Ιωάννης
1
Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν μαζί με τον Θεό, και ο Λόγος
ήταν θεός.
2
Αυτός ήταν στην αρχή μαζί με τον Θεό.
3
Τα πάντα ήρθαν σε ύπαρξη μέσω αυτού, και χωρίς αυτόν δεν ήρθε σε ύπαρξη
ούτε ένα πράγμα.
Εκείνο που έχει
έρθει σε ύπαρξη
4
μέσω αυτού ήταν ζωή, και η ζωή ήταν το φως των ανθρώπων.
5
Και το φως λάμπει μέσα στο σκοτάδι, και το σκοτάδι δεν έχει υπερισχύσει
εναντίον του.
6
Εγέρθηκε ένας άνθρωπος ο οποίος στάλθηκε ως εκπρόσωπος του Θεού: το όνομά
του ήταν Ιωάννης.
7
Αυτός ήρθε για μαρτυρία, προκειμένου να δώσει μαρτυρία σχετικά με το φως,
ώστε άνθρωποι κάθε είδους να πιστέψουν μέσω αυτού.
8
Δεν ήταν εκείνος το φως, αλλά προοριζόταν να δώσει μαρτυρία σχετικά με το
φως.
9
Το αληθινό φως που δίνει φως σε κάθε είδους άνθρωπο επρόκειτο σύντομα να
έρθει στον κόσμο. 10
Αυτός ήταν στον κόσμο, και ο κόσμος ήρθε σε ύπαρξη μέσω αυτού, αλλά ο
κόσμος δεν τον γνώρισε. 11
Ήρθε στον ίδιο του τον τόπο, αλλά ο ίδιος ο λαός του δεν τον δέχτηκε.
12
Ωστόσο, όσοι τον δέχτηκαν, σε αυτούς έδωσε εξουσία να γίνουν παιδιά του
Θεού, επειδή ασκούσαν πίστη στο όνομά του·
13
και αυτοί γεννήθηκαν, όχι από αίμα ούτε από σαρκικό θέλημα ούτε από θέλημα
άντρα, αλλά από τον Θεό.
14
Ο Λόγος, λοιπόν, έγινε σάρκα και κατοίκησε ανάμεσά μας, και πήραμε μια
άποψη της δόξας του, δόξας σαν και αυτήν που έχει ένας μονογενής γιος από
τον πατέρα του· και αυτός ήταν πλήρης παρ’ αξία καλοσύνης και αλήθειας.
15
(Ο Ιωάννης έδωσε μαρτυρία σχετικά με αυτόν, ναι, φώναξε μάλιστα—αυτός ήταν
που το είπε—λέγοντας: «Εκείνος που έρχεται πίσω μου έχει περάσει μπροστά
μου, επειδή υπήρχε πριν από εμένα».) 16
Διότι όλοι λάβαμε από την πληρότητά του, μάλιστα παρ’ αξία καλοσύνη πάνω σε
παρ’ αξία καλοσύνη. 17
Επειδή ο Νόμος δόθηκε μέσω του Μωυσή, η παρ’ αξία καλοσύνη και η αλήθεια
έγιναν πραγματικότητα μέσω του Ιησού Χριστού.
18
Κανένας άνθρωπος δεν έχει δει ποτέ τον Θεό· ο μονογενής θεός που βρίσκεται
στον κόλπο του Πατέρα είναι εκείνος που τον έχει εξηγήσει.
19
Και αυτή είναι η μαρτυρία του Ιωάννη όταν οι Ιουδαίοι έστειλαν σε αυτόν
ιερείς και Λευίτες από την Ιερουσαλήμ για να τον ρωτήσουν: «Ποιος είσαι
εσύ;»
20
Και αυτός ομολόγησε και δεν το αρνήθηκε, αλλά ομολόγησε: «Εγώ δεν είμαι ο
Χριστός».
21
Και εκείνοι τον ρώτησαν: «Τότε λοιπόν; Ο Ηλίας είσαι;» Και αυτός είπε: «Δεν
είμαι». «Ο Προφήτης είσαι;» Και αυτός απάντησε: «Όχι!»
22
Εκείνοι, λοιπόν, του είπαν: «Ποιος είσαι; για να δώσουμε μια απάντηση σε
εκείνους που μας έστειλαν. Τι λες για τον εαυτό σου;»
23
Αυτός είπε: «Είμαι φωνή κάποιου που φωνάζει στην έρημο: “Κάντε ευθεία την
οδό του Ιεχωβά”, όπως είπε ο Ησαΐας ο προφήτης».
24
Οι απεσταλμένοι, όμως, ήταν από τους Φαρισαίους.
25
Γι’ αυτό, τον ρώτησαν και του είπαν: «Τότε γιατί βαφτίζεις, αν δεν είσαι
εσύ ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε Ο Προφήτης;»
26
Ο Ιωάννης τούς απάντησε, λέγοντας: «Εγώ βαφτίζω σε νερό. Ανάμεσά σας
στέκεται κάποιος τον οποίο εσείς δεν γνωρίζετε,
27
αυτός που έρχεται πίσω μου, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί
του σανδαλιού».
28
Αυτά έγιναν στη Βηθανία στην απέναντι πλευρά του Ιορδάνη, όπου βάφτιζε ο
Ιωάννης.
29
Την επόμενη ημέρα είδε τον Ιησού να έρχεται προς αυτόν και είπε: «Να το
Αρνί του Θεού το οποίο αφαιρεί την αμαρτία του κόσμου!
30
Αυτός είναι για τον οποίο είπα: Πίσω μου έρχεται ένας άντρας που έχει
περάσει μπροστά μου, επειδή υπήρχε πριν από εμένα.
31
Και εγώ ο ίδιος δεν τον γνώριζα, αλλά ο λόγος για τον οποίο ήρθα βαφτίζοντας
σε νερό ήταν για να φανερωθεί αυτός στον Ισραήλ».
32
Επίσης, ο Ιωάννης έδωσε μαρτυρία, λέγοντας: «Είδα το πνεύμα να κατεβαίνει
σαν περιστέρι από τον ουρανό, και έμεινε πάνω του.
33
Και εγώ ο ίδιος δεν τον γνώριζα, αλλά Αυτός που με έστειλε να βαφτίζω σε
νερό, εκείνος μου είπε: “Πάνω σε όποιον δεις να κατεβαίνει και να μένει το
πνεύμα, αυτός είναι που βαφτίζει σε άγιο πνεύμα”.
34
Και εγώ το είδα, και έδωσα μαρτυρία ότι αυτός είναι ο Γιος του Θεού».
35
Πάλι την επόμενη ημέρα ο Ιωάννης στεκόταν με δύο από τους μαθητές του
36
και, καθώς είδε τον Ιησού να περπατάει, είπε: «Να το Αρνί του Θεού!»
37
Και οι δύο μαθητές τον άκουσαν που μιλούσε και ακολούθησαν τον Ιησού.
38
Τότε ο Ιησούς γύρισε και, βλέποντάς τους να ακολουθούν, τους είπε: «Τι
ψάχνετε;» Αυτοί του είπαν: «Ραββί (το οποίο όταν μεταφράζεται σημαίνει
Δάσκαλε), πού μένεις;»
39
Εκείνος τους είπε: «Ελάτε και θα δείτε». Πήγαν, λοιπόν, και είδαν πού
έμενε, και έμειναν μαζί του εκείνη την ημέρα· ήταν περίπου η δέκατη ώρα.
40
Ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνα Πέτρου, ήταν ένας από τους δύο που άκουσαν
τι είπε ο Ιωάννης και ακολούθησαν τον Ιησού.
41
Αυτός βρήκε πρώτα τον αδελφό του τον Σίμωνα και του είπε: «Βρήκαμε τον
Μεσσία» (το οποίο όταν μεταφράζεται σημαίνει Χριστός).
42
Τον οδήγησε στον Ιησού. Όταν ο Ιησούς τον κοίταξε, είπε: «Εσύ είσαι ο
Σίμων, ο γιος του Ιωάννη· εσύ θα αποκληθείς Κηφάς» (που μεταφράζεται
Πέτρος).
43
Την επόμενη ημέρα θέλησε να φύγει για τη Γαλιλαία. Βρήκε, λοιπόν, ο Ιησούς
τον Φίλιππο και του είπε: «Γίνε ακόλουθός μου».
44
Ήταν δε ο Φίλιππος από τη Βηθσαϊδά, από την πόλη του Ανδρέα και του Πέτρου.
45
Ο Φίλιππος βρήκε τον Ναθαναήλ και του είπε: «Βρήκαμε αυτόν για τον οποίο
έγραψαν ο Μωυσής στο Νόμο και οι Προφήτες, τον Ιησού, το γιο του Ιωσήφ,
από τη Ναζαρέτ».
46
Ο Ναθαναήλ όμως του είπε: «Μπορεί να βγει κάτι καλό από τη Ναζαρέτ;» Ο
Φίλιππος του είπε: «Έλα και δες».
47
Είδε ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και είπε για αυτόν: «Να
κάποιος που είναι πράγματι Ισραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει δόλος».
48
Ο Ναθαναήλ τού είπε: «Πώς γίνεται να με γνωρίζεις;» Ο Ιησούς απάντησε και
του είπε: «Προτού σε φωνάξει ο Φίλιππος, ενώ ήσουν κάτω από τη συκιά, εγώ σε
είδα».
49
Ο Ναθαναήλ τού απάντησε: «Ραββί, εσύ είσαι ο Γιος του Θεού, εσύ είσαι
Βασιλιάς του Ισραήλ».
50
Ο Ιησούς απάντησε και του είπε: «Επειδή σου είπα ότι σε είδα κάτω από τη
συκιά πιστεύεις; Θα δεις πράγματα μεγαλύτερα από αυτά».
51
Επιπλέον, του είπε: «Αληθινά, αληθινά σας λέω: Θα δείτε τον ουρανό ανοιγμένο
και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν προς τον Γιο
του ανθρώπου».
2
Την τρίτη ημέρα
έγινε ένα γαμήλιο συμπόσιο στην Κανά της Γαλιλαίας και ήταν εκεί η μητέρα
του Ιησού.
2
Ο Ιησούς και οι μαθητές του προσκλήθηκαν και αυτοί στο γαμήλιο συμπόσιο.
3
Όταν λιγόστεψε το κρασί, η μητέρα του Ιησού τού είπε: «Δεν έχουν κρασί».
4
Ο Ιησούς όμως της είπε: «Τι σχέση έχω εγώ με εσένα, γυναίκα; Η ώρα μου δεν
έχει έρθει ακόμη».
5
Η μητέρα του είπε σε εκείνους που διακονούσαν: «Ό,τι σας λέει, κάντε το».
6
Υπήρχαν, λοιπόν, έξι πέτρινα πιθάρια για νερό τα οποία βρίσκονταν εκεί όπως
απαιτούσαν οι κανόνες καθαρισμού των Ιουδαίων, που το καθένα χωρούσε δύο ή
τρεις ποσότητες μέτρου υγρών.
7
Ο Ιησούς είπε σε αυτούς: «Γεμίστε τα πιθάρια με νερό». Και τα γέμισαν μέχρι
το χείλος.
8
Και τους είπε: «Τώρα βγάλτε λίγο και πηγαίνετέ το στον επικεφαλής του
συμποσίου». Και αυτοί το πήγαν.
9
Όταν, λοιπόν, ο επικεφαλής του συμποσίου γεύτηκε το νερό που είχε μετατραπεί
σε κρασί χωρίς να ξέρει από πού προερχόταν, μολονότι εκείνοι που
διακονούσαν και οι οποίοι είχαν βγάλει το νερό ήξεραν, ο επικεφαλής του
συμποσίου φώναξε το γαμπρό 10
και του είπε: «Κάθε άνθρωπος βγάζει πρώτα το καλό κρασί και, όταν μεθύσουν,
το κατώτερο. Εσύ φύλαξες το καλό κρασί μέχρι τώρα».
11
Ο Ιησούς το επιτέλεσε αυτό στην Κανά της Γαλιλαίας ως αρχή των σημείων του
και φανέρωσε τη δόξα του· και οι μαθητές του έθεσαν πίστη σε αυτόν.
12
Έπειτα από αυτό, κατέβηκαν στην Καπερναούμ αυτός και η μητέρα του και οι
αδελφοί του και οι μαθητές του, αλλά δεν έμειναν εκεί πολλές ημέρες.
13
Πλησίαζε δε το πάσχα των Ιουδαίων, και ο Ιησούς ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ.
14
Και βρήκε στο ναό αυτούς που πουλούσαν βόδια και πρόβατα και περιστέρια,
και τους νομισματοπώλες στα καθίσματά τους.
15
Αφού, λοιπόν, έφτιαξε ένα μαστίγιο από σχοινιά, έδιωξε από το ναό όλους
εκείνους με τα πρόβατα και τα βόδια, και σκόρπισε τα νομίσματα των
αργυραμοιβών και αναποδογύρισε τα τραπέζια τους.
16
Και είπε σε εκείνους που πουλούσαν τα περιστέρια: «Πάρτε τα αυτά από εδώ!
Μην κάνετε τον οίκο του Πατέρα μου οίκο εμπορίου!»
17
Οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι είναι γραμμένο: «Ο ζήλος για τον οίκο σου θα με
καταφάει».
18
Απαντώντας, λοιπόν, οι Ιουδαίοι τού είπαν: «Τι σημείο έχεις να μας δείξεις
εφόσον κάνεις αυτά τα πράγματα;» 19
Απαντώντας ο Ιησούς τούς είπε: «Γκρεμίστε αυτόν το ναό, και σε τρεις ημέρες
θα τον ανεγείρω».
20
Είπαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι: «Αυτός ο ναός χτίστηκε σε σαράντα έξι χρόνια,
και εσύ θα τον ανεγείρεις σε τρεις ημέρες;»
21
Αλλά αυτός μιλούσε για το ναό του σώματός του.
22
Όταν, όμως, εγέρθηκε από τους νεκρούς, οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι το
έλεγε αυτό· και πίστεψαν τη Γραφή και το λόγο τον οποίο είπε ο Ιησούς.
23
Ωστόσο, όταν αυτός ήταν στην Ιερουσαλήμ το πάσχα, στη διάρκεια της γιορτής,
πολλοί έθεσαν πίστη στο όνομά του, βλέποντας τα σημεία του τα οποία
εκτελούσε.
24
Αλλά ο ίδιος ο Ιησούς δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του σε αυτούς, επειδή τους
ήξερε όλους
25
και επειδή δεν είχε ανάγκη από κανέναν να δώσει μαρτυρία για τον άνθρωπο,
γιατί ο ίδιος ήξερε τι ήταν μέσα στον άνθρωπο.
3
Υπήρχε δε ένας
άνθρωπος από τους Φαρισαίους, Νικόδημος ήταν το όνομά του, άρχοντας των
Ιουδαίων.
2
Αυτός ήρθε σε εκείνον μέσα στη νύχτα και του είπε: «Ραββί, γνωρίζουμε ότι
έχεις έρθει ως δάσκαλος από τον Θεό· διότι κανείς δεν μπορεί να εκτελέσει
αυτά τα σημεία που εκτελείς εσύ αν δεν είναι μαζί του ο Θεός».
3
Απαντώντας ο Ιησούς τού είπε: «Αληθινά, αληθινά σου λέω: Αν κάποιος δεν
αναγεννηθεί, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού».
4
Ο Νικόδημος του είπε: «Πώς μπορεί να γεννηθεί ένας άνθρωπος όταν είναι
γέρος; Μήπως μπορεί να μπει στην κοιλιά της μητέρας του δεύτερη φορά και να
γεννηθεί;»
5
Ο Ιησούς απάντησε: «Αληθινά, αληθινά σου λέω: Αν κάποιος δεν γεννηθεί από
νερό και πνεύμα, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού.
6
Ό,τι έχει γεννηθεί από τη σάρκα είναι σάρκα, και ό,τι έχει γεννηθεί από το
πνεύμα είναι πνεύμα.
7
Μην απορήσεις επειδή σου είπα: Πρέπει να αναγεννηθείτε.
8
Ο άνεμος φυσάει όπου θέλει, και ακούς τον ήχο του, αλλά δεν ξέρεις από πού
έρχεται και πού πηγαίνει. Έτσι είναι όποιος έχει γεννηθεί από το πνεύμα».
9
Απαντώντας ο Νικόδημος του είπε: «Πώς μπορούν να γίνουν αυτά;»
10
Απαντώντας ο Ιησούς τού είπε: «Είσαι δάσκαλος του Ισραήλ και εντούτοις δεν
τα γνωρίζεις αυτά; 11
Αληθινά, αληθινά σου λέω: Για ό,τι γνωρίζουμε μιλάμε και για ό,τι είδαμε
δίνουμε μαρτυρία, αλλά εσείς δεν δέχεστε τη μαρτυρία που δίνουμε. 12
Αν σας είπα επίγεια πράγματα και εντούτοις δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε
αν σας πω ουράνια πράγματα; 13
Επιπλέον, κανείς δεν έχει ανεβεί στον ουρανό εκτός από αυτόν που κατέβηκε
από τον ουρανό, τον Γιο του ανθρώπου. 14
Και όπως ο Μωυσής ύψωσε το φίδι στην έρημο, έτσι και ο Γιος του ανθρώπου
πρέπει να υψωθεί, 15
ώστε όποιος πιστεύει σε αυτόν να έχει αιώνια ζωή.
16
»Διότι ο Θεός αγάπησε τον κόσμο τόσο πολύ, ώστε έδωσε τον μονογενή του
Γιο, για να μην καταστραφεί όποιος ασκεί πίστη σε αυτόν, αλλά να έχει
αιώνια ζωή. 17
Διότι ο Θεός απέστειλε τον Γιο του στον κόσμο, όχι για να κρίνει αυτός τον
κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος μέσω αυτού.
18
Εκείνος που ασκεί πίστη σε αυτόν δεν θα κριθεί. Εκείνος που δεν ασκεί πίστη
έχει ήδη κριθεί, επειδή δεν έχει ασκήσει πίστη στο όνομα του μονογενούς Γιου
του Θεού. 19
Και αυτή είναι η βάση για κρίση: ότι το φως έχει έρθει στον κόσμο, αλλά οι
άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι μάλλον παρά το φως, γιατί τα έργα τους ήταν
πονηρά.
20
Διότι εκείνος που πράττει απαίσια πράγματα μισεί το φως και δεν έρχεται στο
φως, για να μην ελεγχθούν τα έργα του.
21
Εκείνος, όμως, που κάνει ό,τι είναι αληθινό έρχεται στο φως, για να
φανερωθούν τα έργα του ότι έχουν εκτελεστεί σε αρμονία με τον Θεό».
22
Έπειτα από αυτά, ο Ιησούς και οι μαθητές του πήγαν στην περιοχή της
Ιουδαίας, και αυτός έμεινε λίγο καιρό εκεί μαζί τους και βάφτιζε.
23
Αλλά και ο Ιωάννης επίσης βάφτιζε στην Αινών κοντά στο Σαλείμ, επειδή
υπήρχε μεγάλη ποσότητα νερού εκεί, και οι άνθρωποι έρχονταν και
βαφτίζονταν·
24
διότι ο Ιωάννης δεν είχε ριχτεί ακόμη στη φυλακή.
25
Έγινε, λοιπόν, λογομαχία από μέρους των μαθητών του Ιωάννη με έναν Ιουδαίο
σχετικά με τον καθαρισμό.
26
Και ήρθαν στον Ιωάννη και του είπαν: «Ραββί, ο άνθρωπος που ήταν μαζί σου
στην απέναντι πλευρά του Ιορδάνη, για τον οποίο έχεις δώσει μαρτυρία, δες!
αυτός βαφτίζει και όλοι πηγαίνουν σε αυτόν».
27
Απαντώντας ο Ιωάννης είπε: «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να λάβει τίποτα απολύτως
αν δεν του έχει δοθεί από τον ουρανό.
28
Εσείς οι ίδιοι δίνετε μαρτυρία για εμένα ότι είπα: Εγώ δεν είμαι ο Χριστός,
αλλά έχω αποσταλεί μπροστά από εκείνον.
29
Αυτός που έχει τη νύφη είναι ο γαμπρός. Ωστόσο, ο φίλος του γαμπρού, όταν
στέκεται και τον ακούει, έχει μεγάλη χαρά λόγω της φωνής του γαμπρού. Αυτή,
λοιπόν, η χαρά η δική μου έχει γίνει πλήρης.
30
Εκείνος πρέπει να αυξάνει, ενώ εγώ πρέπει να ελαττώνομαι».
31
Αυτός που έρχεται από πάνω είναι υπεράνω όλων των άλλων. Αυτός που είναι
από τη γη είναι από τη γη και μιλάει για πράγματα της γης. Αυτός που
έρχεται από τον ουρανό είναι υπεράνω όλων των άλλων.
32
Αυτό που είδε και άκουσε, για αυτό δίνει μαρτυρία, αλλά κανείς δεν
αποδέχεται τη μαρτυρία του.
33
Αυτός που έχει αποδεχτεί τη μαρτυρία του έχει βάλει σε αυτήν τη σφραγίδα
του, ότι ο Θεός είναι αληθινός.
34
Διότι αυτός τον οποίο απέστειλε ο Θεός λέει τα λόγια του Θεού, γιατί
εκείνος δεν δίνει το πνεύμα με μέτρο.
35
Ο Πατέρας αγαπάει τον Γιο και έχει δώσει τα πάντα στο χέρι του.
36
Αυτός που ασκεί πίστη στον Γιο έχει αιώνια ζωή· αυτός που παρακούει τον
Γιο δεν θα δει ζωή, αλλά η οργή του Θεού μένει πάνω του.
