Λουκάς
1
Καθώς πολλοί
επιχείρησαν να συντάξουν μια αναφορά για τα γεγονότα
που έχουν πιστοποιηθεί πλήρως μεταξύ μας,
2
όπως μας τα παρέδωσαν εκείνοι που από την αρχή
έγιναν αυτόπτες μάρτυρες
και υπηρέτες του αγγέλματος,
3
αποφάσισα και εγώ, επειδή έχω ερευνήσει τα πάντα από την αρχή με ακρίβεια,
να σου τα γράψω με λογική σειρά,
εξοχότατε Θεόφιλε,
4
ώστε να γνωρίζεις πλήρως τη βεβαιότητα των πραγμάτων τα οποία έχεις διδαχτεί
προφορικά.
5
Στις ημέρες του Ηρώδη, βασιλιά
της Ιουδαίας, ήταν κάποιος ιερέας ονόματι Ζαχαρίας, από την υποδιαίρεση του
Αβιά, και αυτός είχε σύζυγο μια
από τις κόρες του Ααρών, της
οποίας το όνομα ήταν Ελισάβετ.
6
Ήταν και οι δύο δίκαιοι ενώπιον
του Θεού, επειδή περπατούσαν άμεμπτα
σύμφωνα με όλες τις εντολές
και τις νομικές απαιτήσεις του
Ιεχωβά. 7
Αλλά δεν είχαν παιδί, επειδή η Ελισάβετ ήταν στείρα,
και ήταν και οι δύο προχωρημένοι στα χρόνια.
8
Καθώς, λοιπόν, αυτός υπηρετούσε ως ιερέας στο διορισμό της υποδιαίρεσής
του ενώπιον του Θεού,
9
σύμφωνα με την επίσημη συνήθεια του ιερατικού αξιώματος ήρθε η σειρά του να
προσφέρει θυμίαμα όταν μπήκε στο
αγιαστήριο του Ιεχωβά· 10
και όλο το πλήθος του λαού προσευχόταν έξω την ώρα της προσφοράς του
θυμιάματος. 11
Σε αυτόν εμφανίστηκε άγγελος του Ιεχωβά που στεκόταν στη δεξιά πλευρά του
θυσιαστηρίου του θυμιάματος. 12
Και ο Ζαχαρίας ταράχτηκε με αυτό που είδε, και φόβος έπεσε πάνω του.
13
Ωστόσο, ο άγγελος του είπε: «Μη φοβάσαι, Ζαχαρία, επειδή η δέησή σου
εισακούστηκε, και η σύζυγός σου,
η Ελισάβετ, θα σου γεννήσει γιο, και θα καλέσεις το όνομά του Ιωάννη.
14
Και θα έχεις χαρά και αγαλλίαση, και πολλοί θα χαρούν
για τη γέννησή του·
15
διότι αυτός θα είναι μεγάλος ενώπιον του Ιεχωβά.
Αλλά δεν πρέπει να πιει καθόλου κρασί και δυνατό ποτό,
και από την κοιλιά
της μητέρας του ακόμη θα γεμίσει άγιο πνεύμα·
16
και πολλούς από τους γιους του Ισραήλ θα επιστρέψει στον Ιεχωβά
τον Θεό τους.
17
Επίσης, θα πάει μπροστά από αυτόν με το πνεύμα και τη δύναμη του Ηλία,
για να επιστρέψει τις καρδιές
των πατέρων στα παιδιά και τους ανυπάκουους στην πρακτική σοφία
των δικαίων, για να ετοιμάσει για τον Ιεχωβά
λαό προπαρασκευασμένο».
18
Και ο Ζαχαρίας είπε στον άγγελο: «Πώς μπορώ να είμαι βέβαιος για αυτό; Διότι
εγώ είμαι ηλικιωμένος και η
σύζυγός μου είναι προχωρημένη στα χρόνια».
19
Απαντώντας ο άγγελος του είπε: «Εγώ είμαι ο Γαβριήλ,
που στέκομαι κοντά στον Θεό, ενώπιόν του, και στάλθηκα για να
μιλήσω μαζί σου και να διακηρύξω
σε εσένα τα καλά νέα για αυτά τα πράγματα.
20
Αλλά δες! θα είσαι σιωπηλός και
δεν θα μπορείς να μιλήσεις μέχρι την ημέρα που θα γίνουν αυτά, επειδή δεν
πίστεψες τα λόγια μου, τα οποία θα εκπληρωθούν στον προσδιορισμένο τους
καιρό».
21
Στο μεταξύ, ο λαός περίμενε τον Ζαχαρία
και άρχισαν να απορούν που αυτός καθυστερούσε στο αγιαστήριο.
22
Αλλά όταν βγήκε δεν μπορούσε να τους μιλήσει, και εκείνοι αντιλήφθηκαν ότι
μόλις είχε δει κάποιο υπερφυσικό
θέαμα στο αγιαστήριο· και αυτός τους έκανε νοήματα, αλλά παρέμενε βουβός.
23
Και αφού συμπληρώθηκαν οι ημέρες της δημόσιας υπηρεσίας του,
έφυγε για το σπίτι του.
24
Και ύστερα από αυτές τις ημέρες, η Ελισάβετ η σύζυγός του έμεινε έγκυος·
και καθόταν απομονωμένη πέντε μήνες, λέγοντας:
25
«Έτσι έκανε για εμένα ο Ιεχωβά αυτές τις ημέρες, κατά τις οποίες μου έδειξε
προσοχή για να αφαιρέσει το όνειδός μου μεταξύ των ανθρώπων».
26
Στον έκτο μήνα της, στάλθηκε ο άγγελος Γαβριήλ
από τον Θεό σε μια πόλη της Γαλιλαίας που ονομαζόταν Ναζαρέτ,
27
σε μια παρθένα αρραβωνιασμένη με έναν άντρα ονόματι Ιωσήφ, από τον οίκο του
Δαβίδ· και το όνομα της παρθένας
ήταν Μαρία. 28
Και όταν πήγε μέσα, μπροστά της, είπε: «Χαίρε,
εσύ η εξαιρετικά ευνοημένη· ο Ιεχωβά
είναι μαζί σου». 29
Αλλά εκείνη αναστατώθηκε πολύ με αυτά τα λόγια και άρχισε να διαλογίζεται τι
είδους χαιρετισμός ήταν αυτός.
30
Ο άγγελος, λοιπόν, της είπε: «Μη φοβάσαι, Μαρία, γιατί έχεις βρει εύνοια
από τον Θεό·
31
και δες! θα συλλάβεις στην κοιλιά σου και θα γεννήσεις γιο
και θα καλέσεις το όνομά του Ιησού.
32
Αυτός θα είναι μεγάλος και θα
αποκληθεί Γιος του Υψίστου· και
ο Ιεχωβά Θεός θα του δώσει το θρόνο
του Δαβίδ του πατέρα του, 33
και αυτός θα βασιλεύει στον οίκο του Ιακώβ για πάντα, και δεν θα υπάρξει
τέλος στη βασιλεία του».
34
Αλλά η Μαρία είπε στον άγγελο: «Πώς θα γίνει αυτό, αφού δεν έχω σχέσεις
με άντρα;»
35
Απαντώντας ο άγγελος της είπε: «Άγιο πνεύμα
θα έρθει πάνω σου, και δύναμη του Υψίστου θα σε επισκιάσει. Γι’
αυτόν το λόγο, επίσης, αυτό που γεννιέται θα αποκληθεί άγιο,
Γιος του Θεού. 36
Και δες! η Ελισάβετ η συγγενής σου συνέλαβε και εκείνη γιο στα γηρατειά της,
και αυτός είναι ο έκτος μήνας για εκείνη, τη λεγόμενη στείρα·
37
επειδή για τον Θεό καμιά διακήρυξη δεν θα είναι κάτι το αδύνατο».
38
Κατόπιν η Μαρία είπε: «Ορίστε η δούλη
του Ιεχωβά! Ας γίνει σε εμένα σύμφωνα με τη διακήρυξή σου». Τότε ο
άγγελος έφυγε από αυτήν.
39
Η Μαρία, λοιπόν, σηκώθηκε αυτές τις ημέρες και πήγε με βιασύνη στην ορεινή
χώρα, σε μια πόλη του Ιούδα,
40
και μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και χαιρέτησε την Ελισάβετ.
41
Και όταν η Ελισάβετ άκουσε το χαιρετισμό της Μαρίας, το βρέφος στην κοιλιά
της σκίρτησε· και η Ελισάβετ γέμισε άγιο πνεύμα
42
και φώναξε με δυνατή κραυγή και είπε: «Ευλογημένη είσαι εσύ μεταξύ των
γυναικών, και ευλογημένος είναι
ο καρπός της κοιλιάς σου!
43
Και πώς γίνεται να έχω εγώ αυτό το προνόμιο, να έρχεται σε εμένα η μητέρα
του Κυρίου μου;
44
Διότι δες! όταν ήρθε στα αφτιά μου ο ήχος του χαιρετισμού σου, το βρέφος
στην κοιλιά μου σκίρτησε από αγαλλίαση.
45
Και ευτυχισμένη είναι αυτή που πίστεψε, επειδή θα γίνει πλήρης εκπλήρωση
των όσων της ειπώθηκαν από τον Ιεχωβά».
46
Και η Μαρία είπε: «Η ψυχή μου μεγαλύνει τον Ιεχωβά,
47
και το πνεύμα μου γέμισε αγαλλίαση
σχετικά με τον Θεό τον Σωτήρα
μου·
48
επειδή αυτός έχει προσέξει την ταπεινή θέση της δούλης του.
Διότι από τώρα και στο εξής όλες οι γενιές θα με αποκαλούν
ευτυχισμένη· 49
επειδή ο Δυνατός έχει κάνει μεγαλειώδη έργα για εμένα, και άγιο είναι το
όνομά του· 50
και επί γενιές και γενιές το έλεός του είναι πάνω σε εκείνους που τον
φοβούνται. 51
Έχει ενεργήσει κραταιά με το βραχίονά
του, έχει διασκορπίσει εκείνους που είναι υπερήφανοι σε ό,τι αφορά την
πρόθεση της καρδιάς τους. 52
Έχει καθαιρέσει από θρόνους άντρες με εξουσία
και έχει εξυψώσει ταπεινούς·
53
έχει χορτάσει με αγαθά πεινασμένους,
και εκείνους που είχαν πλούτη τούς έχει διώξει με άδεια χέρια.
54
Έχει προστρέξει σε βοήθεια του Ισραήλ του υπηρέτη
του, για να θυμηθεί έλεος,
55
όπως είπε στους προπάτορές μας, στον Αβραάμ και στο σπέρμα του, για πάντα».
56
Έμεινε δε η Μαρία μαζί της περίπου τρεις μήνες και έπειτα γύρισε στο δικό
της σπίτι.
57
Ήρθε, λοιπόν, ο καιρός του τοκετού της Ελισάβετ, και αυτή γέννησε γιο.
58
Και οι γείτονες και οι συγγενείς της άκουσαν ότι ο Ιεχωβά είχε μεγαλύνει το
έλεός του προς αυτήν και άρχισαν
να χαίρονται μαζί της.
59
Και την όγδοη ημέρα ήρθαν να κάνουν περιτομή στο παιδάκι
και επρόκειτο να το καλέσουν με το όνομα του πατέρα του,
Ζαχαρία.
60
Αλλά η μητέρα του αποκρίθηκε και είπε: «Όχι! Θα ονομαστεί Ιωάννης».
61
Τότε εκείνοι της είπαν: «Δεν υπάρχει κανείς από τους συγγενείς σου που να
καλείται με αυτό το όνομα».
62
Κατόπιν άρχισαν να ρωτούν τον πατέρα του με νοήματα πώς ήθελε να το
ονομάσουν.
63
Και εκείνος ζήτησε μια πλάκα και έγραψε: «Ιωάννης
είναι το όνομά του». Τότε θαύμασαν όλοι.
64
Ευθύς αμέσως το στόμα του ανοίχτηκε
και η γλώσσα του λύθηκε, και άρχισε να μιλάει ευλογώντας τον Θεό.
65
Και φόβος έπεσε πάνω σε όλους εκείνους που ζούσαν στη γειτονιά τους· και σε
ολόκληρη την ορεινή χώρα της Ιουδαίας άρχισαν να συζητιούνται όλα αυτά τα
πράγματα,
66
και όλοι όσοι άκουσαν το έβαλαν αυτό στην καρδιά
τους, λέγοντας: «Τι θα γίνει άραγε αυτό το παιδάκι;» Διότι το
χέρι του Ιεχωβά ήταν πράγματι
μαζί του.
67
Και ο Ζαχαρίας ο πατέρας του γέμισε άγιο πνεύμα
και προφήτευσε,
λέγοντας:
68
«Ευλογημένος να είναι ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ,
επειδή έχει στρέψει την προσοχή του και έχει εκτελέσει
απελευθέρωση για το λαό
του.
69
Και έχει εγείρει κέρας σωτηρίας
για εμάς στον οίκο του Δαβίδ του υπηρέτη του,
70
όπως ο ίδιος, μέσω του στόματος των αγίων του προφητών της αρχαιότητας,
έχει μιλήσει
71
για σωτηρία από τους εχθρούς μας και από το χέρι όλων εκείνων που μας
μισούν· 72
για να εκτελέσει έλεος σχετικά με τους προπάτορές μας και να θυμηθεί την
άγια διαθήκη του,
73
τον όρκο που ορκίστηκε στον Αβραάμ τον προπάτορά μας,
74
να μας δώσει, αφού σωθούμε από τα χέρια των εχθρών,
το προνόμιο να αποδίδουμε άφοβα ιερή υπηρεσία σε αυτόν
75
με οσιότητα και δικαιοσύνη ενώπιόν του όλες τις ημέρες μας.
76
Και όσο για εσένα, παιδάκι, εσύ θα αποκληθείς προφήτης του Υψίστου, γιατί θα
προπορευτείς ενώπιον του Ιεχωβά για να ετοιμάσεις
τις οδούς του,
77
για να δώσεις γνώση σωτηρίας στο λαό του μέσω συγχώρησης των αμαρτιών
τους,
78
λόγω της τρυφερής συμπόνιας του Θεού μας. Με αυτή τη συμπόνια θα μας
επισκεφτεί χαραυγή από τα ύψη,
79
για να δώσει φως σε εκείνους που κάθονται σε σκοτάδι και σε σκιά θανάτου,
για να κατευθύνει τα πόδια μας ευνοϊκά στην οδό της ειρήνης».
80
Και το παιδάκι μεγάλωνε και
δυνάμωνε στο πνεύμα, και παρέμενε στις ερήμους μέχρι την ημέρα της δημόσιας
εμφάνισής του στον Ισραήλ.
2
Εκείνες, λοιπόν, τις ημέρες βγήκε διάταγμα
από τον Καίσαρα Αύγουστο να απογραφεί όλη η κατοικημένη γη·
2
(αυτή η πρώτη απογραφή έγινε όταν κυβερνήτης της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος·)
3
και όλοι πήγαιναν να απογραφούν,
ο καθένας στη δική του πόλη.
4
Φυσικά, ανέβηκε και ο Ιωσήφ από τη Γαλιλαία, από την πόλη Ναζαρέτ, στην
Ιουδαία, στην πόλη του Δαβίδ, η οποία ονομάζεται Βηθλεέμ,
επειδή ήταν μέλος του οίκου και της οικογένειας του Δαβίδ,
5
για να απογραφεί μαζί με τη Μαρία,
η οποία, σύμφωνα με τον αρραβώνα τους, του είχε δοθεί σε γάμο
και ήταν τότε ετοιμόγεννη.
6
Ενώ βρίσκονταν εκεί, συμπληρώθηκαν οι ημέρες της να γεννήσει.
7
Και γέννησε το γιο της τον πρωτότοκο
και τον τύλιξε με σπάργανα και τον έβαλε σε μια φάτνη,
επειδή δεν υπήρχε τόπος για αυτούς στο κατάλυμα.
8
Στην ίδια εκείνη περιοχή υπήρχαν επίσης ποιμένες που έμεναν στο ύπαιθρο και
φύλαγαν με βάρδιες τα ποίμνιά τους τη νύχτα.
9
Και ξαφνικά άγγελος του Ιεχωβά
στάθηκε δίπλα τους, και η δόξα
του Ιεχωβά έλαμψε γύρω τους, και αυτοί φοβήθηκαν πολύ.
10
Αλλά ο άγγελος τους είπε: «Μη φοβάστε, γιατί σας διακηρύττω καλά νέα για μια
μεγάλη χαρά την οποία θα έχει όλος ο λαός,
11
επειδή Σωτήρας γεννήθηκε σήμερα σε εσάς,
ο οποίος είναι Χριστός ο Κύριος,
στην πόλη του Δαβίδ.
12
Και αυτό θα είναι το σημείο για εσάς: Θα βρείτε ένα βρέφος τυλιγμένο με
σπάργανα και ξαπλωμένο σε μια φάτνη».
13
Και ξαφνικά εμφανίστηκε μαζί με τον άγγελο πλήθος ουράνιου στρατεύματος
που αινούσαν τον Θεό
και έλεγαν:
14
«Δόξα στον Θεό εκεί πάνω στα ύψη,
και πάνω στη γη ειρήνη
ανάμεσα σε ανθρώπους καλής θέλησης».
15
Αφού, λοιπόν, οι άγγελοι έφυγαν από αυτούς για τον ουρανό, οι ποιμένες
άρχισαν να λένε ο ένας στον άλλον: «Πάμε εξάπαντος στη Βηθλεέμ να δούμε αυτό
που συνέβη, το οποίο μας γνωστοποίησε ο Ιεχωβά».
16
Και πήγαν με βιασύνη και βρήκαν τη Μαρία καθώς επίσης τον Ιωσήφ, και το
βρέφος ξαπλωμένο στη φάτνη.
17
Όταν το είδαν, γνωστοποίησαν τα λόγια που τους είχαν ειπωθεί σχετικά με αυτό
το παιδάκι.
18
Και όλοι όσοι άκουσαν θαύμασαν για αυτά που τους είπαν οι ποιμένες,
19
αλλά η Μαρία διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια, βγάζοντας συμπεράσματα μέσα στην
καρδιά της. 20
Κατόπιν οι ποιμένες γύρισαν πίσω δοξάζοντας και αινώντας τον Θεό για όλα όσα
άκουσαν και είδαν, όπως τους είχαν ειπωθεί αυτά.
21
Και όταν συμπληρώθηκαν οχτώ ημέρες
για την περιτομή του, τότε
επίσης κλήθηκε το όνομά του Ιησούς,
το όνομα που είχε κληθεί από τον άγγελο πριν αυτός συλληφθεί στην
κοιλιά.
22
Επίσης, όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες για τον καθαρισμό
τους σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή, τον ανέβασαν στην Ιερουσαλήμ
για να τον παρουσιάσουν στον Ιεχωβά,
23
όπως είναι γραμμένο στο νόμο του Ιεχωβά: «Κάθε αρσενικό που ανοίγει μήτρα
πρέπει να καλείται άγιο για τον Ιεχωβά»,
24
και για να προσφέρουν θυσία σύμφωνα με αυτό που έχει ειπωθεί στο νόμο του
Ιεχωβά: «Ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο νεαρά περιστέρια».
25
Υπήρχε δε ένας άνθρωπος στην Ιερουσαλήμ ονόματι Συμεών, και ο άνθρωπος αυτός
ήταν δίκαιος και ευλαβής και περίμενε την παρηγοριά του Ισραήλ,
και άγιο πνεύμα ήταν πάνω του.
26
Επιπλέον, του είχε αποκαλυφτεί θεϊκά μέσω του αγίου πνεύματος ότι δεν θα
έβλεπε θάνατο προτού δει τον Χριστό
του Ιεχωβά.
27
Υπό την επίδραση του πνεύματος,
λοιπόν, ήρθε στο ναό· και όταν οι γονείς έφεραν μέσα το παιδάκι, τον Ιησού,
προκειμένου να κάνουν για αυτό όσα ήταν σύμφωνα με τη συνήθεια του νόμου,
28
αυτός το πήρε στην αγκαλιά του και ευλόγησε τον Θεό και είπε:
29
«Τώρα, Υπέρτατε Κύριε, απελευθερώνεις το δούλο σου με ειρήνη
σύμφωνα με τη διακήρυξή σου·
30
επειδή τα μάτια μου είδαν το μέσο που παρέχεις για διάσωση,
31
το οποίο ετοίμασες ενώπιον όλων των λαών,
32
φως για την αφαίρεση του
καλύμματος από τα έθνη
και δόξα του λαού σου του Ισραήλ».
33
Και ο πατέρας και η μητέρα του απορούσαν με όσα λέγονταν για αυτό.
34
Επίσης, ο Συμεών τούς ευλόγησε και είπε στη Μαρία τη μητέρα του: «Δες! Αυτός
έχει τεθεί για την πτώση και την
ανόρθωση πολλών στον Ισραήλ και
για σημείο εναντίον του οποίου θα μιλούν
35
(ναι, μακρύ σπαθί θα διαπεράσει τη δική σου ψυχή),
για να αποκαλυφτούν
οι διαλογισμοί πολλών καρδιών».
