αν δεν είχε επικαλεστεί τον Καίσαρα».
27
Επειδή αποφασίστηκε να αποπλεύσουμε για την Ιταλία, παρέδωσαν τόσο τον
Παύλο όσο και κάποιους άλλους φυλακισμένους σε έναν αξιωματικό ονόματι
Ιούλιο, από τη μονάδα του Αυγούστου. 2
Αφού επιβιβαστήκαμε σε ένα πλοίο από το Αδραμύττιο, το οποίο επρόκειτο να
πλεύσει σε διάφορα παράκτια μέρη της περιφέρειας της Ασίας, αποπλεύσαμε
έχοντας μαζί μας τον Αρίσταρχο, έναν Μακεδόνα από τη Θεσσαλονίκη. 3
Και την επόμενη ημέρα αποβιβαστήκαμε στη Σιδώνα, και ο Ιούλιος
συμπεριφέρθηκε στον Παύλο με ανθρώπινη καλοσύνη και του επέτρεψε να πάει
στους φίλους του και να απολαύσει τη φροντίδα τους.
4
Και αφού
φύγαμε από εκεί, πλεύσαμε έχοντας την κάλυψη της Κύπρου, επειδή οι άνεμοι
ήταν αντίθετοι·
5
και διασχίσαμε το πέλαγος κατά μήκος της Κιλικίας και της Παμφυλίας και
μπήκαμε στο λιμάνι των Μύρων στη Λυκία. 6
Αλλά εκεί ο αξιωματικός βρήκε ένα πλοίο από την Αλεξάνδρεια το οποίο έπλεε
για την Ιταλία, και μας έβαλε να επιβιβαστούμε. 7
Κατόπιν, αφού πλέαμε αργά αρκετές ημέρες και φτάσαμε στην Κνίδο με δυσκολία,
επειδή ο άνεμος δεν μας άφηνε να συνεχίσουμε, πλεύσαμε στη Σαλμώνη, έχοντας
την κάλυψη της Κρήτης,
8
και παραπλέοντάς την με δυσκολία, ήρθαμε σε κάποιον τόπο που ονομαζόταν
Καλοί Λιμένες, κοντά στον οποίο ήταν η πόλη Λασαία.
9
Καθώς είχε
περάσει αρκετός καιρός και τώρα πια ήταν επικίνδυνη η πλεύση, επειδή είχε
ήδη περάσει και η νηστεία [της ημέρας της εξιλέωσης], ο Παύλος έκανε μια
πρόταση,
10
λέγοντάς τους:
«Άντρες, αντιλαμβάνομαι ότι η πλεύση πρόκειται να γίνει με ζημιά και μεγάλη
απώλεια, όχι μόνο του φορτίου και του πλοίου, αλλά και των ψυχών μας».
11
Ωστόσο, ο
αξιωματικός άκουγε τον κυβερνήτη και τον ιδιοκτήτη του πλοίου μάλλον παρά
αυτά που έλεγε ο Παύλος. 12
Καθώς, λοιπόν, το λιμάνι δεν προσφερόταν για να περάσουν το χειμώνα, η
πλειονότητα συνέστησε να αποπλεύσουν από εκεί, ώστε να δουν μήπως μπορούσαν
να φτάσουν στον Φοίνικα, ένα λιμάνι της Κρήτης που βλέπει προς τα
βορειοανατολικά και προς τα νοτιοανατολικά, για να περάσουν εκεί το χειμώνα.
13
Μάλιστα όταν
φύσηξε απαλά ο νότιος άνεμος, νόμισαν ότι είχαν πετύχει το σκοπό τους, και
σήκωσαν άγκυρα και άρχισαν να πλέουν κοντά στην ακτή της Κρήτης. 14
Όχι πολύ αργότερα, όμως, φύσηξε ορμητικά σε αυτήν ένας θυελλώδης άνεμος που
ονομαζόταν Ευρακύλων. 15
Καθώς το πλοίο αρπάχθηκε βίαια και δεν μπορούσε να κρατήσει πορεία αντίθετα
στον άνεμο, εγκαταλείψαμε την προσπάθεια και παρασυρόμασταν εδώ και εκεί.
16
Πλεύσαμε, λοιπόν, γρήγορα, έχοντας την κάλυψη κάποιου μικρού νησιού που
ονομαζόταν Καύδα, αλλά μετά βίας μπορέσαμε να πάρουμε τη βάρκα στην πρύμνη.
17
Αφού, όμως, την ανέβασαν πάνω, άρχισαν να χρησιμοποιούν βοηθήματα για να
ζώσουν από κάτω το πλοίο· και επειδή φοβούνταν μήπως προσαράξουν στη Σύρτη,
κατέβασαν τα άρμενα και έτσι παρασύρονταν εδώ και εκεί. 18
Εντούτοις, επειδή κλυδωνιζόμασταν βίαια από τη θύελλα, την επόμενη ημέρα
άρχισαν να ελαφρώνουν το πλοίο·
19
και την τρίτη ημέρα, με τα ίδια τους τα χέρια, πέταξαν τα ξάρτια του πλοίου.
