October 28
    
 Φιλήμονα 1 — 25

Φιλήμονα
 

1  Ο Παύλος, φυλακισμένος  για χάρη του Χριστού Ιησού, και ο Τιμόθεος  ο αδελφός μας προς τον Φιλήμονα, τον αγαπητό μας και συνεργάτη  μας, 2  και προς την Απφία την αδελφή μας και προς τον Άρχιππο  το συστρατιώτη  μας και προς την εκκλησία που είναι στο σπίτι  σου:

   3  Είθε να έχετε παρ’ αξία καλοσύνη και ειρήνη από τον Θεό τον Πατέρα μας και από τον Κύριο Ιησού Χριστό.  

   4  Ευχαριστώ πάντοτε τον Θεό μου όταν σε αναφέρω στις προσευχές μου,  5  καθώς ακούω για την αγάπη και την πίστη σου την οποία έχεις προς τον Κύριο Ιησού και προς όλους τους αγίους·  6  ώστε η συμμετοχή της πίστης  σου να μπει σε ενέργεια με το να αναγνωρίσεις ότι κάθε καλό πράγμα ανάμεσά μας σχετίζεται με τον Χριστό. 7  Διότι πήρα πολλή χαρά και παρηγοριά λόγω της αγάπης σου,  επειδή τα αισθήματα τρυφερής στοργής των αγίων έχουν αναζωογονηθεί  με εσένα, αδελφέ.

   8  Γι’ αυτόν το λόγο, αν και έχω μεγάλη παρρησία σε σχέση με τον Χριστό ώστε να σε προστάζω  να κάνεις αυτό που αρμόζει, 9  απεναντίας, σε προτρέπω με βάση την αγάπη,  επειδή είμαι αυτός που είμαι, ο Παύλος, ένας ηλικιωμένος άντρας, ναι, τώρα και φυλακισμένος  για χάρη του Χριστού Ιησού· 10  σε προτρέπω σχετικά με το παιδί  μου, του οποίου έγινα πατέρας  στα δεσμά της φυλάκισής μου, τον Ονήσιμο,  11  τον προηγουμένως άχρηστο σε εσένα, αλλά τώρα χρήσιμο σε εσένα και σε εμένα.  12  Αυτόν σου στέλνω πίσω, ναι, αυτόν, δηλαδή τα ίδια μου τα αισθήματα τρυφερής στοργής.  

   13  Εγώ θα ήθελα να τον κρατήσω για τον εαυτό μου, για να με διακονεί αυτός αντί για εσένα  στα δεσμά της φυλάκισης  τα οποία έχω για χάρη των καλών νέων. 14  Χωρίς τη συναίνεσή σου, όμως, δεν θέλω να κάνω τίποτα, ώστε η καλή σου πράξη να γίνει, όχι σαν από εξαναγκασμό, αλλά με τη δική σου θέληση.  15  Ίσως γι’ αυτόν πράγματι το λόγο να έφυγε προσωρινά, ώστε να τον ξαναπάρεις για πάντα, 16  όχι πια ως δούλο,  αλλά ως περισσότερο από δούλο,  ως αδελφό αγαπητό,  ιδιαίτερα αγαπητό σε εμένα, πόσο μάλλον δε σε εσένα, τόσο σε σχέση με σαρκικό δεσμό όσο και σε σχέση με τον Κύριο. 17  Αν, λοιπόν, με θεωρείς συμμέτοχο,  δέξου  τον με καλοσύνη, όπως θα δεχόσουν εμένα. 18  Και αν σε αδίκησε σε κάτι ή σου χρωστάει κάτι, κράτησέ το χρεωμένο σε εμένα. 19  Εγώ, ο Παύλος, γράφω με το ίδιο μου το χέρι:  Εγώ θα το ξεπληρώσω—για να μη σου λέω ότι, άλλωστε, μου οφείλεις ακόμη και τον εαυτό σου. 20  Ναι, αδελφέ, ας αποκομίσω κέρδος από εσένα σε σχέση με τον Κύριο: Αναζωογόνησε τα αισθήματα της τρυφερής στοργής  μου σε σχέση με τον Χριστό.

   21  Έχοντας εμπιστοσύνη στη συνεργασία σου, γράφω σε εσένα, γνωρίζοντας ότι θα κάνεις και περισσότερα από αυτά που λέω.  22  Παράλληλα, ετοίμαζε και κατάλυμα  για εμένα, γιατί ελπίζω ότι μέσω των προσευχών  σας θα αφεθώ ελεύθερος  για εσάς.

   23  Σου στέλνει χαιρετισμούς ο Επαφράς,  ο συνδεσμώτης μου σε ενότητα με τον Χριστό Ιησού, 24  επίσης ο Μάρκος, ο Αρίσταρχος,  ο Δημάς,  ο Λουκάς, οι συνεργάτες μου.

   25  Η παρ’ αξία καλοσύνη του Κυρίου Ιησού Χριστού ας είναι μαζί με το πνεύμα που δείχνετε.

 


1 Paul, a prisoner for the sake of Christ Jesus, and Timothy, [our] brother, to Philemon, our beloved one and fellow worker, 2 and to Apphia, our sister, and to Archippus, our fellow soldier, and to the congregation that is in your house:
      3
 May YOU people have undeserved kindness and peace from God our Father and [the] Lord Jesus Christ.
      4
 I always thank my God when I make mention of you in my prayers, 5 as I keep hearing of your love and faith which you have toward the Lord Jesus and toward all the holy ones; 6 in order that the sharing of your faith may go into action by your acknowledging of every good thing among us as related to Christ. 7 For I got much joy and comfort over your love, because the tender affections of the holy ones have been refreshed through you, brother.

8 For this very reason, though I have great freeness of speech in connection with Christ to order you to do what is proper, 9 I am exhorting you rather on the basis of love, seeing that I am such as I am, Paul an aged man, yes, now also a prisoner for the sake of Christ Jesus; 10 I am exhorting you concerning my child, to whom I became a father while in my [prison] bonds, Onesimus, 11 formerly useless to you but now useful to you and to me. 12 This very one I am sending back to you, yes, him, that is, my own tender affections.

13 I would like to hold him back for myself that in place of you he might keep on ministering to me in the [prison] bonds I bear for the sake of the good news. 14 But without your consent I do not want to do anything, so that your good act may be, not as under compulsion, but of your own free will. 15 Perhaps really on this account he broke away for an hour, that you may have him back forever, 16 no longer as a slave but as more than a slave, as a brother beloved, especially so to me, yet how much more so to you both in fleshly relationship and in [the] Lord. 17 If, therefore, you consider me a sharer, receive him kindly the way you would me. 18 Moreover, if he did you any wrong or owes you anything, keep this charged to my account. 19 I Paul am writing with my own hand: I will pay it back—not to be telling you that, besides, you owe me even yourself. 20 Yes, brother, may I derive profit from you in connection with [the] Lord: refresh my tender affections in connection with Christ.

21 Trusting in your compliance, I am writing you, knowing you will even do more than the things I say. 22 But along with that, also get lodging ready for me, for I am hoping that through the prayers of YOU people I shall be set at liberty for YOU.
      23
 Sending you greetings is Epaphras my fellow captive in union with Christ, 24 [also] Mark, Aristarchus, Demas, Luke, my fellow workers.
      25
 The undeserved kindness of the Lord Jesus Christ [be] with the spirit YOU people [show].