36
Και υπήρχε μια προφήτισσα, η Άννα, κόρη του Φανουήλ, από τη φυλή του Ασήρ
(αυτή η γυναίκα ήταν προχωρημένη στα χρόνια και είχε ζήσει με σύζυγο εφτά
χρόνια μετά την παρθενία της
37
και ήταν χήρα, ογδόντα τεσσάρων
χρονών τώρα), η οποία δεν έλειπε ποτέ από το ναό, αποδίδοντας ιερή υπηρεσία
νύχτα και ημέρα με νηστείες και
δεήσεις.
38
Και εκείνη ακριβώς την ώρα, αυτή πλησίασε και άρχισε να κάνει ευχαριστήρια
προσευχή στον Θεό και να μιλάει για το παιδί σε όλους εκείνους που περίμεναν
την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ.
39
Αφού εκτέλεσαν τα πάντα σύμφωνα με το νόμο
του Ιεχωβά, γύρισαν στη Γαλιλαία, στην πόλη τους τη Ναζαρέτ.
40
Και το παιδάκι μεγάλωνε και δυνάμωνε,
γεμίζοντας σοφία, και η εύνοια του Θεού
παρέμενε πάνω του.
41
Συνήθιζαν δε οι γονείς του να πηγαίνουν κάθε χρόνο στην Ιερουσαλήμ
για τη γιορτή του πάσχα.
42
Και όταν αυτός έγινε δώδεκα χρονών, ανέβηκαν σύμφωνα με το έθιμο
της γιορτής
43
και συμπλήρωσαν τις ημέρες. Αλλά όταν επέστρεφαν, το παιδί, ο Ιησούς, έμεινε
πίσω στην Ιερουσαλήμ, και οι γονείς του δεν το παρατήρησαν αυτό.
44
Υποθέτοντας ότι εκείνος ήταν ανάμεσα στους συνοδοιπόρους, κάλυψαν απόσταση
μιας ημέρας και κατόπιν άρχισαν
να τον αναζητούν ανάμεσα στους συγγενείς και στους γνωστούς.
45
Αλλά αφού δεν τον βρήκαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και τον αναζητούσαν.
46
Και ύστερα από τρεις ημέρες τον βρήκαν στο ναό
να κάθεται ανάμεσα στους δασκάλους και να τους ακούει και να
τους ρωτάει.
47
Όλοι, όμως, εκείνοι που τον άκουγαν έμεναν κατάπληκτοι με την κατανόησή του
και τις απαντήσεις του. 48
Όταν, λοιπόν, τον είδαν, ένιωσαν έκπληξη, και η μητέρα του τού είπε: «Παιδί
μου, γιατί μας φέρθηκες έτσι; Ο πατέρας σου και εγώ σε αναζητούμε με πολλή
αγωνία».
49
Αλλά εκείνος τους είπε: «Γιατί χρειάστηκε να με αναζητήσετε; Δεν ξέρατε ότι
πρέπει να είμαι στον οίκο του Πατέρα μου;»
50
Ωστόσο, αυτοί δεν κατάλαβαν το λόγο που τους είπε.
51
Και κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στη Ναζαρέτ, και υποτασσόταν
σε αυτούς. Η δε μητέρα του φύλαγε προσεκτικά όλα αυτά τα λόγια
στην καρδιά της. 52
Και ο Ιησούς συνέχισε να προοδεύει σε σοφία
και σε σωματική ανάπτυξη και σε εύνοια από Θεό και ανθρώπους.
3
Το δέκατο πέμπτο έτος της διακυβέρνησης του Τιβέριου Καίσαρα, όταν
κυβερνήτης της Ιουδαίας ήταν ο Πόντιος Πιλάτος, και περιφερειακός διοικητής
της Γαλιλαίας ήταν ο Ηρώδης, ο
Φίλιππος δε ο αδελφός του ήταν περιφερειακός διοικητής της χώρας της
Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδας, και ο Λυσανίας ήταν περιφερειακός διοικητής
της Αβιληνής,
2
στις ημέρες του πρωθιερέα Άννα και του Καϊάφα,
δόθηκε η διακήρυξη του Θεού στον Ιωάννη,
το γιο του Ζαχαρία, στην έρημο.
3
Αυτός, λοιπόν, ήρθε σε όλη την περιοχή γύρω από τον Ιορδάνη κηρύττοντας
βάφτισμα που συμβόλιζε μετάνοια για συγχώρηση αμαρτιών,
4
όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο των λόγων του Ησαΐα του προφήτη: «Ακούστε!
Κάποιος φωνάζει στην έρημο: “Προετοιμάστε την οδό του Ιεχωβά, κάντε ευθείς
τους δρόμους του. 5
Κάθε φαράγγι πρέπει να γεμίσει, και κάθε βουνό και λόφος να ισοπεδωθεί, και
οι στροφές πρέπει να γίνουν ευθείες και οι απότομοι τόποι ομαλές οδοί,
6
και κάθε σάρκα θα δει το μέσο που παρέχει ο Θεός για διάσωση”».
7
Έλεγε, λοιπόν, στα πλήθη που πήγαιναν να βαφτιστούν από αυτόν: «Γεννήματα
οχιάς, ποιος σας υπέδειξε να
ξεφύγετε από την ερχόμενη οργή; 8
Να παραγάγετε, λοιπόν, καρπούς που αρμόζουν στη μετάνοια.
Και μην αρχίσετε να λέτε μέσα σας: “Πατέρα έχουμε τον Αβραάμ”.
Διότι σας λέω ότι ο Θεός έχει τη δύναμη να εγείρει παιδιά για τον Αβραάμ από
αυτές τις πέτρες.
9
Και ήδη το τσεκούρι βρίσκεται στη ρίζα των δέντρων· κάθε δέντρο, λοιπόν, που
δεν παράγει καλό καρπό θα κοπεί και θα ριχτεί στη φωτιά».
10
Και τα πλήθη τον ρωτούσαν: «Τι να κάνουμε
λοιπόν;»
11
Απαντώντας εκείνος τους έλεγε: «Αυτός που έχει δύο εσωτερικά ενδύματα ας
δώσει σε εκείνον που δεν έχει κανένα, και αυτός που έχει τρόφιμα ας κάνει το
ίδιο». 12
Ακόμη και εισπράκτορες φόρων ήρθαν να βαφτιστούν και του είπαν: «Δάσκαλε, τι
να κάνουμε;» 13
Εκείνος τους είπε: «Να μη ζητάτε τίποτα περισσότερο από τον καθορισμένο
φόρο». 14
Επίσης, εκείνοι που ήταν σε στρατιωτική υπηρεσία τον ρωτούσαν: «Και εμείς τι
να κάνουμε;» Και αυτός τους είπε: «Να μην ταλαιπωρήσετε κανέναν ούτε να
κατηγορήσετε ψεύτικα κανέναν,
αλλά να είστε ικανοποιημένοι με τις προμήθειές σας».
15
Καθώς, λοιπόν, ο λαός βρισκόταν σε αναμονή και όλοι διαλογίζονταν μέσα στις
καρδιές τους σχετικά με τον Ιωάννη: «Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;»
16
ο Ιωάννης έδωσε την απάντηση, λέγοντας σε όλους: «Εγώ μεν σας βαφτίζω με
νερό· αλλά έρχεται ο ισχυρότερός μου, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω
το λουρί των σανδαλιών. Εκείνος
θα σας βαφτίσει με άγιο πνεύμα και φωτιά.
17
Το φτυάρι του για το λίχνισμα είναι στο χέρι του για να καθαρίσει το αλώνι
του εντελώς και να μαζέψει το
σιτάρι στην αποθήκη του· αλλά το άχυρο
θα το κατακάψει με φωτιά
η οποία δεν μπορεί να σβηστεί».
18
Έδινε, λοιπόν, και πολλές άλλες προτροπές και εξακολουθούσε να διακηρύττει
καλά νέα στο λαό.
19
Ο Ηρώδης, όμως, ο περιφερειακός διοικητής, επειδή ελεγχόταν από αυτόν
σχετικά με την Ηρωδιάδα, τη σύζυγο του αδελφού του, και σχετικά με όλες τις
πονηρές πράξεις που έκανε ο Ηρώδης,
20
πρόσθεσε σε όλες εκείνες τις πράξεις και αυτό: έκλεισε τον Ιωάννη στη
φυλακή.
21
Αφού, λοιπόν, βαφτίστηκε όλος ο λαός, βαφτίστηκε και ο Ιησούς
και, καθώς προσευχόταν, άνοιξε ο ουρανός
22
και κατέβηκε πάνω του το άγιο πνεύμα με σωματική μορφή σαν περιστέρι, και
μια φωνή ήρθε από τον ουρανό: «Εσύ είσαι ο Γιος μου ο αγαπητός· σε έχω
επιδοκιμάσει».
23
Και όταν ο Ιησούς άρχισε το έργο του,
ήταν περίπου τριάντα
χρονών, γιος, όπως νόμιζαν, του
Ιωσήφ, γιου του Ηλί,
24
γιου του Ματθάτ, γιου του Λευί, γιου του Μελχί, γιου του Ιανναΐ, γιου του
Ιωσήφ,
25
γιου του Ματταθία, γιου του Αμώς, γιου του Ναούμ, γιου του Εσλί, γιου του
Ναγγαΐ,
26
γιου του Μαάθ, γιου του Ματταθία, γιου του Σεμεείν, γιου του Ιωσήχ, γιου του
Ιωδά,
27
γιου του Ιωανάν, γιου του Ρησά, γιου του Ζοροβάβελ,
γιου του Σαλαθιήλ,
γιου του Νηρί,
28
γιου του Μελχί, γιου του Αδδί, γιου του Κωσάμ, γιου του Ελμαδάμ, γιου του
Ηρ,
29
γιου του Ιησού, γιου του Ελιέζερ, γιου του Ιωρείμ, γιου του Ματθάτ, γιου του
Λευί,
30
γιου του Συμεών, γιου του Ιούδα, γιου του Ιωσήφ, γιου του Ιωνάμ, γιου του
Ελιακείμ,
31
γιου του Μελεά, γιου του Μεννά, γιου του Ματταθά, γιου του Νάθαν,
γιου του Δαβίδ,
32
γιου του Ιεσσαί, γιου του Ωβήδ,
γιου του Βοόζ, γιου
του Σαλμών, γιου του Ναασών,
33
γιου του Αμμιναδάβ, γιου του
Αρνεί, γιου του Εσρών,
γιου του Φαρές, γιου
του Ιούδα,
34
γιου του Ιακώβ, γιου του Ισαάκ,
γιου του Αβραάμ,
γιου του Θάρα, γιου του Ναχώρ,
35
γιου του Σερούχ, γιου του Ραγαύ,
γιου του Φάλεκ, γιου
του Έβερ, γιου του Σηλά,
36
γιου του Καϊνάν, γιου του Αρφαξάδ,
γιου του Σημ, γιου του Νώε,
γιου του Λάμεχ,
37
γιου του Μαθουσάλα, γιου του
Ενώχ, γιου του Ιάρεδ,
γιου του Μααλαλεήλ,
γιου του Καϊνάν,
38
γιου του Ενώς, γιου του Σηθ,
γιου του Αδάμ, γιου
του Θεού.
4
Ο Ιησούς, λοιπόν,
γεμάτος άγιο πνεύμα, έφυγε από τον Ιορδάνη και οδηγούνταν από το πνεύμα στην
έρημο 2
επί σαράντα ημέρες, ενώ
πειραζόταν από τον Διάβολο. Και
δεν έφαγε τίποτα εκείνες τις ημέρες και, όταν τελείωσαν αυτές, πείνασε.
3
Τότε ο Διάβολος του είπε: «Αν είσαι γιος του Θεού, πες σε αυτή την πέτρα να
γίνει ψωμί».
4
Αλλά ο Ιησούς τού απάντησε: «Είναι γραμμένο: “Ο άνθρωπος δεν πρέπει να ζει
μόνο με ψωμί”».
5
Εκείνος, λοιπόν, τον ανέβασε και του έδειξε όλα τα βασίλεια της κατοικημένης
γης μέσα σε μια στιγμή χρόνου·
6
και του είπε ο Διάβολος: «Θα σου δώσω όλη αυτή την εξουσία
και τη δόξα τους, επειδή έχει παραδοθεί σε εμένα, και σε όποιον
θέλω τη δίνω. 7
Αν εσύ, λοιπόν, κάνεις μια πράξη
λατρείας μπροστά μου, θα γίνει όλη δική σου».
8
Απαντώντας ο Ιησούς τού είπε: «Είναι γραμμένο: “Τον Ιεχωβά τον Θεό
σου πρέπει να λατρεύεις και σε αυτόν μόνο πρέπει να αποδίδεις
ιερή υπηρεσία”».
9
Κατόπιν τον οδήγησε στην Ιερουσαλήμ και τον έβαλε πάνω στην έπαλξη
του ναού και του είπε: «Αν είσαι γιος του Θεού, ρίξε από εδώ τον
εαυτό σου κάτω· 10
διότι είναι γραμμένο: “Θα δώσει στους αγγέλους του εντολή σχετικά με εσένα
για να σε διαφυλάξουν” 11
και “Θα σε σηκώνουν στα χέρια τους για να μη χτυπήσεις ποτέ το πόδι σου σε
πέτρα”». 12
Απαντώντας ο Ιησούς τού είπε: «Έχει ειπωθεί: “Δεν πρέπει να υποβάλεις τον
Ιεχωβά τον Θεό σου σε δοκιμή”». 13
Ο Διάβολος, λοιπόν, αφού τελείωσε όλο τον πειρασμό, αποχώρησε από αυτόν
μέχρι κάποιον άλλον κατάλληλο καιρό.
14
Τότε ο Ιησούς επέστρεψε με τη δύναμη του πνεύματος στη Γαλιλαία.
Και διαδόθηκαν καλά λόγια σχετικά με αυτόν σε όλη τη γύρω
περιοχή. 15
Επίσης, άρχισε να διδάσκει στις συναγωγές τους, και όλοι τον τιμούσαν.
16
Και ήρθε στη Ναζαρέτ, όπου είχε
ανατραφεί· και, όπως συνήθιζε την ημέρα του σαββάτου, μπήκε στη συναγωγή
και σηκώθηκε να διαβάσει.
17
Του δόθηκε, λοιπόν, ο ρόλος του προφήτη Ησαΐα, και εκείνος άνοιξε το ρόλο
και βρήκε το μέρος όπου ήταν γραμμένο:
18
«Πνεύμα του Ιεχωβά είναι πάνω
μου, επειδή αυτός με έχρισε για να διακηρύξω καλά νέα στους φτωχούς, με
απέστειλε να κηρύξω απελευθέρωση στους αιχμάλωτους και ανάκτηση της όρασης
στους τυφλούς, να εξαποστείλω τους συντετριμμένους απελευθερώνοντάς τους,
19
να κηρύξω το ευπρόσδεκτο έτος
του Ιεχωβά».
20
Τότε τύλιξε το ρόλο, τον έδωσε πίσω στον υπηρέτη και κάθησε· και τα μάτια
όλων στη συναγωγή ήταν επίμονα προσηλωμένα πάνω του.
21
Κατόπιν άρχισε να τους λέει: «Σήμερα εκπληρώνεται αυτή η γραφή που μόλις
ακούσατε».
22
Και όλοι άρχισαν να δίνουν ευνοϊκή μαρτυρία σχετικά με αυτόν και να
θαυμάζουν για τα ελκυστικά λόγια
που έβγαιναν από το στόμα του, και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός γιος του
Ιωσήφ;» 23
Τότε τους είπε: «Χωρίς αμφιβολία θα εφαρμόσετε σε εμένα αυτή την παραβολή:
“Γιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό
σου· όσα ακούσαμε ότι έγιναν
στην Καπερναούμ κάνε τα επίσης
εδώ, στον τόπο σου”». 24
Αλλά είπε: «Αληθινά σας λέω ότι κανένας προφήτης δεν είναι δεκτός στον τόπο
του.
25
Για παράδειγμα, σας λέω αληθινά: Πολλές χήρες υπήρχαν στον Ισραήλ στις
ημέρες του Ηλία όταν ο ουρανός έκλεισε επί τρία χρόνια και έξι μήνες, ώστε
έπεσε μεγάλη πείνα σε όλο τον τόπο,
26
εντούτοις ο Ηλίας δεν στάλθηκε σε καμιά από εκείνες τις γυναίκες, παρά μόνο
στα Σαρεπτά, στη χώρα της
Σιδώνας, σε κάποια χήρα.
27
Επίσης, πολλοί λεπροί υπήρχαν στον Ισραήλ τον καιρό του Ελισαιέ του προφήτη,
εντούτοις κανείς από αυτούς δεν καθαρίστηκε παρά ο Νεεμάν ο Σύριος».
28
Τότε όλοι εκείνοι που τα άκουγαν αυτά στη συναγωγή γέμισαν θυμό·
29
και σηκώθηκαν και τον έβγαλαν βιαστικά έξω από την πόλη και τον οδήγησαν
στην άκρη του βουνού, πάνω στο οποίο ήταν χτισμένη η πόλη τους, για να τον
ρίξουν στον γκρεμό. 30
Αυτός, όμως, πέρασε ανάμεσά τους και συνέχισε το δρόμο του.
31
Και κατέβηκε στην Καπερναούμ,
μια πόλη της Γαλιλαίας. Και τους δίδασκε στη διάρκεια του σαββάτου·
32
και αυτοί έμεναν έκπληκτοι από τον τρόπο με τον οποίο δίδασκε,
επειδή τα λόγια του ήταν με εξουσία.
33
Στη συναγωγή ήταν κάποιος άνθρωπος που είχε ένα πνεύμα,
έναν ακάθαρτο δαίμονα, και αυτός κραύγασε με δυνατή φωνή:
34
«Ε! Τι σχέση έχουμε εμείς με εσένα,
Ιησού Ναζωραίε; Ήρθες να
μας καταστρέψεις; Γνωρίζω πολύ
καλά ποιος είσαι: ο Άγιος του Θεού».
35
Αλλά ο Ιησούς τον επέπληξε, λέγοντας: «Σώπα και βγες από αυτόν». Αφού,
λοιπόν, έριξε κάτω τον άνθρωπο ανάμεσά τους, ο δαίμονας βγήκε από αυτόν
χωρίς να τον βλάψει. 36
Τότε τους κατέλαβε όλους έκπληξη και άρχισαν να συνομιλούν μεταξύ τους,
λέγοντας: «Τι είδους λόγος είναι αυτός; Επειδή με εξουσία και δύναμη
προστάζει τα ακάθαρτα πνεύματα, και αυτά βγαίνουν».
37
Και τα νέα σχετικά με αυτόν συνέχισαν να διαδίδονται σε κάθε γωνιά της γύρω
περιοχής.
38
Αφού σηκώθηκε και βγήκε από τη συναγωγή, μπήκε στο σπίτι του Σίμωνα. Η δε
πεθερά του Σίμωνα βασανιζόταν από υψηλό πυρετό, και τον παρακάλεσαν για
αυτήν. 39
Και εκείνος στάθηκε από πάνω της και επέπληξε τον πυρετό,
και αυτός την άφησε. Ευθύς αμέσως εκείνη σηκώθηκε και άρχισε να
τους διακονεί.
40
Καθώς έδυε ο ήλιος, όλοι εκείνοι που είχαν αρρώστους με διάφορες ασθένειες
τους έφεραν σε αυτόν. Εκείνος, θέτοντας τα χέρια του πάνω στον καθένα από
αυτούς, τους θεράπευε. 41
Έβγαιναν, επίσης, δαίμονες από πολλούς,
κραυγάζοντας και λέγοντας: «Εσύ είσαι ο Γιος
του Θεού». Αλλά εκείνος επιπλήττοντάς τους δεν τους επέτρεπε να
μιλούν, επειδή γνώριζαν
ότι αυτός είναι ο Χριστός.
42
Και όταν ξημέρωσε, βγήκε έξω και πήγε σε κάποιον ερημικό τόπο.
Αλλά τα πλήθη άρχισαν να τον ψάχνουν και έφτασαν ως εκεί που
βρισκόταν και προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν να φύγει από αυτούς.
43
Αυτός όμως τους είπε: «Και σε άλλες πόλεις πρέπει να διακηρύξω τα καλά νέα
της βασιλείας του Θεού, επειδή για αυτό στάλθηκα».
44
Και συνέχισε να κηρύττει στις συναγωγές της Ιουδαίας.
5
Σε μια περίπτωση που το πλήθος στριμωχνόταν πάνω του και άκουγε το λόγο του
Θεού, αυτός στεκόταν δίπλα στη λίμνη της Γεννησαρέτ.
2
Και είδε δύο πλοιάρια αραγμένα στην άκρη της λίμνης, οι δε ψαράδες είχαν
βγει από αυτά και έπλεναν τα δίχτυα τους.