4
Όταν ο Κύριος
έμαθε ότι οι Φαρισαίοι είχαν ακούσει πως ο Ιησούς έκανε και βάφτιζε
περισσότερους μαθητές από τον Ιωάννη—
2
μολονότι, βέβαια, ο ίδιος ο Ιησούς δεν βάφτιζε αλλά οι μαθητές του—
3
έφυγε από την Ιουδαία και αναχώρησε ξανά για τη Γαλιλαία.
4
Ήταν, όμως, απαραίτητο να περάσει μέσα από τη Σαμάρεια.
5
Ήρθε, λοιπόν, σε μια πόλη της Σαμάρειας που ονομαζόταν Συχάρ, κοντά στον
αγρό που έδωσε ο Ιακώβ στον Ιωσήφ το γιο του.
6
Μάλιστα εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, κατάκοπος από το
ταξίδι, καθόταν έτσι όπως ήταν στην πηγή. Ήταν περίπου η έκτη ώρα.
7
Μια γυναίκα από τη Σαμάρεια ήρθε να βγάλει νερό. Ο Ιησούς τής είπε: «Δώσε
μου να πιω».
8
(Διότι οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα.)
9
Του είπε, λοιπόν, η γυναίκα η Σαμαρείτισσα: «Πώς γίνεται εσύ, παρότι είσαι
Ιουδαίος, να ζητάς από εμένα να πιεις, ενώ είμαι γυναίκα Σαμαρείτισσα;»
(Διότι οι Ιουδαίοι δεν έχουν δοσοληψίες με τους Σαμαρείτες.)
10
Απαντώντας ο Ιησούς τής είπε: «Αν γνώριζες τη δωρεά του Θεού και ποιος
είναι αυτός που σου λέει: “Δώσε μου να πιω”, θα του είχες ζητήσει και θα σου
είχε δώσει ζωντανό νερό». 11
Αυτή του είπε: «Δεν έχεις ούτε κουβά για να βγάλεις νερό, κύριε, και το
πηγάδι είναι βαθύ. Από πού, λοιπόν, έχεις αυτό το ζωντανό νερό;
12
Μήπως είσαι μεγαλύτερος από τον προπάτορά μας τον Ιακώβ που μας έδωσε το
πηγάδι και ήπιε από αυτό ο ίδιος και οι γιοι του και τα κοπάδια του;»
13
Απαντώντας ο Ιησούς τής είπε: «Όποιος πίνει από αυτό το νερό θα ξαναδιψάσει.
14
Όποιος, όμως, πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν πρόκειται να διψάσει
ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του πηγή νερού που θα
αναβλύζει για να μεταδίδει αιώνια ζωή». 15
Η γυναίκα τού είπε: «Δώσε μου, κύριε, αυτό το νερό, ώστε ούτε να διψώ ούτε
και να έρχομαι εδώ για να βγάζω νερό».
16
Εκείνος της είπε: «Πήγαινε, φώναξε το σύζυγό σου και έλα εδώ».
17
Απαντώντας η γυναίκα είπε: «Δεν έχω σύζυγο». Ο Ιησούς τής είπε: «Καλά είπες:
“Σύζυγο δεν έχω”. 18
Διότι είχες πέντε συζύγους, και ο άντρας τον οποίο έχεις τώρα δεν είναι
σύζυγός σου. Σε αυτό είπες την αλήθεια». 19
Η γυναίκα τού είπε: «Αντιλαμβάνομαι, κύριε, ότι είσαι προφήτης.
20
Οι προπάτορές μας ασκούσαν λατρεία σε αυτό το βουνό· εσείς όμως λέτε ότι
στην Ιερουσαλήμ είναι ο τόπος όπου πρέπει να ασκούν λατρεία οι άνθρωποι».
21
Ο Ιησούς τής είπε: «Πίστεψέ με, γυναίκα: Έρχεται η ώρα που ούτε σε αυτό το
βουνό ούτε στην Ιερουσαλήμ θα λατρεύετε τον Πατέρα.
22
Εσείς λατρεύετε αυτό που δεν γνωρίζετε· εμείς λατρεύουμε αυτό που
γνωρίζουμε, επειδή η σωτηρία έχει την προέλευσή της στους Ιουδαίους.
23
Παρ’ όλα αυτά, έρχεται η ώρα, και ήδη είναι, που οι αληθινοί λάτρεις θα
λατρεύουν τον Πατέρα με πνεύμα και αλήθεια, γιατί ο Πατέρας τέτοιους
ανθρώπους αναζητάει για να τον λατρεύουν.
24
Ο Θεός είναι Πνεύμα, και εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να λατρεύουν με
πνεύμα και αλήθεια».
25
Η γυναίκα τού είπε: «Γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, που αποκαλείται
Χριστός. Όταν έρθει εκείνος, θα μας διακηρύξει καθαρά τα πάντα».
26
Ο Ιησούς τής είπε: «Εγώ που σου μιλώ είμαι αυτός».
27
Εκείνη τη στιγμή έφτασαν οι μαθητές του και άρχισαν να απορούν επειδή
μιλούσε με γυναίκα. Φυσικά, κανείς δεν είπε: «Τι ζητάς;» ή «Γιατί μιλάς μαζί
της;»
28
Η γυναίκα, λοιπόν, άφησε τη στάμνα της και πήγε στην πόλη και είπε στους
ανθρώπους:
29
«Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έκανα. Μήπως αυτός είναι ο
Χριστός;»
30
Εκείνοι βγήκαν από την πόλη και άρχισαν να έρχονται σε αυτόν.
31
Στο μεταξύ, οι μαθητές τον παρακινούσαν, λέγοντας: «Ραββί, φάε».
32
Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ έχω τροφή να φάω την οποία εσείς δεν ξέρετε».
33
Οι μαθητές, λοιπόν, άρχισαν να λένε ο ένας στον άλλον: «Μήπως του έφερε
κανείς να φάει;»
34
Ο Ιησούς τούς είπε: «Η τροφή μου είναι να κάνω το θέλημα εκείνου που με
έστειλε και να τελειώσω το έργο του.
35
Δεν λέτε εσείς ότι είναι ακόμη τέσσερις μήνες για να έρθει ο θερισμός; Σας
λέω: Σηκώστε τα μάτια σας και δείτε τους αγρούς, ότι είναι λευκοί για
θερισμό. Ήδη
36
ο θεριστής λαβαίνει μισθό και μαζεύει καρπό για αιώνια ζωή, ώστε ο σπορέας
και ο θεριστής να χαίρονται μαζί.
37
Πράγματι, από αυτή την άποψη, ο λόγος είναι αληθινός: Άλλος είναι ο σπορέας
και άλλος ο θεριστής.
38
Σας έστειλα να θερίσετε αυτό για το οποίο εσείς δεν έχετε καταβάλει κόπο.
Άλλοι έχουν κοπιάσει, και εσείς έχετε μπει στα οφέλη του κόπου τους».
39
Και πολλοί Σαμαρείτες από εκείνη την πόλη έθεσαν πίστη σε αυτόν χάρη στο
λόγο της γυναίκας, η οποία έδωσε μαρτυρία, λέγοντας: «Μου είπε όλα όσα
έκανα».
40
Έτσι λοιπόν, όταν οι Σαμαρείτες ήρθαν σε αυτόν, άρχισαν να του ζητούν να
μείνει μαζί τους· και έμεινε εκεί δύο ημέρες.
41
Ως αποτέλεσμα, πολύ περισσότεροι πίστεψαν χάρη σε αυτά που είπε,
42
και έλεγαν στη γυναίκα: «Δεν πιστεύουμε πια χάρη σε αυτά που λες εσύ· διότι
ακούσαμε οι ίδιοι και γνωρίζουμε ότι αυτός είναι σίγουρα ο σωτήρας του
κόσμου».
43
Έπειτα από τις δύο ημέρες, έφυγε από εκεί για τη Γαλιλαία.
44
Ο ίδιος ο Ιησούς, ωστόσο, έδωσε μαρτυρία ότι προφήτης στον ίδιο του τον τόπο
δεν απολαμβάνει τιμή.
45
Όταν, λοιπόν, έφτασε στη Γαλιλαία, οι Γαλιλαίοι τον δέχτηκαν, επειδή είχαν
δει όλα όσα έκανε στην Ιερουσαλήμ, στη γιορτή, γιατί είχαν πάει και αυτοί
στη γιορτή.
46
Ήρθε, λοιπόν, ξανά στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου είχε μετατρέψει το νερό σε
κρασί. Και υπήρχε κάποιος υπηρέτης του βασιλιά που ο γιος του ήταν άρρωστος
στην Καπερναούμ.
47
Όταν αυτός άκουσε ότι ο Ιησούς είχε έρθει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, πήγε
σε αυτόν και του ζητούσε να κατεβεί και να γιατρέψει το γιο του, γιατί ήταν
ετοιμοθάνατος.
48
Ωστόσο, ο Ιησούς τού είπε: «Αν δεν δείτε σημεία και θαυμαστά πράγματα, δεν
πρόκειται να πιστέψετε».
49
Ο υπηρέτης του βασιλιά τού είπε: «Κύριε, κατέβα πριν πεθάνει το παιδάκι
μου».
50
Ο Ιησούς τού είπε: «Πήγαινε· ο γιος σου ζει». Ο άνθρωπος πίστεψε το λόγο
που του είπε ο Ιησούς και έφυγε.
51
Και ενώ κατηφόριζε ήδη, τον συνάντησαν οι δούλοι του και του είπαν ότι το
αγόρι του ζούσε.
52
Άρχισε, λοιπόν, να τους ρωτάει τι ώρα καλυτέρεψε η υγεία του. Και αυτοί του
είπαν: «Χθες την έβδομη ώρα τον άφησε ο πυρετός».
53
Οπότε ο πατέρας κατάλαβε ότι ήταν εκείνη ακριβώς την ώρα που ο Ιησούς τού
είπε: «Ο γιος σου ζει». Και πίστεψε αυτός και ολόκληρο το σπιτικό του.
54
Αυτό πάλι ήταν το δεύτερο σημείο που εκτέλεσε ο Ιησούς όταν ήρθε από την
Ιουδαία στη Γαλιλαία.
5
Έπειτα από αυτά,
ήταν μια γιορτή των Ιουδαίων, και ο Ιησούς ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ.
2
Στη δε Ιερουσαλήμ, στην πύλη των προβάτων, υπάρχει μια δεξαμενή που
ονομάζεται στην εβραϊκή Βηθζαθά, η οποία έχει πέντε στοές.
3
Σε αυτές κείτονταν πλήθος άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί και άνθρωποι με ξεραμένα
μέλη.
4
——
5
Υπήρχε δε εκεί κάποιος άνθρωπος που είχε την αρρώστια του τριάντα οχτώ
χρόνια.
6
Βλέποντάς τον αυτόν κατάκοιτο και ξέροντας ότι ήταν ήδη πολύ καιρό
άρρωστος, ο Ιησούς τού είπε: «Θέλεις να γίνεις υγιής;»
7
Ο άρρωστος του απάντησε: «Δεν έχω, κύριε, κάποιον να με βάλει μέσα στη
δεξαμενή όταν ταραχτεί το νερό· αλλά καθώς έρχομαι εγώ, κάποιος άλλος
κατεβαίνει πριν από εμένα».
8
Ο Ιησούς τού είπε: «Σήκω, πάρε το φορείο σου και περπάτα».
9
Τότε ο άνθρωπος έγινε αμέσως υγιής, και πήρε το φορείο του και άρχισε να
περπατάει.
Εκείνη δε την
ημέρα ήταν σάββατο. 10
Έτσι λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχισαν να λένε στο θεραπευμένο άνθρωπο: «Είναι
Σάββατο και δεν είναι νόμιμο να μεταφέρεις το φορείο».
11
Αυτός όμως τους απάντησε: «Αυτός που με έκανε υγιή, εκείνος μου είπε: “Πάρε
το φορείο σου και περπάτα”». 12
Εκείνοι τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε: “Πάρε το και
περπάτα”;» 13
Αλλά ο γιατρεμένος άνθρωπος δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός, γιατί ο Ιησούς είχε
απομακρυνθεί, καθότι υπήρχε πλήθος σε εκείνο το μέρος.
14
Έπειτα από αυτά, ο Ιησούς τον βρήκε στο ναό και του είπε: «Ορίστε! Έχεις
γίνει υγιής. Μην αμαρτάνεις πια, για να μη σου συμβεί κάτι χειρότερο».
15
Ο άνθρωπος έφυγε και είπε στους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον
έκανε υγιή. 16
Γι’ αυτόν το λόγο, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχισαν να διώκουν τον Ιησού, επειδή
έκανε αυτά τα πράγματα στη διάρκεια του Σαββάτου.
17
Αυτός όμως τους αποκρίθηκε: «Ο Πατέρας μου εργάζεται ως τώρα, και εγώ
εργάζομαι». 18
Γι’ αυτό λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχισαν να ζητούν ακόμη περισσότερο να τον
σκοτώσουν, επειδή, όχι μόνο παραβίαζε το Σάββατο, αλλά αποκαλούσε επίσης
τον Θεό δικό του Πατέρα, κάνοντας τον εαυτό του ίσο με τον Θεό.
19
Αποκρίθηκε, λοιπόν, ο Ιησούς και άρχισε να τους λέει: «Αληθινά, αληθινά σας
λέω: Ο Γιος δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα με δική του πρωτοβουλία,
αλλά μόνο ό,τι βλέπει να κάνει ο Πατέρας. Διότι όποια πράγματα κάνει
Εκείνος, αυτά κάνει με όμοιο τρόπο και ο Γιος.
20
Διότι ο Πατέρας νιώθει στοργή για τον Γιο και του δείχνει όλα όσα κάνει ο
ίδιος, και θα του δείξει έργα μεγαλύτερα από αυτά, ώστε εσείς να θαυμάζετε.
21
Διότι όπως ο Πατέρας εγείρει τους νεκρούς και τους ζωοποιεί, έτσι και ο
Γιος ζωοποιεί εκείνους που θέλει.
22
Διότι ο Πατέρας δεν κρίνει κανέναν απολύτως, αλλά έχει παραδώσει όλη την
κρίση στον Γιο,
23
για να τιμούν όλοι τον Γιο όπως τιμούν τον Πατέρα. Αυτός που δεν τιμάει τον
Γιο δεν τιμάει τον Πατέρα που τον έστειλε.
24
Αληθινά, αληθινά σας λέω: Αυτός που ακούει το λόγο μου και πιστεύει εκείνον
που με έστειλε έχει αιώνια ζωή, και δεν έρχεται σε κρίση αλλά έχει μεταβεί
από το θάνατο στη ζωή.
25
»Αληθινά, αληθινά σας λέω: Έρχεται η ώρα, και ήδη είναι, που οι νεκροί θα
ακούσουν τη φωνή του Γιου του Θεού και αυτοί που έχουν δώσει προσοχή θα
ζήσουν.
26
Διότι όπως ο Πατέρας έχει ζωή μέσα του, έτσι έχει δώσει και στον Γιο να
έχει ζωή μέσα του.
27
Και του έχει δώσει εξουσία να κάνει κρίση, επειδή είναι Γιος ανθρώπου.
28
Μη θαυμάζετε για αυτό, επειδή έρχεται η ώρα κατά την οποία όλοι όσοι είναι
στα μνημεία θα ακούσουν τη φωνή του
29
και θα βγουν, όσοι έκαναν καλά πράγματα σε ανάσταση ζωής, όσοι έπραξαν
απαίσια πράγματα σε ανάσταση κρίσης.
30
Εγώ δεν μπορώ να κάνω απολύτως τίποτα με δική μου πρωτοβουλία· όπως ακούω,
κρίνω· και η κρίση που κάνω είναι δίκαιη, επειδή ζητώ, όχι το δικό μου
θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου που με έστειλε.
31
»Αν μόνο εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου δεν είναι
αληθινή.
32
Άλλος είναι αυτός που δίνει μαρτυρία για εμένα, και γνωρίζω ότι η μαρτυρία
την οποία δίνει για εμένα είναι αληθινή.
33
Εσείς στείλατε άντρες στον Ιωάννη, και εκείνος έδωσε μαρτυρία για την
αλήθεια.
34
Ωστόσο, εγώ δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία που είναι από άνθρωπο, αλλά τα λέω
αυτά για να σωθείτε.
35
Εκείνος ήταν λυχνάρι που έκαιγε και έλαμπε, και εσείς για λίγο καιρό ήσασταν
διατεθειμένοι να ευφρανθείτε με το φως του.
36
Εγώ, όμως, έχω τη μαρτυρία που είναι μεγαλύτερη από αυτήν του Ιωάννη, γιατί
τα έργα τα οποία μου ανέθεσε ο Πατέρας μου να επιτελέσω, αυτά τα έργα που
κάνω, δίνουν για εμένα μαρτυρία ότι ο Πατέρας με απέστειλε.
37
Επίσης, ο Πατέρας που με έστειλε έχει δώσει ο ίδιος μαρτυρία για εμένα.
Εσείς ούτε τη φωνή του έχετε ακούσει ποτέ ούτε τη μορφή του έχετε δει·
38
και ο λόγος του δεν παραμένει σε εσάς, επειδή αυτόν που απέστειλε δεν τον
πιστεύετε.
39
»Εσείς ερευνάτε τις Γραφές, επειδή νομίζετε ότι μέσω αυτών θα έχετε αιώνια
ζωή· και αυτές είναι που δίνουν μαρτυρία για εμένα.
40
Και όμως, δεν θέλετε να έρθετε σε εμένα για να έχετε ζωή.
41
Δεν αποδέχομαι δόξα από ανθρώπους,
42
αλλά γνωρίζω καλά ότι δεν έχετε την αγάπη του Θεού μέσα σας.
43
Εγώ έχω έρθει εξ ονόματος του Πατέρα μου, αλλά δεν με δέχεστε· αν κάποιος
άλλος ερχόταν εξ ονόματος του εαυτού του, εκείνον θα τον δεχόσασταν.
44
Πώς μπορείτε εσείς να πιστέψετε, όταν αποδέχεστε δόξα ο ένας από τον άλλον
και δεν επιζητείτε τη δόξα που έρχεται από τον μόνο Θεό;
45
Μη νομίζετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω στον Πατέρα· υπάρχει κάποιος που σας
κατηγορεί, ο Μωυσής, στον οποίο έχετε στηρίξει την ελπίδα σας.
46
Διότι αν πιστεύατε τον Μωυσή, θα πιστεύατε και εμένα, γιατί εκείνος έγραψε
για εμένα.
47
Αλλά αν δεν πιστεύετε τα συγγράμματα εκείνου, πώς θα πιστέψετε τα δικά μου
λόγια;»
6
Έπειτα από αυτά,
ο Ιησούς έφυγε για την απέναντι πλευρά της θάλασσας της Γαλιλαίας, δηλαδή
της Τιβεριάδας.
2
Αλλά ένα μεγάλο πλήθος συνέχισε να τον ακολουθεί, επειδή έβλεπαν τα σημεία
που εκτελούσε στους ασθενείς.
3
Ο Ιησούς, λοιπόν, ανέβηκε σε ένα βουνό και καθόταν εκεί μαζί με τους
μαθητές του.
4
Πλησίαζε δε το πάσχα, η γιορτή των Ιουδαίων.
5
Όταν ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια του και παρατήρησε ότι μεγάλο πλήθος ερχόταν
προς αυτόν, είπε στον Φίλιππο: «Από πού θα αγοράσουμε ψωμιά για να φάνε
αυτοί;»
6
Ωστόσο, το έλεγε αυτό για να τον δοκιμάσει, γιατί ο ίδιος γνώριζε τι
επρόκειτο να κάνει.
7
Ο Φίλιππος του απάντησε: «Ψωμιά αξίας διακοσίων δηναρίων δεν αρκούν σε
αυτούς για να πάρει λίγο ο καθένας».
8
Ένας από τους μαθητές του, ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνα Πέτρου, του είπε:
9
«Είναι εδώ ένα αγοράκι που έχει πέντε κριθαρένια ψωμιά και δύο μικρά ψάρια.
Αλλά τι είναι αυτά για τόσο πολλούς;»
10
Ο Ιησούς είπε: «Βάλτε τους ανθρώπους να πλαγιάσουν όπως σε γεύμα». Υπήρχε
πολύ χορτάρι σε εκείνο το μέρος. Οι άντρες, λοιπόν, πλάγιασαν για το γεύμα,
περίπου πέντε χιλιάδες τον αριθμό. 11
Και ο Ιησούς πήρε τα ψωμιά και, αφού είπε μια ευχαριστήρια προσευχή, τα
μοίρασε σε εκείνους που πλάγιαζαν για το γεύμα, και παρόμοια όσα από τα
μικρά ψάρια ήθελαν. 12
Όταν όμως χόρτασαν, είπε στους μαθητές του: «Μαζέψτε τα κομμάτια που
απομένουν, ώστε να μη σπαταληθεί τίποτα». 13
Τα μάζεψαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα καλάθια με κομμάτια από τα πέντε
κριθαρένια ψωμιά, τα οποία άφησαν εκείνοι που είχαν φάει.
14
Ως αποτέλεσμα, όταν οι άνθρωποι είδαν τα σημεία που εκτέλεσε, άρχισαν να
λένε: «Αυτός είναι σίγουρα ο προφήτης που θα ερχόταν στον κόσμο».
15
Ο Ιησούς, λοιπόν, γνωρίζοντας ότι επρόκειτο να έρθουν και να τον αρπάξουν
για να τον κάνουν βασιλιά, αποσύρθηκε ξανά στο βουνό ολομόναχος.
16
Όταν βράδιασε, οι μαθητές του κατέβηκαν στη θάλασσα
17
και, αφού επιβιβάστηκαν σε ένα πλοιάριο, ξεκίνησαν για την Καπερναούμ στην
απέναντι πλευρά της θάλασσας. Είχε πια σκοτεινιάσει και ο Ιησούς δεν είχε
έρθει ακόμη σε αυτούς. 18
Επίσης, η θάλασσα άρχισε να αναταράζεται, επειδή φυσούσε ισχυρός άνεμος.