20
Και καθώς δεν
φάνηκαν ούτε ήλιος ούτε άστρα επί πολλές ημέρες, και μας χτυπούσε αρκετή
θύελλα, κάθε ελπίδα ότι θα σωζόμασταν άρχισε τελικά να χάνεται. 21
Και έπειτα από
παρατεταμένη αποχή από τροφή, στάθηκε τότε ο Παύλος ανάμεσά τους και είπε:
«Άντρες, έπρεπε οπωσδήποτε να είχατε ακούσει τη συμβουλή μου και να μην
είχατε αποπλεύσει από την Κρήτη, για να μην είχατε υποστεί αυτή τη ζημιά και
την απώλεια.
22
Εντούτοις, τώρα σας συνιστώ να είστε εύθυμοι, γιατί ούτε μία ψυχή από εσάς
δεν θα χαθεί παρά μόνο το πλοίο. 23
Διότι αυτή τη νύχτα στάθηκε κοντά μου ένας άγγελος του Θεού στον οποίο
ανήκω και στον οποίο αποδίδω ιερή υπηρεσία,
24
και είπε: “Μη
φοβάσαι, Παύλε. Πρέπει να σταθείς ενώπιον του Καίσαρα· και δες! ο Θεός σού
έχει χαρίσει όλους όσους πλέουν μαζί σου”.
25
Γι’ αυτό, άντρες, να είστε εύθυμοι· διότι πιστεύω τον Θεό, ότι θα γίνει
όπως ακριβώς μου ειπώθηκε. 26
Ωστόσο, θα εξοκείλουμε σε κάποιο νησί».
27
Καθώς,
λοιπόν, έπεσε η δέκατη τέταρτη νύχτα και κλυδωνιζόμασταν στη θάλασσα του
Αδρία, τα μεσάνυχτα οι ναύτες άρχισαν να υποπτεύονται ότι πλησίαζαν σε
κάποια στεριά. 28
Και έκαναν βυθομέτρηση και βρήκαν είκοσι οργιές· έτσι λοιπόν, προχώρησαν
λίγο και έκαναν ξανά βυθομέτρηση και βρήκαν δεκαπέντε οργιές. 29
Και επειδή φοβούνταν μήπως πέσουμε κάπου πάνω στα βράχια, έριξαν τέσσερις
άγκυρες από την πρύμνη και εύχονταν να ξημερώσει. 30
Αλλά όταν οι
ναύτες άρχισαν να επιζητούν να φύγουν από το πλοίο και κατέβασαν τη βάρκα
στη θάλασσα με το πρόσχημα ότι σκόπευαν να ρίξουν άγκυρες από την πλώρη,
31ο
Παύλος είπε στον αξιωματικό και στους στρατιώτες: «Αν αυτοί δεν παραμείνουν
στο πλοίο, δεν μπορείτε να σωθείτε».
32
Τότε οι στρατιώτες έκοψαν τα σχοινιά της βάρκας και την άφησαν να πέσει.
33
Ενώ πλησίαζε
η ημέρα, ο Παύλος άρχισε να τους ενθαρρύνει όλους να πάρουν τροφή, λέγοντας:
«Σήμερα είναι η δέκατη τέταρτη ημέρα που είστε σε αναμονή και μένετε χωρίς
τροφή, αφού δεν έχετε πάρει τίποτα να φάτε. 34
Γι’ αυτό, σας
ενθαρρύνω να πάρετε τροφή, γιατί αυτό είναι για την ασφάλειά σας· διότι δεν
θα χαθεί ούτε μία τρίχα από το κεφάλι κανενός από εσάς». 35
Αφού τα είπε αυτά, πήρε και ένα ψωμί, είπε μια ευχαριστήρια προσευχή στον
Θεό μπροστά σε όλους και το έσπασε και άρχισε να τρώει.
36
Όλοι, λοιπόν, ευθύμησαν και άρχισαν και οι ίδιοι να παίρνουν τροφή.
37
Ήμασταν δε όλοι μαζί, οι ψυχές στο πλοίο, διακόσιοι εβδομήντα έξι. 38
Αφού χόρτασαν από τροφή, άρχισαν να ελαφρώνουν το πλοίο ρίχνοντας το σιτάρι
στη θάλασσα.
39
Τελικά, όταν έγινε ημέρα, δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τη γη, αλλά έβλεπαν
κάποιον κόλπο με ακρογιαλιά και ήταν αποφασισμένοι, αν μπορούσαν, να βγάλουν
το πλοίο σε αυτήν.