3
Αφού επιβιβάστηκε σε ένα από τα πλοιάρια, το οποίο ήταν του Σίμωνα, ζήτησε
από αυτόν να απομακρυνθεί λίγο από τη στεριά. Κατόπιν κάθησε, και από το
πλοιάριο άρχισε να διδάσκει τα
πλήθη.
4
Όταν σταμάτησε να μιλάει, είπε στον Σίμωνα: «Ανοίξου στα βαθιά και ρίξτε τα
δίχτυα σας για να πιάσετε
ψάρια».
5
Αλλά ο Σίμων απαντώντας είπε: «Δάσκαλε, όλη τη νύχτα μοχθήσαμε και δεν
πιάσαμε τίποτα, αλλά αφού το λες
εσύ θα ρίξω τα δίχτυα».
6
Και όταν το έκαναν αυτό, συγκέντρωσαν μεγάλο πλήθος ψαριών. Μάλιστα τα
δίχτυα τους άρχισαν να σκίζονται.
7
Έκαναν, λοιπόν, νόημα στους συντρόφους τους στο άλλο πλοιάριο να έρθουν και
να τους βοηθήσουν· και εκείνοι
ήρθαν και γέμισαν και τα δύο πλοιάρια σε σημείο που άρχισαν να βουλιάζουν.
8
Βλέποντάς το αυτό, ο Σίμων Πέτρος
έπεσε μπροστά στα γόνατα του Ιησού, λέγοντας: «Φύγε από εμένα, επειδή
είμαι άντρας αμαρτωλός, Κύριε». 9
Διότι με την ψαριά που έπιασαν, έκπληξη κυρίευσε αυτόν και όλους εκείνους
που ήταν μαζί του,
10
παρόμοια δε και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τους γιους του Ζεβεδαίου,
οι οποίοι ήταν συνέταιροι με τον Σίμωνα. Αλλά ο Ιησούς είπε στον
Σίμωνα: «Μη φοβάσαι. Από τώρα και στο εξής θα πιάνεις ανθρώπους ζωντανούς».
11
Έβγαλαν, λοιπόν, τα πλοιάρια στη στεριά και εγκατέλειψαν τα πάντα και τον
ακολούθησαν.
12
Σε κάποια άλλη περίπτωση, ενώ ήταν σε μια από τις πόλεις, αντίκρισαν έναν
άντρα γεμάτο λέπρα. Όταν είδε τον Ιησού, έπεσε με το πρόσωπο κάτω και τον
παρακάλεσε, λέγοντας: «Κύριε, αν εσύ θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις».
13
Απλώνοντας, λοιπόν, το χέρι του, εκείνος τον άγγιξε και είπε: «Θέλω.
Καθαρίσου». Και αμέσως η λέπρα εξαφανίστηκε από αυτόν.
14
Και έδωσε εντολή στον άντρα να μην το πει σε κανέναν:
«Αλλά φύγε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα
και κάνε προσφορά
σχετικά με τον καθαρισμό σου, όπως όρισε ο Μωυσής, για μαρτυρία σε αυτούς».
15
Αλλά ο λόγος για αυτόν διαδιδόταν όλο και περισσότερο, και μεγάλα πλήθη
συγκεντρώνονταν για να ακούσουν και να θεραπευτούν από τις αρρώστιες τους.
16
Αυτός, ωστόσο, συνέχισε να αποσύρεται στις ερήμους και να προσεύχεται.
17
Κάποια από εκείνες τις ημέρες δίδασκε, και κάθονταν εκεί Φαρισαίοι και
δάσκαλοι του νόμου που είχαν έρθει από κάθε χωριό της Γαλιλαίας και της
Ιουδαίας και από την Ιερουσαλήμ· και υπήρχε για αυτόν η δύναμη του Ιεχωβά
ώστε να γιατρεύει. 18
Και κάποιοι άντρες μετέφεραν πάνω σε κρεβάτι έναν άνθρωπο που ήταν παράλυτος
και έψαχναν κάποιον τρόπο να τον φέρουν μέσα και να τον βάλουν μπροστά του.
19
Μη βρίσκοντας, λοιπόν, τρόπο να τον φέρουν μέσα εξαιτίας του πλήθους,
σκαρφάλωσαν στη στέγη και μέσα από τα κεραμίδια τον κατέβασαν με το μικρό
κρεβάτι ανάμεσα σε εκείνους που ήταν μπροστά στον Ιησού.
20
Και όταν αυτός είδε την πίστη τους, είπε: «Άνθρωπε, σου συγχωρούνται οι
αμαρτίες σου». 21
Τότε οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να διαλογίζονται, λέγοντας:
«Ποιος είναι αυτός που λέει βλασφημίες;
Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες εκτός από τον Θεό μόνο;»
22
Αλλά ο Ιησούς, διακρίνοντας τους διαλογισμούς τους, είπε απαντώντας τους:
«Τι διαλογίζεστε μέσα στις καρδιές σας;
23
Τι είναι ευκολότερο, να πω: “Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου”, ή να πω:
“Σήκω και περπάτα”; 24
Αλλά για να γνωρίσετε ότι ο Γιος του ανθρώπου έχει εξουσία πάνω στη γη να
συγχωρεί αμαρτίες—» είπε στον παράλυτο: «Σου λέω: Σήκω και πάρε το μικρό
κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου».
25
Και ευθύς αμέσως εκείνος σηκώθηκε μπροστά τους, πήρε αυτό πάνω στο οποίο
ήταν ξαπλωμένος και έφυγε για το σπίτι του δοξάζοντας τον Θεό.
26
Τότε έκσταση τους κατέλαβε όλους
και άρχισαν να δοξάζουν τον Θεό και γέμισαν φόβο, λέγοντας: «Είδαμε παράξενα
πράγματα σήμερα!»
27
Έπειτα από αυτά, βγήκε έξω και είδε έναν εισπράκτορα φόρων ονόματι Λευί να
κάθεται στο γραφείο όπου εισπράττονταν οι φόροι, και του είπε: «Γίνε
ακόλουθός μου». 28
Και αυτός, αφήνοντας πίσω τα πάντα,
σηκώθηκε και άρχισε να τον ακολουθεί.
29
Επίσης, ο Λευί παρέθεσε ένα μεγάλο συμπόσιο για αυτόν στο σπίτι του· και
υπήρχε μεγάλο πλήθος από εισπράκτορες φόρων και άλλους που ήταν μαζί τους
και είχαν πλαγιάσει για το γεύμα.
30
Τότε οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς τους άρχισαν να γογγύζουν στους μαθητές
του, λέγοντας: «Γιατί τρώτε και πίνετε με εισπράκτορες φόρων και
αμαρτωλούς;» 31
Απαντώντας ο Ιησούς τούς είπε: «Δεν χρειάζονται γιατρό οι υγιείς
αλλά οι άρρωστοι. 32
Εγώ έχω έρθει να καλέσω, όχι δίκαιους ανθρώπους, αλλά αμαρτωλούς σε
μετάνοια».
33
Αυτοί του είπαν: «Οι μαθητές του Ιωάννη νηστεύουν συχνά και κάνουν δεήσεις,
και το ίδιο κάνουν οι μαθητές των Φαρισαίων, αλλά οι δικοί σου τρώνε και
πίνουν». 34
Ο Ιησούς τούς είπε: «Μήπως μπορείτε να κάνετε τους φίλους του γαμπρού να
νηστεύουν ενόσω είναι μαζί τους ο γαμπρός;
35
Εντούτοις, θα έρθουν ημέρες που ο γαμπρός
πράγματι θα αφαιρεθεί από αυτούς·
τότε θα νηστέψουν, εκείνες τις ημέρες».
36
Και άρχισε να τους λέει μια παραβολή: «Κανείς δεν κόβει μπάλωμα από
καινούριο εξωτερικό ένδυμα και το ράβει σε παλιό εξωτερικό ένδυμα· αλλά αν
το κάνει αυτό, τότε και το καινούριο μπάλωμα αποσχίζεται και το μπάλωμα από
το καινούριο ένδυμα δεν ταιριάζει με το παλιό.
37
Επίσης, κανείς δεν βάζει καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά· γιατί αν το κάνει
αυτό, τότε το καινούριο κρασί θα σκίσει τα ασκιά,
και αυτό θα χυθεί και τα ασκιά θα καταστραφούν.
38
Αλλά το καινούριο κρασί πρέπει να μπαίνει σε καινούρια ασκιά.
39
Κανείς που έχει πιει παλιό κρασί δεν θέλει καινούριο· διότι λέει: “Το παλιό
είναι ωραίο”».
6
Ένα σάββατο,
περνούσε μέσα από χωράφια με σιτηρά, και οι μαθητές του αποσπούσαν
και έτρωγαν τα στάχυα, τρίβοντάς τα με τα χέρια τους.
2
Τότε μερικοί από τους Φαρισαίους είπαν: «Γιατί κάνετε αυτό που δεν είναι
νόμιμο στη διάρκεια του
σαββάτου;» 3
Αλλά ο Ιησούς, απαντώντας τους, είπε: «Δεν έχετε διαβάσει ποτέ αυτό που
έκανε ο Δαβίδ όταν αυτός και οι
άντρες που ήταν μαζί του πείνασαν;
4
Ότι μπήκε στον οίκο του Θεού και έλαβε τα ψωμιά της παρουσίασης
και έφαγε και έδωσε στους άντρες που ήταν μαζί του, ψωμιά τα
οποία δεν είναι νόμιμο να φάει κανείς παρά μόνο οι ιερείς;»
5
Και στη συνέχεια τους είπε: «Ο Γιος του ανθρώπου είναι Κύριος του σαββάτου».
6
Κάποιο άλλο σάββατο μπήκε στη
συναγωγή και άρχισε να διδάσκει. Και εκεί βρισκόταν ένας άνθρωπος του οποίου
το δεξί χέρι ήταν ξεραμένο. 7
Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, λοιπόν, τον παρατηρούσαν
για να δουν αν θα θεράπευε στη διάρκεια του σαββάτου, ώστε να
βρουν κάποιον τρόπο να τον κατηγορήσουν.
8
Αυτός, όμως, ήξερε τους διαλογισμούς
τους· ωστόσο, είπε στον άντρα με το ξεραμένο χέρι: «Σήκω και στάσου στη
μέση». Και αυτός σηκώθηκε και στάθηκε.
9
Κατόπιν ο Ιησούς τούς είπε: «Σας ρωτώ: Είναι νόμιμο να κάνει κάποιος στη
διάρκεια του σαββάτου καλό ή να
κάνει κακό, να σώσει ή να καταστρέψει μια ψυχή;»
10
Και αφού τους κοίταξε όλους γύρω, είπε στον άνθρωπο: «Τέντωσε το χέρι σου».
Εκείνος το έκανε αυτό, και το χέρι του αποκαταστάθηκε.
11
Αλλά αυτοί γέμισαν παραφροσύνη και άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους τι να
κάνουν στον Ιησού.
12
Εκείνες τις ημέρες βγήκε στο βουνό να προσευχηθεί,
και πέρασε όλη τη νύχτα προσευχόμενος στον Θεό.
13
Και όταν ξημέρωσε, φώναξε τους μαθητές του και εξέλεξε από αυτούς δώδεκα,
τους οποίους και ονόμασε «αποστόλους»:
14
τον Σίμωνα, τον οποίο ονόμασε επίσης Πέτρο,
και τον Ανδρέα τον αδελφό του, και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη,
και τον Φίλιππο και
τον Βαρθολομαίο,
15
και τον Ματθαίο και τον Θωμά,
και τον Ιάκωβο, το γιο του Αλφαίου, και τον Σίμωνα, ο οποίος αποκαλείται «ο
ζηλωτής», 16
και τον Ιούδα, το γιο του Ιακώβου, και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, ο οποίος
έγινε προδότης.
17
Και κατέβηκε μαζί τους και στάθηκε σε ένα επίπεδο μέρος, και ήταν εκεί
μεγάλο πλήθος μαθητών του και μεγάλο πλήθος λαού
από όλη την Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ και την παραθαλάσσια χώρα
της Τύρου και της Σιδώνας, οι οποίοι ήρθαν να τον ακούσουν και να
γιατρευτούν από τις αρρώστιες τους.
18
Ακόμη και εκείνοι που ταλαιπωρούνταν από ακάθαρτα πνεύματα θεραπεύονταν.
19
Και όλο το πλήθος ζητούσε να τον αγγίξει,
επειδή έβγαινε δύναμη
από αυτόν και τους γιάτρευε όλους.
20
Και αυτός σήκωσε τα μάτια του προς τους μαθητές του και άρχισε να λέει:
«Ευτυχισμένοι είστε εσείς οι φτωχοί,
επειδή δική σας είναι η βασιλεία του Θεού.
21
»Ευτυχισμένοι είστε εσείς που πεινάτε
τώρα, επειδή θα χορταστείτε.
»Ευτυχισμένοι είστε εσείς που κλαίτε τώρα, επειδή θα γελάσετε.
22
»Ευτυχισμένοι είστε όποτε οι άνθρωποι σας μισήσουν
και όποτε σας αποκλείσουν από τη συναναστροφή τους και σας
ονειδίσουν και απορρίψουν το
όνομά σας ως πονηρό εξαιτίας του Γιου του ανθρώπου.
23
Χαρείτε εκείνη την ημέρα και σκιρτήστε, γιατί η ανταμοιβή σας είναι μεγάλη
στον ουρανό, επειδή τα ίδια πράγματα έκαναν οι προπάτορές τους στους
προφήτες.
24
»Αλλά αλίμονο σε εσάς, πλούσιοι,
επειδή έχετε την παρηγοριά σας στο πλήρες.
25
»Αλίμονο σε εσάς που είστε χορτάτοι τώρα, επειδή θα πεινάσετε.
»Αλίμονο σε εσάς που γελάτε τώρα, επειδή θα πενθήσετε και θα κλάψετε.
26
»Αλίμονο όποτε όλοι οι άνθρωποι μιλήσουν καλά για εσάς, γιατί παρόμοια
πράγματα έκαναν οι προπάτορές τους στους ψευδοπροφήτες.
27
»Αλλά λέω σε εσάς που ακούτε: Να αγαπάτε τους εχθρούς σας,
να κάνετε καλό σε
εκείνους που σας μισούν,
28
να ευλογείτε εκείνους που σας καταριούνται, να προσεύχεστε για εκείνους που
σας προσβάλλουν. 29
Σε εκείνον που σε χτυπάει στο ένα μάγουλο
πρόσφερε και το άλλο· και σε εκείνον που παίρνει
το εξωτερικό σου ένδυμα μην αρνηθείς να δώσεις ακόμη και το
εσωτερικό ένδυμα.
30
Δίνε σε όποιον σου ζητάει, και
από αυτόν που παίρνει τα δικά σου πράγματα μην τα ζητάς πίσω.
31
»Και όπως θέλετε να κάνουν σε εσάς οι άνθρωποι, το ίδιο να κάνετε και εσείς
σε αυτούς.
32
»Και αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, ποιος έπαινος σας ανήκει; Διότι
και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν.
33
Και αν κάνετε καλό σε εκείνους που σας κάνουν καλό, ποιος έπαινος σας ανήκει
άραγε; Και οι αμαρτωλοί κάνουν το ίδιο.
34
Επίσης, αν δανείζετε χωρίς τόκο
σε εκείνους από τους οποίους ελπίζετε να λάβετε, ποιος έπαινος σας ανήκει;
Και οι αμαρτωλοί δανείζουν χωρίς τόκο σε αμαρτωλούς για να πάρουν πίσω τα
ίσα. 35
Αντίθετα, να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να κάνετε καλό και να δανείζετε
χωρίς τόκο, μη ελπίζοντας να πάρετε πίσω τίποτα· και η ανταμοιβή
σας θα είναι μεγάλη, και θα είστε γιοι του Υψίστου,
επειδή αυτός δείχνει καλοσύνη
προς τους αχάριστους και πονηρούς.
36
Να γίνεστε ελεήμονες, όπως ο Πατέρας σας είναι ελεήμων.
37
»Επιπλέον, μην κρίνετε, και δεν πρόκειται να κριθείτε·
και μην καταδικάζετε, και δεν πρόκειται να καταδικαστείτε. Να
απελευθερώνετε και θα απελευθερωθείτε.
38
Να δίνετε και οι άνθρωποι θα σας δώσουν.
Θα ρίξουν στον κόρφο σας μέτρο καλό, συμπιεσμένο, κουνημένο
καλά, που θα ξεχειλίζει. Διότι με το μέτρο με το οποίο μετράτε θα μετρήσουν
σε εσάς, σε ανταπόδοση».
39
Κατόπιν τους είπε και μια παραβολή: «Μήπως μπορεί τυφλός να οδηγεί τυφλό;
Δεν θα πέσουν και οι δύο μέσα σε λάκκο;
40
Ο μαθητής δεν είναι υπεράνω του δασκάλου του, αλλά όποιος είναι τέλεια
διδαγμένος θα είναι όπως ο δάσκαλός του.
41
Γιατί, λοιπόν, κοιτάζεις το άχυρο που είναι στο μάτι του αδελφού σου, αλλά
δεν βλέπεις το δοκάρι που είναι στο δικό σου μάτι;
42
Πώς μπορείς να λες στον αδελφό σου: “Αδελφέ, άφησέ με να βγάλω το άχυρο που
είναι στο μάτι σου”, ενώ εσύ δεν κοιτάζεις το δοκάρι στο δικό σου μάτι;
Υποκριτή! Πρώτα βγάλε το δοκάρι από το δικό σου μάτι
και τότε θα δεις καθαρά πώς να βγάλεις το άχυρο που είναι στο
μάτι του αδελφού σου.
43
»Διότι δεν υπάρχει καλό δέντρο που να παράγει σάπιο καρπό· ούτε πάλι υπάρχει
σάπιο δέντρο που να παράγει καλό καρπό.
44
Διότι κάθε δέντρο γνωρίζεται από τον καρπό του.
Παραδείγματος χάρη, δεν μαζεύουν σύκα από αγκάθια ούτε τρυγούν
σταφύλια από βάτο. 45
Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει το αγαθό από τον αγαθό θησαυρό
της καρδιάς του, αλλά ο πονηρός άνθρωπος βγάζει το πονηρό από
τον πονηρό θησαυρό του· διότι από την αφθονία της καρδιάς μιλάει το στόμα
του.
46
»Γιατί, λοιπόν, με αποκαλείτε “Κύριε! Κύριε!” αλλά δεν κάνετε αυτά που λέω;
47
Όποιος έρχεται σε εμένα και ακούει τα λόγια μου και τα εκτελεί, θα σας δείξω
με ποιον είναι όμοιος: 48
Είναι όμοιος με άνθρωπο που χτίζει σπίτι, ο οποίος έσκαψε και εισχώρησε σε
βάθος και έβαλε θεμέλιο πάνω στο βράχο. Και όταν έγινε πλημμύρα,
ο ποταμός χτύπησε ορμητικά εκείνο το σπίτι, αλλά δεν ήταν αρκετά
ισχυρός για να το κουνήσει, επειδή ήταν χτισμένο καλά.
49
Απεναντίας, εκείνος που ακούει και δεν εκτελεί
είναι όμοιος με άνθρωπο που έχτισε σπίτι στο έδαφος χωρίς
θεμέλιο. Το χτύπησε ορμητικά ο ποταμός, και αμέσως αυτό κατέρρευσε, και η
ερείπωση εκείνου του σπιτιού
υπήρξε μεγάλη».
7
Αφού ολοκλήρωσε όλα τα λόγια του που τα άκουγε ο λαός, μπήκε στην
Καπερναούμ. 2
Και ο δούλος κάποιου αξιωματικού, ο οποίος του ήταν αγαπητός, ήταν άρρωστος
και ετοιμοθάνατος. 3
Όταν αυτός άκουσε για τον Ιησού, έστειλε σε αυτόν πρεσβυτέρους των Ιουδαίων
για να του ζητήσουν να έρθει και να σώσει το δούλο του.
4
Τότε εκείνοι που ήρθαν στον Ιησού άρχισαν να τον ικετεύουν θερμά, λέγοντας:
«Είναι άξιος να του κάνεις αυτή τη χάρη,
5
γιατί αγαπάει το έθνος μας και
αυτός μας έχτισε τη συναγωγή».
6
Ο Ιησούς, λοιπόν, ξεκίνησε μαζί τους. Αλλά ενώ δεν ήταν μακριά από το σπίτι,
ο αξιωματικός είχε ήδη στείλει φίλους να του πουν: «Μην μπαίνεις στον κόπο,
κύριε, γιατί δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέγη μου.
7
Γι’ αυτό δεν θεώρησα τον εαυτό μου άξιο να έρθω σε εσένα. Αλλά πες έναν λόγο
και ας γιατρευτεί ο υπηρέτης μου.
8
Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος που υπόκειται σε εξουσία και έχω στρατιώτες στη
δικαιοδοσία μου, και λέω στον έναν: “Πήγαινε!” και πηγαίνει, και στον άλλον:
“Έλα!” και έρχεται, και στο δούλο μου: “Κάνε αυτό!” και το κάνει».