19
Ωστόσο, αφού είχαν κωπηλατήσει περίπου πέντε ή έξι χιλιόμετρα, είδαν τον
Ιησού να περπατάει πάνω στη θάλασσα και να πλησιάζει στο πλοιάριο· και
φοβήθηκαν.
20
Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ είμαι· μη φοβάστε!»
21
Ήθελαν, λοιπόν, να τον πάρουν μέσα στο πλοιάριο, και κατευθείαν το πλοιάριο
έφτασε στο μέρος στο οποίο προσπαθούσαν να πάνε.
22
Την επόμενη ημέρα το πλήθος που στεκόταν στην άλλη πλευρά της θάλασσας είδε
ότι δεν υπήρχε εκεί παρά μόνο ένα μικρό πλοιάριο και ότι ο Ιησούς δεν είχε
μπει στο πλοιάριο με τους μαθητές του, αλλά ότι μόνο οι μαθητές του είχαν
φύγει·
23
έφτασαν, όμως, από την Τιβεριάδα πλοιάρια κοντά στο μέρος όπου είχαν φάει το
ψωμί μετά την ευχαριστήρια προσευχή του Κυρίου.
24
Έτσι λοιπόν, όταν το πλήθος είδε ότι ούτε ο Ιησούς ήταν εκεί ούτε οι μαθητές
του, επιβιβάστηκαν στα μικρά τους πλοιάρια και ήρθαν στην Καπερναούμ να
αναζητήσουν τον Ιησού.
25
Όταν, λοιπόν, τον βρήκαν στην απέναντι πλευρά της θάλασσας, του είπαν:
«Ραββί, πότε ήρθες εδώ;»
26
Ο Ιησούς τούς απάντησε και είπε: «Αληθινά, αληθινά σας λέω: Με αναζητάτε,
όχι επειδή είδατε σημεία, αλλά επειδή φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε.
27
Να εργάζεστε, όχι για την τροφή που αφανίζεται, αλλά για την τροφή που
παραμένει για ζωή αιώνια, την οποία θα σας δώσει ο Γιος του ανθρώπου· διότι
πάνω σε αυτόν ο Πατέρας, ο Θεός, έχει βάλει τη σφραγίδα της επιδοκιμασίας
του».
28
Έτσι λοιπόν, του είπαν: «Τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;»
29
Απαντώντας ο Ιησούς τούς είπε: «Αυτό είναι το έργο του Θεού, το να ασκείτε
πίστη σε αυτόν που απέστειλε Εκείνος».
30
Τότε αυτοί του είπαν: «Τι, λοιπόν, εκτελείς εσύ ως σημείο, για να το δούμε
και να σε πιστέψουμε; Τι έργο κάνεις;
31
Οι προπάτορές μας έφαγαν το μάννα στην έρημο, όπως είναι γραμμένο: “Τους
έδωσε να φάνε ψωμί από τον ουρανό”».
32
Γι’ αυτό, ο Ιησούς τούς είπε: «Αληθινά, αληθινά σας λέω: Δεν σας έδωσε ο
Μωυσής το ψωμί από τον ουρανό, αλλά ο Πατέρας μου σας δίνει το αληθινό ψωμί
από τον ουρανό.
33
Επειδή το ψωμί του Θεού είναι αυτός που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει
ζωή στον κόσμο».
34
Αυτοί, λοιπόν, του είπαν: «Κύριε, δίνε μας πάντοτε αυτό το ψωμί».
35
Ο Ιησούς τούς είπε: «Εγώ είμαι το ψωμί της ζωής. Αυτός που έρχεται σε εμένα
δεν θα πεινάσει καθόλου, και αυτός που ασκεί πίστη σε εμένα δεν πρόκειται να
διψάσει ποτέ.
36
Αλλά σας είπα: Με έχετε δει και εντούτοις δεν πιστεύετε.
37
Το καθετί που μου δίνει ο Πατέρας θα έρθει σε εμένα, και αυτόν που έρχεται
σε εμένα δεν πρόκειται να τον διώξω·
38
επειδή έχω κατεβεί από τον ουρανό για να κάνω, όχι το δικό μου θέλημα, αλλά
το θέλημα εκείνου που με έστειλε.
39
Αυτό είναι το θέλημα εκείνου που με έστειλε, να μη χάσω κανένα από όλα όσα
μου έχει δώσει αλλά να το αναστήσω την τελευταία ημέρα.
40
Επειδή αυτό είναι το θέλημα του Πατέρα μου, να έχει αιώνια ζωή όποιος
βλέπει τον Γιο και ασκεί πίστη σε αυτόν, και εγώ θα τον αναστήσω την
τελευταία ημέρα».
41
Άρχισαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι να γογγύζουν για αυτόν επειδή είπε: «Εγώ είμαι
το ψωμί που κατέβηκε από τον ουρανό»·
42
και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, του οποίου τον
πατέρα και τη μητέρα γνωρίζουμε; Πώς γίνεται να λέει τώρα: “Έχω κατεβεί από
τον ουρανό”;»
43
Απαντώντας ο Ιησούς τούς είπε: «Σταματήστε να γογγύζετε μεταξύ σας.
44
Κανείς δεν μπορεί να έρθει σε εμένα αν ο Πατέρας, που με έστειλε, δεν τον
ελκύσει· και εγώ θα τον αναστήσω την τελευταία ημέρα.
45
Είναι γραμμένο στους Προφήτες: “Και όλοι θα διδάσκονται από τον Ιεχωβά”.
Όποιος έχει ακούσει από τον Πατέρα και έχει μάθει έρχεται σε εμένα.
46
Όχι ότι έχει δει κανένας άνθρωπος τον Πατέρα παρά μόνο εκείνος που είναι
από τον Θεό· αυτός έχει δει τον Πατέρα.
47
Αληθινά, αληθινά σας λέω: Αυτός που πιστεύει έχει αιώνια ζωή.
48
»Εγώ είμαι το ψωμί της ζωής.
49
Οι προπάτορές σας έφαγαν το μάννα στην έρημο και εντούτοις πέθαναν.
50
Αυτό είναι το ψωμί που κατεβαίνει από τον ουρανό, ώστε να μπορεί να φάει
κανείς από αυτό και να μην πεθάνει.
51
Εγώ είμαι το ζωντανό ψωμί που κατέβηκε από τον ουρανό· αν κανείς φάει από
αυτό το ψωμί θα ζήσει για πάντα· και το ψωμί που θα δώσω εγώ είναι η σάρκα
μου για χάρη της ζωής του κόσμου».
52
Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, άρχισαν να φιλονικούν ο ένας με τον άλλον, λέγοντας:
«Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;»
53
Και ο Ιησούς τούς είπε: «Αληθινά, αληθινά σας λέω: Αν δεν φάτε τη σάρκα του
Γιου του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας.
54
Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει αιώνια ζωή, και εγώ
θα τον αναστήσω την τελευταία ημέρα·
55
διότι η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου είναι αληθινό ποτό.
56
Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου παραμένει σε ενότητα με
εμένα, και εγώ σε ενότητα με αυτόν.
57
Όπως ο ζωντανός Πατέρας με απέστειλε και εγώ ζω χάρη στον Πατέρα, έτσι και
εκείνος που τρώει εμένα, θα ζήσει και εκείνος χάρη σε εμένα.
58
Αυτό είναι το ψωμί που κατέβηκε από τον ουρανό. Δεν είναι όπως τότε που οι
προπάτορές σας έφαγαν και εντούτοις πέθαναν. Αυτός που τρώει αυτό το ψωμί θα
ζήσει για πάντα».
59
Αυτά τα είπε καθώς δίδασκε σε δημόσια σύναξη στην Καπερναούμ.
60
Πολλοί από τους μαθητές του, λοιπόν, όταν το άκουσαν αυτό, είπαν: «Αυτός ο
λόγος είναι συνταρακτικός· ποιος μπορεί να τον ακούει;»
61
Ο Ιησούς όμως, γνωρίζοντας μέσα του ότι οι μαθητές του γόγγυζαν σχετικά με
αυτό, τους είπε: «Αυτό σας σκανδαλίζει;
62
Τότε τι θα γίνει αν δείτε τον Γιο του ανθρώπου να ανεβαίνει εκεί που ήταν
πριν;
63
Το πνεύμα είναι που δίνει ζωή· η σάρκα δεν χρησιμεύει καθόλου. Τα λόγια που
εγώ σας έχω πει είναι πνεύμα και είναι ζωή.
64
Αλλά υπάρχουν μερικοί από εσάς που δεν πιστεύουν». Επειδή από την αρχή
γνώριζε ο Ιησούς ποιοι ήταν εκείνοι που δεν πίστευαν και ποιος ήταν εκείνος
που θα τον πρόδιδε.
65
Συνέχισε, λοιπόν, και είπε: «Γι’ αυτό σας είπα: Κανείς δεν μπορεί να έρθει
σε εμένα αν δεν του έχει επιτραπεί από τον Πατέρα».
66
Εξαιτίας αυτού, πολλοί από τους μαθητές του γύρισαν στα πράγματα που
βρίσκονταν πίσω και δεν περπατούσαν πια μαζί του.
67
Γι’ αυτό, ο Ιησούς είπε στους δώδεκα: «Μήπως θέλετε να πάτε και εσείς;»
68
Ο Σίμων Πέτρος τού απάντησε: «Κύριε, σε ποιον να πάμε; Εσύ έχεις λόγια
αιώνιας ζωής·
69
και εμείς έχουμε πιστέψει και έχουμε γνωρίσει ότι εσύ είσαι ο Άγιος του
Θεού».
70
Ο Ιησούς τούς απάντησε: «Εγώ δεν εξέλεξα εσάς τους δώδεκα; Και όμως, ένας
από εσάς είναι συκοφάντης».
71
Μιλούσε δε για τον Ιούδα, το γιο του Σίμωνα του Ισκαριώτη· διότι αυτός
επρόκειτο να τον προδώσει, μολονότι ήταν ένας από τους δώδεκα.
7
Έπειτα από αυτά,
ο Ιησούς συνέχισε να περιοδεύει στη Γαλιλαία, γιατί δεν ήθελε να περιοδεύει
στην Ιουδαία, επειδή οι Ιουδαίοι ζητούσαν να τον σκοτώσουν.
2
Ωστόσο, πλησίαζε η γιορτή των Ιουδαίων, η γιορτή των σκηνών.
3
Έτσι λοιπόν, οι αδελφοί του τού είπαν: «Άφησε αυτόν τον τόπο και πήγαινε
στην Ιουδαία, για να δουν και οι μαθητές σου τα έργα που κάνεις.
4
Διότι κανείς δεν κάνει κάτι κρυφά ενώ ο ίδιος επιζητεί να είναι δημόσια
γνωστός. Αν κάνεις αυτά τα πράγματα, φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο».
5
Οι αδελφοί του, στην πραγματικότητα, δεν ασκούσαν πίστη σε αυτόν.
6
Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε: «Ο δικός μου καιρός δεν έχει φτάσει ακόμη,
αλλά ο δικός σας καιρός είναι πάντοτε εδώ.
7
Ο κόσμος δεν έχει λόγο να μισεί εσάς, αλλά μισεί εμένα, επειδή εγώ δίνω
μαρτυρία σχετικά με αυτόν ότι τα έργα του είναι πονηρά.
8
Ανεβείτε εσείς στη γιορτή· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη σε αυτή τη γιορτή, επειδή
ο δικός μου καιρός δεν έχει έρθει ακόμη πλήρως».
9
Αφού, λοιπόν, τους είπε αυτά τα πράγματα, έμεινε στη Γαλιλαία.
10
Όταν, όμως, οι αδελφοί του ανέβηκαν στη γιορτή, τότε ανέβηκε και ο ίδιος,
όχι φανερά αλλά κρυφά. 11
Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, άρχισαν να τον αναζητούν στη γιορτή και να λένε: «Πού
είναι εκείνος;» 12
Και γινόταν πολύς ψίθυρος για αυτόν ανάμεσα στα πλήθη. Μερικοί έλεγαν:
«Είναι άνθρωπος αγαθός». Άλλοι έλεγαν: «Δεν είναι, αλλά παροδηγεί τα πλήθη».
13
Φυσικά, κανείς δεν μιλούσε δημόσια για αυτόν, επειδή είχαν φόβο για τους
Ιουδαίους.
14
Όταν η γιορτή είχε φτάσει στα μισά, ο Ιησούς ανέβηκε στο ναό και άρχισε να
διδάσκει. 15
Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, απορούσαν και έλεγαν: «Πώς ξέρει αυτός γράμματα, αφού
δεν έχει σπουδάσει σε σχολεία;» 16
Τότε ο Ιησούς τούς απάντησε και είπε: «Αυτά που διδάσκω εγώ δεν είναι δικά
μου, αλλά είναι εκείνου που με έστειλε. 17
Αν κανείς επιθυμεί να κάνει το θέλημά Του, θα γνωρίσει σχετικά με τη
διδασκαλία αν είναι από τον Θεό ή αν εγώ μιλώ από δική μου επινόηση.
18
Όποιος μιλάει από δική του επινόηση επιζητεί τη δική του δόξα· αλλά όποιος
επιζητεί τη δόξα εκείνου που τον έστειλε, αυτός είναι αληθινός και δεν
υπάρχει αδικία σε αυτόν. 19
Δεν σας έδωσε ο Μωυσής το Νόμο; Ούτε ένας όμως από εσάς δεν υπακούει στο
Νόμο. Γιατί ζητάτε να με σκοτώσετε;»
20
Το πλήθος απάντησε: «Δαίμονα έχεις. Ποιος ζητάει να σε σκοτώσει;»
21
Απαντώντας ο Ιησούς τούς είπε: «Ένα έργο εκτέλεσα και όλοι απορείτε.
22
Γι’ αυτόν το λόγο σας έδωσε ο Μωυσής την περιτομή —όχι ότι είναι από τον
Μωυσή, αλλά είναι από τους προπάτορες —και περιτέμνετε άνθρωπο το σάββατο.
23
Αν ένας άνθρωπος λαβαίνει περιτομή το σάββατο για να μην παραβιαστεί ο νόμος
του Μωυσή, με εμένα εξοργίζεστε επειδή έκανα έναν άνθρωπο εντελώς υγιή το
σάββατο;
24
Μην κρίνετε από την εξωτερική εμφάνιση, αλλά να κρίνετε με δίκαιη κρίση».
25
Μερικοί, λοιπόν, από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ άρχισαν να λένε: «Αυτός
δεν είναι ο άνθρωπος που ζητούν να σκοτώσουν;
26
Και όμως, δείτε! μιλάει δημόσια και δεν του λένε τίποτα. Μήπως οι άρχοντες
έχουν γνωρίσει σίγουρα ότι αυτός είναι ο Χριστός;
27
Ωστόσο, αυτόν τον γνωρίζουμε από πού είναι· όταν όμως έρθει ο Χριστός,
κανείς δεν θα γνωρίζει από πού είναι».
28
Γι’ αυτό, ο Ιησούς φώναξε καθώς δίδασκε στο ναό και είπε: «Και εμένα
γνωρίζετε και από πού είμαι γνωρίζετε. Και δεν έχω έρθει με δική μου
πρωτοβουλία, αλλά αυτός που με έστειλε είναι πραγματικός, και εσείς δεν
τον γνωρίζετε.
29
Εγώ τον γνωρίζω, επειδή είμαι εκπρόσωπος από αυτόν, και Εκείνος με
απέστειλε».
30
Γι’ αυτό, άρχισαν να ζητούν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν έβαλε χέρι πάνω
του, επειδή δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα του.
31
Παρ’ όλα αυτά, πολλοί από το πλήθος έθεσαν πίστη σε αυτόν· και άρχισαν να
λένε: «Όταν έρθει ο Χριστός, μήπως θα εκτελέσει περισσότερα σημεία από όσα
έχει εκτελέσει αυτός;»
32
Οι Φαρισαίοι άκουσαν το πλήθος να γογγύζει λέγοντας αυτά τα πράγματα για
αυτόν, και οι πρωθιερείς και οι Φαρισαίοι έστειλαν υπηρέτες να τον πιάσουν.
33
Είπε, λοιπόν, ο Ιησούς: «Θα είμαι λίγο ακόμη μαζί σας πριν πάω σε εκείνον
που με έστειλε.
34
Θα με αναζητήσετε αλλά δεν θα με βρείτε, και εκεί που είμαι εγώ εσείς δεν
μπορείτε να έρθετε».
35
Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, είπαν μεταξύ τους: «Πού σκοπεύει να πάει αυτός, ώστε
εμείς δεν θα τον βρούμε; Μήπως σκοπεύει να πάει στους Ιουδαίους τους
διεσπαρμένους ανάμεσα στους Έλληνες και να διδάξει τους Έλληνες;
36
Τι σημαίνει αυτός ο λόγος που είπε: “Θα με αναζητήσετε αλλά δεν θα με
βρείτε, και εκεί που είμαι εγώ εσείς δεν μπορείτε να έρθετε”;»
37
Την τελευταία ημέρα, τη μεγάλη ημέρα της γιορτής, ο Ιησούς στεκόταν όρθιος
και φώναξε, λέγοντας: «Αν κανείς διψάει, ας έρθει σε εμένα και ας πιει.
38
Αυτός που θέτει πίστη σε εμένα, όπως είπε η Γραφή, “Από τα σωθικά του θα
ρεύσουν ποτάμια ζωντανού νερού”».
39
Ωστόσο, αυτό το είπε σχετικά με το πνεύμα το οποίο επρόκειτο να λάβουν
εκείνοι που έθεσαν πίστη σε αυτόν· διότι μέχρι τότε δεν υπήρχε πνεύμα,
επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξαστεί.
40
Μερικοί, λοιπόν, από το πλήθος που άκουσαν αυτά τα λόγια άρχισαν να λένε:
«Αυτός είναι σίγουρα Ο Προφήτης».
41
Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι ο Χριστός». Μερικοί όμως έλεγαν: «Μήπως ο
Χριστός έρχεται, τάχα, από τη Γαλιλαία;
42
Δεν είπε η Γραφή ότι ο Χριστός έρχεται από τους απογόνους του Δαβίδ και από
τη Βηθλεέμ, το χωριό όπου ήταν ο Δαβίδ;»
43
Έτσι λοιπόν, έγινε διαίρεση σχετικά με αυτόν ανάμεσα στο πλήθος.
44
Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν έβαλε τα χέρια
πάνω του.
45
Οι υπηρέτες, λοιπόν, γύρισαν στους πρωθιερείς και στους Φαρισαίους, και
εκείνοι τους είπαν: «Γιατί δεν τον φέρατε;»
46
Οι υπηρέτες αποκρίθηκαν: «Ποτέ δεν έχει μιλήσει έτσι άλλος άνθρωπος».
47
Και οι Φαρισαίοι απάντησαν: «Μήπως παροδηγηθήκατε και εσείς;
48
Μήπως κανείς από τους άρχοντες ή από τους Φαρισαίους έθεσε πίστη σε αυτόν;
49
Αυτό το πλήθος, όμως, που δεν γνωρίζει το Νόμο είναι καταραμένοι άνθρωποι».
50
Ο Νικόδημος, που είχε έρθει σε αυτόν παλιότερα και ήταν ένας από αυτούς,
τους είπε:
51
«Μήπως ο νόμος μας κρίνει έναν άνθρωπο χωρίς πρώτα να τον ακούσει και να
γνωρίσει τι κάνει;»
52
Απαντώντας τού είπαν: «Μήπως είσαι και εσύ από τη Γαλιλαία; Ερεύνησε και δες
ότι κανένας προφήτης δεν πρόκειται να εγερθεί από τη Γαλιλαία».*
___________________________
* Ο Σιναϊτικός Κώδικας, ο Βατικανός Κώδικας και ο Σιναϊτικός Συριακός
κώδικας παραλείπουν τα εδάφια 7:53 ως 8: 11, τα οποία αναφέρουν (με κάποιες
παραλλαγές στα διάφορα ελληνικά κείμενα και στις διάφορες μεταφράσεις) τα
εξής:
53 Και πήγε ο καθένας στο
σπίτι του.
8
Ο δε
Ιησούς πήγε στο Όρος των Ελαιών. 2
Ωστόσο, τα χαράματα παρουσιάστηκε πάλι στο ναό, και όλος ο λαός άρχισε να
έρχεται σε αυτόν, και αυτός κάθησε και άρχισε να τους διδάσκει.
3 Τότε οι γραμματείς και οι
Φαρισαίοι έφεραν μια γυναίκα την οποία είχαν πιάσει να μοιχεύει και, αφού
την έβαλαν να σταθεί ανάμεσά τους, 4
του είπαν: «Δάσκαλε, αυτή η γυναίκα πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να μοιχεύει.
5 Στο Νόμο ο Μωυσής όρισε να
λιθοβολούμε τέτοιου είδους γυναίκες. Αλήθεια, εσύ τι λες;»
6 Φυσικά, το έλεγαν αυτό για να τον
βάλουν σε πειρασμό, ώστε να έχουν κάτι για το οποίο να τον κατηγορήσουν. Ο
Ιησούς, όμως, έσκυψε κάτω και άρχισε να γράφει με το δάχτυλό του στο έδαφος.
7 Όταν επέμεναν να τον ρωτούν,
ανασηκώθηκε και τους είπε: «Όποιος από εσάς είναι αναμάρτητος ας ρίξει
πρώτος πέτρα σε αυτήν». 8 Και
σκύβοντας ξανά συνέχισε να γράφει στο έδαφος.