40
Κόβοντας,
λοιπόν, τις άγκυρες τις άφησαν να πέσουν στη θάλασσα, λύνοντας συγχρόνως τα
σχοινιά που συγκρατούσαν τα πηδάλια και, αφού σήκωσαν το πανί της πλώρης
στον άνεμο, κατευθύνθηκαν προς την ακρογιαλιά. 41Όταν
έπεσαν σε έναν ρηχό αμμότοπο που βρεχόταν και στις δύο πλευρές από τη
θάλασσα, έκαναν το πλοίο να προσαράξει, και η πλώρη κόλλησε και έμεινε
ακίνητη, αλλά η πρύμνη άρχισε να κομματιάζεται βίαια.
42
Τότε οι στρατιώτες αποφάσισαν να σκοτώσουν τους φυλακισμένους για να μην
κολυμπήσει κανείς και δραπετεύσει. 43
Αλλά ο
αξιωματικός ήθελε να διατηρήσει σώο τον Παύλο και τους απέτρεψε από το σκοπό
τους. Και διέταξε εκείνους που μπορούσαν να κολυμπούν να πέσουν στη θάλασσα
και να βγουν στη στεριά πρώτοι,
44
και τους
υπόλοιπους να κάνουν το ίδιο, μερικοί πάνω σε σανίδες και μερικοί πάνω σε
ορισμένα πράγματα από το πλοίο. Και έτσι έφτασαν όλοι σώοι στη στεριά.
28
Και αφού καταφέραμε να σωθούμε, τότε μάθαμε ότι το νησί ονομαζόταν Μάλτα.
2
Και οι ξενόγλωσσοι έδειξαν ασυνήθιστη ανθρώπινη καλοσύνη σε εμάς, γιατί
άναψαν φωτιά και μας υποδέχτηκαν όλους προσφέροντας βοήθεια εξαιτίας της
βροχής που έπεφτε και εξαιτίας του κρύου.
3
Αλλά όταν ο
Παύλος μάζεψε ένα δεμάτι κλαδιά και το έβαλε πάνω στη φωτιά, μια οχιά βγήκε
λόγω της θερμότητας και πιάστηκε πάνω στο χέρι του. 4
Όταν οι
ξενόγλωσσοι είδαν το δηλητηριώδες πλάσμα να κρέμεται από το χέρι του,
άρχισαν να λένε ο ένας στον άλλον: «Ασφαλώς αυτός ο άνθρωπος είναι φονιάς
και, μολονότι κατάφερε να σωθεί από τη θάλασσα, η τιμωρός κρίση δεν του
επέτρεψε να συνεχίσει να ζει». 5
Ωστόσο, εκείνος τίναξε από πάνω του το δηλητηριώδες πλάσμα και το έριξε στη
φωτιά και δεν έπαθε κακό.
6
Αλλά αυτοί περίμεναν να πρηστεί από τη φλεγμονή ή ξαφνικά να πέσει νεκρός.
Αφού περίμεναν πολύ και δεν είδαν να του συμβαίνει τίποτα κακό, άλλαξαν
γνώμη και άρχισαν να λένε ότι ήταν θεός.
7
Στα περίχωρα, λοιπόν, εκείνου του τόπου είχε κτήματα ο πρώτος του νησιού,
ονόματι Πόπλιος· και μας δέχτηκε φιλόξενα και μας περιποιήθηκε φιλάγαθα
τρεις ημέρες. 8
Αλλά ο πατέρας του Πόπλιου ήταν κατάκοιτος, καθώς βασανιζόταν από πυρετό και
δυσεντερία, και ο Παύλος πήγε σε αυτόν και προσευχήθηκε, έθεσε τα χέρια του
πάνω του και τον γιάτρεψε.
9
Αφού έγινε αυτό, άρχισαν και οι υπόλοιποι στο νησί που είχαν αρρώστιες να
έρχονται σε αυτόν και να θεραπεύονται.
10
Και μας
τίμησαν επίσης με πολλά δώρα και όταν αποπλέαμε μας φόρτωσαν με πράγματα για
τις ανάγκες μας.
11
Ύστερα από
τρεις μήνες αποπλεύσαμε με ένα πλοίο από την Αλεξάνδρεια, το οποίο είχε
περάσει το χειμώνα στο νησί και είχε για ακρόπρωρο τους «Διόσκουρους».
12
Και αφού μπήκαμε στο λιμάνι των Συρακουσών μείναμε τρεις ημέρες, 13
και από εκεί περιπλεύσαμε την ακτή και φτάσαμε στο Ρήγιο. Ύστερα από μία
ημέρα σηκώθηκε νότιος άνεμος και φτάσαμε στους Ποτιόλους τη δεύτερη ημέρα. 14
Εδώ βρήκαμε αδελφούς και εκείνοι μας ικέτευσαν να μείνουμε μαζί τους εφτά
ημέρες· και έτσι ήρθαμε προς τη Ρώμη.