9
Όταν, λοιπόν, ο Ιησούς τα άκουσε αυτά, θαύμασε για αυτόν και στράφηκε στο
πλήθος που τον ακολουθούσε και είπε: «Σας λέω: Ούτε στον Ισραήλ δεν βρήκα
τόσο μεγάλη πίστη». 10
Και εκείνοι που είχαν σταλεί, όταν επέστρεψαν στο σπίτι, βρήκαν το δούλο
υγιή.
11
Λίγο αργότερα, αυτός ταξίδεψε σε μια πόλη που ονομαζόταν Ναΐν, και μαζί του
ταξίδευαν οι μαθητές του και μεγάλο πλήθος.
12
Καθώς πλησίαζε στην πύλη της πόλης, είδε να μεταφέρεται έξω ένας νεκρός,
ο μονογενής γιος της
μητέρας του. Μάλιστα, αυτή ήταν χήρα. Και αρκετά μεγάλο πλήθος από την πόλη
ήταν μαζί της.
13
Και όταν ο Κύριος την είδε, ένιωσε ευσπλαχνία
για αυτήν και της είπε: «Μην κλαις».
14
Τότε πλησίασε και άγγιξε το νεκροκρέβατο, και εκείνοι που το βάσταζαν
στάθηκαν, και είπε: «Νεαρέ, σου λέω: Σήκω!»
15
Και ο νεκρός ανακάθησε και άρχισε να μιλάει, και εκείνος τον έδωσε στη
μητέρα του. 16
Τότε όλους τους κατέλαβε φόβος
και άρχισαν να δοξάζουν τον Θεό, λέγοντας: «Μεγάλος προφήτης
εγέρθηκε ανάμεσά μας» και «Ο Θεός έστρεψε την προσοχή του στο
λαό του». 17
Και αυτά τα νέα σχετικά με αυτόν διαδόθηκαν σε όλη την Ιουδαία και σε όλη τη
γύρω περιοχή.
18
Οι μαθητές δε του Ιωάννη τού ανέφεραν όλα αυτά τα πράγματα.
19
Και ο Ιωάννης κάλεσε δύο μαθητές του και τους έστειλε στον Κύριο για να του
πει: «Εσύ είσαι ο Ερχόμενος ή να περιμένουμε κάποιον άλλον;»
20
Όταν ήρθαν σε αυτόν, οι άντρες είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής μάς έστειλε σε
εσένα για να σου πει: “Εσύ είσαι ο Ερχόμενος ή να περιμένουμε άλλον;”»
21
Εκείνη την ώρα αυτός θεράπευσε πολλούς από αρρώστιες
και οδυνηρές ασθένειες και πονηρά πνεύματα, και χάρισε σε
πολλούς τυφλούς την όραση.
22
Απαντώντας, λοιπόν, είπε στους δύο: «Πηγαίνετε,
αναφέρετε στον Ιωάννη αυτά που είδατε και ακούσατε: οι τυφλοί
αποκτούν την όρασή τους, οι κουτσοί περπατούν, οι λεπροί
καθαρίζονται και οι κουφοί ακούν, οι νεκροί εγείρονται, στους φτωχούς
λέγονται τα καλά νέα.
23
Και ευτυχισμένος είναι αυτός που δεν έχει σκανδαλιστεί με εμένα».
24
Αφού έφυγαν οι αγγελιοφόροι του Ιωάννη, εκείνος άρχισε να λέει στα πλήθη
σχετικά με τον Ιωάννη: «Τι βγήκατε να δείτε στην έρημο; Καλάμι που το
κουνάει πέρα δώθε ο άνεμος; 25
Τι βγήκατε, λοιπόν, να δείτε; Άνθρωπο ντυμένο με μαλακά εξωτερικά ενδύματα;
Εκείνοι με τη λαμπρή ενδυμασία που ζουν στην πολυτέλεια είναι σε
βασιλικές κατοικίες. 26
Τότε λοιπόν, τι βγήκατε να δείτε; Προφήτη;
Ναι, σας λέω, και πολύ περισσότερο από προφήτη.
27
Αυτός είναι εκείνος για τον οποίο είναι γραμμένο: “Δες! Εγώ αποστέλλω τον
αγγελιοφόρο μου πριν από το πρόσωπό σου,
ο οποίος θα προετοιμάσει την οδό σου μπροστά από εσένα”.
28
Σας λέω: Μεταξύ αυτών που γεννήθηκαν από γυναίκες δεν υπάρχει κανείς
μεγαλύτερος από τον Ιωάννη· αλλά
ένας μικρότερος στη βασιλεία του Θεού είναι μεγαλύτερος από αυτόν».
29
(Και όλος ο λαός και οι εισπράκτορες φόρων, όταν το άκουσαν αυτό, διακήρυξαν
ότι ο Θεός είναι δίκαιος,
έχοντας βαφτιστεί με το βάφτισμα του Ιωάννη.
30
Αλλά οι Φαρισαίοι και οι ειδήμονες στο Νόμο αδιαφόρησαν για τη βουλή
του Θεού προς αυτούς, μη έχοντας βαφτιστεί από αυτόν.)
31
«Με ποιον να παραβάλω, λοιπόν, τους ανθρώπους αυτής της γενιάς, και με ποιον
είναι όμοιοι; 32
Μοιάζουν με μικρά παιδιά που κάθονται σε κάποια αγορά και φωνάζουν το ένα
στο άλλο, και τα οποία λένε: “Σας παίξαμε αυλό, αλλά δεν χορέψατε·
θρηνήσαμε, αλλά δεν κλάψατε”. 33
Αντίστοιχα, ο Ιωάννης ο Βαφτιστής ήρθε χωρίς να τρώει ψωμί ούτε να πίνει
κρασί, και λέτε: “Έχει δαίμονα”.
34
Ο Γιος του ανθρώπου ήρθε τρώγοντας και πίνοντας, και λέτε: “Ορίστε! Άνθρωπος
λαίμαργος και οινοπότης, φίλος με εισπράκτορες φόρων και με αμαρτωλούς!”
35
Ωστόσο, η σοφία αποδεικνύεται
δίκαιη από όλα τα παιδιά της».
36
Κάποιος δε από τους Φαρισαίους τού ζητούσε να φάει μαζί του. Εκείνος,
λοιπόν, μπήκε στο σπίτι του
Φαρισαίου και πλάγιασε μπροστά στο τραπέζι.
37
Και μια γυναίκα που ήταν γνωστή στην πόλη ως αμαρτωλή έμαθε ότι αυτός
πλάγιαζε για το γεύμα στο σπίτι του Φαρισαίου και έφερε ένα αλαβάστρινο
δοχείο με αρωματικό λάδι
38
και αφού στάθηκε πίσω, κοντά στα πόδια του, κλαίγοντας, άρχισε να βρέχει τα
πόδια του με τα δάκρυά της και τα σκούπιζε με τα μαλλιά του κεφαλιού της.
Επίσης, φιλούσε τρυφερά τα πόδια του και τα άλειβε με το αρωματικό λάδι.
39
Βλέποντάς το αυτό, ο Φαρισαίος που τον προσκάλεσε είπε μέσα του: «Αν αυτός ο
άνθρωπος ήταν προφήτης, θα
γνώριζε ποια και τι είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει—ότι είναι
αμαρτωλή». 40
Και απαντώντας ο Ιησούς τού είπε: «Σίμων, έχω κάτι να σου πω». Εκείνος είπε:
«Δάσκαλε, πες το!»
41
«Δύο άντρες ήταν χρεώστες σε κάποιον δανειστή· ο ένας χρωστούσε πεντακόσια
δηνάρια, ο άλλος όμως πενήντα.
42
Ενώ δεν είχαν τίποτα με το οποίο να ξεπληρώσουν το χρέος, αυτός το χάρισε
και στους δύο. Επομένως, ποιος από αυτούς θα τον αγαπάει
περισσότερο;»
43
Απαντώντας ο Σίμων είπε: «Υποθέτω, εκείνος στον οποίο χάρισε τα
περισσότερα». Εκείνος του είπε: «Ορθά έκρινες».
44
Τότε στράφηκε στη γυναίκα και είπε στον Σίμωνα: «Βλέπεις αυτή τη γυναίκα;
Μπήκα στο σπίτι σου· εσύ δεν μου έδωσες νερό
για τα πόδια μου. Αλλά αυτή η γυναίκα έβρεξε τα πόδια μου με τα
δάκρυά της και τα σκούπισε με τα μαλλιά της.
45
Εσύ δεν μου έδωσες φιλί· αλλά
αυτή η γυναίκα, από την ώρα που μπήκα μέσα, δεν έπαψε να φιλάει τρυφερά τα
πόδια μου.
46
Εσύ δεν άλειψες το κεφάλι μου με λάδι·
αλλά αυτή η γυναίκα άλειψε τα πόδια μου με αρωματικό λάδι.
47
Χάρη σε αυτό, σου λέω, της συγχωρούνται οι αμαρτίες,
αν και είναι πολλές, επειδή αγάπησε πολύ· αλλά αυτός στον οποίο
συγχωρούνται λίγα, αγαπάει λίγο».
48
Κατόπιν είπε σε αυτήν: «Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες».
49
Τότε εκείνοι που ήταν πλαγιασμένοι μπροστά στο τραπέζι μαζί του άρχισαν να
λένε μέσα τους: «Ποιος είναι αυτός που και αμαρτίες ακόμη συγχωρεί;»
50
Αλλά εκείνος είπε στη γυναίκα: «Η πίστη σου σε έσωσε·
πήγαινε με ειρήνη».
8
Ύστερα από λίγο
άρχισε να ταξιδεύει από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, κηρύττοντας και
αναγγέλλοντας τα καλά νέα της βασιλείας του Θεού.
Και οι δώδεκα ήταν μαζί του,
2
και ορισμένες γυναίκες που είχαν
θεραπευτεί από πονηρά πνεύματα και αρρώστιες: η Μαρία, η λεγόμενη Μαγδαληνή,
από την οποία είχαν βγει εφτά δαίμονες,
3
και η Ιωάννα, η σύζυγος του
Χουζά, του επιτρόπου του Ηρώδη, και η Σουσάννα και πολλές άλλες γυναίκες, οι
οποίες τους διακονούσαν από τα υπάρχοντά τους.
4
Αφού, λοιπόν, συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος μαζί με εκείνους που έρχονταν σε
αυτόν από τη μια πόλη μετά την άλλη, αυτός μίλησε μέσω μιας παραβολής:
5
«Ο σπορέας βγήκε να σπείρει το σπόρο του. Καθώς, λοιπόν, έσπερνε, ένα μέρος
του σπόρου έπεσε δίπλα στο δρόμο και πατήθηκε, και τα πουλιά του ουρανού το
έφαγαν. 6
Ένα άλλο μέρος έπεσε πάνω στο βράχο και, αφού βλάστησε, ξεράθηκε επειδή δεν
είχε υγρασία. 7
Ένα άλλο μέρος έπεσε ανάμεσα στα αγκάθια, και τα αγκάθια που μεγάλωσαν μαζί
του το έπνιξαν. 8
Ένα άλλο μέρος έπεσε στο καλό χώμα και, αφού βλάστησε, παρήγαγε καρπό εκατό
φορές περισσότερο». Καθώς τα
έλεγε αυτά, φώναξε: «Αυτός που έχει αφτιά για να ακούει, ας ακούει».
9
Αλλά οι μαθητές του άρχισαν να τον ρωτούν τι μπορεί να σήμαινε αυτή η
παραβολή. 10
Αυτός είπε: «Σε εσάς έχει επιτραπεί να καταλάβετε τα ιερά μυστικά της
βασιλείας του Θεού, αλλά για τους υπόλοιπους είναι με παραβολές,
ώστε, μολονότι κοιτάζουν, να κοιτάζουν μάταια και, μολονότι
ακούν, να μην καταλαβαίνουν το νόημα.
11
Να λοιπόν τι σημαίνει η παραβολή:
Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού.
12
Εκείνοι που έπεσαν δίπλα στο δρόμο είναι αυτοί που έχουν ακούσει·
μετά έρχεται ο Διάβολος
και αφαιρεί το λόγο από την καρδιά τους για να μην πιστέψουν και
σωθούν. 13
Εκείνοι που έπεσαν πάνω στο βράχο είναι αυτοί που, όταν ακούν το λόγο, τον
δέχονται με χαρά, αλλά δεν έχουν ρίζα· πιστεύουν για κάποιον καιρό, αλλά σε
καιρό δοκιμής πέφτουν. 14
Όσο για εκείνο που έπεσε ανάμεσα στα αγκάθια, αυτοί είναι που άκουσαν, αλλά,
παρασυρόμενοι από τις ανησυχίες και τον πλούτο και τις απολαύσεις
αυτής της ζωής, πνίγονται εντελώς και δεν φέρνουν τίποτα σε
τελειότητα. 15
Όσο για εκείνο που έπεσε στο καλό χώμα, αυτοί είναι εκείνοι που, αφού
ακούσουν το λόγο με καλή και αγαθή καρδιά,
τον κρατούν και καρποφορούν με υπομονή.
16
»Κανείς, αφού ανάψει λυχνάρι, δεν το καλύπτει με κάποιο σκεύος ούτε το βάζει
κάτω από το κρεβάτι, αλλά το βάζει πάνω σε λυχνοστάτη, ώστε εκείνοι που
μπαίνουν να βλέπουν το φως. 17
Διότι δεν υπάρχει τίποτα κρυμμένο
που δεν θα γίνει φανερό ούτε κάτι προσεκτικά αποκρυμμένο που δεν θα
γίνει ποτέ γνωστό και δεν θα έρθει ποτέ στην επιφάνεια.
18
Συνεπώς, να δίνετε προσοχή στο πώς ακούτε· διότι όποιος έχει, θα του δοθεί
περισσότερο, αλλά όποιος δεν
έχει, ακόμη και αυτό που νομίζει ότι έχει θα του αφαιρεθεί».
19
Και ήρθαν προς αυτόν η μητέρα του και οι αδελφοί
του, αλλά δεν μπορούσαν να φτάσουν σε αυτόν εξαιτίας του
πλήθους. 20
Του αναφέρθηκε λοιπόν: «Η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκονται έξω και
θέλουν να σε δουν». 21
Απαντώντας αυτός τους είπε: «Η μητέρα μου και οι αδελφοί μου είναι αυτοί που
ακούν το λόγο του Θεού και τον εκτελούν».
22
Κάποια από εκείνες τις ημέρες αυτός και οι μαθητές του μπήκαν σε ένα
πλοιάριο, και αυτός τους είπε: «Ας περάσουμε στην απέναντι πλευρά της
λίμνης». Και απέπλευσαν. 23
Αλλά καθώς έπλεαν αυτός αποκοιμήθηκε. Κατέβηκε, λοιπόν, στη λίμνη βίαιη
ανεμοθύελλα, και άρχισαν να γεμίζουν νερό και να κινδυνεύουν.
24
Τελικά, πήγαν σε αυτόν και τον σήκωσαν, λέγοντας: «Δάσκαλε, Δάσκαλε,
χανόμαστε!» Εκείνος τότε
σηκώθηκε και επέπληξε τον άνεμο
και τη μανία του νερού, και αυτά κόπασαν και επικράτησε ηρεμία.
25
Τότε τους είπε: «Πού είναι η πίστη σας;» Αλλά αυτοί, έχοντας καταληφθεί από
φόβο, θαύμασαν, λέγοντας ο ένας στον άλλον: «Ποιος είναι άραγε αυτός; Επειδή
προστάζει ακόμη και τους ανέμους και το νερό, και αυτά τον υπακούν».
26
Και κατέπλευσαν στη χώρα των Γερασηνών, η οποία είναι στην πλευρά απέναντι
από τη Γαλιλαία. 27
Αλλά καθώς βγήκε στη στεριά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, ο
οποίος είχε δαίμονες. Και επί αρκετό καιρό αυτός δεν φορούσε ρούχα και
έμενε, όχι σε σπίτι, αλλά στα μνήματα.
28
Βλέποντας τον Ιησού, κραύγασε δυνατά και έπεσε κάτω μπροστά του και με
δυνατή φωνή είπε: «Τι σχέση έχω εγώ με εσένα,
Ιησού, Γιε του Υψίστου Θεού; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις».
29
(Επειδή πρόσταζε το ακάθαρτο πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Διότι επί πολύ
καιρό αυτό τον είχε κρατήσει γερά,
και τον έδεναν επανειλημμένα με αλυσίδες και ποδόδεσμα φρουρώντας τον,
αλλά αυτός έσπαζε τα δεσμά και οδηγούνταν από το δαίμονα στους ερημικούς
τόπους.)
30
Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Αυτός είπε: «Λεγεώνα»,
επειδή πολλοί δαίμονες είχαν μπει σε αυτόν.
31
Και τον ικέτευαν να μην τους
προστάξει να πάνε στην άβυσσο. 32
Ένα αρκετά μεγάλο κοπάδι γουρούνια
έβοσκε εκεί πάνω στο βουνό· τον ικέτευσαν, λοιπόν, να τους επιτρέψει να
μπουν σε εκείνα. Και τους το
επέτρεψε.
33
Τότε οι δαίμονες βγήκαν από τον άνθρωπο και μπήκαν στα γουρούνια, και το
κοπάδι όρμησε από τον γκρεμό στη λίμνη και πνίγηκε.
34
Και όταν οι βοσκοί είδαν τι είχε συμβεί, έφυγαν και το ανέφεραν στην πόλη
και στην ύπαιθρο.
35
Τότε οι άνθρωποι βγήκαν να δουν τι είχε συμβεί και ήρθαν στον Ιησού και
βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν οι δαίμονες να κάθεται ντυμένος και
να είναι στα λογικά του, δίπλα στα πόδια του Ιησού· και φοβήθηκαν.
36
Εκείνοι που το είχαν δει τους ανέφεραν με ποιον τρόπο είχε γίνει καλά ο
δαιμονισμένος. 37
Όλο, λοιπόν, το πλήθος από τη γύρω περιοχή των Γερασηνών τού ζήτησε να φύγει
από αυτούς, επειδή τους είχε καταλάβει μεγάλος φόβος.
Τότε αυτός επιβιβάστηκε στο πλοιάριο και έφυγε.
38
Ωστόσο, ο άντρας από τον οποίο είχαν βγει οι δαίμονες τον παρακαλούσε να
μείνει μαζί του· αλλά αυτός είπε στον άντρα να φύγει, με τα εξής λόγια:
39
«Γύρισε στο σπίτι σου και να αφηγείσαι όσα έκανε ο Θεός για εσένα».
Και αυτός έφυγε, διαλαλώντας σε ολόκληρη την πόλη όσα έκανε ο
Ιησούς για αυτόν.
40
Όταν ο Ιησούς επέστρεψε, το πλήθος τον δέχτηκε με καλοσύνη, γιατί όλοι τον
περίμεναν. 41
Αλλά τότε ήρθε ένας άντρας ονόματι Ιάειρος, και αυτός ήταν αρχισυνάγωγος.
Και έπεσε στα πόδια του Ιησού και άρχισε να τον ικετεύει να μπει στο σπίτι
του, 42
επειδή είχε μια μονογενή κόρη δώδεκα περίπου χρονών και αυτή πέθαινε.
Καθώς αυτός πήγαινε, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά.
43
Και μια γυναίκα που έπασχε από ροή αίματος
επί δώδεκα χρόνια, και η οποία δεν είχε μπορέσει να θεραπευτεί
από κανέναν, 44
πλησίασε από πίσω και άγγιξε τα κρόσσια
του εξωτερικού του ενδύματος,
και την ίδια στιγμή η ροή του αίματός της σταμάτησε.
45
Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος ήταν αυτός που με άγγιξε;»
Ενώ όλοι το αρνούνταν, ο Πέτρος είπε: «Δάσκαλε, τα πλήθη σε
έχουν περικυκλωμένο και στριμώχνονται πάνω σου».
46
Εντούτοις ο Ιησούς είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί αντιλήφθηκα ότι βγήκε
δύναμη από εμένα».
47
Βλέποντας ότι δεν είχε περάσει απαρατήρητη, η γυναίκα ήρθε τρέμοντας και
έπεσε κάτω μπροστά του και φανέρωσε μπροστά σε όλο το λαό την αιτία για την
οποία τον άγγιξε και πώς γιατρεύτηκε την ίδια στιγμή.
48
Αλλά εκείνος της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έκανε καλά·
πήγαινε με ειρήνη».
49
Ενώ μιλούσε ακόμη, ήρθε κάποιος εκπρόσωπος του αρχισυνάγωγου, λέγοντας: «Η
κόρη σου έχει πεθάνει· μην ενοχλείς πια το δάσκαλο».
50
Όταν το άκουσε αυτό, ο Ιησούς τού αποκρίθηκε: «Μη φοβάσαι, μόνο πίστεψε,
και θα σωθεί».