9 Αλλά εκείνοι που το άκουσαν αυτό
άρχισαν να βγαίνουν έξω, ένας ένας, με πρώτους τους πρεσβυτέρους, και άφησαν
αυτόν μόνο του, καθώς και τη γυναίκα που ήταν ανάμεσά τους.
10
Τότε ο Ιησούς ανασηκώθηκε και της είπε: «Γυναίκα, πού είναι αυτοί; Κανείς
δεν σε καταδίκασε;» 11
Αυτή είπε: «Κανείς, κύριε». Ο Ιησούς είπε: «Ούτε εγώ σε καταδικάζω. Πήγαινε·
από τώρα και στο εξής μην αμαρτάνεις πια».
___________________________
8
12
Πάλι τους μίλησε ο Ιησούς, λέγοντας: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου. Αυτός
που με ακολουθεί δεν πρόκειται να περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα αποκτήσει
το φως της ζωής». 13
Γι’ αυτό, οι Φαρισαίοι τού είπαν: «Εσύ δίνεις μαρτυρία για τον εαυτό σου· η
μαρτυρία σου δεν είναι αληθινή». 14
Απαντώντας ο Ιησούς τούς είπε: «Ακόμη και αν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό
μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή, επειδή γνωρίζω από πού ήρθα και πού
πηγαίνω. Εσείς, όμως, δεν γνωρίζετε από πού ήρθα και πού πηγαίνω.
15
Εσείς κρίνετε σύμφωνα με τη σάρκα· εγώ δεν κρίνω κανέναν απολύτως.
16
Και εντούτοις, αν εγώ κρίνω, η κρίση μου είναι αληθινή, επειδή δεν είμαι
μόνος, αλλά ο Πατέρας που με έστειλε είναι μαζί μου.
17
Επίσης, στον ίδιο σας το Νόμο είναι γραμμένο: “Η μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι
αληθινή”. 18
Εγώ είμαι ο ένας που δίνει μαρτυρία για τον εαυτό μου, και ο Πατέρας που με
έστειλε δίνει μαρτυρία για εμένα». 19
Του έλεγαν λοιπόν: «Πού είναι ο Πατέρας σου;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε εμένα
γνωρίζετε ούτε τον Πατέρα μου. Αν γνωρίζατε εμένα, θα γνωρίζατε και τον
Πατέρα μου».
20
Αυτά τα λόγια τα είπε στο θησαυροφυλάκιο, καθώς δίδασκε στο ναό. Αλλά
κανείς δεν τον έπιασε, επειδή η ώρα του δεν είχε έρθει ακόμη.
21
Έτσι λοιπόν, τους είπε πάλι: «Εγώ φεύγω, και θα με αναζητήσετε, και
εντούτοις θα πεθάνετε στην αμαρτία σας. Εκεί που πηγαίνω εγώ εσείς δεν
μπορείτε να έρθετε».
22
Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, άρχισαν να λένε: «Μήπως θα αυτοκτονήσει; Επειδή λέει:
“Εκεί που πηγαίνω εγώ εσείς δεν μπορείτε να έρθετε”».
23
Και άρχισε να τους λέει: «Εσείς είστε από τα κάτω μέρη· εγώ είμαι από τα
πάνω μέρη. Εσείς είστε από αυτόν τον κόσμο· εγώ δεν είμαι από αυτόν τον
κόσμο.
24
Γι’ αυτό, σας είπα: Θα πεθάνετε στις αμαρτίες σας. Διότι αν δεν πιστεύετε
ότι εγώ είμαι αυτός, θα πεθάνετε στις αμαρτίες σας».
25
Αυτοί, λοιπόν, άρχισαν να του λένε: «Ποιος είσαι εσύ;» Ο Ιησούς τούς είπε:
«Γιατί να σας μιλώ καν;
26
Πολλά έχω να πω σχετικά με εσάς και να εκφέρω κρίση. Αλλά αυτός που με
έστειλε είναι αληθινός, και τα πράγματα που άκουσα από αυτόν, αυτά λέω στον
κόσμο».
27
Εκείνοι δεν κατάλαβαν ότι τους μιλούσε για τον Πατέρα.
28
Έτσι λοιπόν, ο Ιησούς είπε: «Όταν θα έχετε υψώσει τον Γιο του ανθρώπου,
τότε θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι αυτός και ότι δεν κάνω τίποτα με δική μου
πρωτοβουλία· αλλά όπως με δίδαξε ο Πατέρας λέω αυτά τα πράγματα.
29
Και αυτός που με έστειλε είναι μαζί μου· δεν με εγκατέλειψε μόνο μου, επειδή
εγώ κάνω πάντοτε τα πράγματα που του είναι αρεστά».
30
Καθώς έλεγε αυτά τα πράγματα, πολλοί έθεσαν πίστη σε αυτόν.
31
Και έτσι ο Ιησούς άρχισε να λέει στους Ιουδαίους που τον είχαν πιστέψει: «Αν
μείνετε στο λόγο μου, είστε πραγματικά μαθητές μου,
32
και θα γνωρίσετε την αλήθεια και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει».
33
Αυτοί του αποκρίθηκαν: «Εμείς είμαστε απόγονοι του Αβραάμ και ποτέ δεν
υπήρξαμε δούλοι κανενός. Πώς εσύ λες: “Θα γίνετε ελεύθεροι”;»
34
Ο Ιησούς τούς απάντησε: «Αληθινά, αληθινά σας λέω: Όποιος πράττει την
αμαρτία είναι δούλος της αμαρτίας.
35
Επιπλέον, ο δούλος δεν παραμένει για πάντα στο σπιτικό· ο γιος παραμένει για
πάντα.
36
Άρα, αν ο Γιος σάς ελευθερώσει, θα είστε πραγματικά ελεύθεροι.
37
Ξέρω ότι είστε απόγονοι του Αβραάμ· αλλά ζητάτε να με σκοτώσετε, επειδή ο
λόγος μου δεν κάνει πρόοδο ανάμεσά σας.
38
Εγώ λέω αυτά που είδα ενώ ήμουν με τον Πατέρα μου· γι’ αυτό και εσείς να
κάνετε αυτά που έχετε ακούσει από τον πατέρα σας».
39
Απαντώντας τού είπαν: «Ο πατέρας μας είναι ο Αβραάμ». Ο Ιησούς τούς είπε:
«Αν είστε παιδιά του Αβραάμ, να κάνετε τα έργα του Αβραάμ.
40
Αλλά τώρα ζητάτε να σκοτώσετε εμένα, έναν άνθρωπο που σας έχω πει την
αλήθεια την οποία άκουσα από τον Θεό. Ο Αβραάμ δεν το έκανε αυτό.
41
Εσείς κάνετε τα έργα του πατέρα σας». Αυτοί του είπαν: «Δεν γεννηθήκαμε από
πορνεία· έναν Πατέρα έχουμε, τον Θεό».
42
Ο Ιησούς τούς είπε: «Αν ο Θεός ήταν Πατέρας σας, θα με αγαπούσατε, γιατί
εγώ από τον Θεό ήρθα και είμαι εδώ. Ούτε έχω έρθει με δική μου πρωτοβουλία,
αλλά Εκείνος με απέστειλε.
43
Γιατί δεν γνωρίζετε τι λέω; Επειδή δεν μπορείτε να ακούτε το λόγο μου.
44
Εσείς είστε από τον πατέρα σας τον Διάβολο και θέλετε να κάνετε τις
επιθυμίες του πατέρα σας. Εκείνος ήταν ανθρωποκτόνος τότε που άρχισε, και
δεν έμεινε σταθερός στην αλήθεια, επειδή δεν υπάρχει αλήθεια σε αυτόν. Όταν
λέει το ψέμα, μιλάει σύμφωνα με τις δικές του διαθέσεις, επειδή είναι ψεύτης
και ο πατέρας του ψέματος.
45
Εμένα δε, επειδή λέω την αλήθεια, δεν με πιστεύετε.
46
Ποιος από εσάς με καταδικάζει για αμαρτία; Αν λέω αλήθεια, γιατί δεν με
πιστεύετε;
47
Αυτός που είναι από τον Θεό ακούει τα λόγια του Θεού. Να γιατί εσείς δεν
ακούτε: επειδή δεν είστε από τον Θεό».
48
Απαντώντας οι Ιουδαίοι τού είπαν: «Σωστά δεν λέμε ότι είσαι Σαμαρείτης και
έχεις δαίμονα;»
49
Ο Ιησούς απάντησε: «Εγώ δεν έχω δαίμονα, αλλά τιμώ τον Πατέρα μου, και
εσείς με ατιμάζετε.
50
Αλλά εγώ δεν επιζητώ δόξα για τον εαυτό μου· υπάρχει Αυτός που επιζητεί και
κρίνει.
51
Αληθινά, αληθινά σας λέω: Αν κανείς τηρεί το λόγο μου, δεν πρόκειται ποτέ να
δει θάνατο».
52
Οι Ιουδαίοι τού είπαν: «Τώρα ξέρουμε πράγματι ότι έχεις δαίμονα. Ο Αβραάμ
πέθανε, το ίδιο και οι προφήτες· εσύ όμως λες: “Αν κανείς τηρεί το λόγο
μου, δεν πρόκειται ποτέ να γευτεί θάνατο”.
53
Μήπως είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Αβραάμ, που πέθανε; Επίσης,
και οι προφήτες πέθαναν. Ποιος ισχυρίζεσαι ότι είσαι;»
54
Ο Ιησούς απάντησε: «Αν εγώ δοξάσω τον εαυτό μου, η δόξα μου δεν είναι
τίποτα. Ο Πατέρας μου είναι που με δοξάζει, αυτός για τον οποίο εσείς λέτε
ότι είναι Θεός σας·
55
και εντούτοις δεν τον έχετε γνωρίσει. Εγώ όμως τον γνωρίζω. Και αν έλεγα
ότι δεν τον γνωρίζω, θα ήμουν όμοιος με εσάς, ψεύτης. Αλλά πράγματι τον
γνωρίζω και τηρώ το λόγο του.
56
Ο Αβραάμ ο πατέρας σας ευφράνθηκε με την προοπτική να δει την ημέρα μου,
και την είδε και χάρηκε».
57
Του είπαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι: «Δεν είσαι ούτε πενήντα χρονών, και έχεις
δει τον Αβραάμ;»
58
Ο Ιησούς τούς είπε: «Αληθινά, αληθινά σας λέω: Πριν ο Αβραάμ έρθει σε
ύπαρξη, εγώ υπάρχω».
59
Τότε πήραν πέτρες για να του τις ρίξουν· αλλά ο Ιησούς κρύφτηκε και βγήκε
από το ναό.
9
Και καθώς
προχωρούσε είδε έναν άνθρωπο τυφλό εκ γενετής.
2
Και οι μαθητές του τον ρώτησαν: «Ραββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς
του, και γεννήθηκε τυφλός;»
3
Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά αυτό έγινε
για να φανερωθούν τα έργα του Θεού στην περίπτωσή του.
4
Εμείς πρέπει να εργαζόμαστε τα έργα εκείνου που με έστειλε ενόσω είναι
ημέρα· έρχεται νύχτα, οπότε κανείς δεν μπορεί να εργάζεται.
5
Όσο είμαι στον κόσμο, είμαι το φως του κόσμου».
6
Αφού τα είπε αυτά, έφτυσε στο έδαφος και έφτιαξε πηλό με το σάλιο, και έβαλε
τον πηλό του πάνω στα μάτια του ανθρώπου
7
και του είπε: «Πήγαινε να πλυθείς στη δεξαμενή του Σιλωάμ» (που
μεταφράζεται “Απεσταλμένος”). Και έτσι πήγε και πλύθηκε, και γύρισε πίσω
βλέποντας.
8
Οι γείτονες, λοιπόν, και εκείνοι που προηγουμένως έβλεπαν ότι ήταν ζητιάνος
άρχισαν να λένε: «Αυτός δεν είναι που καθόταν και ζητιάνευε;»
9
Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι». Άλλοι έλεγαν: «Αποκλείεται. Απλώς του
μοιάζει». Ο άνθρωπος έλεγε: «Εγώ είμαι». 10
Άρχισαν, λοιπόν, να του λένε: «Τότε, πώς ανοίχτηκαν τα μάτια σου;»
11
Αυτός απάντησε: «Ο άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έφτιαξε πηλό και τον
άλειψε στα μάτια μου και μου είπε: “Πήγαινε στον Σιλωάμ και πλύσου”. Πήγα,
λοιπόν, και πλύθηκα και βρήκα την όρασή μου».
12
Τότε του είπαν: «Πού είναι εκείνος ο άνθρωπος;» Αυτός είπε: «Δεν ξέρω».
13
Οδήγησαν τον ίδιο τον πρώην τυφλό στους Φαρισαίους.
14
Ήταν δε Σάββατο την ημέρα που ο Ιησούς έφτιαξε τον πηλό και του άνοιξε τα
μάτια. 15
Αυτή τη φορά, λοιπόν, άρχισαν να τον ρωτούν και οι Φαρισαίοι πώς βρήκε την
όρασή του. Αυτός τους είπε: «Έβαλε πηλό πάνω στα μάτια μου, και πλύθηκα και
βλέπω». 16
Τότε μερικοί από τους Φαρισαίους άρχισαν να λένε: «Δεν είναι από τον Θεό
αυτός ο άνθρωπος, επειδή δεν τηρεί το Σάββατο». Άλλοι έλεγαν: «Πώς μπορεί
ένας άνθρωπος που είναι αμαρτωλός να εκτελεί τέτοιου είδους σημεία;» Και
έγινε διαίρεση μεταξύ τους. 17
Γι’ αυτό, είπαν ξανά στον τυφλό: «Εσύ τι λες για αυτόν, εφόσον σου άνοιξε τα
μάτια;» Εκείνος είπε: «Είναι προφήτης».
18
Ωστόσο, οι Ιουδαίοι δεν πίστεψαν σχετικά με αυτόν ότι ήταν τυφλός και βρήκε
την όρασή του, ώσπου φώναξαν τους γονείς του ανθρώπου που βρήκε την όρασή
του. 19
Και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας, που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός;
Πώς, λοιπόν, γίνεται να βλέπει τώρα;»
20
Απαντώντας τότε, οι γονείς του είπαν: «Γνωρίζουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας
και ότι γεννήθηκε τυφλός.
21
Αλλά πώς γίνεται τώρα να βλέπει δεν γνωρίζουμε, ή ποιος άνοιξε τα μάτια του
εμείς δεν γνωρίζουμε. Ρωτήστε τον ίδιο. Ηλικία έχει. Ο ίδιος πρέπει να
μιλήσει για τον εαυτό του».
22
Οι γονείς του τα είπαν αυτά επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους, γιατί οι
Ιουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει ότι, αν κανείς τον ομολογούσε ως Χριστό, θα
έπρεπε να αποβληθεί από τη συναγωγή.
23
Να γιατί οι γονείς του είπαν: «Ηλικία έχει. Στον ίδιο κάντε ερωτήσεις».
24
Έτσι λοιπόν, φώναξαν δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πρωτύτερα τυφλός και
του είπαν: «Δώσε δόξα στον Θεό· εμείς ξέρουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι
αμαρτωλός».
25
Και αυτός απάντησε: «Το αν είναι αμαρτωλός δεν το ξέρω. Ένα πράγμα όμως
ξέρω, ότι, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω».
26
Του είπαν λοιπόν: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;»
27
Αυτός τους απάντησε: «Σας είπα ήδη, και όμως δεν δώσατε προσοχή. Γιατί
θέλετε να το ακούσετε πάλι; Μήπως θέλετε να γίνετε και εσείς μαθητές του;»
28
Τότε τον εξύβρισαν και είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου του ανθρώπου, εμείς
όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή.
29
Εμείς γνωρίζουμε ότι ο Θεός μίλησε στον Μωυσή· αλλά για αυτόν δεν
γνωρίζουμε από πού είναι».
30
Απαντώντας ο άνθρωπος τους είπε: «Αυτό είναι σίγουρα αξιοθαύμαστο, το ότι
δεν γνωρίζετε από πού είναι και εντούτοις μου άνοιξε τα μάτια.
31
Γνωρίζουμε ότι ο Θεός δεν ακούει αμαρτωλούς, αλλά αν κανείς είναι
θεοφοβούμενος και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει.
32
Από τα παλιά χρόνια δεν έχει ακουστεί ποτέ ότι άνοιξε κανείς τα μάτια ενός
εκ γενετής τυφλού.
33
Αν αυτός δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα απολύτως».
34
Απαντώντας τού είπαν: «Εσύ γεννήθηκες ολότελα μέσα στις αμαρτίες, και
διδάσκεις εμάς;» Και τον πέταξαν έξω!
35
Ο Ιησούς άκουσε ότι τον πέταξαν έξω και, μόλις τον βρήκε, είπε: «Πιστεύεις
στον Γιο του ανθρώπου;»
36
Εκείνος απάντησε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε, ώστε να πιστέψω σε αυτόν;»
37
Ο Ιησούς τού είπε: «Τον έχεις δει, και μάλιστα αυτός που μιλάει μαζί σου
είναι εκείνος».
38
Τότε αυτός είπε: «Πιστεύω σε αυτόν, Κύριε». Και τον προσκύνησε.
39
Και ο Ιησούς είπε: «Για αυτή την κρίση εγώ ήρθα σε αυτόν τον κόσμο: για να
δουν εκείνοι που δεν βλέπουν και να γίνουν τυφλοί εκείνοι που βλέπουν».
40
Όσοι από τους Φαρισαίους ήταν μαζί του τα άκουσαν αυτά και του είπαν: «Μήπως
είμαστε και εμείς τυφλοί;»
41
Ο Ιησούς τούς είπε: «Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα είχατε αμαρτία. Τώρα όμως
λέτε: “Βλέπουμε”. Η αμαρτία σας παραμένει».
10
«Αληθινά, αληθινά σας λέω: Αυτός που δεν μπαίνει στη μάντρα των προβάτων από
την πόρτα αλλά σκαρφαλώνει από άλλο μέρος, αυτός είναι κλέφτης και
λεηλατητής.
2
Αλλά αυτός που μπαίνει από την πόρτα είναι ποιμένας των προβάτων.
3
Ο θυρωρός ανοίγει σε αυτόν, και τα πρόβατα ακούν τη φωνή του, και φωνάζει
τα δικά του πρόβατα με το όνομά τους και τα οδηγεί έξω.
4
Αφού βγάλει έξω όλα τα δικά του, πηγαίνει μπροστά από αυτά και τα πρόβατα
τον ακολουθούν, επειδή γνωρίζουν τη φωνή του.
5
Ξένο δεν πρόκειται να ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, επειδή δεν
γνωρίζουν τη φωνή των ξένων».
6
Ο Ιησούς τούς είπε αυτή την παραβολή· εκείνοι, όμως, δεν ήξεραν τι σήμαιναν
αυτά που τους έλεγε.
7
Έτσι λοιπόν, ο Ιησούς είπε ξανά: «Αληθινά, αληθινά σας λέω: Εγώ είμαι η
πόρτα των προβάτων.
8
Όλοι όσοι ήρθαν αντί για εμένα είναι κλέφτες και λεηλατητές· αλλά τα
πρόβατα δεν τους άκουσαν.
9
Εγώ είμαι η πόρτα· όποιος μπει από εμένα θα σωθεί, και θα μπαίνει και θα
βγαίνει και θα βρίσκει βοσκή. 10
Ο κλέφτης δεν έρχεται παρά μόνο για να κλέψει και να σφάξει και να
καταστρέψει. Εγώ ήρθα για να έχουν ζωή και να την έχουν με αφθονία.
11
Εγώ είμαι ο καλός ποιμένας· ο καλός ποιμένας παραδίδει την ψυχή του για
χάρη των προβάτων. 12
Ο μισθωτός, που δεν είναι ποιμένας και που τα πρόβατα δεν είναι δικά του,
βλέπει το λύκο να έρχεται και εγκαταλείπει τα πρόβατα και φεύγει—και ο λύκος
τα αρπάζει και τα διασκορπίζει — 13
επειδή είναι μισθωτός και δεν ενδιαφέρεται για τα πρόβατα.
14
Εγώ είμαι ο καλός ποιμένας και γνωρίζω τα πρόβατά μου και τα πρόβατά μου με
γνωρίζουν, 15
όπως ο Πατέρας γνωρίζει εμένα και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα· και παραδίδω την
ψυχή μου για χάρη των προβάτων.
16
»Και άλλα πρόβατα έχω, που δεν είναι από αυτή τη μάντρα· και εκείνα πρέπει
να τα φέρω, και θα ακούσουν τη φωνή μου και θα γίνουν ένα ποίμνιο, ένας
ποιμένας. 17
Γι’ αυτό με αγαπάει ο Πατέρας, επειδή εγώ παραδίδω την ψυχή μου, για να τη
λάβω πάλι. 18
Κανείς δεν την έχει αφαιρέσει από εμένα, αλλά εγώ την παραδίδω με δική μου
πρωτοβουλία. Έχω εξουσία να την παραδώσω και έχω εξουσία να τη λάβω πάλι.
Την εντολή σχετικά με αυτό την έλαβα από τον Πατέρα μου».
19
Και πάλι έγινε διαίρεση ανάμεσα στους Ιουδαίους εξαιτίας αυτών των λόγων.
20
Πολλοί από αυτούς έλεγαν: «Έχει δαίμονα και είναι τρελός. Γιατί τον
ακούτε;»
21
Άλλοι έλεγαν: «Αυτά δεν είναι λόγια δαιμονισμένου. Μήπως μπορεί δαίμονας να
ανοίξει μάτια τυφλών;»
22
Εκείνον τον καιρό έγινε η γιορτή της αφιέρωσης στην Ιερουσαλήμ. Ήταν
χειμώνας,
23
και ο Ιησούς περπατούσε στο ναό, στη στοά του Σολομώντα.