15
Και από εκεί οι αδελφοί, όταν άκουσαν τα νέα για εμάς, ήρθαν να μας
συναντήσουν ως την Αγορά του Αππίου και τις Τρεις Ταβέρνες και μόλις τους
είδε ο Παύλος ευχαρίστησε τον Θεό και πήρε θάρρος.
16
Όταν τελικά μπήκαμε στη Ρώμη, επιτράπηκε στον Παύλο να μένει μόνος του με
το στρατιώτη που τον φρουρούσε.
17
Ωστόσο, τρεις
ημέρες αργότερα αυτός κάλεσε εκείνους που ήταν οι προύχοντες των Ιουδαίων.
Αφού συνάχθηκαν, άρχισε να τους λέει: «Άντρες αδελφοί, μολονότι δεν είχα
κάνει τίποτα το αντίθετο προς το λαό ή προς τα έθιμα των προπατόρων μας,
παραδόθηκα ως φυλακισμένος από την Ιερουσαλήμ στα χέρια των Ρωμαίων.
18
Και αυτοί, αφού με εξέτασαν, ήθελαν να με ελευθερώσουν, επειδή δεν υπήρχε
αιτία θανάτου σε εμένα.
19
Αλλά όταν οι Ιουδαίοι εξακολούθησαν να μιλούν ενάντια σε αυτό, αναγκάστηκα
να επικαλεστώ τον Καίσαρα, αλλά όχι σαν να είχα κάτι για το οποίο να
κατηγορήσω το έθνος μου.
20
Στην
πραγματικότητα, για αυτό ικέτευσα να σας δω και να σας μιλήσω, γιατί λόγω
της ελπίδας του Ισραήλ έχω γύρω μου αυτή την αλυσίδα».
21
Εκείνοι του
είπαν: «Εμείς δεν έχουμε λάβει επιστολές σχετικά με εσένα από την Ιουδαία
ούτε κάποιος από τους αδελφούς που έχει έρθει ανέφερε ή είπε κάτι πονηρό για
εσένα.
22
Αλλά θεωρούμε κατάλληλο να ακούσουμε από εσένα ποιες είναι οι σκέψεις σου,
γιατί αληθινά, σε ό,τι αφορά αυτή την αίρεση, είναι γνωστό σε εμάς ότι
παντού μιλούν εναντίον της».
23
Διευθέτησαν,
λοιπόν, μια ημέρα μαζί του, και ήρθαν περισσότεροι σε αυτόν, στον τόπο όπου
έμενε. Και τους εξήγησε το ζήτημα δίνοντας πλήρη μαρτυρία σχετικά με τη
βασιλεία του Θεού και μιλώντας με πειστικά επιχειρήματα σε αυτούς σχετικά
με τον Ιησού τόσο από το νόμο του Μωυσή όσο και από τους Προφήτες, από το
πρωί ως το βράδυ.
24
Και μερικοί
άρχισαν να πιστεύουν τα όσα λέγονταν· άλλοι δεν πίστευαν.
25
Γι’ αυτό, επειδή διαφωνούσαν ο ένας με τον άλλον, άρχισαν να αποχωρούν, ενώ
ο Παύλος είπε μόνο τα εξής λόγια:
«Σωστά μίλησε
το άγιο πνεύμα μέσω του Ησαΐα του προφήτη στους προπάτορές σας,
26
λέγοντας: “Πήγαινε σε αυτόν το λαό και πες: «Με την ακοή θα ακούσετε αλλά
δεν πρόκειται να κατανοήσετε· και κοιτάζοντας θα κοιτάξετε αλλά δεν
πρόκειται να δείτε. 27
Διότι η καρδιά αυτού του λαού έχει γίνει μη δεκτική, και με τα αφτιά τους
έχουν ακούσει χωρίς ανταπόκριση, και έχουν κλείσει τα μάτια τους, ώστε ποτέ
να μη δουν με τα μάτια τους και ακούσουν με τα αφτιά τους και κατανοήσουν με
την καρδιά τους και επιστρέψουν και τους γιατρέψω»”.
28
Ας είναι, λοιπόν, γνωστό σε εσάς ότι αυτό, το μέσο με το οποίο σώζει ο Θεός,
στάλθηκε στα έθνη· αυτοί θα το ακούσουν οπωσδήποτε».
29
——
30
Και έμεινε δύο
ολόκληρα χρόνια σε δικό του νοικιασμένο σπίτι και δεχόταν με καλοσύνη όλους
όσους έρχονταν σε αυτόν,
31
κηρύττοντας τη
βασιλεία του Θεού σε αυτούς και διδάσκοντας τα σχετικά με τον Κύριο Ιησού
Χριστό με τη μεγαλύτερη παρρησία, ανεμπόδιστα.