51
Όταν έφτασε στο σπίτι δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του παρά μόνο τον
Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του
κοριτσιού. 52
Όλοι έκλαιγαν και χτυπούσαν τον εαυτό τους από λύπη για αυτήν. Εκείνος,
λοιπόν, είπε: «Μην κλαίτε, γιατί
δεν πέθανε αλλά κοιμάται». 53
Τότε άρχισαν να γελούν μαζί του με καταφρόνηση, επειδή ήξεραν ότι είχε
πεθάνει. 54
Αλλά εκείνος την έπιασε από το χέρι και φώναξε, λέγοντας: «Κορίτσι, σήκω!»
55
Και το πνεύμα της επέστρεψε, και
αυτή σηκώθηκε ευθύς, και εκείνος
πρόσταξε να της δώσουν να φάει. 56
Και οι γονείς της κυριεύτηκαν από χαρά· εκείνος, όμως, τους έδωσε οδηγίες να
μην πουν σε κανέναν τι είχε συμβεί.
9
Κατόπιν κάλεσε
τους δώδεκα και τους έδωσε δύναμη και εξουσία πάνω σε όλους τους δαίμονες,
καθώς και να θεραπεύουν αρρώστιες.
2
Και τους απέστειλε να κηρύττουν τη βασιλεία του Θεού και να γιατρεύουν,
3
και τους είπε: «Μην πάρετε τίποτα για το ταξίδι, ούτε μπαστούνι ούτε σακίδιο
τροφίμων ούτε ψωμί ούτε ασημένια νομίσματα· ούτε να έχετε δύο εσωτερικά
ενδύματα. 4
Αλλά σε οποιοδήποτε σπίτι μπείτε, εκεί να μένετε και από εκεί να φεύγετε.
5
Και οπουδήποτε δεν σας δέχονται οι άνθρωποι, βγαίνοντας από εκείνη την πόλη,
να τινάζετε τη σκόνη από τα πόδια σας για μαρτυρία εναντίον
τους». 6
Τότε ξεκινώντας αυτοί διάβαιναν την περιοχή από χωριό σε χωριό,
διακηρύττοντας τα καλά νέα και εκτελώντας θεραπείες παντού.
7
Ο δε Ηρώδης, ο περιφερειακός διοικητής, άκουσε όλα όσα συνέβαιναν και
βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία, επειδή μερικοί έλεγαν ότι ο Ιωάννης είχε
εγερθεί από τους νεκρούς, 8
άλλοι ότι είχε εμφανιστεί ο Ηλίας, ενώ κάποιοι άλλοι ότι είχε αναστηθεί ένας
από τους αρχαίους προφήτες.
9
Ο Ηρώδης είπε: «Τον Ιωάννη εγώ τον αποκεφάλισα.
Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός για τον οποίο ακούω τέτοια πράγματα;»
Γι’ αυτό, ζητούσε να τον δει.
10
Και όταν επέστρεψαν οι απόστολοι, του διηγήθηκαν όσα είχαν κάνει.
Τότε τους πήρε και αποσύρθηκε ιδιαιτέρως
σε μια πόλη που ονομαζόταν Βηθσαϊδά.
11
Αλλά τα πλήθη, μαθαίνοντάς το, τον ακολούθησαν. Και αυτός τους δέχτηκε με
καλοσύνη και άρχισε να τους μιλάει για τη βασιλεία του Θεού
και γιάτρεψε εκείνους που είχαν ανάγκη θεραπείας.
12
Κατόπιν, η ημέρα άρχισε να γέρνει. Πλησίασαν, λοιπόν, οι δώδεκα και του
είπαν: «Διάλυσε το πλήθος για να πάνε στα γύρω χωριά και στην ύπαιθρο και να
εξασφαλίσουν κατάλυμα και να βρουν προμήθειες, επειδή εδώ έξω είμαστε σε
ερημικό τόπο». 13
Αλλά αυτός τους είπε: «Δώστε τους εσείς να φάνε».
Εκείνοι είπαν: «Δεν έχουμε τίποτα περισσότερο από πέντε ψωμιά
και δύο ψάρια, εκτός αν πάμε
εμείς οι ίδιοι και αγοράσουμε τρόφιμα για όλο αυτόν το λαό».
14
Ήταν δε περίπου πέντε χιλιάδες άντρες.
Αλλά αυτός είπε στους μαθητές του: «Βάλτε τους να πλαγιάσουν
όπως σε γεύμα, σε ομάδες από πενήντα περίπου η καθεμιά».
15
Και το έκαναν αυτό, και τους έβαλαν όλους να πλαγιάσουν.
16
Κατόπιν, παίρνοντας τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σήκωσε τα μάτια του
προς τον ουρανό, τα ευλόγησε και τα έσπασε σε κομμάτια, και άρχισε να τα
δίνει στους μαθητές για να τα προσφέρουν στο πλήθος.
17
Έφαγαν, λοιπόν, όλοι και χόρτασαν και σήκωσαν ό,τι τους περίσσεψε, δώδεκα
καλάθια με κομμάτια.
18
Αργότερα, ενώ προσευχόταν μόνος, συγκεντρώθηκαν κοντά του οι μαθητές, και
αυτός τους ρώτησε, λέγοντας: «Ποιος λένε τα πλήθη ότι είμαι;»
19
Απαντώντας αυτοί είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής· άλλοι πάλι, ο Ηλίας, και
κάποιοι άλλοι ότι έχει αναστηθεί ένας από τους αρχαίους προφήτες».
20
Τότε αυτός τους είπε: «Εσείς, όμως, ποιος λέτε ότι είμαι;» Ο Πέτρος,
απαντώντας, είπε: «Ο Χριστός
του Θεού».
21
Τότε, μιλώντας τους σε αυστηρό τόνο, τους έδωσε οδηγίες να μην το λένε αυτό
σε κανέναν, 22
αλλά είπε: «Ο Γιος του ανθρώπου πρέπει να υποστεί πολλά παθήματα και να
απορριφθεί από τους πρεσβυτέρους και τους πρωθιερείς και τους γραμματείς και
να θανατωθεί και την τρίτη ημέρα
να εγερθεί».
23
Κατόπιν άρχισε να λέει σε όλους: «Αν κάποιος θέλει να έρθει πίσω μου, ας
απαρνηθεί τον εαυτό του και ας
σηκώνει το ξύλο του βασανισμού του κάθε ημέρα και ας με ακολουθεί συνεχώς.
24
Διότι όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του θα τη χάσει· αλλά όποιος χάσει την
ψυχή του για χάρη μου, αυτός θα τη σώσει.
25
Πραγματικά, τι ωφελείται ο άνθρωπος αν κερδίσει όλο τον κόσμο αλλά χάσει τον
εαυτό του ή ζημιωθεί; 26
Διότι όποιος ντραπεί για εμένα και για τα λόγια μου, ο Γιος του ανθρώπου θα
ντραπεί για αυτόν όταν φτάσει με τη δόξα του και με τη δόξα του Πατέρα και
των αγίων αγγέλων. 27
Αλλά σας λέω αληθινά: Υπάρχουν μερικοί από αυτούς που στέκονται εδώ οι
οποίοι δεν πρόκειται να γευτούν θάνατο, μέχρι να δουν πρώτα τη βασιλεία του
Θεού».
28
Πραγματικά, οχτώ περίπου ημέρες ύστερα από αυτά τα λόγια, πήρε μαζί του τον
Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στο βουνό να προσευχηθεί.
29
Και καθώς προσευχόταν, η όψη του
προσώπου του έγινε διαφορετική και η ενδυμασία του έγινε αστραφτερά λευκή.
30
Και δύο άντρες συνομιλούσαν μαζί του, οι οποίοι ήταν ο Μωυσής και ο Ηλίας.
31
Αυτοί εμφανίστηκαν με δόξα και άρχισαν να μιλούν για την αναχώρησή του, την
οποία έμελλε να εκπληρώσει στην Ιερουσαλήμ.
32
Ο δε Πέτρος και εκείνοι που βρίσκονταν μαζί του ήταν καταβαρημένοι από τον
ύπνο· αλλά όταν ξύπνησαν εντελώς, είδαν τη δόξα
του και τους δύο άντρες που στέκονταν μαζί του.
33
Και καθώς εκείνοι χωρίζονταν από αυτόν, ο Πέτρος είπε στον Ιησού: «Δάσκαλε,
καλό είναι να είμαστε εδώ· γι’ αυτό ας στήσουμε τρεις σκηνές, μία για εσένα
και μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία», χωρίς να συνειδητοποιεί τι
έλεγε. 34
Αλλά καθώς τα έλεγε αυτά, σχηματίστηκε ένα σύννεφο και άρχισε να τους
επισκιάζει. Μόλις μπήκαν στο σύννεφο, αυτοί φοβήθηκαν.
35
Και μια φωνή ήρθε από το
σύννεφο, η οποία έλεγε: «Αυτός είναι ο Γιος μου, ο οποίος έχει εκλεγεί.
Να τον ακούτε». 36
Και αφού ακούστηκε η φωνή, ο Ιησούς βρέθηκε μόνος.
Και αυτοί έμειναν σιωπηλοί και δεν ανέφεραν σε κανέναν εκείνες
τις ημέρες τίποτα από όσα είδαν.
37
Την επόμενη ημέρα, όταν κατέβηκαν από το βουνό, τον συνάντησε μεγάλο πλήθος.
38
Και ένας άντρας φώναξε μέσα από το πλήθος, λέγοντας: «Δάσκαλε, σε παρακαλώ
να κοιτάξεις το γιο μου, επειδή είναι ο μονογενής
μου, 39
και ένα πνεύμα τον παίρνει, και
ξαφνικά αυτός κραυγάζει, και του προκαλεί σπασμούς μαζί με αφρό, και μόλις
και μετά βίας τον αφήνει αφού τον μωλωπίσει.
40
Και παρακάλεσα τους μαθητές σου να το εκβάλουν, αλλά αυτοί δεν μπόρεσαν».
41
Απαντώντας ο Ιησούς είπε: «Άπιστη και διεστραμμένη γενιά,
ως πότε θα πρέπει να μένω μαζί σας και να σας ανέχομαι; Φέρε το
γιο σου εδώ». 42
Αλλά ενώ αυτός πλησίαζε ακόμη, ο δαίμονας τον έριξε στο έδαφος και του
προκάλεσε βίαιους σπασμούς. Ωστόσο, ο Ιησούς επέπληξε το ακάθαρτο πνεύμα και
γιάτρεψε το αγόρι και το έδωσε στον πατέρα του.
43
Όλοι, λοιπόν, άρχισαν να θαυμάζουν τη μεγαλειώδη δύναμη
του Θεού.
Καθώς όλοι
θαύμαζαν για όλα όσα έκανε, είπε στους μαθητές του:
44
«Βάλτε στα αφτιά σας αυτά τα λόγια, γιατί ο Γιος του ανθρώπου μέλλει να
παραδοθεί στα χέρια των ανθρώπων».
45
Εκείνοι, όμως, εξακολουθούσαν να μην καταλαβαίνουν αυτόν το λόγο. Στην
πραγματικότητα, ήταν αποκρυμμένος από αυτούς για να μη συλλάβουν το νόημα,
και φοβούνταν να τον ρωτήσουν σχετικά με αυτόν το λόγο.
46
Κατόπιν μπήκε ανάμεσά τους ένας διαλογισμός ως προς το ποιος από αυτούς θα
ήταν ο μεγαλύτερος. 47
Ο Ιησούς, γνωρίζοντας το διαλογισμό της καρδιάς τους, πήρε ένα μικρό παιδί,
το έβαλε δίπλα του 48
και τους είπε: «Όποιος δεχτεί αυτό το μικρό παιδί με βάση το όνομά μου
δέχεται και εμένα, και όποιος δεχτεί εμένα δέχεται και αυτόν που με
απέστειλε. Διότι αυτός που
συμπεριφέρεται ως μικρότερος
μεταξύ όλων σας, αυτός είναι μεγάλος».
49
Ο Ιωάννης αποκρίθηκε και είπε: «Δάσκαλε, είδαμε κάποιον να εκβάλλει δαίμονες
χρησιμοποιώντας το όνομά σου και προσπαθήσαμε να τον
εμποδίσουμε, επειδή δεν
ακολουθεί μαζί με εμάς». 50
Αλλά ο Ιησούς τού είπε: «Μην προσπαθείτε να τον εμποδίσετε, γιατί αυτός που
δεν είναι εναντίον σας είναι με το μέρος σας».
51
Καθώς συμπληρώνονταν δε οι ημέρες για να αναληφθεί,
προσήλωσε σταθερά το πρόσωπό του στο να πάει στην Ιερουσαλήμ.
52
Και έστειλε αγγελιοφόρους πριν από αυτόν. Και αυτοί πήγαν και μπήκαν σε ένα
χωριό Σαμαρειτών για να κάνουν
προετοιμασία για αυτόν·
53
αλλά εκείνοι δεν τον δέχτηκαν, επειδή είχε το πρόσωπο προσηλωμένο στο να
πάει στην Ιερουσαλήμ. 54
Όταν το είδαν αυτό οι μαθητές Ιάκωβος και Ιωάννης,
είπαν: «Κύριε, θέλεις να πούμε να πέσει φωτιά
από τον ουρανό και να τους αφανίσει;»
55
Αλλά αυτός γύρισε και τους επέπληξε.
56
Πήγαν, λοιπόν, σε άλλο χωριό.
57
Καθώς πήγαιναν στο δρόμο, κάποιος του είπε: «Θα σε ακολουθήσω όπου και αν
πας». 58
Και ο Ιησούς τού είπε: «Οι αλεπούδες έχουν φωλιές και τα πουλιά του ουρανού
έχουν τόπους να κουρνιάσουν, αλλά ο Γιος του ανθρώπου δεν έχει πουθενά να
γείρει το κεφάλι του». 59
Κατόπιν είπε σε έναν άλλον: «Γίνε ακόλουθός μου». Αυτός είπε: «Επίτρεψέ μου
πρώτα να φύγω και να θάψω τον πατέρα μου».
60
Αλλά εκείνος του είπε: «Άφησε τους νεκρούς
να θάψουν τους νεκρούς τους, αλλά εσύ πήγαινε και διακήρυττε
εκτεταμένα τη βασιλεία του Θεού».
61
Και κάποιος άλλος είπε: «Θα σε ακολουθήσω, Κύριε· αλλά πρώτα επίτρεψέ μου να
αποχαιρετήσω εκείνους που είναι
στο σπιτικό μου».
62
Ο Ιησούς τού είπε: «Κανείς που έχει βάλει το χέρι του στο αλέτρι
και κοιτάζει τα πράγματα που βρίσκονται πίσω
δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία του Θεού».
10
Έπειτα από αυτά, ο Κύριος όρισε εβδομήντα
άλλους και τους απέστειλε δύο δύο
πριν από αυτόν σε κάθε πόλη και τόπο όπου επρόκειτο να πάει ο
ίδιος.
2
Κατόπιν άρχισε να τους λέει: «Ο μεν θερισμός
είναι πολύς, αλλά οι εργάτες
είναι λίγοι. Γι’ αυτό, παρακαλέστε
τον Κύριο του θερισμού να στείλει εργάτες
στο θερισμό του.
3
Πηγαίνετε. Σας αποστέλλω σαν αρνιά
ανάμεσα σε λύκους.
4
Μην παίρνετε μαζί σας πουγκί ούτε σακίδιο τροφίμων
ούτε σανδάλια και μην αγκαλιάσετε
κανέναν στο δρόμο για να τον χαιρετήσετε.
5
Σε οποιοδήποτε σπίτι μπείτε, να λέτε πρώτα: “Είθε να έχει ειρήνη αυτό το
σπίτι”. 6
Και αν υπάρχει εκεί κάποιος φίλος της ειρήνης, η ειρήνη σας θα αναπαυτεί
πάνω σε αυτόν. Αλλά αν δεν
υπάρχει, θα γυρίσει πίσω σε εσάς.
7
Να μένετε, λοιπόν, σε εκείνο το σπίτι,
τρώγοντας και πίνοντας ό,τι σας προμηθεύουν,
γιατί ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του.
Μη μετακινείστε από σπίτι σε σπίτι.
8
»Επίσης, σε οποιαδήποτε πόλη μπαίνετε και σας δέχονται, να τρώτε τα πράγματα
που σας προσφέρουν
9
και να θεραπεύετε τους αρρώστους
σε αυτήν και να τους λέτε: “Η βασιλεία
του Θεού έχει πλησιάσει σε εσάς”.
10
Αλλά σε οποιαδήποτε πόλη μπαίνετε και δεν σας δέχονται,
βγείτε στους πλατιούς δρόμους της και πείτε:
11
“Ακόμη και τη σκόνη που κόλλησε στα πόδια μας από την πόλη σας την τινάζουμε
εναντίον σας. Ωστόσο, να θυμάστε
αυτό, ότι η βασιλεία του Θεού έχει πλησιάσει”.
12
Σας λέω ότι εκείνη την ημέρα θα είναι πιο υποφερτό για τα Σόδομα
παρά για εκείνη την πόλη.
13
»Αλίμονο σε εσένα, Χοραζίν!
Αλίμονο σε εσένα, Βηθσαϊδά!
Επειδή, αν είχαν γίνει στην Τύρο και στη Σιδώνα τα δυναμικά έργα που έχουν
γίνει σε εσάς, αυτές θα είχαν προ πολλού μετανοήσει και θα κάθονταν με σάκο
και στάχτη. 14
Γι’ αυτό, θα είναι πιο υποφερτό για την Τύρο και τη Σιδώνα στην κρίση παρά
για εσάς. 15
Και εσύ, Καπερναούμ, μήπως θα εξυψωθείς στον ουρανό;
Στον Άδη θα
κατεβείς!
16
»Αυτός που ακούει εσάς ακούει
και εμένα. Και αυτός που αδιαφορεί για εσάς αδιαφορεί και για εμένα. Αυτός
δε που αδιαφορεί για εμένα αδιαφορεί
και για αυτόν που με απέστειλε».
17
Κατόπιν οι εβδομήντα επέστρεψαν με χαρά, λέγοντας: «Κύριε, ακόμη και οι
δαίμονες υποτάσσονται σε εμάς
μέσω της χρήσης του ονόματός σου».
18
Τότε εκείνος τους είπε: «Άρχισα να βλέπω τον Σατανά ήδη πεσμένο
σαν αστραπή από τον ουρανό.
19
Δείτε! Σας έχω δώσει την εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια
και σκορπιούς, και
εξουσία πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού,
και τίποτα δεν πρόκειται να σας βλάψει.
20
Παρ’ όλα αυτά, μη χαίρεστε για αυτό, ότι τα πνεύματα υποτάσσονται σε εσάς,
αλλά να χαίρεστε επειδή τα ονόματά
σας έχουν χαραχτεί στους ουρανούς».
21
Εκείνη ακριβώς την ώρα ένιωσε αγαλλίαση
μέσω του αγίου πνεύματος και είπε: «Σε αινώ δημόσια, Πατέρα,
Κύριε του ουρανού και της γης, επειδή έχεις κρύψει προσεκτικά αυτά τα
πράγματα από σοφούς και
διανοουμένους, και τα έχεις αποκαλύψει σε νήπια. Ναι, Πατέρα, επειδή αυτός
είναι ο τρόπος ενέργειας που έχεις επιδοκιμάσει.
22
Όλα έχουν παραδοθεί σε εμένα από
τον Πατέρα μου, και ποιος είναι ο Γιος κανείς δεν γνωρίζει παρά μόνο ο
Πατέρας· και ποιος είναι ο
Πατέρας κανείς δεν γνωρίζει παρά μόνο ο Γιος
και αυτός στον οποίο ο Γιος θέλει να τον αποκαλύψει».
23
Τότε στράφηκε στους μαθητές ιδιαιτέρως και είπε: «Ευτυχισμένα είναι τα μάτια
που βλέπουν αυτά που βλέπετε
εσείς.
24
Διότι σας λέω: Πολλοί προφήτες και βασιλιάδες θέλησαν να δουν
αυτά που βλέπετε εσείς, αλλά δεν τα είδαν, και να ακούσουν αυτά
που ακούτε εσείς, αλλά δεν τα άκουσαν».
25
Τότε κάποιος άντρας που ήταν ειδήμονας στο Νόμο
σηκώθηκε να τον δοκιμάσει και είπε: «Δάσκαλε, τι να κάνω για να
κληρονομήσω αιώνια ζωή;» 26
Αυτός του είπε: «Τι είναι γραμμένο στο Νόμο;
Τι διαβάζεις;»
27
Απαντώντας εκείνος είπε: «“Πρέπει να αγαπάς τον Ιεχωβά τον Θεό σου με όλη
σου την καρδιά και με όλη σου την ψυχή και με όλη σου τη δύναμη και με όλη
σου τη διάνοια” και “τον πλησίον
σου όπως τον εαυτό σου”». 28
Αυτός του είπε: «Ορθά απάντησες· “εξακολούθησε να το κάνεις αυτό και θα
αποκτήσεις ζωή”».
29
Αλλά, θέλοντας να αποδειχτεί δίκαιος, ο άντρας είπε στον Ιησού: «Ποιος
είναι, όμως, ο πλησίον μου;» 30
Απαντώντας ο Ιησούς είπε: «Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ
στην Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές οι οποίοι, αφού τον γύμνωσαν και του έδωσαν
χτυπήματα, έφυγαν αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο.