24
Έτσι λοιπόν, οι Ιουδαίοι τον περικύκλωσαν και άρχισαν να του λένε: «Ως πότε
θα κρατάς τις ψυχές μας σε αβεβαιότητα; Αν εσύ είσαι ο Χριστός, πες το μας
ξεκάθαρα».
25
Ο Ιησούς τούς απάντησε: «Σας το είπα, και εντούτοις δεν πιστεύετε. Τα έργα
που κάνω εγώ στο όνομα του Πατέρα μου, αυτά δίνουν μαρτυρία για εμένα.
26
Εσείς, όμως, δεν πιστεύετε, επειδή δεν είστε από τα πρόβατά μου.
27
Τα πρόβατά μου ακούν τη φωνή μου, και εγώ τα γνωρίζω, και με ακολουθούν.
28
Και τους δίνω αιώνια ζωή, και δεν πρόκειται να καταστραφούν ποτέ, και
κανείς δεν θα τα αρπάξει από το χέρι μου.
29
Αυτό που μου έχει δώσει ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερο από όλα τα άλλα
πράγματα, και κανείς δεν μπορεί να τα αρπάξει από το χέρι του Πατέρα.
30
Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα».
31
Οι Ιουδαίοι πήραν πάλι πέτρες για να τον λιθοβολήσουν.
32
Ο Ιησούς τούς αποκρίθηκε: «Σας έδειξα πολλά καλά έργα από τον Πατέρα. Για
ποιο από αυτά τα έργα με λιθοβολείτε;»
33
Οι Ιουδαίοι τού απάντησαν: «Σε λιθοβολούμε, όχι για κάποιο καλό έργο, αλλά
για βλασφημία, και μάλιστα επειδή εσύ, αν και είσαι άνθρωπος, κάνεις τον
εαυτό σου θεό».
34
Ο Ιησούς τούς απάντησε: «Δεν είναι γραμμένο στο Νόμο σας: “Εγώ είπα: «Είστε
θεοί»”;
35
Αν αποκάλεσε “θεούς” εκείνους ενάντια στους οποίους ήρθε ο λόγος του Θεού,
και όμως η Γραφή δεν μπορεί να ακυρωθεί,
36
λέτε σε εμένα τον οποίο ο Πατέρας αγίασε και απέστειλε στον κόσμο:
“Βλασφημείς”, επειδή είπα: Είμαι Γιος του Θεού;
37
Αν δεν κάνω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε.
38
Αλλά αν τα κάνω αυτά, ακόμη και αν δεν πιστεύετε εμένα, πιστέψτε τα έργα,
ώστε να γνωρίσετε και να συνεχίσετε να γνωρίζετε ότι ο Πατέρας είναι σε
ενότητα με εμένα και εγώ είμαι σε ενότητα με τον Πατέρα».
39
Προσπάθησαν, λοιπόν, ξανά να τον πιάσουν· αλλά ξέφυγε από τα χέρια τους.
40
Έτσι λοιπόν, πήγε ξανά στην απέναντι πλευρά του Ιορδάνη στον τόπο όπου
βάφτιζε αρχικά ο Ιωάννης και έμεινε εκεί.
41
Και πολλοί ήρθαν σε αυτόν και άρχισαν να λένε: «Ο Ιωάννης, βέβαια, δεν
εκτέλεσε κανένα σημείο, αλλά όσα είπε ο Ιωάννης για αυτόν τον άνθρωπο ήταν
όλα αληθινά».
42
Και πολλοί έθεσαν εκεί πίστη σε αυτόν.
11
Υπήρχε δε κάποιος άρρωστος, ο Λάζαρος από τη Βηθανία, από το χωριό της
Μαρίας και της Μάρθας της αδελφής της.
2
Εκείνη μάλιστα ήταν η Μαρία που άλειψε τον Κύριο με αρωματικό λάδι και
σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της, ο αδελφός της οποίας, ο Λάζαρος,
ήταν άρρωστος.
3
Οι αδελφές του, λοιπόν, έστειλαν μήνυμα σε αυτόν, λέγοντας: «Κύριε, δες!
αυτός για τον οποίο νιώθεις στοργή είναι άρρωστος».
4
Όταν όμως το άκουσε ο Ιησούς, είπε: «Αυτή η αρρώστια δεν είναι για να φέρει
θάνατο, αλλά είναι για τη δόξα του Θεού, ώστε να δοξαστεί ο Γιος του Θεού
μέσω αυτής».
5
Ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της και τον Λάζαρο.
6
Ωστόσο, όταν άκουσε ότι ήταν άρρωστος, τότε παρέμεινε δύο ημέρες στον τόπο
όπου βρισκόταν.
7
Έπειτα όμως, μετά από αυτό, είπε στους μαθητές: «Ας πάμε ξανά στην Ιουδαία».
8
Οι μαθητές τού είπαν: «Ραββί, πρόσφατα οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε
λιθοβολήσουν, και εσύ πηγαίνεις ξανά εκεί;»
9
Ο Ιησούς απάντησε: «Δεν υπάρχει επί δώδεκα ώρες το φως της ημέρας; Αν κανείς
περπατάει στο φως της ημέρας, δεν σκοντάφτει, επειδή βλέπει το φως αυτού
του κόσμου. 10
Αλλά αν κανείς περπατάει τη νύχτα, σκοντάφτει, επειδή το φως δεν είναι σε
αυτόν».
11
Είπε αυτά τα πράγματα, και έπειτα από αυτό τους είπε: «Ο Λάζαρος, ο φίλος
μας, έχει κοιμηθεί, αλλά ταξιδεύω προς τα εκεί για να τον ξυπνήσω από τον
ύπνο». 12
Οι μαθητές, λοιπόν, του είπαν: «Κύριε, αν έχει κοιμηθεί, θα γίνει καλά».
13
Ο Ιησούς, ωστόσο, είχε μιλήσει για το θάνατό του. Εκείνοι, όμως, νόμισαν ότι
μιλούσε για την κοίμηση του ύπνου. 14
Τότε λοιπόν, ο Ιησούς τούς είπε ξεκάθαρα: «Ο Λάζαρος πέθανε, 15
και χαίρομαι για εσάς που δεν ήμουν εκεί, ώστε να πιστέψετε. Αλλά ας πάμε σε
αυτόν». 16
Ο Θωμάς, λοιπόν, που αποκαλούνταν Δίδυμος, είπε στους άλλους μαθητές: «Ας
πάμε και εμείς για να πεθάνουμε μαζί του».
17
Όταν έφτασε ο Ιησούς, τον βρήκε να είναι ήδη τέσσερις ημέρες στο μνημείο.
18
Η Βηθανία ήταν κοντά στην Ιερουσαλήμ, σε απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων.
19
Γι’ αυτό, πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν έρθει στη Μάρθα και στη Μαρία να
τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους.
20
Η Μάρθα, λοιπόν, όταν άκουσε ότι ερχόταν ο Ιησούς, τον προϋπάντησε· αλλά η
Μαρία καθόταν στο σπίτι.
21
Και η Μάρθα είπε στον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε
πεθάνει.
22
Και τώρα, όμως, γνωρίζω ότι όσα και αν ζητήσεις από τον Θεό, ο Θεός θα σου
τα δώσει».
23
Ο Ιησούς τής είπε: «Ο αδελφός σου θα εγερθεί».
24
Η Μάρθα τού είπε: «Ξέρω ότι θα εγερθεί στην ανάσταση, την τελευταία ημέρα».
25
Ο Ιησούς τής είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Αυτός που ασκεί πίστη
σε εμένα, ακόμη και αν πεθάνει, θα έρθει στη ζωή·
26
και όποιος ζει και ασκεί πίστη σε εμένα δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ. Το
πιστεύεις αυτό;»
27
Αυτή του είπε: «Ναι, Κύριε· έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Γιος του
Θεού, Αυτός που έρχεται στον κόσμο».
28
Και αφού το είπε αυτό, έφυγε και φώναξε τη Μαρία την αδελφή της, λέγοντας
κρυφά: «Ο Δάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει».
29
Εκείνη, όταν το άκουσε αυτό, σηκώθηκε γρήγορα και πήγαινε να τον συναντήσει.
30
Ο Ιησούς δεν είχε έρθει ακόμη στο χωριό, αλλά εξακολουθούσε να είναι στο
μέρος όπου τον συνάντησε η Μάρθα.
31
Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, που ήταν μαζί της στο σπίτι και την παρηγορούσαν,
μόλις είδαν τη Μαρία να σηκώνεται γρήγορα και να βγαίνει έξω, την
ακολούθησαν, υποθέτοντας ότι πήγαινε στο μνημείο για να κλάψει εκεί.
32
Η δε Μαρία, όταν έφτασε εκεί που ήταν ο Ιησούς και τον είδε, έπεσε στα πόδια
του, λέγοντάς του: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε
πεθάνει».
33
Όταν την είδε ο Ιησούς να κλαίει και τους Ιουδαίους που ήρθαν μαζί της να
κλαίνε, στέναξε στο πνεύμα και ταράχτηκε·
34
και είπε: «Πού τον έχετε βάλει;» Εκείνοι του είπαν: «Κύριε, έλα και δες».
35
Ο Ιησούς δάκρυσε.
36
Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι: «Δείτε τι στοργή ένιωθε για αυτόν!»
37
Αλλά μερικοί από αυτούς είπαν: «Δεν μπορούσε αυτός που άνοιξε τα μάτια του
τυφλού να αποτρέψει το θάνατο αυτού του ανθρώπου;»
38
Ο δε Ιησούς, αφού στέναξε και πάλι μέσα του, ήρθε στο μνημείο. Αυτό ήταν,
στην πραγματικότητα, μια σπηλιά, και μια πέτρα ήταν τοποθετημένη στην
είσοδό του.
39
Ο Ιησούς είπε: «Μετακινήστε την πέτρα». Η Μάρθα, η αδελφή του πεθαμένου,
του είπε: «Κύριε, τώρα πια θα πρέπει να μυρίζει, γιατί πάνε τέσσερις
ημέρες».
40
Ο Ιησούς τής είπε: «Δεν σου είπα ότι αν πιστέψεις θα δεις τη δόξα του
Θεού;»
41
Έτσι λοιπόν, μετακίνησαν την πέτρα. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια του προς
τον ουρανό και είπε: «Πατέρα, σε ευχαριστώ που με άκουσες.
42
Εγώ ήξερα ότι πάντοτε με ακούς· αλλά για χάρη του πλήθους που στέκεται
τριγύρω μίλησα, ώστε να πιστέψουν ότι εσύ με απέστειλες».
43
Και αφού τα είπε αυτά, κραύγασε με δυνατή φωνή: «Λάζαρε, έλα έξω!»
44
Ο άνθρωπος που πριν ήταν νεκρός βγήκε έξω έχοντας τα πόδια και τα χέρια του
δεμένα με περικαλύμματα, και το πρόσωπό του ήταν περιτυλιγμένο με ένα πανί.
Ο Ιησούς τούς είπε: «Λύστε τον και αφήστε τον να περπατήσει».
45
Έτσι λοιπόν, πολλοί από τους Ιουδαίους που είχαν έρθει στη Μαρία και που
είδαν τι έκανε έθεσαν πίστη σε αυτόν·
46
μερικοί, όμως, από αυτούς πήγαν στους Φαρισαίους και τους είπαν αυτά που
έκανε ο Ιησούς.
47
Γι’ αυτό, οι πρωθιερείς και οι Φαρισαίοι συγκέντρωσαν το Σάνχεδριν και
άρχισαν να λένε: «Τι θα κάνουμε; Διότι αυτός ο άνθρωπος εκτελεί πολλά
σημεία.
48
Αν τον αφήσουμε έτσι, όλοι θα πιστέψουν σε αυτόν, και θα έρθουν οι Ρωμαίοι
και θα μας πάρουν και τον τόπο και το έθνος».
49
Αλλά κάποιος από αυτούς, ο Καϊάφας, που ήταν αρχιερέας εκείνο το έτος, τους
είπε: «Δεν ξέρετε τίποτα απολύτως,
50
και δεν καταλαβαίνετε ότι σας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη
του λαού και όχι να καταστραφεί ολόκληρο το έθνος».
51
Αυτό, όμως, δεν το είπε από δική του επινόηση· αλλά επειδή ήταν αρχιερέας
εκείνο το έτος, προφήτευσε ότι ο Ιησούς έμελλε να πεθάνει για το έθνος,
52
και όχι μόνο για το έθνος, αλλά και για να συγκεντρώσει τα διασκορπισμένα
παιδιά του Θεού σε ένα.
53
Από εκείνη την ημέρα, λοιπόν, συνεννοήθηκαν να τον σκοτώσουν.
54
Γι’ αυτό, ο Ιησούς δεν περπατούσε πια δημόσια ανάμεσα στους Ιουδαίους,
αλλά έφυγε από εκεί και πήγε στην ύπαιθρο κοντά στην έρημο, σε μια πόλη που
ονομάζεται Εφραΐμ, και παρέμεινε εκεί με τους μαθητές.
55
Πλησίαζε δε το πάσχα των Ιουδαίων, και πολλοί ανέβηκαν από την ύπαιθρο στην
Ιερουσαλήμ πριν από το πάσχα για να καθαριστούν τελετουργικά.
56
Άρχισαν, λοιπόν, να αναζητούν τον Ιησού και έλεγαν ο ένας στον άλλον καθώς
στέκονταν τριγύρω στο ναό: «Ποια είναι η γνώμη σας; Ότι δεν θα έρθει καθόλου
στη γιορτή;»
57
Οι πρωθιερείς δε και οι Φαρισαίοι είχαν δώσει εντολές, αν κανείς μάθαινε πού
ήταν, να το φανερώσει για να τον πιάσουν.
12
Ο Ιησούς, λοιπόν, έξι ημέρες πριν από το πάσχα, έφτασε στη Βηθανία, όπου
ήταν ο Λάζαρος τον οποίο είχε εγείρει από τους νεκρούς ο Ιησούς.
2
Εκεί παρέθεσαν δείπνο για αυτόν και η Μάρθα διακονούσε, ο δε Λάζαρος ήταν
ένας από εκείνους που πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι με αυτόν.
3
Η Μαρία, λοιπόν, πήρε μία λίτρα αρωματικό λάδι, γνήσιο νάρδο, πολύ ακριβό,
και άλειψε τα πόδια του Ιησού και σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της.
Το σπίτι γέμισε με τη μυρωδιά του αρωματικού λαδιού.
4
Αλλά ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, ο οποίος επρόκειτο
να τον προδώσει, είπε:
5
«Γιατί να μην είχε πουληθεί αυτό το αρωματικό λάδι τριακόσια δηνάρια και να
μην είχε δοθεί στους φτωχούς;»
6
Το είπε όμως αυτό, όχι επειδή ενδιαφερόταν για τους φτωχούς, αλλά επειδή
ήταν κλέφτης και είχε το κουτί με τα χρήματα και έπαιρνε τα χρήματα που
έβαζαν σε αυτό.
7
Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε: «Άφησέ την, ώστε να τηρήσει αυτή τη συνήθεια ενόψει
της ημέρας της ταφής μου.
8
Τους φτωχούς άλλωστε τους έχετε πάντοτε μαζί σας, εμένα όμως δεν θα με
έχετε πάντοτε».
9
Και ένα μεγάλο πλήθος από τους Ιουδαίους έμαθαν ότι αυτός ήταν εκεί και
ήρθαν, όχι λόγω του Ιησού μόνο, αλλά και για να δουν τον Λάζαρο, τον οποίο
είχε εγείρει από τους νεκρούς. 10
Οι πρωθιερείς, λοιπόν, συνεννοήθηκαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο,
11
επειδή εξαιτίας του πολλοί από τους Ιουδαίους πήγαιναν εκεί και έθεταν πίστη
στον Ιησού.
12
Την επόμενη ημέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει στη γιορτή, μόλις άκουσαν
ότι ο Ιησούς ερχόταν στην Ιερουσαλήμ, 13
πήραν κλαδιά από φοίνικες και βγήκαν να τον συναντήσουν. Και άρχισαν να
φωνάζουν: «Σώσε, σε ικετεύουμε! Ευλογημένος αυτός που έρχεται στο όνομα
του Ιεχωβά, ο βασιλιάς του Ισραήλ!» 14
Όταν δε ο Ιησούς βρήκε ένα γαϊδουράκι, κάθησε πάνω του, όπως είναι
γραμμένο: 15
«Μη φοβάσαι, κόρη της Σιών. Δες! Ο βασιλιάς σου έρχεται, καθισμένος σε
πουλάρι γαϊδουριού». 16
Αυτά οι μαθητές του δεν τα κατάλαβαν στην αρχή, όταν όμως ο Ιησούς
δοξάστηκε, τότε θυμήθηκαν ότι αυτά ήταν γραμμένα σχετικά με αυτόν και ότι
αυτά του έκαναν.
17
Το πλήθος, λοιπόν, που ήταν μαζί του όταν φώναξε τον Λάζαρο να βγει από το
μνημείο και τον ήγειρε από τους νεκρούς έδινε μαρτυρία.
18
Γι’ αυτό και τον συνάντησε το πλήθος, επειδή άκουσαν ότι είχε εκτελέσει αυτό
το σημείο. 19
Έτσι λοιπόν, οι Φαρισαίοι είπαν μεταξύ τους: «Βλέπετε ότι δεν πετυχαίνετε
τίποτα απολύτως. Δείτε! Ο κόσμος τον έχει ακολουθήσει».
20
Υπήρχαν δε μερικοί Έλληνες ανάμεσα σε εκείνους που ανέβηκαν για να
προσφέρουν λατρεία στη διάρκεια της γιορτής.
21
Αυτοί, λοιπόν, πλησίασαν τον Φίλιππο, που ήταν από τη Βηθσαϊδά της
Γαλιλαίας, και άρχισαν να τον παρακαλούν, λέγοντας: «Θέλουμε να δούμε τον
Ιησού, κύριε».
22
Ο Φίλιππος ήρθε και το είπε στον Ανδρέα. Ο Ανδρέας και ο Φίλιππος ήρθαν και
το είπαν στον Ιησού.
23
Ο Ιησούς όμως τους αποκρίθηκε, λέγοντας: «Ήρθε η ώρα να δοξαστεί ο Γιος του
ανθρώπου.
24
Αληθινά, αληθινά σας λέω: Αν ο κόκκος του σιταριού δεν πέσει στο έδαφος και
δεν πεθάνει, παραμένει ένας μόνο κόκκος· αλλά αν πεθάνει, τότε κάνει πολύ
καρπό.
25
Αυτός που τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για την ψυχή του την καταστρέφει, αλλά
αυτός που μισεί την ψυχή του σε αυτόν τον κόσμο θα τη διαφυλάξει για αιώνια
ζωή.
26
Αν κανείς θέλει να με διακονεί, ας με ακολουθεί, και όπου είμαι εγώ εκεί θα
είναι και ο διάκονός μου. Αν κανείς θέλει να με διακονεί, ο Πατέρας θα τον
τιμήσει.
27
Τώρα η ψυχή μου είναι ταραγμένη, και τι να πω; Πατέρα, σώσε με από αυτή την
ώρα. Εντούτοις, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχω έρθει σε αυτή την
ώρα.
28
Πατέρα, δόξασε το όνομά σου». Ήρθε τότε φωνή από τον ουρανό: «Και το δόξασα
και πάλι θα το δοξάσω».
29
Το πλήθος, λοιπόν, που στεκόταν τριγύρω και το άκουσε αυτό έλεγε ότι είχε
γίνει βροντή. Άλλοι έλεγαν: «Άγγελος του μίλησε».
30
Απαντώντας ο Ιησούς είπε: «Αυτή η φωνή ακούστηκε, όχι για εμένα, αλλά για
εσάς.
31
Τώρα γίνεται κρίση αυτού του κόσμου· τώρα ο άρχοντας αυτού του κόσμου θα
ριχτεί έξω.
32
Και εντούτοις εγώ, αν υψωθώ από τη γη, θα ελκύσω κάθε είδους ανθρώπους σε
εμένα».
33
Αυτό στην πραγματικότητα το έλεγε για να υποδηλώσει με τι είδους θάνατο
επρόκειτο να πεθάνει.
34
Τότε το πλήθος τού απάντησε: «Εμείς ακούσαμε από το Νόμο ότι ο Χριστός
παραμένει για πάντα· και πώς γίνεται να λες εσύ ότι ο Γιος του ανθρώπου
πρέπει να υψωθεί; Ποιος είναι αυτός ο Γιος του ανθρώπου;»
35
Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε: «Το φως θα είναι ανάμεσά σας λίγο ακόμη. Να
περπατάτε ενόσω έχετε το φως, ώστε σκοτάδι να μην υπερισχύσει εναντίον σας·
και αυτός που περπατάει στο σκοτάδι δεν ξέρει πού πηγαίνει.
36
Ενόσω έχετε το φως, να ασκείτε πίστη στο φως, για να γίνετε γιοι φωτός».
Ο Ιησούς είπε
αυτά τα πράγματα και έφυγε και κρύφτηκε από αυτούς.
37
Μολονότι, όμως, είχε εκτελέσει τόσο πολλά σημεία μπροστά τους, δεν έθεταν
πίστη σε αυτόν,
38
για να εκπληρωθεί ο λόγος του Ησαΐα του προφήτη τον οποίο είπε: «Ιεχωβά,
ποιος έχει θέσει πίστη σε αυτό που ακούστηκε από εμάς; Και ο βραχίονας του
Ιεχωβά σε ποιον έχει αποκαλυφτεί;»
39
Ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσαν να πιστέψουν είναι ότι πάλι ο Ησαΐας
είπε:
40
«Έχει τυφλώσει τα μάτια τους και έχει κάνει την καρδιά τους σκληρή, ώστε να
μη δουν με τα μάτια τους και συλλάβουν το νόημα με την καρδιά τους και
μεταστραφούν και τους γιατρέψω». 41
Ο Ησαΐας τα είπε αυτά επειδή είδε τη δόξα του και μίλησε για αυτόν.
42
Παρ’ όλα αυτά, πολλοί ακόμη και από τους άρχοντες έθεσαν πράγματι πίστη σε
αυτόν, αλλά εξαιτίας των Φαρισαίων δεν τον ομολογούσαν, για να μην
αποβληθούν από τη συναγωγή·
43
διότι αγάπησαν τη δόξα των ανθρώπων πιο πολύ και από τη δόξα του Θεού.
44
Ωστόσο, ο Ιησούς φώναξε και είπε: «Αυτός που πιστεύει σε εμένα πιστεύει, όχι
μόνο σε εμένα, αλλά και σε εκείνον που με έστειλε·
45
και αυτός που βλέπει εμένα βλέπει και εκείνον που με έστειλε.
46
Εγώ έχω έρθει ως φως στον κόσμο, ώστε όποιος πιστεύει σε εμένα να μην
παραμείνει στο σκοτάδι.
47
Αλλά αν κανείς ακούει τα λόγια μου και δεν τα τηρεί, εγώ δεν τον κρίνω·
διότι ήρθα, όχι για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο.
48
Αυτός που αδιαφορεί για εμένα και δεν δέχεται τα λόγια μου έχει κάποιον να
τον κρίνει. Ο λόγος τον οποίο έχω πει είναι εκείνος που θα τον κρίνει την
τελευταία ημέρα·
49
επειδή δεν έχω μιλήσει από δική μου παρόρμηση, αλλά ο Πατέρας που με
έστειλε, αυτός μου έχει δώσει εντολή ως προς το τι να πω και σχετικά με τι
να μιλήσω.
50
Και γνωρίζω ότι η εντολή του σημαίνει αιώνια ζωή. Αυτά, λοιπόν, που εγώ
λέω, όπως μου τα έχει πει ο Πατέρας, έτσι τα λέω».
13
Πριν από τη γιορτή του πάσχα, επειδή γνώριζε ότι είχε έρθει η ώρα του να
αποχωρήσει από αυτόν τον κόσμο και να πάει στον Πατέρα, ο Ιησούς, έχοντας
αγαπήσει τους δικούς του που ήταν στον κόσμο, τους αγάπησε ως το τέλος.
2
Καθώς, λοιπόν, το δείπνο συνεχιζόταν και ο Διάβολος είχε ήδη βάλει στην
καρδιά του Ιούδα του Ισκαριώτη, του γιου του Σίμωνα, να τον προδώσει,
3
αυτός, γνωρίζοντας ότι ο Πατέρας είχε δώσει τα πάντα στα χέρια του και ότι
ήρθε από τον Θεό και πήγαινε στον Θεό,
4
σηκώθηκε από το δείπνο και έβαλε στην άκρη τα εξωτερικά του ενδύματα. Και
παίρνοντας μια πετσέτα, περιζώστηκε.
5
Έπειτα έβαλε νερό μέσα σε μια λεκάνη και άρχισε να πλένει τα πόδια των
μαθητών και να τα σκουπίζει με την πετσέτα με την οποία ήταν περιζωσμένος.
6
Ήρθε, λοιπόν, στον Σίμωνα Πέτρο. Αυτός του είπε: «Κύριε, εσύ πλένεις τα
πόδια μου;»
7
Απαντώντας ο Ιησούς τού είπε: «Αυτό που κάνω εγώ εσύ δεν το καταλαβαίνεις
προς το παρόν αλλά θα το καταλάβεις έπειτα από αυτά τα πράγματα».
8
Ο Πέτρος τού είπε: «Ποτέ δεν πρόκειται να πλύνεις τα πόδια μου». Ο Ιησούς
τού απάντησε: «Αν δεν σε πλύνω, δεν έχεις μέρος μαζί μου».
9
Ο Σίμων Πέτρος τού είπε: «Κύριε, όχι τα πόδια μου μόνο, αλλά και τα χέρια
μου και το κεφάλι μου». 10
Ο Ιησούς τού είπε: «Αυτός που έχει λουστεί δεν έχει ανάγκη παρά να του
πλύνουν τα πόδια, αλλά είναι ολόκληρος καθαρός. Και εσείς είστε καθαροί,
αλλά όχι όλοι». 11
Ήξερε βέβαια αυτόν που θα τον πρόδιδε. Γι’ αυτό είπε: «Δεν είστε όλοι
καθαροί».
12
Αφού, λοιπόν, έπλυνε τα πόδια τους και φόρεσε τα εξωτερικά του ενδύματα και
ξάπλωσε ξανά μπροστά στο τραπέζι, τους είπε: «Ξέρετε τι έκανα σε εσάς;
13
Εσείς με αποκαλείτε “Δάσκαλο” και “Κύριο”, και μιλάτε σωστά, γιατί είμαι.
14
Αν λοιπόν εγώ, μολονότι είμαι Κύριος και Δάσκαλος, έπλυνα τα πόδια σας, και
εσείς οφείλετε να πλένετε ο ένας τα πόδια του άλλου.
15
Διότι έθεσα το υπόδειγμα για εσάς, ώστε, όπως έκανα εγώ σε εσάς, να κάνετε
και εσείς. 16
Αληθινά, αληθινά σας λέω: Ο δούλος δεν είναι μεγαλύτερος από τον κύριό του
ούτε είναι ο απεσταλμένος μεγαλύτερος από εκείνον που τον έστειλε.
17
Αν γνωρίζετε αυτά τα πράγματα, ευτυχισμένοι είστε αν τα εκτελείτε.
18
Δεν μιλώ για όλους εσάς· γνωρίζω αυτούς που έχω εκλέξει. Αλλά αυτό είναι
για να εκπληρωθεί η Γραφή: “Αυτός που έτρωγε το ψωμί μου σήκωσε τη φτέρνα
του εναντίον μου”. 19
Από αυτή τη στιγμή σάς το λέω πριν συμβεί, ώστε όταν συμβεί να πιστέψετε
ότι εγώ είμαι αυτός.
20
Αληθινά, αληθινά σας λέω: Αυτός που δέχεται όποιον στείλω, δέχεται και
εμένα. Και αυτός που δέχεται εμένα, δέχεται και εκείνον που με έστειλε».
21
Αφού τα είπε αυτά, ο Ιησούς ταράχτηκε στο πνεύμα και έδωσε μαρτυρία και
είπε: «Αληθινά, αληθινά σας λέω: Ένας από εσάς θα με προδώσει».
22
Οι μαθητές άρχισαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, απορώντας για ποιον το
έλεγε.
23
Μπροστά στον κόλπο του Ιησού ήταν πλαγιασμένος ένας από τους μαθητές του τον
οποίο αγαπούσε ο Ιησούς.
24
Ο Σίμων Πέτρος, λοιπόν, έγνεψε σε αυτόν και του είπε: «Πες ποιος είναι αυτός
για τον οποίο το λέει».
25
Και εκείνος έγειρε πάνω στο στήθος του Ιησού και του είπε: «Κύριε, ποιος
είναι;»
26
Ο Ιησούς, λοιπόν, απάντησε: «Είναι εκείνος στον οποίο θα δώσω την μπουκιά
που θα βουτήξω». Και αφού βούτηξε την μπουκιά, την πήρε και την έδωσε στον
Ιούδα, το γιο του Σίμωνα του Ισκαριώτη.
27
Και τότε, μετά την μπουκιά, μπήκε ο Σατανάς σε εκείνον. Του είπε, λοιπόν, ο
Ιησούς: «Ό,τι κάνεις κάνε το πιο γρήγορα».
28
Ωστόσο, κανείς από εκείνους που πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι δεν ήξερε για
ποιο σκοπό τού το είπε αυτό.
29
Μερικοί μάλιστα νόμιζαν ότι, εφόσον ο Ιούδας κρατούσε το κουτί με τα
χρήματα, ο Ιησούς τού έλεγε: «Αγόρασε αυτά που χρειαζόμαστε για τη γιορτή»,
ή ότι θα έπρεπε να δώσει κάτι στους φτωχούς.
30
Αφού, λοιπόν, πήρε την μπουκιά, εκείνος βγήκε αμέσως έξω. Και ήταν νύχτα.
31
Και αφού βγήκε έξω, ο Ιησούς είπε: «Τώρα ο Γιος του ανθρώπου δοξάζεται, και
ο Θεός δοξάζεται σε σχέση με αυτόν.
32
Και ο Θεός θα τον δοξάσει ο ίδιος, και θα τον δοξάσει αμέσως.
33
Παιδάκια μου, είμαι μαζί σας λίγο ακόμη. Θα με αναζητήσετε· και όπως είπα
στους Ιουδαίους: “Εκεί που πηγαίνω εγώ εσείς δεν μπορείτε να έρθετε”, λέω
και σε εσάς προς το παρόν.
34
Σας δίνω μια καινούρια εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον· όπως εγώ σας
αγάπησα, να αγαπάτε και εσείς ο ένας τον άλλον.
35
Από αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ
σας».
36
Ο Σίμων Πέτρος τού είπε: «Κύριε, πού πηγαίνεις;» Ο Ιησούς απάντησε: «Εκεί
που πηγαίνω δεν μπορείς να με ακολουθήσεις τώρα, αλλά θα ακολουθήσεις
ύστερα».
37
Ο Πέτρος τού είπε: «Κύριε, γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω προς το παρόν;
Την ψυχή μου θα παραδώσω για χάρη σου».
38
Ο Ιησούς απάντησε: «Την ψυχή σου θα παραδώσεις για χάρη μου; Αληθινά,
αληθινά σου λέω: Δεν πρόκειται να λαλήσει πετεινός ώσπου να με απαρνηθείς
τρεις φορές».
14
«Ας μην ταράζεται
η καρδιά σας. Να ασκείτε πίστη στον Θεό, να ασκείτε πίστη και σε εμένα.
2
Στο σπίτι του Πατέρα μου υπάρχουν πολλές κατοικίες. Αλλιώς θα σας το έλεγα,
επειδή πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο.
3
Επίσης, αν πάω και σας ετοιμάσω τόπο, έρχομαι ξανά και θα σας πάρω κοντά
μου, ώστε εκεί που είμαι εγώ να είστε και εσείς.
4
Και εκεί που πηγαίνω εγώ ξέρετε την οδό».
5
Ο Θωμάς τού είπε: «Κύριε, δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις. Πώς ξέρουμε την οδό;»
6
Ο Ιησούς τού είπε: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν
έρχεται στον Πατέρα παρά μόνο μέσω εμού.
7
Αν με γνωρίζατε, θα γνωρίζατε και τον Πατέρα μου· από αυτή τη στιγμή τον
γνωρίζετε και τον έχετε δει».
8
Ο Φίλιππος του είπε: «Κύριε, δείξε μας τον Πατέρα, και αυτό μας αρκεί».
9
Ο Ιησούς τού είπε: «Είμαι μαζί σας τόσον καιρό, και δεν με έχεις γνωρίσει,
Φίλιππε; Αυτός που έχει δει εμένα έχει δει και τον Πατέρα. Πώς γίνεται να
λες: “Δείξε μας τον Πατέρα”; 10
Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι σε ενότητα με τον Πατέρα και ο Πατέρας είναι σε
ενότητα με εμένα; Αυτά που σας λέω δεν τα λέω από δική μου επινόηση· αλλά ο
Πατέρας που παραμένει σε ενότητα με εμένα κάνει τα έργα του.
11
Πιστέψτε με ότι εγώ είμαι σε ενότητα με τον Πατέρα και ο Πατέρας είναι σε
ενότητα με εμένα· αλλιώς, πιστέψτε λόγω των ίδιων των έργων.
12
Αληθινά, αληθινά σας λέω: Αυτός που ασκεί πίστη σε εμένα, και εκείνος επίσης
θα κάνει τα έργα που κάνω εγώ· και θα κάνει έργα μεγαλύτερα από αυτά,
επειδή εγώ πηγαίνω στον Πατέρα. 13
Επίσης, ό,τι και αν ζητήσετε στο όνομά μου θα το κάνω, ώστε να δοξαστεί ο
Πατέρας σε σχέση με τον Γιο. 14
Οτιδήποτε ζητήσετε στο όνομά μου θα το κάνω.
15
»Αν με αγαπάτε, θα τηρείτε τις εντολές μου·
16
και εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα και θα σας δώσει έναν άλλον βοηθό για να
είναι μαζί σας για πάντα, 17
το πνεύμα της αλήθειας, το οποίο ο κόσμος δεν μπορεί να λάβει, επειδή ούτε
το βλέπει ούτε το γνωρίζει. Εσείς το γνωρίζετε, επειδή παραμένει μαζί σας
και είναι μέσα σας. 18
Δεν θα σας αφήσω ορφανούς. Έρχομαι σε εσάς.
19
Λίγο ακόμη και ο κόσμος δεν θα με βλέπει πια, εσείς όμως θα με βλέπετε,
επειδή εγώ ζω και εσείς θα ζείτε.
20
Εκείνη την ημέρα θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι σε ενότητα με τον Πατέρα μου και
εσείς είστε σε ενότητα με εμένα και εγώ είμαι σε ενότητα με εσάς.
21
Αυτός που έχει τις εντολές μου και τις τηρεί, εκείνος είναι που με αγαπάει.
Και εκείνος που με αγαπάει θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου, και εγώ θα τον
αγαπήσω και θα του δείξω καθαρά τον εαυτό μου».
22
Ο Ιούδας, όχι ο Ισκαριώτης, του είπε: «Κύριε, τι έχει συμβεί ώστε σκοπεύεις
να δείξεις καθαρά τον εαυτό σου σε εμάς και όχι στον κόσμο;»
23
Απαντώντας ο Ιησούς τού είπε: «Αν κανείς με αγαπάει, θα τηρεί το λόγο μου,
και ο Πατέρας μου θα τον αγαπάει, και θα έρθουμε σε αυτόν και θα
κατοικήσουμε μαζί του.
24
Αυτός που δεν με αγαπάει δεν τηρεί τα λόγια μου· και ο λόγος τον οποίο
ακούτε δεν είναι δικός μου αλλά του Πατέρα που με έστειλε.
25
»Όσο έμενα μαζί σας, σας είπα αυτά τα πράγματα.
26
Αλλά ο βοηθός, το άγιο πνεύμα, το οποίο θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου,
εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα και θα επαναφέρει στη μνήμη σας όλα όσα σας
είπα.
27
Σας αφήνω ειρήνη, σας δίνω την ειρήνη μου. Δεν σας τη δίνω όπως τη δίνει ο
κόσμος. Ας μην ταράζεται η καρδιά σας και ας μη σφίγγεται από φόβο.
28
Ακούσατε ότι σας είπα: Φεύγω και έρχομαι πίσω σε εσάς. Αν με αγαπούσατε, θα
χαιρόσασταν που πηγαίνω στον Πατέρα, επειδή ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος από
εμένα.
29
Τώρα λοιπόν, σας το έχω πει προτού συμβεί, ώστε όταν συμβεί, να πιστέψετε.
30
Δεν θα μιλήσω πια πολύ μαζί σας, γιατί έρχεται ο άρχοντας του κόσμου. Και
δεν έχει καμιά επιρροή πάνω μου·
31
αλλά για να γνωρίσει ο κόσμος ότι αγαπώ τον Πατέρα, κάνω έτσι ακριβώς, όπως
μου έδωσε ο Πατέρας εντολή να κάνω. Σηκωθείτε, ας φύγουμε από εδώ.
15
»Εγώ είμαι το αληθινό κλήμα και ο Πατέρας μου είναι ο καλλιεργητής.
2
Κάθε κλαδί σε εμένα που δεν κάνει καρπό το αφαιρεί, και το καθένα που κάνει
καρπό το καθαρίζει για να κάνει περισσότερο καρπό.
3
Εσείς είστε ήδη καθαροί χάρη στο λόγο που σας έχω πει.
4
Παραμείνετε σε ενότητα με εμένα, και εγώ σε ενότητα με εσάς. Όπως το κλαδί
δεν μπορεί να κάνει καρπό από μόνο του αν δεν παραμείνει στο κλήμα, έτσι
ούτε εσείς μπορείτε αν δεν παραμένετε σε ενότητα με εμένα.
5
Εγώ είμαι το κλήμα, εσείς είστε τα κλαδιά. Αυτός που παραμένει σε ενότητα με
εμένα και εγώ σε ενότητα με αυτόν, αυτός κάνει πολύ καρπό· επειδή χωρίς
εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα απολύτως.
6
Αν κάποιος δεν παραμένει σε ενότητα με εμένα, ρίχνεται έξω σαν κλαδί και
ξεραίνεται· και αυτά τα κλαδιά τα μαζεύουν και τα πετούν στη φωτιά και
καίγονται.
7
Αν παραμείνετε σε ενότητα με εμένα και τα λόγια μου παραμείνουν σε εσάς,
ζητήστε οτιδήποτε θέλετε και θα γίνει για εσάς.
8
Με αυτό δοξάζεται ο Πατέρας μου, με το να κάνετε πολύ καρπό και να
αποδεικνύεστε μαθητές μου.
9
Όπως με αγάπησε ο Πατέρας και εγώ σας αγάπησα, να παραμείνετε στην αγάπη
μου. 10
Αν τηρήσετε τις εντολές μου, θα παραμείνετε στην αγάπη μου, όπως εγώ έχω
τηρήσει τις εντολές του Πατέρα και παραμένω στην αγάπη του.
11
»Αυτά σας τα έχω πει για να είναι η χαρά μου μέσα σας, και η χαρά σας να
γίνει πλήρης. 12
Αυτή είναι η εντολή μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον όπως εγώ σας έχω
αγαπήσει. 13
Κανείς δεν έχει αγάπη μεγαλύτερη από αυτήν, από το να παραδώσει την ψυχή του
για χάρη των φίλων του. 14
Εσείς είστε φίλοι μου αν εκτελείτε τις εντολές που σας δίνω.
15
Δεν σας αποκαλώ πια δούλους, επειδή ο δούλος δεν γνωρίζει τι κάνει ο κύριός
του. Αλλά σας αποκάλεσα φίλους, επειδή όλα όσα έχω ακούσει από τον Πατέρα
μου σας τα έχω γνωστοποιήσει. 16
Δεν εκλέξατε εσείς εμένα, αλλά εγώ εξέλεξα εσάς και σας διόρισα για να
προχωρείτε και να κάνετε καρπό και να παραμένει ο καρπός σας, ώστε ό,τι και
αν ζητήσετε από τον Πατέρα στο όνομά μου να σας το δώσει.
17
»Αυτές τις εντολές σάς τις δίνω για να αγαπάτε ο ένας τον άλλον.
18
Αν ο κόσμος σάς μισεί, ξέρετε ότι μίσησε εμένα πριν από εσάς.
19
Αν ήσασταν μέρος του κόσμου, ο κόσμος θα έτρεφε συμπάθεια για αυτό που είναι
δικό του. Επειδή, λοιπόν, δεν είστε μέρος του κόσμου, αλλά εγώ σας έχω
εκλέξει και ξεχωρίσει από τον κόσμο, γι’ αυτό σας μισεί ο κόσμος.
20
Να θυμάστε το λόγο που σας είπα: Ο δούλος δεν είναι μεγαλύτερος από τον
κύριό του. Αν επέφεραν διωγμό σε εμένα, και σε εσάς θα επιφέρουν διωγμό· αν
τήρησαν το λόγο μου, και το δικό σας θα τηρήσουν.
21
Αλλά όλα αυτά θα τα κάνουν εναντίον σας λόγω του ονόματός μου, επειδή δεν
γνωρίζουν αυτόν που με έστειλε.
22
Αν δεν είχα έρθει και δεν τους είχα μιλήσει, δεν θα είχαν αμαρτία· τώρα,
όμως, δεν έχουν δικαιολογία για την αμαρτία τους.
23
Αυτός που μισεί εμένα μισεί και τον Πατέρα μου.
24
Αν δεν είχα κάνει ανάμεσά τους τα έργα που κανένας άλλος δεν έκανε, δεν θα
είχαν αμαρτία· τώρα, όμως, και είδαν και μίσησαν εμένα καθώς και τον Πατέρα
μου.
25
Αλλά αυτό είναι για να εκπληρωθεί ο λόγος που είναι γραμμένος στο Νόμο τους:
“Με μίσησαν χωρίς αιτία”.
26
Όταν έρθει ο βοηθός τον οποίο θα σας στείλω από τον Πατέρα, το πνεύμα της
αλήθειας, το οποίο προέρχεται από τον Πατέρα, εκείνος θα δώσει μαρτυρία για
εμένα·
27
και εσείς, κατόπιν, θα δώσετε μαρτυρία, επειδή είστε μαζί μου από τότε που
άρχισα.
16
»Σας τα είπα αυτά
για να μη σκανδαλιστείτε.
2
Οι άνθρωποι θα σας αποβάλουν από τη συναγωγή. Μάλιστα έρχεται η ώρα που
όποιος σας σκοτώσει θα νομίζει ότι έχει προσφέρει ιερή υπηρεσία στον Θεό.
3
Αλλά θα τα κάνουν αυτά επειδή δεν έχουν γνωρίσει ούτε τον Πατέρα ούτε
εμένα.
4
Εντούτοις, σας τα είπα αυτά ώστε, όταν έρθει η ώρα για αυτά, να θυμηθείτε
ότι εγώ σας τα είχα πει.
»Αυτά, ωστόσο,
δεν σας τα είπα στην αρχή, επειδή ήμουν μαζί σας.
5
Τώρα όμως πηγαίνω σε αυτόν που με έστειλε, και εντούτοις κανείς σας δεν με
ρωτάει: “Πού πηγαίνεις;”
6
Αλλά επειδή σας τα έχω πει αυτά, λύπη έχει γεμίσει την καρδιά σας.