31
Κατά σύμπτωση, κάποιος ιερέας κατέβαινε από εκείνον το δρόμο, αλλά όταν τον
είδε προσπέρασε από την απέναντι πλευρά.
32
Παρόμοια, και ένας Λευίτης, όταν κατέβηκε σε αυτόν τον τόπο και τον είδε,
προσπέρασε από την απέναντι πλευρά.
33
Αλλά κάποιος Σαμαρείτης που
ταξίδευε στο δρόμο ήρθε προς το μέρος του και όταν τον είδε ένιωσε
ευσπλαχνία.
34
Τον πλησίασε, λοιπόν, και έδεσε τα τραύματά του, βάζοντας πάνω τους λάδι και
κρασί. Κατόπιν τον ανέβασε στο
ζώο του και τον έφερε σε κάποιο πανδοχείο και τον φρόντισε.
35
Και την επόμενη ημέρα έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον πανδοχέα και είπε:
“Φρόντισέ τον, και ό,τι δαπανήσεις επιπλέον θα σου το ξεπληρώσω εγώ όταν
επιστρέψω εδώ”.
36
Ποιος από αυτούς τους τρεις σου φαίνεται ότι έκανε τον εαυτό του πλησίον
στον άνθρωπο που έπεσε στους ληστές;»
37
Αυτός είπε: «Εκείνος που ενήργησε με έλεος
προς αυτόν». Ο Ιησούς τότε του είπε: «Πήγαινε και κάνε
και εσύ το ίδιο».
38
Καθώς προχωρούσαν, μπήκε σε κάποιο χωριό. Και κάποια γυναίκα ονόματι Μάρθα
τον δέχτηκε ως φιλοξενούμενο στο σπίτι.
39
Αυτή η γυναίκα είχε και μια αδελφή ονόματι Μαρία, η οποία και κάθησε στα
πόδια του Κυρίου και άκουγε το
λόγο του.
40
Η Μάρθα, απεναντίας, είχε αποσπασμένη την προσοχή
φροντίζοντας για πολλές δουλειές. Πλησίασε, λοιπόν, και είπε:
«Κύριε, δεν σε νοιάζει που η αδελφή μου με έχει αφήσει μόνη να φροντίζω για
τις δουλειές; Πες της, λοιπόν,
να έρθει να με βοηθήσει».
41
Απαντώντας ο Κύριος της είπε: «Μάρθα, Μάρθα, ανησυχείς
και αναστατώνεσαι για πολλά.
42
Λίγα, όμως, χρειάζονται ή μόνο
ένα. Όσο για τη Μαρία, εκείνη εξέλεξε την καλή μερίδα,
και αυτή δεν θα της αφαιρεθεί».
11
Σε μια περίπτωση που ήταν σε κάποιον τόπο και προσευχόταν, όταν σταμάτησε,
κάποιος από τους μαθητές του τού είπε: «Κύριε, δίδαξέ μας πώς να
προσευχόμαστε, όπως και ο
Ιωάννης δίδαξε τους μαθητές του».
2
Τότε τους είπε: «Όποτε προσεύχεστε,
να λέτε: “Πατέρα, ας αγιαστεί το όνομά σου.
Ας έρθει η βασιλεία σου.
3
Δίνε μας το ψωμί μας για την
ημέρα σύμφωνα με τις ανάγκες της ημέρας.
4
Και συγχώρησέ μας τις αμαρτίες μας,
γιατί και εμείς συγχωρούμε όλους τους χρεώστες
μας· και μη μας φέρεις σε πειρασμό”».
5
Ακόμη τους είπε: «Ποιος από εσάς θα έχει έναν φίλο και θα πάει σε αυτόν τα
μεσάνυχτα και θα του πει: “Φίλε, δάνεισέ μου τρία ψωμιά,
6
επειδή μόλις ήρθε σε εμένα κάποιος φίλος μου από ταξίδι και δεν έχω τίποτα
να του προσφέρω”;
7
Και αυτός από μέσα θα πει, απαντώντας: “Πάψε να μου δημιουργείς προβλήματα.
Η πόρτα είναι ήδη κλειδωμένη και τα παιδάκια μου είναι μαζί μου
στο κρεβάτι· δεν μπορώ να σηκωθώ και να σου δώσω κάτι”.
8
Σας λέω: Μολονότι δεν θα σηκωθεί για να του δώσει κάτι λόγω του ότι είναι
φίλος του, σίγουρα λόγω της τολμηρής του επιμονής
θα σηκωθεί και θα του δώσει όσα χρειάζεται.
9
Σας λέω λοιπόν: Εξακολουθήστε να ζητάτε
και θα σας δοθεί· εξακολουθήστε να ψάχνετε
και θα βρείτε· εξακολουθήστε να χτυπάτε και θα σας ανοιχτεί.
10
Διότι όποιος ζητάει λαβαίνει,
και όποιος ψάχνει βρίσκει, και σε εκείνον που χτυπάει θα ανοιχτεί.
11
Πράγματι, ποιος πατέρας υπάρχει ανάμεσά σας που αν ο γιος
του ζητήσει ψάρι θα του δώσει ίσως φίδι αντί για ψάρι;
12
Ή, επίσης, αν ζητήσει αβγό θα του δώσει σκορπιό;
13
Άρα λοιπόν, αν εσείς, μολονότι είστε πονηροί, ξέρετε να δίνετε καλά δώρα στα
παιδιά σας, πόσο μάλλον ο
Πατέρας που είναι στον ουρανό θα δώσει άγιο πνεύμα
σε εκείνους που ζητούν από αυτόν!»
14
Αργότερα εξέβαλλε έναν βουβό
δαίμονα. Αφού βγήκε ο δαίμονας, ο βουβός άνθρωπος μίλησε. Και τα πλήθη
θαύμασαν.
15
Αλλά κάποιοι από αυτούς είπαν: «Εκβάλλει τους δαίμονες μέσω του Βεελζεβούλ,
του άρχοντα των δαιμόνων». 16
Ωστόσο, άλλοι, για να τον βάλουν σε πειρασμό, άρχισαν να του ζητούν σημείο
από τον ουρανό.
17
Γνωρίζοντας τι πράγματα φαντάζονταν,
αυτός τους είπε: «Κάθε βασίλειο που διαιρείται εναντίον του εαυτού του
ερημώνεται, και το σπίτι που διαιρείται εναντίον του εαυτού του πέφτει.
18
Αν, λοιπόν, και ο Σατανάς διαιρείται εναντίον του εαυτού του, πώς θα σταθεί
το βασίλειό του; Επειδή λέτε ότι
εκβάλλω τους δαίμονες μέσω του Βεελζεβούλ.
19
Αν εγώ εκβάλλω τους δαίμονες μέσω του Βεελζεβούλ, οι γιοι σας μέσω τίνος
τους εκβάλλουν; Εξαιτίας τούτου,
αυτοί θα είναι κριτές σας.
20
Αλλά αν μέσω του δαχτύλου του
Θεού εγώ εκβάλλω τους δαίμονες, η βασιλεία του Θεού σάς έχει πράγματι
καταφθάσει. 21
Όταν ένας ισχυρός άντρας, καλά
οπλισμένος, φυλάει το ανάκτορό του, τα υπάρχοντά του έχουν ειρήνη.
22
Αλλά όταν κάποιος ισχυρότερος
από αυτόν έρχεται εναντίον του και τον νικάει,
παίρνει όλο τον οπλισμό του, στον οποίο εμπιστευόταν, και
διαμοιράζει τα λάφυρα που του πήρε.
23
Αυτός που δεν είναι στο πλευρό μου είναι εναντίον μου, και αυτός που δεν
μαζεύει μαζί μου σκορπίζει.
24
»Όταν ένα ακάθαρτο πνεύμα βγει από κάποιον άνθρωπο, περνάει μέσα από
ξερότοπους ψάχνοντας για τόπο ανάπαυσης και, αφού δεν βρει κανέναν, λέει:
“Θα επιστρέψω στο σπίτι μου από το οποίο βγήκα”.
25
Και όταν φτάνει το βρίσκει σκουπισμένο και στολισμένο.
26
Τότε πηγαίνει και παίρνει μαζί του εφτά
άλλα πνεύματα πιο πονηρά από το ίδιο και, αφού μπουν μέσα,
κατοικούν εκεί· και οι τελικές περιστάσεις εκείνου του ανθρώπου γίνονται
χειρότερες από τις πρώτες».
27
Καθώς τα έλεγε αυτά, κάποια γυναίκα μέσα από το πλήθος ύψωσε τη φωνή της και
του είπε: «Ευτυχισμένη είναι η κοιλιά
που σε βάσταξε και τα στήθη που θήλασες!»
28
Αλλά αυτός είπε: «Όχι· απεναντίας, ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που ακούν το
λόγο του Θεού και τον τηρούν!»
29
Καθώς τα πλήθη συγκεντρώνονταν, άρχισε να τους λέει: «Η γενιά αυτή είναι
γενιά πονηρή· αναζητάει σημείο.
Αλλά κανένα σημείο δεν θα της δοθεί εκτός από το σημείο του Ιωνά.
30
Διότι όπως ο Ιωνάς έγινε σημείο
για τους Νινευίτες, έτσι θα είναι και ο Γιος του ανθρώπου για αυτή τη γενιά.
31
Η βασίλισσα του νότου θα εγερθεί
στην κρίση μαζί με τους άντρες αυτής της γενιάς και θα τους καταδικάσει·
επειδή εκείνη ήρθε από τα πέρατα της γης να ακούσει τη σοφία του Σολομώντα,
αλλά ορίστε! κάτι που είναι περισσότερο
από τον Σολομώντα βρίσκεται εδώ.
32
Οι Νινευίτες θα αναστηθούν στην κρίση μαζί με αυτή τη γενιά και θα την
καταδικάσουν· επειδή εκείνοι μετανόησαν με αυτό που κήρυξε ο Ιωνάς·
αλλά ορίστε! κάτι που είναι περισσότερο
από τον Ιωνά βρίσκεται εδώ.
33
Αφού ανάψει κανείς λυχνάρι το βάζει, όχι σε κρύπτη ούτε κάτω από το μετρικό
κάδο, αλλά πάνω στο λυχνοστάτη,
ώστε εκείνοι που μπαίνουν να βλέπουν το φως.
34
Το λυχνάρι του σώματος είναι το μάτι σου. Όταν το μάτι σου είναι απλό, τότε
και όλο το σώμα σου είναι φωτεινό·
αλλά όταν είναι πονηρό, τότε και το σώμα σου είναι σκοτεινό.
35
Να είσαι, λοιπόν, άγρυπνος. Ίσως το φως που είναι μέσα σου είναι σκοτάδι.
36
Συνεπώς, αν όλο το σώμα σου είναι φωτεινό, μη έχοντας κανένα σκοτεινό μέρος,
θα είναι όλο τόσο φωτεινό όσο
όταν το λυχνάρι σού δίνει φως με τις ακτίνες του».
37
Αφού τα είπε αυτά, κάποιος Φαρισαίος τού ζήτησε να γευματίσει
μαζί του. Μπήκε, λοιπόν, μέσα και πλάγιασε μπροστά στο τραπέζι.
38
Ωστόσο, ο Φαρισαίος ξαφνιάστηκε όταν είδε ότι αυτός δεν πλύθηκε
πρώτα, πριν από το γεύμα.
39
Αλλά ο Κύριος του είπε: «Εσείς οι Φαρισαίοι καθαρίζετε το εξωτερικό του
ποτηριού και του πιάτου, αλλά το εσωτερικό
σας βρίθει από αρπαγή και πονηρία.
40
Παράλογοι! Αυτός που έκανε το εξωτερικό
δεν έκανε και το εσωτερικό;
41
Δώστε, όμως, ως δώρα ελέους αυτά
που είναι μέσα και τότε όλα τα άλλα είναι καθαρά σε εσάς.
42
Αλλά αλίμονο σε εσάς, Φαρισαίοι, επειδή δίνετε το δέκατο
από το δυόσμο και το πήγανο και από κάθε άλλο λαχανικό, αλλά
παραβλέπετε τη δικαιοσύνη και την αγάπη του Θεού! Αυτά είχατε την υποχρέωση
να τα κάνετε, χωρίς, όμως, να παραλείπετε και εκείνα.
43
Αλίμονο σε εσάς, Φαρισαίοι, επειδή αγαπάτε τα μπροστινά καθίσματα στις
συναγωγές και τους χαιρετισμούς στις αγορές!
44
Αλίμονο σε εσάς, επειδή είστε όπως εκείνα τα μνημεία που δεν φαίνονται, ώστε
οι άνθρωποι περπατούν πάνω τους χωρίς να το ξέρουν!»
45
Απαντώντας κάποιος από τους ειδήμονες
στο Νόμο τού είπε: «Δάσκαλε, λέγοντας αυτά τα πράγματα προσβάλλεις και
εμάς».
46
Τότε αυτός είπε: «Αλίμονο και σε εσάς που είστε ειδήμονες στο Νόμο, επειδή
φορτώνετε τους ανθρώπους με φορτία δυσβάσταχτα, αλλά εσείς ούτε με ένα σας
δάχτυλο δεν αγγίζετε τα φορτία!
47
»Αλίμονο σε εσάς, επειδή χτίζετε τα μνημεία των προφητών, αλλά οι προπάτορές
σας τους σκότωσαν! 48
Ασφαλώς είστε μάρτυρες των έργων των προπατόρων σας, και όμως συναινείτε
με αυτούς, επειδή αυτοί σκότωσαν
τους προφήτες αλλά εσείς χτίζετε τα μνημεία τους.
49
Γι’ αυτό και η σοφία του Θεού
είπε: “Θα αποστείλω σε αυτούς προφήτες και αποστόλους, και θα σκοτώσουν και
θα επιφέρουν διωγμό σε μερικούς από αυτούς,
50
ώστε το αίμα όλων των προφητών
που χύθηκε από τη θεμελίωση του κόσμου να ζητηθεί από αυτή τη γενιά,
51
από το αίμα του Άβελ ως το αίμα
του Ζαχαρία, ο οποίος φονεύτηκε
ανάμεσα στο θυσιαστήριο και στον οίκο”.
Ναι, σας λέω, θα ζητηθεί από αυτή τη γενιά.
52
»Αλίμονο σε εσάς που είστε ειδήμονες στο Νόμο, επειδή αφαιρέσατε το κλειδί
της γνώσης· εσείς οι ίδιοι δεν
μπήκατε, και αυτούς που έμπαιναν τους εμποδίσατε!»
53
Και όταν βγήκε από εκεί, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να τον
πιέζουν τρομερά και να τον κατακλύζουν με ερωτήσεις για επιπλέον πράγματα,
54
παραμονεύοντάς τον για να
πιάσουν κάτι από το στόμα του.
12
Στο μεταξύ, αφού
συγκεντρώθηκε το πλήθος κατά χιλιάδες, τόσο πολλοί που πατούσαν ο ένας τον
άλλον, άρχισε να λέει πρώτα στους μαθητές του: «Να προσέχετε από το προζύμι
των Φαρισαίων, το οποίο είναι η υποκρισία.
2
Αλλά δεν υπάρχει τίποτα προσεκτικά αποκρυμμένο που δεν θα αποκαλυφτεί, και
μυστικό που δεν θα γίνει γνωστό.
3
Γι’ αυτό, όσα πείτε στο σκοτάδι θα ακουστούν στο φως, και ό,τι ψιθυρίσετε
στα ιδιαίτερα δωμάτια θα κηρυχτεί από τις ταράτσες.
4
Επιπλέον, λέω σε εσάς, τους φίλους
μου: Μη φοβηθείτε εκείνους που θανατώνουν το σώμα και έπειτα από αυτό
δεν μπορούν να κάνουν τίποτα περισσότερο.
5
Αλλά θα σας δείξω ποιον να φοβηθείτε: Φοβηθείτε εκείνον
που, αφού θανατώσει, έχει εξουσία να ρίξει στη Γέεννα.
Ναι, σας λέω, Αυτόν φοβηθείτε.
6
Δεν πουλιούνται πέντε σπουργίτια αντί δύο νομισμάτων μικρής αξίας;
Εντούτοις, ούτε ένα από αυτά δεν είναι ξεχασμένο ενώπιον του Θεού.
7
Αλλά όσο για εσάς, ακόμη και οι τρίχες
του κεφαλιού σας είναι όλες αριθμημένες. Μη φοβάστε· εσείς
αξίζετε περισσότερο από πολλά σπουργίτια.
8
»Σας λέω λοιπόν: Όποιος ομολογήσει
ενότητα με εμένα ενώπιον των ανθρώπων, και ο Γιος του ανθρώπου θα
ομολογήσει ενότητα με εκείνον ενώπιον των αγγέλων του Θεού.
9
Αλλά αυτόν που θα με απαρνηθεί
ενώπιον των ανθρώπων θα τον απαρνηθώ ενώπιον των αγγέλων του Θεού.
10
Και όποιος πει κάποιον λόγο εναντίον του Γιου του ανθρώπου, θα του
συγχωρηθεί· αλλά σε αυτόν που θα βλασφημήσει εναντίον του αγίου πνεύματος,
δεν θα του συγχωρηθεί. 11
Και όταν σας φέρουν μπροστά σε δημόσιες συνάξεις και κυβερνητικούς
αξιωματούχους και εξουσίες, μην ανησυχήσετε για το πώς ή σχετικά με τι θα
μιλήσετε υπερασπιζόμενοι τον εαυτό σας ή τι θα πείτε·
12
διότι το άγιο πνεύμα θα σας
διδάξει εκείνη την ώρα αυτά που πρέπει να πείτε».
13
Κατόπιν κάποιος από το πλήθος τού είπε: «Δάσκαλε, πες στον αδελφό μου να
μοιραστεί την κληρονομιά μαζί μου».
14
Αυτός του είπε: «Άνθρωπε, ποιος με διόρισε κριτή
ή διαμεριστή σε εσάς;»
15
Κατόπιν τους είπε: «Να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά και να φυλάγεστε από κάθε
είδους πλεονεξία, επειδή, ακόμη
και όταν έχει κανείς αφθονία, η ζωή του δεν είναι αποτέλεσμα των υπαρχόντων
του». 16
Τότε τους είπε μια παραβολή, λέγοντας: «Η γη κάποιου πλούσιου ανθρώπου
απέφερε καλή σοδειά.
17
Αυτός, λοιπόν, άρχισε να συλλογίζεται μέσα του, λέγοντας: “Τι να κάνω τώρα
εφόσον δεν έχω πού να μαζέψω τις σοδειές μου;”
18
Είπε λοιπόν: “Αυτό θα κάνω: Θα
κατεδαφίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες και θα μαζέψω εκεί όλα
τα σιτηρά μου και όλα τα αγαθά μου·
19
και θα πω στην ψυχή μου: «Ψυχή,
έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα για πολλά χρόνια· ξεκουράσου, φάε, πιες,
διασκέδαζε»”. 20
Αλλά ο Θεός τού είπε: “Παράλογε, αυτή τη νύχτα ζητούν την ψυχή σου από
εσένα. Τίνος, λοιπόν, θα γίνουν
αυτά που συσσώρευσες;” 21
Έτσι συμβαίνει με τον άνθρωπο που συσσωρεύει θησαυρούς για τον εαυτό του
αλλά δεν είναι πλούσιος ως προς τον Θεό».
22
Κατόπιν είπε στους μαθητές του: «Γι’ αυτό σας λέω: Μην ανησυχείτε για την
ψυχή σας σχετικά με το τι θα φάτε, ή για το σώμα σας σχετικά με το τι θα
φορέσετε. 23
Διότι η ψυχή αξίζει περισσότερο από την τροφή, και το σώμα από τα ρούχα.
24
Προσέξτε ότι τα κοράκια ούτε
σπέρνουν ούτε θερίζουν και δεν έχουν ούτε σιτοβολώνα ούτε αποθήκη, και όμως
ο Θεός τα τρέφει. Πόσο περισσότερο αξίζετε εσείς από τα πουλιά!
25
Ποιος από εσάς, ανησυχώντας, μπορεί να προσθέσει έναν πήχη στο μήκος της
ζωής του; 26
Αν, λοιπόν, δεν μπορείτε να κάνετε το πιο μικρό πράγμα, γιατί να ανησυχείτε
για τα υπόλοιπα;
27
Προσέξτε πώς μεγαλώνουν τα κρίνα·
ούτε μοχθούν ούτε κλώθουν· αλλά σας λέω: Ούτε και ο Σολομών με όλη του
τη δόξα δεν ήταν στολισμένος όπως ένα από αυτά.
28
Αν, λοιπόν, ο Θεός ντύνει με αυτόν τον τρόπο τη βλάστηση στον αγρό, η οποία
σήμερα υπάρχει και αύριο ρίχνεται στο φούρνο, πόσο μάλλον θα ντύσει εσάς,
ολιγόπιστοι! 29
Γι’ αυτό, μη ζητάτε τι θα φάτε και τι θα πιείτε και μη βρίσκεστε σε αγωνιώδη
αβεβαιότητα· 30
διότι όλα αυτά τα πράγματα τα επιδιώκουν με λαχτάρα τα έθνη του κόσμου, αλλά
ο Πατέρας σας γνωρίζει ότι τα χρειάζεστε.