7
Παρ’ όλα αυτά, σας λέω την αλήθεια: Είναι προς όφελός σας που εγώ φεύγω.
Διότι αν δεν φύγω, ο βοηθός δεν πρόκειται να έρθει σε εσάς· αν φύγω όμως,
θα σας τον στείλω.
8
Και όταν έρθει εκείνος, θα δώσει στον κόσμο πειστικές αποδείξεις σχετικά με
την αμαρτία και σχετικά με τη δικαιοσύνη και σχετικά με την κρίση:
9
πρώτα σχετικά με την αμαρτία, επειδή δεν ασκούν πίστη σε εμένα·
10
κατόπιν σχετικά με τη δικαιοσύνη, επειδή πηγαίνω στον Πατέρα και δεν θα με
βλέπετε πια· 11
και έπειτα σχετικά με την κρίση, επειδή ο άρχοντας αυτού του κόσμου έχει
κριθεί.
12
»Έχω πολλά ακόμη να σας πω, αλλά δεν μπορείτε να τα αντέξετε προς το παρόν.
13
Ωστόσο, όταν έρθει εκείνος, το πνεύμα της αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη
την αλήθεια, γιατί δεν θα μιλήσει από δική του παρόρμηση, αλλά θα πει αυτά
που ακούει και θα διακηρύξει σε εσάς τα πράγματα που πρόκειται να έρθουν.
14
Εκείνος θα με δοξάσει, επειδή θα λάβει από αυτό που είναι δικό μου και θα
το διακηρύξει σε εσάς. 15
Όλα όσα έχει ο Πατέρας είναι δικά μου. Να γιατί είπα ότι λαβαίνει από αυτό
που είναι δικό μου και το διακηρύττει σε εσάς.
16
Λίγο ακόμη και δεν θα με βλέπετε πια, και πάλι, λίγο ακόμη και θα με
δείτε».
17
Γι’ αυτό, μερικοί από τους μαθητές του είπαν ο ένας στον άλλον: «Τι σημαίνει
αυτό που μας λέει: “Λίγο ακόμη και δεν θα με βλέπετε, και πάλι, λίγο ακόμη
και θα με δείτε” και “επειδή πηγαίνω στον Πατέρα”;»
18
Έλεγαν λοιπόν: «Τι σημαίνει αυτό που λέει, “λίγο ακόμη”; Δεν ξέρουμε για
ποιο πράγμα μιλάει». 19
Ο Ιησούς κατάλαβε ότι ήθελαν να τον ρωτήσουν και τους είπε: «Ρωτάτε ο ένας
τον άλλον σχετικά με αυτό, επειδή είπα: Λίγο ακόμη και δεν θα με βλέπετε,
και πάλι, λίγο ακόμη και θα με δείτε;
20
Αληθινά, αληθινά σας λέω: Εσείς θα κλάψετε και θα θρηνήσετε, αλλά ο κόσμος
θα χαρεί· εσείς θα λυπηθείτε, αλλά η λύπη σας θα μετατραπεί σε χαρά.
21
Η γυναίκα όταν γεννάει έχει λύπη, επειδή έχει έρθει η ώρα της· όταν, όμως,
γεννήσει το παιδάκι, δεν θυμάται πια τη θλίψη λόγω της χαράς ότι γεννήθηκε
ένας άνθρωπος στον κόσμο.
22
Και εσείς, λοιπόν, τώρα μεν έχετε λύπη· αλλά θα σας δω ξανά και η καρδιά σας
θα χαρεί, και τη χαρά σας κανείς δεν θα σας την αφαιρέσει.
23
Και εκείνη την ημέρα δεν θα με ρωτήσετε τίποτα. Αληθινά, αληθινά σας λέω:
Οτιδήποτε ζητήσετε από τον Πατέρα θα σας το δώσει στο όνομά μου.
24
Μέχρι τώρα δεν έχετε ζητήσει τίποτα στο όνομά μου. Να ζητάτε και θα λάβετε,
για να γίνει η χαρά σας πλήρης.
25
»Σας τα έχω πει αυτά με παραβολές. Έρχεται η ώρα που δεν θα σας μιλήσω πια
με παραβολές, αλλά με σαφήνεια θα σας μιλήσω σχετικά με τον Πατέρα.
26
Εκείνη την ημέρα θα ζητήσετε στο όνομά μου, και δεν σας λέω ότι θα
παρακαλέσω τον Πατέρα για εσάς.
27
Διότι ο ίδιος ο Πατέρας νιώθει στοργή για εσάς, επειδή εσείς νιώσατε στοργή
για εμένα και πιστέψατε ότι εγώ εξήλθα ως εκπρόσωπος του Πατέρα.
28
Εξήλθα από τον Πατέρα και έχω έρθει στον κόσμο. Και πάλι, αφήνω τον κόσμο
και πηγαίνω στον Πατέρα».
29
Οι μαθητές του είπαν: «Δες! Τώρα μιλάς με σαφήνεια και δεν χρησιμοποιείς
καμιά παραβολή.
30
Τώρα γνωρίζουμε ότι γνωρίζεις τα πάντα και δεν έχεις ανάγκη να σε ρωτάει
κανείς. Από αυτό πιστεύουμε ότι εξήλθες από τον Θεό».
31
Ο Ιησούς τούς απάντησε: «Πιστεύετε τώρα;
32
Δείτε! Έρχεται η ώρα, και μάλιστα έχει έρθει, που θα διασκορπιστείτε ο
καθένας στο σπίτι του και θα με αφήσετε μόνο· και όμως δεν είμαι μόνος,
επειδή ο Πατέρας είναι μαζί μου.
33
Σας τα είπα αυτά ώστε μέσω εμού να έχετε ειρήνη. Στον κόσμο έχετε θλίψη,
αλλά πάρτε θάρρος! Εγώ έχω νικήσει τον κόσμο».
17
Αυτά ανέφερε ο Ιησούς και, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, είπε:
«Πατέρα, ήρθε η ώρα· δόξασε το γιο σου, ώστε ο γιος σου να σε δοξάσει,
2
καθώς του έχεις δώσει εξουσία πάνω σε κάθε σάρκα, ώστε, σε ό,τι αφορά το
σύνολο αυτών που του έχεις δώσει, να δώσει σε αυτούς αιώνια ζωή.
3
Αυτό σημαίνει αιώνια ζωή, το να αποκτούν γνώση για εσένα, τον μόνο αληθινό
Θεό, και για αυτόν που απέστειλες, τον Ιησού Χριστό.
4
Εγώ σε δόξασα στη γη, έχοντας τελειώσει το έργο που μου έδωσες να κάνω.
5
Τώρα λοιπόν, δόξασέ με εσύ, Πατέρα, δίπλα σε εσένα με τη δόξα που είχα δίπλα
σου προτού υπάρξει ο κόσμος.
6
»Φανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους που μου έδωσες από τον κόσμο. Ήταν
δικοί σου και τους έδωσες σε εμένα, και έχουν τηρήσει το λόγο σου.
7
Έχουν γνωρίσει τώρα ότι όλα όσα μου έδωσες είναι από εσένα·
8
επειδή τα λόγια που μου έδωσες τους τα έχω δώσει, και τα έχουν λάβει και
έχουν γνωρίσει σίγουρα ότι εξήλθα ως εκπρόσωπός σου, και έχουν πιστέψει ότι
εσύ με απέστειλες.
9
Εγώ για αυτούς παρακαλώ· δεν παρακαλώ για τον κόσμο, αλλά για αυτούς που
μου έχεις δώσει· επειδή είναι δικοί σου, 10
και όλα τα δικά μου είναι δικά σου και τα δικά σου είναι δικά μου, και έχω
δοξαστεί ανάμεσά τους.
11
»Και δεν είμαι πια στον κόσμο, αλλά αυτοί είναι στον κόσμο και εγώ έρχομαι
σε εσένα. Άγιε Πατέρα, φύλαξέ τους για χάρη του ονόματός σου το οποίο μου
έχεις δώσει, ώστε αυτοί να είναι ένα όπως είμαστε εμείς.
12
Όταν ήμουν μαζί τους τούς φύλαγα για χάρη του ονόματός σου το οποίο μου
έχεις δώσει· και τους διατήρησα, και κανείς από αυτούς δεν έχει καταστραφεί
εκτός από το γιο της καταστροφής, για να εκπληρωθεί η γραφή.
13
Τώρα όμως έρχομαι σε εσένα, και λέω αυτά τα πράγματα μέσα στον κόσμο για να
έχουν αυτοί μέσα τους τη χαρά μου στο πλήρες.
14
Τους έχω δώσει το λόγο σου, αλλά ο κόσμος τούς μίσησε, επειδή δεν είναι
μέρος του κόσμου, όπως εγώ δεν είμαι μέρος του κόσμου.
15
»Δεν σε παρακαλώ να τους πάρεις από τον κόσμο, αλλά να τους φυλάξεις
εξαιτίας του πονηρού. 16
Δεν είναι μέρος του κόσμου, όπως εγώ δεν είμαι μέρος του κόσμου.
17
Αγίασέ τους μέσω της αλήθειας· ο λόγος σου είναι αλήθεια.
18
Όπως απέστειλες εμένα στον κόσμο, έτσι και εγώ απέστειλα αυτούς στον κόσμο.
19
Και εγώ αγιάζω τον εαυτό μου για χάρη τους, για να είναι και αυτοί
αγιασμένοι μέσω της αλήθειας.
20
»Δεν παρακαλώ για αυτούς μόνο, αλλά και για εκείνους που θέτουν πίστη σε
εμένα μέσω του λόγου τους·
21
ώστε να είναι όλοι ένα, όπως εσύ, Πατέρα, είσαι σε ενότητα με εμένα και εγώ
είμαι σε ενότητα με εσένα, να είναι και αυτοί σε ενότητα με εμάς, ώστε να
πιστέψει ο κόσμος ότι εσύ με απέστειλες.
22
Επίσης, τους έχω δώσει τη δόξα που μου έδωσες, ώστε να είναι ένα όπως εμείς
είμαστε ένα·
23
εγώ σε ενότητα με αυτούς και εσύ σε ενότητα με εμένα, για να τελειοποιηθούν
σε ένα, ώστε ο κόσμος να γνωρίζει ότι εσύ με απέστειλες και ότι τους
αγάπησες όπως αγάπησες εμένα.
24
Πατέρα, όσο για αυτό που μου έδωσες, θέλω όπου είμαι εγώ να είναι και αυτοί
μαζί μου, για να βλέπουν τη δόξα μου την οποία μου έδωσες, επειδή με
αγάπησες πριν από τη θεμελίωση του κόσμου.
25
Δίκαιε Πατέρα, πράγματι ο κόσμος δεν σε έχει γνωρίσει· εγώ όμως σε έχω
γνωρίσει, και αυτοί έχουν γνωρίσει ότι εσύ με απέστειλες.
26
Και τους γνωστοποίησα το όνομά σου και θα το γνωστοποιήσω, ώστε η αγάπη με
την οποία με αγάπησες να είναι μέσα σε αυτούς και εγώ σε ενότητα με αυτούς».
18
Αφού τα είπε αυτά, ο Ιησούς πήγε μαζί με τους μαθητές του στην απέναντι
πλευρά του χειμάρρου Κιδρόν όπου υπήρχε ένας κήπος, στον οποίο μπήκε αυτός
και οι μαθητές του.
2
Ήξερε δε και ο Ιούδας ο προδότης του εκείνο το μέρος, επειδή ο Ιησούς είχε
συναντηθεί πολλές φορές εκεί με τους μαθητές του.
3
Γι’ αυτό, ο Ιούδας πήρε τη μονάδα των στρατιωτών και υπηρέτες από τους
πρωθιερείς και τους Φαρισαίους και ήρθε εκεί με πυρσούς και λυχνάρια και
όπλα.
4
Ο Ιησούς, λοιπόν, γνωρίζοντας όλα όσα επρόκειτο να έρθουν πάνω του, βγήκε
μπροστά και τους είπε: «Ποιον ψάχνετε;»
5
Εκείνοι του απάντησαν: «Τον Ιησού τον Ναζωραίο». Αυτός τους είπε: «Εγώ
είμαι». Ο δε Ιούδας ο προδότης του στεκόταν και εκείνος μαζί τους.
6
Ωστόσο, όταν τους είπε: «Εγώ είμαι», τραβήχτηκαν πίσω και έπεσαν στο
έδαφος.
7
Τους ρώτησε, λοιπόν, πάλι: «Ποιον ψάχνετε;» Εκείνοι είπαν: «Τον Ιησού τον
Ναζωραίο».
8
Ο Ιησούς απάντησε: «Σας είπα ότι εγώ είμαι. Αν, λοιπόν, ψάχνετε εμένα,
αφήστε αυτούς να φύγουν»·
9
για να εκπληρωθεί ο λόγος τον οποίο είπε: «Από εκείνους που μου έδωσες δεν
έχασα κανέναν».
10
Τότε ο Σίμων Πέτρος, που είχε ένα σπαθί, το τράβηξε και χτύπησε το δούλο του
αρχιερέα και του έκοψε το δεξί αφτί. Το όνομα του δούλου ήταν Μάλχος.
11
Ο Ιησούς, ωστόσο, είπε στον Πέτρο: «Βάλε το σπαθί στη θήκη του. Το ποτήρι
που μου έχει δώσει ο Πατέρας, δεν πρέπει οπωσδήποτε να το πιω;»
12
Τότε η μονάδα των στρατιωτών και ο στρατιωτικός διοικητής και οι υπηρέτες
των Ιουδαίων έπιασαν τον Ιησού και τον έδεσαν
13
και τον οδήγησαν πρώτα στον Άννα· γιατί αυτός ήταν πεθερός του Καϊάφα, ο
οποίος ήταν αρχιερέας εκείνο το έτος. 14
Ο Καϊάφας, μάλιστα, ήταν εκείνος που συμβούλεψε τους Ιουδαίους ότι τους
συνέφερε να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη του λαού.
15
Ακολουθούσε δε τον Ιησού ο Σίμων Πέτρος, καθώς και ένας άλλος μαθητής.
Εκείνος ο μαθητής ήταν γνωστός του αρχιερέα και μπήκε μαζί με τον Ιησού μέσα
στην αυλή του αρχιερέα· 16
ο Πέτρος, όμως, στεκόταν έξω στην πόρτα. Γι’ αυτό, ο άλλος μαθητής, που
ήταν γνωστός του αρχιερέα, βγήκε έξω και μίλησε στη θυρωρό και έφερε μέσα
τον Πέτρο. 17
Η υπηρέτρια, η θυρωρός, είπε τότε στον Πέτρο: «Μήπως είσαι και εσύ από τους
μαθητές αυτού του ανθρώπου;» Εκείνος είπε: «Δεν είμαι».
18
Οι δούλοι δε και οι υπηρέτες στέκονταν τριγύρω, έχοντας ανάψει ανθρακιά,
επειδή έκανε κρύο, και ζεσταίνονταν. Ο Πέτρος στεκόταν και αυτός μαζί τους
και ζεσταινόταν.
19
Ο πρωθιερέας, λοιπόν, ρώτησε τον Ιησού για τους μαθητές του και για τη
διδασκαλία του.
20
Ο Ιησούς τού απάντησε: «Εγώ έχω μιλήσει δημόσια στον κόσμο. Πάντοτε δίδασκα
σε συναγωγή και στο ναό, όπου συγκεντρώνονται όλοι οι Ιουδαίοι· και δεν
είπα τίποτα κρυφά.
21
Γιατί ρωτάς εμένα; Ρώτησε αυτούς που έχουν ακούσει τι τους είπα. Δες! Αυτοί
γνωρίζουν τι είπα».
22
Αφού τα είπε αυτά, ένας από τους υπηρέτες που στεκόταν εκεί δίπλα έδωσε στον
Ιησού ένα χαστούκι και είπε: «Έτσι απαντάς στον πρωθιερέα;»
23
Ο Ιησούς τού απάντησε: «Αν μίλησα εσφαλμένα, δώσε μαρτυρία σχετικά με το
σφάλμα· αλλά αν μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;»
24
Τότε ο Άννας τον έστειλε δεμένο στον Καϊάφα τον αρχιερέα.
25
Στο μεταξύ, ο Σίμων Πέτρος στεκόταν και ζεσταινόταν. Του είπαν λοιπόν:
«Μήπως είσαι και εσύ από τους μαθητές του;» Αυτός το αρνήθηκε και είπε: «Δεν
είμαι».
26
Ένας από τους δούλους του αρχιερέα, που ήταν συγγενής εκείνου του οποίου ο
Πέτρος έκοψε το αφτί, είπε: «Δεν σε είδα εγώ στον κήπο μαζί του;»
27
Ωστόσο, ο Πέτρος το αρνήθηκε ξανά· και αμέσως λάλησε ένας πετεινός.
28
Τότε οδήγησαν τον Ιησού από τον Καϊάφα στο ανάκτορο του κυβερνήτη. Ήταν πια
νωρίς το πρωί. Οι ίδιοι, όμως, δεν μπήκαν στο ανάκτορο του κυβερνήτη, για να
μη μολυνθούν αλλά να μπορέσουν να φάνε το πάσχα.
29
Έτσι λοιπόν, ο Πιλάτος βγήκε έξω σε αυτούς και είπε: «Ποια κατηγορία
διατυπώνετε εναντίον αυτού του ανθρώπου;»
30
Απαντώντας τού είπαν: «Αν αυτός δεν είχε αδικοπραγήσει, δεν θα σου τον
παραδίδαμε».
31
Γι’ αυτό, ο Πιλάτος τούς είπε: «Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον σύμφωνα με
το νόμο σας». Οι Ιουδαίοι τού είπαν: «Δεν είναι νόμιμο να σκοτώσουμε εμείς
κανέναν».
32
Αυτό έγινε ώστε να εκπληρωθεί ο λόγος του Ιησού τον οποίο είπε για να
υποδηλώσει με τι είδους θάνατο έμελλε να πεθάνει.
33
Ο Πιλάτος, λοιπόν, μπήκε ξανά στο ανάκτορο του κυβερνήτη και φώναξε τον
Ιησού και του είπε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;»
34
Ο Ιησούς απάντησε: «Από δική σου επινόηση το λες αυτό ή άλλοι σου είπαν για
εμένα;»
35
Ο Πιλάτος απάντησε: «Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; Το δικό σου έθνος και οι
πρωθιερείς σε παρέδωσαν σε εμένα. Τι έκανες;»
36
Ο Ιησούς απάντησε: «Η βασιλεία μου δεν είναι μέρος αυτού του κόσμου. Αν η
βασιλεία μου ήταν μέρος αυτού του κόσμου, οι υπηρέτες μου θα είχαν
αγωνιστεί για να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους. Τώρα όμως, η βασιλεία μου
δεν έχει αυτή την προέλευση».
37
Και ο Πιλάτος τού είπε: «Είσαι, λοιπόν, βασιλιάς;» Ο Ιησούς απάντησε: «Εσύ ο
ίδιος λες ότι είμαι βασιλιάς. Εγώ για αυτό έχω γεννηθεί και για αυτό έχω
έρθει στον κόσμο, ώστε να δώσω μαρτυρία για την αλήθεια. Όποιος είναι με το
μέρος της αλήθειας ακούει τη φωνή μου».
38
Ο Πιλάτος τού είπε: «Τι είναι αλήθεια;»
Και αφού το
είπε αυτό, βγήκε πάλι έξω στους Ιουδαίους και τους είπε: «Εγώ δεν βρίσκω
κανένα σφάλμα σε αυτόν.
39
Έχετε, όμως, έθιμο να σας απελευθερώνω έναν άνθρωπο το πάσχα. Θέλετε,
λοιπόν, να σας απελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;»
40
Τότε φώναξαν ξανά, λέγοντας: «Όχι αυτόν, αλλά τον Βαραββά!» Ο δε Βαραββάς
ήταν ληστής.
19
Τότε λοιπόν, ο Πιλάτος πήρε τον Ιησού και τον μαστίγωσε.
2
Και οι στρατιώτες έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν στο κεφάλι
του και τον στόλισαν με ένα πορφυρό εξωτερικό ένδυμα·
3
και τον πλησίαζαν και έλεγαν: «Χαίρε, Βασιλιά των Ιουδαίων!» Επίσης, του
έδιναν χαστούκια.
4
Και ο Πιλάτος βγήκε πάλι έξω και τους είπε: «Δείτε! Σας τον φέρνω έξω για να
ξέρετε ότι δεν του βρίσκω κανένα σφάλμα».
5
Ο Ιησούς, λοιπόν, βγήκε έξω, φορώντας το αγκάθινο στεφάνι και το πορφυρό
εξωτερικό ένδυμα. Και εκείνος τους είπε: «Να ο άνθρωπος!»
6
Ωστόσο, όταν τον είδαν οι πρωθιερείς και οι υπηρέτες, φώναξαν λέγοντας:
«Κρέμασέ τον στο ξύλο! Κρέμασέ τον στο ξύλο!» Ο Πιλάτος τούς είπε: «Πάρτε
τον εσείς και κρεμάστε τον στο ξύλο, γιατί εγώ δεν βρίσκω κανένα σφάλμα σε
αυτόν».
7
Οι Ιουδαίοι τού απάντησαν: «Εμείς έχουμε νόμο, και σύμφωνα με το νόμο
πρέπει να πεθάνει, επειδή έκανε τον εαυτό του γιο του Θεού».
8
Όταν, λοιπόν, ο Πιλάτος άκουσε αυτόν το λόγο, φοβήθηκε περισσότερο·
9
και μπήκε ξανά στο ανάκτορο του κυβερνήτη και είπε στον Ιησού: «Από πού
είσαι;» Αλλά ο Ιησούς δεν του έδωσε απάντηση.