31
Παρ’ όλα αυτά, να επιζητείτε συνεχώς τη βασιλεία του, και αυτά τα πράγματα
θα σας προστεθούν.
32
»Μη φοβάσαι, μικρό ποίμνιο,
επειδή ο Πατέρας σας έχει επιδοκιμάσει το να σας δώσει τη
βασιλεία. 33
Πουλήστε τα υπάρχοντά σας και
δώστε δώρα ελέους. Φτιάξτε για
τον εαυτό σας πουγκιά που δεν φθείρονται, θησαυρό στους ουρανούς
που ποτέ δεν χάνεται, όπου κλέφτης δεν πλησιάζει ούτε σκόρος
καταστρέφει.
34
Διότι όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας.
35
»Η οσφύς σας να είναι
περιζωσμένη και τα λυχνάρια σας
να καίνε,
36
και εσείς να είστε σαν άνθρωποι που περιμένουν τον κύριό
τους όταν επιστρέφει από το γάμο,
ώστε, όταν έρθει και χτυπήσει,
να του ανοίξουν αμέσως.
37
Ευτυχισμένοι είναι εκείνοι οι δούλοι τους οποίους ο κύριος, όταν έρθει, θα
βρει να είναι σε εγρήγορση!
Αληθινά σας λέω: Θα περιζωστεί
και θα τους βάλει να πλαγιάσουν μπροστά στο τραπέζι και θα έρθει δίπλα τους
και θα τους διακονήσει. 38
Και αν έρθει στη διάρκεια της δεύτερης φυλακής, ή ακόμη και της τρίτης, και
τους βρει έτσι, ευτυχισμένοι είναι εκείνοι!
39
Αλλά να ξέρετε αυτό, ότι αν ο οικοδεσπότης ήξερε τι ώρα θα ερχόταν ο
κλέφτης, θα είχε μείνει σε εγρήγορση και δεν θα είχε αφήσει να γίνει
διάρρηξη στο σπίτι του. 40
Και εσείς να είστε συνεχώς έτοιμοι, επειδή κάποια ώρα που δεν τη θεωρείτε
πιθανή έρχεται ο Γιος του ανθρώπου».
41
Τότε ο Πέτρος είπε: «Κύριε, σε εμάς λες αυτή την παραβολή ή και σε όλους;»
42
Και ο Κύριος είπε: «Ποιος άραγε είναι ο πιστός οικονόμος,
ο φρόνιμος, τον
οποίο ο κύριός του θα διορίσει υπεύθυνο στο υπηρετικό του προσωπικό για να
τους δίνει τη μερίδα της τροφής τους στον κατάλληλο καιρό;
43
Ευτυχισμένος είναι εκείνος ο δούλος, αν ο κύριός του, όταν έρθει, τον βρει
να ενεργεί έτσι! 44
Σας λέω αληθινά: Θα τον διορίσει υπεύθυνο σε όλα τα υπάρχοντά του.
45
Αλλά αν εκείνος ο δούλος πει μέσα στην καρδιά του: “Ο κύριός μου καθυστερεί
να έρθει”, και αρχίσει να
χτυπάει τους υπηρέτες και τις υπηρέτριες, και να τρώει και να πίνει και να
μεθάει, 46
ο κύριος εκείνου του δούλου θα έρθει μια ημέρα που αυτός δεν περιμένει και
μια ώρα που αυτός δεν γνωρίζει,
και θα τον τιμωρήσει με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα και θα του ορίσει το
μέρος του με τους απίστους. 47
Τότε, το δούλο που κατάλαβε το θέλημα του κυρίου του αλλά δεν ετοιμάστηκε
ούτε ενήργησε σύμφωνα με το θέλημά του, θα τον δείρουν με πολλά χτυπήματα.
48
Αλλά εκείνον που δεν κατάλαβε
και γι’ αυτό έκανε πράγματα που αξίζουν χτυπήματα, θα τον δείρουν με λίγα.
Πράγματι, από τον καθένα στον οποίο δόθηκε πολύ, πολύ θα
απαιτηθεί· και από αυτόν στον
οποίο ανέθεσαν πολύ, θα απαιτήσουν περισσότερο από το συνηθισμένο.
49
»Ήρθα να βάλω φωτιά στη γη, και
τι άλλο να θέλω αν έχει ήδη ανάψει;
50
Έχω δε ένα βάφτισμα με το οποίο να βαφτιστώ, και σε πόση οδύνη βρίσκομαι
ώσπου να τελειώσει! 51
Νομίζετε ότι ήρθα να δώσω ειρήνη στη γη; Και βέβαια όχι, σας λέω, αλλά
απεναντίας διαίρεση. 52
Διότι από τώρα και στο εξής θα υπάρχουν πέντε σε ένα σπίτι διαιρεμένοι,
τρεις εναντίον δύο και δύο εναντίον τριών.
53
Θα διαιρεθούν, πατέρας εναντίον γιου και γιος εναντίον πατέρα, μητέρα
εναντίον κόρης και κόρη εναντίον μητέρας, πεθερά εναντίον της νύφης της και
νύφη εναντίον της πεθεράς».
54
Κατόπιν άρχισε να λέει και στα πλήθη: «Όταν δείτε ένα σύννεφο να υψώνεται
στα δυτικά, αμέσως λέτε: “Έρχεται καταιγίδα”, και έτσι γίνεται.
55
Και όταν δείτε ότι φυσάει νότιος άνεμος, λέτε: “Θα γίνει καύσωνας”, και
γίνεται.
56
Υποκριτές, ξέρετε να εξετάζετε την εξωτερική εμφάνιση της γης και του
ουρανού, αλλά πώς γίνεται να μην ξέρετε να εξετάζετε αυτή τη συγκεκριμένη
χρονική περίοδο; 57
Γιατί δεν κρίνετε επίσης μόνοι σας τι είναι δίκαιο;
58
Παραδείγματος χάρη, όταν πηγαίνεις με τον αντίδικό σου σε κάποιον άρχοντα,
κάνε προσπάθειες καθ’ οδόν να απαλλαχτείς από την αντιδικία με αυτόν, για να
μη σε σύρει μπροστά στο δικαστή, και ο δικαστής σε παραδώσει στον υπηρέτη
του δικαστηρίου, και ο υπηρέτης του δικαστηρίου σε ρίξει στη φυλακή.
59
Σου λέω: Δεν πρόκειται να βγεις από εκεί ώσπου να ξεπληρώσεις και το
τελευταίο μικρό νόμισμα ελάχιστης αξίας».
13
Εκείνον τον καιρό
ήταν παρόντες κάποιοι που του ανέφεραν σχετικά με τους Γαλιλαίους,
το αίμα των οποίων ο Πιλάτος είχε αναμείξει με τις θυσίες τους.
2
Αυτός, λοιπόν, αποκρίθηκε και τους είπε: «Νομίζετε ότι αυτοί οι Γαλιλαίοι
αποδείχτηκαν χειρότεροι αμαρτωλοί
από όλους τους άλλους Γαλιλαίους επειδή έπαθαν αυτά τα πράγματα;
3
Και βέβαια όχι, σας λέω· αλλά, αν δεν μετανοήσετε, όλοι θα καταστραφείτε
παρόμοια. 4
Ή εκείνοι οι δεκαοχτώ, πάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος στον Σιλωάμ και
τους σκότωσε, νομίζετε ότι αυτοί αποδείχτηκαν μεγαλύτεροι χρεώστες από όλους
τους άλλους ανθρώπους που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ;
5
Και βέβαια όχι, σας λέω· αλλά, αν δεν μετανοήσετε, όλοι θα καταστραφείτε με
τον ίδιο τρόπο».
6
Κατόπιν άρχισε να λέει αυτή την παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος είχε φυτεμένη
μια συκιά στο αμπέλι του, και
ήρθε ψάχνοντας να βρει καρπό σε αυτήν,
αλλά δεν βρήκε. 7
Τότε είπε στον αμπελουργό: “Τρία χρόνια
τώρα έρχομαι ψάχνοντας να βρω καρπό σε αυτή τη συκιά, αλλά δεν
βρίσκω. Κόψε την! Γιατί να
αχρηστεύει το έδαφος;”
8
Απαντώντας αυτός του είπε: “Κύριε, άφησέ
την και αυτόν το χρόνο ώσπου να σκάψω γύρω της και να βάλω
κοπριά·
9
και αν μεν παραγάγει καρπό στο μέλλον, έχει καλώς· αλλά αν όχι, θα την
κόψεις”».
10
Δίδασκε δε σε μια από τις συναγωγές το σάββατο.
11
Και εκεί ήταν μια γυναίκα που είχε πνεύμα
αδυναμίας επί δεκαοχτώ χρόνια, και ήταν διπλωμένη στα δύο και
δεν μπορούσε να ορθώσει το σώμα της καθόλου.
12
Όταν την είδε, ο Ιησούς απευθύνθηκε σε αυτήν και της είπε: «Γυναίκα, έχεις
απελευθερωθεί από την αδυναμία
σου».
13
Και έθεσε τα χέρια του πάνω σε αυτήν· και ευθύς αμέσως αυτή ανορθώθηκε
και άρχισε να δοξάζει τον Θεό.
14
Αλλά ο αρχισυνάγωγος, αγανακτισμένος επειδή ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία στη
διάρκεια του σαββάτου, αποκρίθηκε και είπε στο πλήθος: «Έξι είναι οι ημέρες
στις οποίες πρέπει να γίνεται εργασία·
αυτές τις ημέρες, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι
την ημέρα του σαββάτου». 15
Ωστόσο, ο Κύριος του απάντησε και είπε: «Υποκριτές,
δεν λύνει ο καθένας σας κατά τη διάρκεια του σαββάτου τον ταύρο
του ή το γαϊδούρι του από το παχνί και πηγαίνει να το ποτίσει;
16
Αυτή, λοιπόν, η γυναίκα, που είναι κόρη του Αβραάμ
και την οποία ο Σατανάς κρατούσε δέσμια δεκαοχτώ χρόνια τώρα,
δεν ήταν σωστό να λυθεί από αυτά τα δεσμά την ημέρα του σαββάτου;»
17
Όταν τα είπε αυτά, όλοι οι εναντιούμενοί του άρχισαν να ντρέπονται·
αλλά όλο το πλήθος άρχισε να χαίρεται για όλα τα ένδοξα πράγματα
που έκανε αυτός.
18
Άρχισε, λοιπόν, να λέει: «Με τι μοιάζει η βασιλεία του Θεού και με τι να την
παραβάλω; 19
Μοιάζει με κόκκο σιναπιού τον οποίο πήρε κάποιος άνθρωπος και έβαλε στον
κήπο του, και αυτός μεγάλωσε και έγινε δέντρο, και τα πουλιά του ουρανού
φώλιασαν στα κλαδιά του».
20
Και πάλι είπε: «Με τι να παραβάλω τη βασιλεία του Θεού;
21
Μοιάζει με προζύμι το οποίο πήρε κάποια γυναίκα και έκρυψε σε τρία μεγάλα
μέτρα αλεύρι μέχρι που υπέστη ζύμωση όλη η μάζα».
22
Και ταξίδευε από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, διδάσκοντας και
συνεχίζοντας το ταξίδι του προς την Ιερουσαλήμ.
23
Του είπε, λοιπόν, κάποιος: «Κύριε, είναι λίγοι
αυτοί που σώζονται;» Εκείνος τους είπε:
24
«Να κάνετε σθεναρό αγώνα για να
μπείτε από τη στενή πόρτα,
επειδή πολλοί, σας λέω, θα ζητήσουν να μπουν αλλά δεν θα μπορέσουν,
25
όταν κάποτε ο οικοδεσπότης σηκωθεί και κλειδώσει την πόρτα και εσείς
αρχίσετε να στέκεστε έξω και να χτυπάτε την πόρτα, λέγοντας: “Κύριε, άνοιξέ
μας”. Αλλά απαντώντας εκείνος θα
σας πει: “Δεν ξέρω από πού είστε”.
26
Τότε θα αρχίσετε να λέτε: “Φάγαμε και ήπιαμε μπροστά σου, και εσύ δίδαξες
στους πλατιούς μας δρόμους”. 27
Αλλά εκείνος θα μιλήσει και θα σας πει: “Δεν ξέρω από πού είστε. Φύγετε από
εμένα, όλοι εσείς οι εργάτες της αδικίας!”
28
Εκεί θα είναι το κλάμα σας και το τρίξιμο των δοντιών σας,
όταν δείτε τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και όλους τους
προφήτες στη βασιλεία του Θεού,
αλλά εσάς να σας έχουν πετάξει έξω.
29
Μάλιστα θα έρθουν άνθρωποι από τα ανατολικά μέρη και τα δυτικά, και από το
βορρά και το νότο, και θα
πλαγιάσουν μπροστά στο τραπέζι στη βασιλεία του Θεού.
30
Και υπάρχουν τελευταίοι που θα είναι πρώτοι, και υπάρχουν πρώτοι που θα
είναι τελευταίοι».
31
Εκείνη την ώρα πλησίασαν κάποιοι Φαρισαίοι και του είπαν: «Βγες και φύγε από
εδώ, επειδή ο Ηρώδης θέλει να σε σκοτώσει».
32
Και αυτός τους είπε: «Πηγαίνετε και πείτε σε αυτή την αλεπού:
“Δες! Εκβάλλω δαίμονες και επιτελώ θεραπείες σήμερα και αύριο,
και την τρίτη ημέρα θα τελειώσω”.
33
Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να πορεύομαι σήμερα και αύριο και την επόμενη ημέρα,
επειδή δεν επιτρέπεται να θανατωθεί προφήτης έξω από την Ιερουσαλήμ.
34
Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, αυτή που σκοτώνει
τους προφήτες και λιθοβολεί
τους απεσταλμένους σε αυτήν—πόσες φορές θέλησα να συγκεντρώσω τα
παιδιά σου, όπως συγκεντρώνει η κότα τα κλωσόπουλά της κάτω από τις
φτερούγες της! Αλλά εσείς δεν το
θελήσατε. 35
Δείτε! Ο οίκος σας
εγκαταλείπεται σε εσάς. Σας λέω, δεν πρόκειται να με δείτε μέχρι να πείτε:
“Ευλογημένος αυτός που έρχεται στο όνομα του Ιεχωβά!”»
14
Σε μια περίπτωση,
όταν μπήκε στο σπίτι κάποιου από τους άρχοντες των Φαρισαίων το σάββατο για
να γευματίσει, αυτοί τον
παρατηρούσαν. 2
Και εκεί μπροστά του ήταν ένας άνθρωπος που είχε υδρωπικία.
3
Αποκρίθηκε, λοιπόν, ο Ιησούς και μίλησε προς εκείνους που ήταν ειδήμονες στο
Νόμο και προς τους Φαρισαίους, λέγοντας: «Είναι νόμιμο να θεραπεύει κανείς
στη διάρκεια του σαββάτου ή όχι;»
4
Αλλά αυτοί έμειναν σιωπηλοί. Τότε εκείνος έπιασε τον άνθρωπο, τον γιάτρεψε
και του είπε να φύγει.
5
Και τους είπε: «Ποιος από εσάς, αν ο γιος του ή ο ταύρος του πέσει σε
πηγάδι, δεν θα τον τραβήξει
αμέσως έξω την ημέρα του σαββάτου;»
6
Και δεν μπόρεσαν να αποκριθούν σε αυτά.
7
Κατόπιν άρχισε να λέει στους προσκαλεσμένους μια παραβολή, επειδή πρόσεξε
πώς διάλεγαν τις πιο εξέχουσες θέσεις, λέγοντάς τους:
8
«Όταν προσκληθείς από κάποιον σε γαμήλιο συμπόσιο, μην ξαπλώσεις στην πιο
εξέχουσα θέση. Ίσως να έχει
προσκληθεί τότε από αυτόν κάποιος πιο διακεκριμένος από εσένα,
9
και να έρθει αυτός που προσκάλεσε εσένα και εκείνον και να σου πει: “Δώσε τη
θέση σε αυτόν”. Και τότε θα φύγεις με ντροπή για να πάρεις την τελευταία
θέση. 10
Αλλά όταν προσκληθείς, πήγαινε και πλάγιασε στην τελευταία θέση,
ώστε όταν έρθει αυτός που σε προσκάλεσε, να σου πει: “Φίλε,
πήγαινε πιο πάνω”. Τότε θα έχεις τιμή ενώπιον όλων των άλλων φιλοξενουμένων.
11
Διότι όποιος εξυψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί και όποιος ταπεινώνει τον
εαυτό του θα εξυψωθεί».
12
Στη συνέχεια άρχισε να λέει και σε αυτόν που τον προσκάλεσε: «Όταν
παραθέτεις γεύμα ή δείπνο, μη φωνάζεις τους φίλους σου ή τους αδελφούς σου ή
τους συγγενείς σου ή πλούσιους γείτονες. Ίσως κάποτε σε αντικαλέσουν και
αυτοί και σου γίνει ανταπόδοση.
13
Αλλά όταν παραθέτεις συμπόσιο, να προσκαλείς φτωχούς, αναπήρους, κουτσούς,
τυφλούς· 14
και θα είσαι ευτυχισμένος, επειδή αυτοί δεν έχουν τίποτα με το οποίο να σου
ανταποδώσουν. Διότι θα σου γίνει ανταπόδοση στην ανάσταση
των δικαίων».
15
Ακούγοντάς τα αυτά, κάποιος από τους άλλους φιλοξενουμένους τού είπε:
«Ευτυχισμένος θα είναι όποιος φάει ψωμί στη βασιλεία του Θεού».
16
Ο Ιησούς τού είπε: «Κάποιος άνθρωπος παρέθετε ένα μεγάλο δείπνο και
προσκάλεσε πολλούς. 17
Και έστειλε το δούλο του την ώρα του δείπνου να πει στους προσκαλεσμένους:
“Ελάτε, επειδή τα πράγματα είναι
τώρα έτοιμα”.
18
Όλοι, όμως, άρχισαν παρόμοια να ζητούν να απαλλαχτούν.
Ο πρώτος τού είπε: “Αγόρασα αγρό και χρειάζεται να βγω και να
τον δω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο”.
19
Και άλλος είπε: “Αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πηγαίνω να τα εξετάσω· σε
παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο”.
20
Άλλος πάλι είπε: “Μόλις παντρεύτηκα
γυναίκα και γι’ αυτό δεν μπορώ να έρθω”.
21
Ο δούλος, λοιπόν, ήρθε και τα ανέφερε αυτά στον κύριό του. Τότε ο
οικοδεσπότης οργίστηκε και είπε στο δούλο του: “Βγες γρήγορα στους πλατιούς
δρόμους και στα στενά της πόλης και φέρε εδώ τους φτωχούς και αναπήρους και
τυφλούς και κουτσούς”. 22
Αργότερα ο δούλος είπε: “Κύριε, έγινε αυτό που πρόσταξες, και ακόμη υπάρχει
χώρος”.
23
Και ο κύριος είπε στο δούλο: “Βγες στους δρόμους
και στους περιφραγμένους τόπους και ανάγκασέ τους να μπουν, για
να γεμίσει το σπίτι μου. 24
Διότι σας λέω: Κανείς από τους άντρες που προσκλήθηκαν δεν θα γευτεί το
δείπνο μου”».
25
Ταξίδευαν δε μαζί του μεγάλα πλήθη, και αυτός στράφηκε και τους είπε:
26
«Αν κανείς έρχεται σε εμένα και δεν μισεί τον πατέρα και τη μητέρα και τη
γυναίκα και τα παιδιά και τους αδελφούς και τις αδελφές του, ναι, ακόμη και
την ίδια του την ψυχή, δεν
μπορεί να είναι μαθητής μου. 27
Όποιος δεν βαστάζει το ξύλο του βασανισμού του και δεν έρχεται πίσω μου δεν
μπορεί να είναι μαθητής μου. 28
Παραδείγματος χάρη, ποιος από εσάς που θέλει να χτίσει πύργο δεν κάθεται
πρώτα και υπολογίζει τη δαπάνη,
προκειμένου να δει αν έχει αρκετά για να τον αποπερατώσει;
29
Αλλιώς, ίσως βάλει το θεμέλιό του αλλά δεν μπορέσει να τον τελειώσει, και
όλοι όσοι τον βλέπουν ίσως αρχίσουν να τον εμπαίζουν,
30
λέγοντας: “Αυτός ο άνθρωπος άρχισε να χτίζει αλλά δεν μπόρεσε να τελειώσει”.
31
Ή ποιος βασιλιάς που προελαύνει για να συγκρουστεί με κάποιον άλλον βασιλιά
σε πόλεμο δεν κάθεται πρώτα και κάνει συμβούλιο για να διαπιστώσει αν μπορεί
με δέκα χιλιάδες στρατιώτες να αντιμετωπίσει αυτόν που έρχεται εναντίον του
με είκοσι χιλιάδες; 32
Αν, πράγματι, δεν μπορεί να το κάνει αυτό, τότε, ενώ ο άλλος είναι ακόμη
μακριά, στέλνει ένα σώμα πρεσβευτών και ζητάει ειρήνη.