10
Γι’ αυτό, ο Πιλάτος τού είπε: «Σε εμένα δεν μιλάς; Δεν ξέρεις ότι έχω
εξουσία να σε απελευθερώσω και έχω εξουσία να σε κρεμάσω στο ξύλο;»
11
Ο Ιησούς τού
απάντησε: «Δεν θα είχες καμιά απολύτως εξουσία εναντίον μου αν δεν σου είχε
επιτραπεί από πάνω. Να γιατί ο άνθρωπος που με παρέδωσε σε εσένα έχει
μεγαλύτερη αμαρτία».
12
Γι’ αυτόν το
λόγο ο Πιλάτος εξακολούθησε να ζητάει κάποιον τρόπο να τον απελευθερώσει.
Αλλά οι Ιουδαίοι φώναξαν λέγοντας: «Αν τον απελευθερώσεις αυτόν, δεν είσαι
φίλος του Καίσαρα. Όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά μιλάει ενάντια στον
Καίσαρα».
13
Ο Πιλάτος,
λοιπόν, αφού άκουσε αυτά τα λόγια, έφερε έξω τον Ιησού και κάθησε σε μια
δικαστική έδρα, σε έναν τόπο που ονομάζεται Λιθόστρωτο, και στην εβραϊκή
Γαββαθά. 14
Ήταν δε προετοιμασία του πάσχα· ήταν περίπου η έκτη ώρα. Και είπε στους
Ιουδαίους: «Να ο βασιλιάς σας!» 15
Ωστόσο, αυτοί φώναξαν: «Πάρε τον! Πάρε τον! Κρέμασέ τον στο ξύλο!» Ο Πιλάτος
τούς είπε: «Το βασιλιά σας να κρεμάσω στο ξύλο;» Οι πρωθιερείς απάντησαν:
«Δεν έχουμε βασιλιά εκτός από τον Καίσαρα».
16
Τότε τους τον παρέδωσε για να κρεμαστεί στο ξύλο.
Αυτοί, λοιπόν,
παρέλαβαν τον Ιησού. 17
Και, βαστάζοντας ο ίδιος το ξύλο του βασανισμού, πήγε στο λεγόμενο Κρανίου
Τόπο, που στην εβραϊκή ονομάζεται Γολγοθάς·
18
και εκεί τον κρέμασαν στο ξύλο, και μαζί του άλλους δύο, έναν από τη μία
μεριά και έναν από την άλλη, στη μέση δε τον Ιησού.
19
Ο Πιλάτος έγραψε επίσης έναν τίτλο και τον έβαλε πάνω στο ξύλο του
βασανισμού. Ήταν γραμμένο: «Ιησούς ο Ναζωραίος ο Βασιλιάς των Ιουδαίων».
20
Έτσι λοιπόν, πολλοί από τους Ιουδαίους διάβασαν αυτόν τον τίτλο, επειδή ο
τόπος όπου κρέμασαν τον Ιησού στο ξύλο ήταν κοντά στην πόλη· και ήταν
γραμμένο στην εβραϊκή, στη λατινική, στην ελληνική.
21
Ωστόσο, οι πρωθιερείς των Ιουδαίων άρχισαν να λένε στον Πιλάτο: «Μη γράφεις
“Ο Βασιλιάς των Ιουδαίων”, αλλά ότι αυτός είπε: “Είμαι Βασιλιάς των
Ιουδαίων”».
22
Ο Πιλάτος απάντησε: «Ό,τι έγραψα έγραψα».
23
Αφού οι στρατιώτες κρέμασαν τον Ιησού στο ξύλο, πήραν τα εξωτερικά του
ενδύματα και έκαναν τέσσερα κομμάτια, ένα κομμάτι για τον κάθε στρατιώτη,
καθώς και το εσωτερικό ένδυμα. Αλλά το εσωτερικό ένδυμα δεν είχε καμιά ραφή,
καθώς ήταν υφασμένο από πάνω μέχρι κάτω.
24
Είπαν, λοιπόν, ο ένας στον άλλον: «Ας μην το σκίσουμε, αλλά ας καθορίσουμε
με κλήρο για αυτό τίνος θα είναι». Αυτό έγινε για να εκπληρωθεί η γραφή:
«Διαμοίρασαν τα εξωτερικά μου ενδύματα μεταξύ τους, και για την ενδυμασία
μου έριξαν κλήρο». Και πράγματι οι στρατιώτες τα έκαναν αυτά.
25
Κοντά δε στο ξύλο του βασανισμού του Ιησού στέκονταν η μητέρα του και η
αδελφή της μητέρας του, καθώς και η Μαρία, η σύζυγος του Κλωπά, και η Μαρία
η Μαγδαληνή.
26
Ο Ιησούς, λοιπόν, βλέποντας τη μητέρα του και το μαθητή τον οποίο αυτός
αγαπούσε να στέκεται εκεί κοντά, είπε στη μητέρα του: «Γυναίκα, να ο γιος
σου!»
27
Κατόπιν είπε στο μαθητή: «Να η μητέρα σου!» Και από εκείνη την ώρα ο μαθητής
την πήρε στο σπίτι του.
28
Έπειτα από αυτό, όταν ο Ιησούς ήξερε πια ότι τώρα όλα είχαν επιτελεστεί,
προκειμένου να επιτελεστεί η γραφή είπε: «Διψώ».
29
Εκεί βρισκόταν ένα σκεύος γεμάτο ξινό κρασί. Έβαλαν, λοιπόν, ένα σφουγγάρι
γεμάτο ξινό κρασί πάνω σε ένα στέλεχος από ύσσωπο και το έφεραν στο στόμα
του. 30
Και αφού έλαβε το ξινό κρασί, ο Ιησούς είπε: «Έχει επιτελεστεί!» και
γέρνοντας το κεφάλι του, παρέδωσε το πνεύμα του.
31
Τότε οι Ιουδαίοι, επειδή ήταν Προετοιμασία, για να μην παραμείνουν τα
σώματα πάνω στα ξύλα του βασανισμού το Σάββατο (γιατί ήταν μεγάλη η ημέρα
εκείνου του Σαββάτου), ζήτησαν από τον Πιλάτο να βάλει να σπάσουν τα πόδια
τους και να πάρουν τα σώματα.
32
Οι στρατιώτες, λοιπόν, ήρθαν και έσπασαν τα πόδια του πρώτου άντρα, καθώς
και του άλλου που είχε κρεμαστεί σε ξύλο μαζί του.
33
Αλλά όταν ήρθαν στον Ιησού, καθώς είδαν ότι ήταν ήδη νεκρός, δεν του έσπασαν
τα πόδια.
34
Εντούτοις, ένας από τους στρατιώτες έμπηξε στην πλευρά του ένα δόρυ, και
αμέσως βγήκε αίμα και νερό.
35
Και αυτός που το είδε έδωσε μαρτυρία και η μαρτυρία του είναι αληθινή και
εκείνος ξέρει ότι λέει αληθινά πράγματα, για να πιστέψετε και εσείς.
36
Στην πραγματικότητα, αυτά έγιναν για να εκπληρωθεί η γραφή: «Κανένα κόκαλό
του δεν θα συντριφτεί».
37
Και πάλι, κάποια άλλη γραφή λέει: «Θα κοιτάξουν προς Εκείνον τον οποίο
τρύπησαν με δόρυ».
38
Έπειτα από αυτά, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, που ήταν μαθητής του Ιησού αλλά
κρυφός εξαιτίας του φόβου που είχε για τους Ιουδαίους, ζήτησε από τον
Πιλάτο να πάρει το σώμα του Ιησού· και ο Πιλάτος τού έδωσε την άδεια. Ήρθε,
λοιπόν, και πήρε το σώμα του.
39
Ο Νικόδημος επίσης, ο άνθρωπος που ήρθε σε αυτόν μέσα στη νύχτα την πρώτη
φορά, ήρθε φέρνοντας έναν ρόλο από σμύρνα και αλόη, περίπου εκατό λίτρες.
40
Έτσι λοιπόν, πήραν το σώμα του Ιησού και το τύλιξαν με επιδέσμους μαζί με τα
μυρωδικά, όπως έχουν έθιμο οι Ιουδαίοι να κάνουν τις προετοιμασίες για την
ταφή.
41
Παρεμπιπτόντως, στον τόπο όπου αυτός είχε κρεμαστεί στο ξύλο υπήρχε ένας
κήπος, και μέσα στον κήπο ένα καινούριο μνημείο, στο οποίο δεν είχαν βάλει
ακόμη κανέναν.
42
Εκεί, λοιπόν, λόγω της προετοιμασίας των Ιουδαίων, έβαλαν τον Ιησού, επειδή
το μνημείο ήταν κοντά.
20
Την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, η Μαρία η Μαγδαληνή ήρθε στο μνημείο νωρίς,
ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι, και είδε την πέτρα να έχει ήδη μετακινηθεί από το
μνημείο.
2
Έτσι λοιπόν, έτρεξε και ήρθε στον Σίμωνα Πέτρο και στον άλλον μαθητή, για
τον οποίο ένιωθε στοργή ο Ιησούς, και τους είπε: «Πήραν τον Κύριο από το
μνημείο και δεν γνωρίζουμε πού τον έχουν βάλει».
3
Τότε ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής βγήκαν έξω και ξεκίνησαν για το μνημείο.
4
Άρχισαν μάλιστα να τρέχουν και οι δύο μαζί· ο άλλος μαθητής, όμως, έτρεξε
μπροστά από τον Πέτρο με μεγαλύτερη ταχύτητα και έφτασε στο μνημείο πρώτος.
5
Και σκύβοντας μέσα, είδε τους επιδέσμους να βρίσκονται εκεί, αλλά δεν μπήκε
μέσα.
6
Κατόπιν ήρθε ακολουθώντας τον και ο Σίμων Πέτρος και μπήκε μέσα στο μνημείο.
Και είδε τους επιδέσμους να βρίσκονται εκεί,
7
το δε πανί που υπήρχε πάνω στο κεφάλι του να μη βρίσκεται μαζί με τους
επιδέσμους αλλά να είναι τυλιγμένο χωριστά σε ένα μέρος.
8
Τότε λοιπόν, ο άλλος μαθητής που είχε φτάσει στο μνημείο πρώτος μπήκε και
αυτός μέσα και είδε και πίστεψε.
9
Διότι δεν είχαν διακρίνει ακόμη τη γραφή, ότι πρέπει να αναστηθεί από τους
νεκρούς. 10
Και οι μαθητές γύρισαν στα σπίτια τους.
11
Η Μαρία, ωστόσο, συνέχισε να στέκεται έξω κοντά στο μνημείο κλαίγοντας.
Τότε, ενώ έκλαιγε, έσκυψε για να κοιτάξει μέσα στο μνημείο
12
και είδε δύο αγγέλους στα λευκά, που κάθονταν ένας προς το μέρος του
κεφαλιού και ένας προς το μέρος των ποδιών, εκεί που βρισκόταν πριν το σώμα
του Ιησού. 13
Και εκείνοι της είπαν: «Γυναίκα, γιατί κλαις;» Αυτή τους είπε: «Πήραν τον
Κύριό μου και δεν ξέρω πού τον έχουν βάλει».
14
Αφού τα είπε αυτά, γύρισε προς τα πίσω και είδε τον Ιησού να στέκεται, αλλά
δεν διέκρινε ότι ήταν ο Ιησούς. 15
Ο Ιησούς τής είπε: «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ψάχνεις;» Αυτή, νομίζοντας
ότι ήταν ο κηπουρός, του είπε: «Αν εσύ τον μετέφερες αλλού, κύριε, πες μου
πού τον έβαλες και εγώ θα τον πάρω». 16
Ο Ιησούς τής είπε: «Μαρία!» Γυρίζοντας αυτή του είπε στην εβραϊκή:
«Ραββουνί!» (το οποίο σημαίνει «Δάσκαλε!»).
17
Ο Ιησούς τής είπε: «Μη γαντζώνεσαι πάνω μου. Διότι δεν έχω ανεβεί ακόμη στον
Πατέρα. Πήγαινε, όμως, στους αδελφούς μου και πες τους: “Ανεβαίνω στον
Πατέρα μου και Πατέρα σας και στον Θεό μου και Θεό σας”».
18
Η Μαρία η Μαγδαληνή ήρθε και ανήγγειλε στους μαθητές: «Είδα τον Κύριο!» και
ότι της είπε αυτά τα πράγματα.
19
Όταν, λοιπόν, κόντευε να τελειώσει εκείνη η ημέρα, η πρώτη της εβδομάδας,
και μολονότι οι πόρτες ήταν κλειδωμένες εκεί που ήταν οι μαθητές εξαιτίας
του φόβου για τους Ιουδαίους, ήρθε ο Ιησούς και στάθηκε ανάμεσά τους και
τους είπε: «Είθε να έχετε ειρήνη».
20
Και αφού το είπε αυτό, τους έδειξε και τα χέρια του και την πλευρά του.
Τότε οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο.
21
Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε πάλι: «Είθε να έχετε ειρήνη. Όπως με έχει
αποστείλει ο Πατέρας, και εγώ επίσης στέλνω εσάς».
22
Και αφού το είπε αυτό, φύσηξε πάνω τους και τους είπε: «Λάβετε άγιο πνεύμα.
23
Αν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κάποιων, τους είναι συγχωρημένες· αν κρατάτε
τις αμαρτίες κάποιων, είναι κρατημένες».
24
Ο Θωμάς, όμως, ένας από τους δώδεκα ο οποίος αποκαλούνταν Δίδυμος, δεν ήταν
μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς.
25
Του έλεγαν, λοιπόν, οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο!» Αυτός όμως τους
είπε: «Αν δεν δω στα χέρια του το αποτύπωμα των καρφιών και δεν βάλω το
δάχτυλό μου στο αποτύπωμα των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά
του, δεν πρόκειται να πιστέψω».
26
Και έπειτα από οχτώ ημέρες, οι μαθητές του ήταν ξανά μέσα στο σπίτι και ο
Θωμάς ήταν μαζί τους. Ο Ιησούς ήρθε, μολονότι οι πόρτες ήταν κλειδωμένες,
και στάθηκε ανάμεσά τους και είπε: «Είθε να έχετε ειρήνη».
27
Κατόπιν είπε στον Θωμά: «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, και
φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου, και μην είσαι άπιστος αλλά
γίνε πιστός».
28
Απαντώντας ο Θωμάς τού είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!»
29
Ο Ιησούς τού είπε: «Επειδή με είδες πίστεψες; Ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που
δεν βλέπουν και εντούτοις πιστεύουν».
30
Ασφαλώς ο Ιησούς εκτέλεσε και πολλά άλλα σημεία μπροστά στους μαθητές, τα
οποία δεν είναι γραμμένα σε αυτόν το ρόλο.
31
Αυτά, όμως, έχουν γραφτεί για να πιστεύετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο
Γιος του Θεού, και, επειδή πιστεύετε, να έχετε ζωή μέσω του ονόματός του.
21
Έπειτα από αυτά,
ο Ιησούς φανερώθηκε ξανά στους μαθητές στη θάλασσα της Τιβεριάδας· έκανε δε
τη φανέρωση με αυτόν τον τρόπο.
2
Ήταν μαζί ο Σίμων Πέτρος και ο Θωμάς, που αποκαλούνταν Δίδυμος, και ο
Ναθαναήλ, που ήταν από την Κανά της Γαλιλαίας, και οι γιοι του Ζεβεδαίου
και δύο άλλοι από τους μαθητές του.
3
Ο Σίμων Πέτρος τούς είπε: «Πηγαίνω να ψαρέψω». Εκείνοι του είπαν: «Ερχόμαστε
και εμείς μαζί σου». Βγήκαν έξω και επιβιβάστηκαν στο πλοιάριο, αλλά στη
διάρκεια εκείνης της νύχτας δεν έπιασαν τίποτα.
4
Ωστόσο, μόλις άρχισε να γίνεται πρωί, ο Ιησούς στάθηκε στην ακρογιαλιά, αλλά
οι μαθητές δεν διέκριναν, φυσικά, ότι ήταν ο Ιησούς.
5
Τότε ο Ιησούς τούς είπε: «Παιδάκια μου, μήπως έχετε τίποτα φαγώσιμο;» Του
απάντησαν: «Όχι!»
6
Αυτός τους είπε: «Ρίξτε το δίχτυ στη δεξιά μεριά του πλοιαρίου και θα βρείτε».
Το έριξαν, λοιπόν, αλλά δεν μπορούσαν πια να το τραβήξουν λόγω του πλήθους
των ψαριών.
7
Εκείνος, λοιπόν, ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς είπε στον Πέτρο: «Ο
Κύριος είναι!» Και ο Σίμων Πέτρος, μόλις άκουσε ότι ήταν ο Κύριος, ζώστηκε
το επένδυμά του, γιατί ήταν γυμνός, και έπεσε στη θάλασσα.
8
Οι άλλοι μαθητές, όμως, ήρθαν με το μικρό πλοιάριο, γιατί δεν βρίσκονταν
μακριά από τη στεριά, μόνο ενενήντα περίπου μέτρα, σέρνοντας το δίχτυ με τα
ψάρια.
9
Ωστόσο, όταν αποβιβάστηκαν στη στεριά, είδαν να βρίσκεται εκεί ανθρακιά,
και ψάρι να βρίσκεται πάνω της, και ψωμί. 10
Ο Ιησούς τούς είπε: «Φέρτε μερικά από τα ψάρια που πιάσατε μόλις τώρα».
11
Ο Σίμων Πέτρος, λοιπόν, ανέβηκε στο πλοιάριο και τράβηξε στη στεριά το δίχτυ
γεμάτο μεγάλα ψάρια, εκατόν πενήντα τρία τον αριθμό. Και μολονότι ήταν τόσο
πολλά, το δίχτυ δεν σκίστηκε. 12
Ο Ιησούς τούς είπε: «Ελάτε, πάρτε το πρωινό σας». Ούτε ένας από τους
μαθητές δεν είχε το θάρρος να τον ρωτήσει: «Ποιος είσαι;» επειδή γνώριζαν
πως ήταν ο Κύριος. 13
Ο Ιησούς ήρθε και πήρε το ψωμί και τους το έδωσε, παρόμοια και το ψάρι.
14
Αυτή ήταν τώρα η τρίτη φορά που ο Ιησούς εμφανίστηκε στους μαθητές αφότου
εγέρθηκε από τους νεκρούς.
15
Αφού, λοιπόν, πήραν το πρωινό τους, ο Ιησούς είπε στον Σίμωνα Πέτρο: «Σίμων,
γιε του Ιωάννη, με αγαπάς περισσότερο από αυτά;» Εκείνος του είπε: «Ναι,
Κύριε, εσύ γνωρίζεις ότι νιώθω στοργή για εσένα». Αυτός του είπε: «Βόσκε τα
αρνιά μου». 16
Πάλι του είπε δεύτερη φορά: «Σίμων, γιε του Ιωάννη, με αγαπάς;» Εκείνος του
είπε: «Ναι, Κύριε, εσύ γνωρίζεις ότι νιώθω στοργή για εσένα». Αυτός του είπε:
«Ποίμαινε τα προβατάκια μου». 17
Του είπε τρίτη φορά: «Σίμων, γιε του Ιωάννη, νιώθεις στοργή για εμένα;» Ο
Πέτρος λυπήθηκε που του είπε τρίτη φορά: «Νιώθεις στοργή για εμένα;» Γι’
αυτό, του είπε: «Κύριε, εσύ γνωρίζεις τα πάντα· εσύ ξέρεις ότι νιώθω στοργή
για εσένα». Ο Ιησούς τού είπε: «Βόσκε τα προβατάκια μου.
18
Αληθινά, αληθινά σου λέω: Όταν ήσουν νεότερος, έζωνες τον εαυτό σου και
περπατούσες όπου ήθελες. Όταν όμως γεράσεις, θα απλώσεις τα χέρια σου και
άλλος θα σε ζώσει και θα σε πάει εκεί που δεν θέλεις».
19
Αυτό το είπε για να υποδηλώσει με τι είδους θάνατο θα δόξαζε τον Θεό. Αφού,
λοιπόν, το είπε αυτό, του είπε: «Συνέχισε να με ακολουθείς».
20
Γυρίζοντας ο Πέτρος είδε το μαθητή που αγαπούσε ο Ιησούς να ακολουθεί, ο
οποίος και είχε γείρει στη διάρκεια του δείπνου πάνω στο στήθος του και είχε
πει: «Κύριε, ποιος είναι αυτός που πρόκειται να σε προδώσει;»
21
Ο Πέτρος, λοιπόν, όταν τον είδε, είπε στον Ιησού: «Κύριε, αυτός τι θα κάνει;»
22
Ο Ιησούς τού είπε: «Αν είναι θέλημά μου να παραμείνει αυτός μέχρι να έρθω,
εσένα τι σε ενδιαφέρει; Εσύ συνέχισε να με ακολουθείς».
23
Αυτός, λοιπόν, ο λόγος διαδόθηκε ανάμεσα στους αδελφούς, ότι εκείνος ο
μαθητής δεν θα πέθαινε. Ωστόσο, ο Ιησούς δεν του είπε ότι δεν θα πέθαινε,
αλλά: «Αν είναι θέλημά μου να παραμείνει αυτός μέχρι να έρθω, εσένα τι σε
ενδιαφέρει;»
24
Αυτός είναι ο μαθητής που δίνει μαρτυρία για αυτά και που τα έγραψε αυτά,
και γνωρίζουμε ότι η μαρτυρία του είναι αληθινή.
25
Υπάρχουν, μάλιστα, και άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, τα οποία, αν γράφονταν
με κάθε λεπτομέρεια, ο κόσμος ο ίδιος, νομίζω, δεν θα μπορούσε να χωρέσει
τους ρόλους που θα γράφονταν.