33
Έτσι λοιπόν, να είστε σίγουροι ότι όποιος από εσάς δεν αποχαιρετάει όλα τα
υπάρχοντά του δεν μπορεί να
είναι μαθητής μου.
34
»Το αλάτι ασφαλώς είναι καλό. Αλλά αν και το αλάτι χάσει τη δύναμή του, με
τι θα καρυκευτεί; 35
Δεν είναι κατάλληλο ούτε για το χώμα ούτε για την κοπριά. Το πετούν έξω.
Αυτός που έχει αφτιά για να ακούει, ας ακούει».
15
Όλοι δε οι εισπράκτορες φόρων
και οι αμαρτωλοί τον πλησίαζαν
για να τον ακούν.
2
Γι’ αυτό, τόσο οι Φαρισαίοι όσο και οι γραμματείς μουρμούριζαν, λέγοντας:
«Αυτός καλοδέχεται αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους».
3
Τότε τους είπε αυτή την παραβολή, λέγοντας:
4
«Ποιος άνθρωπος από εσάς που έχει εκατό πρόβατα, όταν χάσει ένα από αυτά,
δεν θα αφήσει τα ενενήντα εννιά πίσω στην ερημιά και θα πάει για το χαμένο
μέχρι να το βρει; 5
Και αφού το βρει, το βάζει πάνω στους ώμους του και χαίρεται.
6
Και όταν φτάνει στο σπίτι καλεί τους φίλους του και τους γείτονές του,
λέγοντάς τους: “Χαρείτε μαζί μου, επειδή βρήκα το πρόβατό μου που ήταν
χαμένο”. 7
Σας λέω ότι έτσι θα γίνει περισσότερη χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που
μετανοεί παρά για ενενήντα εννιά
δικαίους που δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας.
8
»Ή ποια γυναίκα με δέκα δραχμές, αν χάσει τη μία δραχμή, δεν ανάβει λυχνάρι
και σκουπίζει το σπίτι της και ψάχνει προσεκτικά μέχρι να τη βρει;
9
Και αφού τη βρει, καλεί τις φίλες και γειτόνισσές της, λέγοντας: “Χαρείτε
μαζί μου, επειδή βρήκα τη μία δραχμή που έχασα”.
10
Έτσι, σας λέω, γίνεται χαρά μεταξύ των αγγέλων του Θεού για έναν αμαρτωλό
που μετανοεί».
11
Κατόπιν είπε: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους.
12
Και ο νεότερος από αυτούς είπε στον πατέρα του: “Πατέρα, δώσε μου το μέρος
της περιουσίας που μου αναλογεί”.
Τότε εκείνος τους μοίρασε το βιος
του.
13
Αργότερα, προτού περάσουν πολλές ημέρες, ο νεότερος γιος μάζεψε όλα τα
πράγματά του και ταξίδεψε σε μια ξένη, μακρινή χώρα, και εκεί κατασπατάλησε
την περιουσία του ζώντας άσωτη ζωή.
14
Αφού ξόδεψε τα πάντα, έγινε μεγάλη πείνα σε όλη εκείνη τη χώρα, και αυτός
άρχισε να στερείται.
15
Πήγε μάλιστα και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας,
και αυτός τον έστειλε στους αγρούς του να βόσκει γουρούνια.
16
Και επιθυμούσε να χορτάσει με τα χαρούπια που έτρωγαν τα γουρούνια, και
κανείς δεν του έδινε τίποτα.
17
»Όταν συνήλθε, είπε: “Πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν άφθονο ψωμί, ενώ
εγώ πεθαίνω εδώ από την πείνα!
18
Θα σηκωθώ και θα ταξιδέψω στον
πατέρα μου και θα του πω: «Πατέρα, αμάρτησα εναντίον του ουρανού και
εναντίον σου. 19
Δεν είμαι πια άξιος να αποκαλούμαι γιος σου. Κάνε με όπως έναν από τους
μισθωτούς σου»”.
20
Σηκώθηκε, λοιπόν, και πήγε στον πατέρα του. Ενώ ήταν ακόμη μακριά, ο πατέρας
του τον είδε και ένιωσε ευσπλαχνία, και έτρεξε και έπεσε στο λαιμό του και
τον φίλησε τρυφερά.
21
Τότε ο γιος τού είπε: “Πατέρα, αμάρτησα εναντίον του ουρανού και εναντίον
σου. Δεν είμαι πια άξιος να
αποκαλούμαι γιος σου. Κάνε με όπως έναν από τους μισθωτούς σου”.
22
Αλλά ο πατέρας είπε στους δούλους του: “Γρήγορα! Βγάλτε μια στολή, την
καλύτερη, και ντύστε τον με
αυτήν, και βάλτε δαχτυλίδι στο
χέρι του και σανδάλια στα πόδια του.
23
Και φέρτε το θρεμμένο μοσχάρι,
σφάξτε το, και ας φάμε και ας διασκεδάσουμε,
24
επειδή ο γιος μου αυτός ήταν νεκρός και επανήλθε στη ζωή·
ήταν χαμένος και βρέθηκε”. Και άρχισαν να διασκεδάζουν.
25
»Ο μεγαλύτερος γιος του, όμως,
ήταν στον αγρό· και, καθώς ήρθε και πλησίασε στο σπίτι, άκουσε μουσική
συναυλία και χορό.
26
Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε τι σήμαιναν αυτά.
27
Εκείνος του είπε: “Ήρθε ο αδελφός
σου, και ο πατέρας σου
έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, επειδή τον έλαβε πίσω υγιή”.
28
Αλλά αυτός οργίστηκε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Τότε βγήκε ο πατέρας του
και άρχισε να τον ικετεύει. 29
Απαντώντας αυτός είπε στον πατέρα του: “Τόσα χρόνια τώρα σε υπηρετώ σαν
δούλος και ούτε μία φορά δεν παρέβηκα την εντολή σου· και όμως σε εμένα δεν
έδωσες ούτε μία φορά ένα κατσικάκι να διασκεδάσω με τους φίλους μου.
30
Μόλις, όμως, έφτασε αυτός ο γιος
σου, που έφαγε το βιος σου με πόρνες,
έσφαξες για αυτόν το
θρεμμένο μοσχάρι”.
31
Τότε εκείνος του είπε: “Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου, και όλα όσα
είναι δικά μου είναι δικά σου· 32
αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, επειδή αυτός ο αδελφός σου ήταν
νεκρός και ήρθε στη ζωή, και ήταν χαμένος και βρέθηκε”».
16
Κατόπιν άρχισε να
λέει και στους μαθητές: «Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος και είχε έναν
οικονόμο, και αυτόν του τον
κατηγόρησαν ότι διαχειριζόταν τα αγαθά του με σπάταλο τρόπο.
2
Τον φώναξε, λοιπόν, και του είπε: “Τι είναι αυτό που ακούω για εσένα;
Παράδωσε το λογαριασμό για όσα
έκανες ως οικονόμος, γιατί δεν μπορείς πια να διαχειρίζεσαι το σπίτι”.
3
Τότε ο οικονόμος είπε μέσα του: “Τι να κάνω, αφού ο κύριός
μου θα μου αφαιρέσει την υπηρεσία του οικονόμου; Να σκάβω δεν
είμαι αρκετά δυνατός, να ζητιανεύω ντρέπομαι.
4
Α! ξέρω τι θα κάνω ώστε, όταν μου αφαιρεθεί η υπηρεσία του οικονόμου, να με
δεχτούν οι άνθρωποι στα σπίτια τους”.
5
Και αφού φώναξε τον καθένα από τους χρεώστες του κυρίου του, άρχισε να λέει
στον πρώτο: “Πόσα χρωστάς στον κύριό μου;”
6
Εκείνος είπε: “Εκατό βαθ ελαιόλαδο”. Αυτός του είπε: “Πάρε πίσω το
συμφωνητικό σου και κάθησε και γράψε γρήγορα πενήντα”.
7
Μετά είπε σε έναν άλλον: “Εσύ πόσα χρωστάς;” Εκείνος είπε: “Εκατό κορ
σιτάρι”. Αυτός του είπε: “Πάρε πίσω το συμφωνητικό σου και γράψε ογδόντα”.
8
Και ο κύριός του επαίνεσε τον οικονόμο, αν και ήταν άδικος, επειδή ενήργησε
με πρακτική σοφία· διότι οι γιοι
αυτού του συστήματος πραγμάτων δείχνουν μεγαλύτερη πρακτική σοφία προς τη
γενιά τους από ό,τι οι γιοι του φωτός.
9
»Και εγώ λέω σε εσάς: Κάντε φίλους
για τον εαυτό σας μέσω του άδικου πλούτου
ώστε, όταν αυτός χαθεί, να σας δεχτούν στις αιώνιες κατοικίες.
10
Ο πιστός στο ελάχιστο είναι πιστός και στο πολύ, και ο άδικος στο ελάχιστο
είναι άδικος και στο πολύ. 11
Συνεπώς, αν δεν έχετε αποδειχτεί πιστοί σε σχέση με τον άδικο πλούτο, ποιος
θα σας εμπιστευτεί αυτό που είναι αληθινό;
12
Και αν δεν έχετε αποδειχτεί πιστοί σε σχέση με αυτό που ανήκει σε κάποιον
άλλον, ποιος θα σας δώσει αυτό
που είναι για εσάς;
13
Κανένας οικιακός υπηρέτης δεν μπορεί να είναι δούλος δύο κυρίων· διότι είτε
θα μισήσει τον έναν και θα αγαπήσει τον άλλον είτε θα προσκολληθεί στον έναν
και θα καταφρονήσει τον άλλον. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι του Θεού και του
Πλούτου».
14
Οι δε Φαρισαίοι, που ήταν φιλάργυροι, τα άκουγαν όλα αυτά και άρχισαν να τον
περιγελούν. 15
Γι’ αυτό, τους είπε: «Εσείς είστε που ανακηρύσσετε τον εαυτό σας δίκαιο
ενώπιον των ανθρώπων, αλλά ο
Θεός γνωρίζει τις καρδιές σας·
επειδή ό,τι είναι εξυψωμένο μεταξύ των ανθρώπων είναι αηδιαστικό ενώπιον του
Θεού.
16
»Ο Νόμος και οι Προφήτες ήταν μέχρι τον Ιωάννη.
Από τότε η βασιλεία του Θεού διακηρύττεται ως καλά νέα, και κάθε
είδους άνθρωπος προχωρεί προς αυτήν επίμονα.
17
Πράγματι, είναι ευκολότερο να παρέλθει
ο ουρανός και η γη παρά να μείνει ανεκπλήρωτο
ένα κομματάκι από
ένα γράμμα του Νόμου.
18
»Όποιος διαζεύγεται τη σύζυγό του και παντρεύεται άλλη μοιχεύει, και όποιος
παντρεύεται γυναίκα διαζευγμένη από σύζυγο μοιχεύει.
19
»Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος
και στολιζόταν με πορφύρα και λινό, διασκεδάζοντας καθημερινά με
μεγαλοπρέπεια. 20
Στην πύλη του, όμως, έβαζαν κάποιον ζητιάνο γεμάτο έλκη, που ονομαζόταν
Λάζαρος
21
και ο οποίος επιθυμούσε να χορτάσει με αυτά που έπεφταν από το τραπέζι του
πλουσίου. Μάλιστα, έρχονταν και οι σκύλοι και έγλειφαν τα έλκη του.
22
Κάποτε, λοιπόν, πέθανε ο
ζητιάνος και μεταφέρθηκε από τους αγγέλους στον κόλπο
του Αβραάμ.
»Πέθανε
και ο πλούσιος και θάφτηκε.
23
Και στον Άδη σήκωσε τα μάτια του, ενώ ήταν στα βάσανα,
και είδε από μακριά τον Αβραάμ, και τον Λάζαρο στον κόλπο του.
24
Φώναξε, λοιπόν, και είπε: “Πατέρα Αβραάμ,
ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του
δαχτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου,
επειδή βρίσκομαι σε οδύνη μέσα σε αυτή την τρομερή φωτιά”.
25
Αλλά ο Αβραάμ είπε: “Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ έλαβες στο πλήρες τα καλά
σου πράγματα όταν ζούσες, αλλά ο Λάζαρος αντίστοιχα τα κακά πράγματα. Τώρα,
ωστόσο, εκείνος βρίσκει παρηγοριά εδώ, αλλά εσύ βρίσκεσαι σε οδύνη.
26
Και εκτός από όλα αυτά, ανάμεσα σε εμάς και σε εσάς
έχει εδραιωθεί ένα μεγάλο χάσμα,
ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ σε εσάς δεν μπορούν,
ούτε μπορούν κάποιοι να διαβούν από εκεί σε εμάς”.
27
Τότε αυτός είπε: “Αν είναι έτσι, σου ζητώ, πατέρα, να τον στείλεις στο σπίτι
του πατέρα μου,
28
γιατί έχω πέντε αδέλφια, ώστε να τους δώσει πλήρη μαρτυρία για να μην έρθουν
και εκείνοι σε αυτόν τον τόπο των βασάνων”.
29
Αλλά ο Αβραάμ είπε: “Έχουν τον Μωυσή
και τους Προφήτες· ας
ακούσουν αυτούς”. 30
Τότε αυτός είπε: “Όχι, πατέρα Αβραάμ· αλλά αν πάει σε αυτούς κάποιος από
τους νεκρούς, θα μετανοήσουν”.
31
Εκείνος όμως του είπε: “Αν δεν ακούν τον Μωυσή
και τους Προφήτες, δεν θα πειστούν ούτε και αν αναστηθεί κάποιος
από τους νεκρούς”».
17
Κατόπιν είπε
στους μαθητές του: «Είναι αναπόφευκτο ότι θα έρθουν σκάνδαλα.
Ωστόσο, αλίμονο σε εκείνον μέσω του οποίου έρχονται!
2
Θα ήταν καλύτερο για αυτόν αν τοποθετούνταν γύρω από το λαιμό του μια
μυλόπετρα και αυτός ριχνόταν στη θάλασσα
παρά να σκανδαλίσει έναν από αυτούς τους μικρούς.
3
Προσέχετε σε ό,τι αφορά τον εαυτό σας. Αν ο αδελφός σου διαπράξει αμαρτία,
επίπληξέ τον, και αν μετανοήσει,
συγχώρησέ τον. 4
Ακόμη και αν αμαρτήσει εναντίον σου εφτά φορές την ημέρα και γυρίσει σε
εσένα εφτά φορές, λέγοντας: “Μετανοώ”, πρέπει να τον συγχωρήσεις».
5
Και είπαν οι απόστολοι στον Κύριο: «Δώσε μας περισσότερη πίστη».
6
Τότε ο Κύριος είπε: «Αν είχατε πίστη στο μέγεθος ενός κόκκου σιναπιού, θα
λέγατε σε αυτή τη μαύρη μουριά: “Ξεριζώσου και φυτέψου στη θάλασσα!” και
αυτή θα σας υπάκουε.
7
»Ποιος από εσάς που έχει έναν δούλο ο οποίος οργώνει ή φυλάει το ποίμνιο θα
του πει όταν αυτός γυρίσει από τον αγρό: “Έλα εδώ αμέσως και πλάγιασε
μπροστά στο τραπέζι”;
8
Απεναντίας, δεν θα του πει: “Ετοίμασέ μου κάτι για να δειπνήσω, και βάλε μια
ποδιά και διακόνησέ με ώσπου να φάω και να πιω, και κατόπιν μπορείς να φας
και να πιεις εσύ”;
9
Μήπως θα αισθανθεί ευγνωμοσύνη για το δούλο επειδή έκανε αυτά που του είχαν
ανατεθεί;
10
Έτσι και εσείς, αφού κάνετε όλα όσα σας έχουν ανατεθεί, να λέτε: “Άχρηστοι
δούλοι είμαστε. Κάναμε αυτό που
οφείλαμε να κάνουμε”».
11
Και ενώ πήγαινε προς την Ιερουσαλήμ, περνούσε διαμέσου της Σαμάρειας και της
Γαλιλαίας. 12
Καθώς έμπαινε σε κάποιο χωριό, τον συνάντησαν δέκα λεπροί
άντρες οι οποίοι στάθηκαν μακριά.
13
Και ύψωσαν τη φωνή τους και είπαν: «Ιησού, Δάσκαλε, ελέησέ
μας!»
14
Και όταν τους είδε, τους είπε: «Πηγαίνετε και δείξτε τον εαυτό σας στους
ιερείς». Κατόπιν, καθώς
πήγαιναν, συνέβη ο καθαρισμός τους.
15
Ένας από αυτούς, όταν είδε ότι γιατρεύτηκε, επέστρεψε δοξάζοντας
τον Θεό με δυνατή φωνή.
16
Και έπεσε με το πρόσωπο κάτω, στα πόδια του Ιησού,
ευχαριστώντας τον· μάλιστα αυτός ήταν Σαμαρείτης.
17
Ο Ιησούς αποκρίθηκε και είπε: «Δεν καθαρίστηκαν οι δέκα; Πού είναι, λοιπόν,
οι άλλοι εννιά;
18
Δεν βρέθηκε κανείς να επιστρέψει και να δώσει δόξα στον Θεό, παρά μόνο αυτός
ο αλλοεθνής;»
19
Και του είπε: «Σήκω και πήγαινε· η πίστη σου σε έκανε καλά».
20
Και όταν τον ρώτησαν οι Φαρισαίοι πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού,
τους απάντησε και είπε: «Η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται με
εξαιρετικά εμφανή τρόπο
21
ούτε θα πουν: “Δείτε, εδώ!” ή “Εκεί!”
Διότι ορίστε! η βασιλεία του Θεού είναι ανάμεσά σας».
22
Τότε είπε στους μαθητές: «Θα έρθουν ημέρες που θα θελήσετε να δείτε μία από
τις ημέρες του Γιου του ανθρώπου αλλά δεν θα τη δείτε.
23
Και θα σας πουν: “Δείτε, εκεί!” ή “Δείτε, εδώ!”
Να μην πάτε ούτε να τρέξετε πίσω τους.
24
Διότι όπως η αστραπή με τη λάμψη
της λάμπει από ένα μέρος κάτω από τον ουρανό προς ένα άλλο μέρος κάτω από
τον ουρανό, έτσι θα είναι ο Γιος του ανθρώπου.
25
Πρώτα, ωστόσο, πρέπει να υποστεί πολλά παθήματα και να απορριφθεί από αυτή
τη γενιά. 26
Και όπως συνέβη στις ημέρες του Νώε,
έτσι θα είναι και στις ημέρες του Γιου του ανθρώπου:
27
έτρωγαν, έπιναν, άντρες παντρεύονταν, γυναίκες δίνονταν σε γάμο, μέχρι την
ημέρα που μπήκε ο Νώε στην κιβωτό, και ήρθε ο κατακλυσμός και τους
κατέστρεψε όλους. 28
Παρόμοια, όπως συνέβη στις ημέρες του Λωτ:
έτρωγαν, έπιναν, αγόραζαν, πουλούσαν, φύτευαν, έχτιζαν.
29
Αλλά την ημέρα που βγήκε ο Λωτ από τα Σόδομα, έβρεξε φωτιά και θειάφι από
τον ουρανό και τους κατέστρεψε όλους.
30
Το ίδιο θα είναι την ημέρα που θα αποκαλυφτεί ο Γιος του ανθρώπου.
31
»Εκείνη την ημέρα, αυτός που είναι στην ταράτσα, αλλά του οποίου τα κινητά
αγαθά είναι στο σπίτι, ας μην κατεβεί να τα πάρει, και αυτός που είναι έξω
στον αγρό, παρόμοια ας μην επιστρέψει στα πράγματα που βρίσκονται πίσω.
32
Να θυμάστε τη γυναίκα του Λωτ. 33
Όποιος επιζητήσει να διατηρήσει την ψυχή του ασφαλή θα τη χάσει, αλλά όποιος
τη χάσει θα τη διατηρήσει ζωντανή.
34
Σας λέω: Εκείνη τη νύχτα δύο θα είναι σε ένα κρεβάτι· ο ένας θα παρθεί, αλλά
ο άλλος θα εγκαταλειφθεί. 35
Δύο γυναίκες θα αλέθουν στον ίδιο μύλο· η μία θα παρθεί, αλλά η άλλη θα
εγκαταλειφθεί». 36
——
37
Απαντώντας, λοιπόν, του είπαν: «Πού, Κύριε;» Αυτός τους είπε: «Όπου είναι το
σώμα, εκεί θα μαζευτούν και οι
αετοί».
18
Κατόπιν άρχισε να
τους λέει μια παραβολή όσον αφορά το ότι χρειάζεται να προσεύχονται πάντοτε
και να μην παραιτούνται, 2
λέγοντας: «Σε κάποια πόλη ήταν ένας δικαστής που δεν είχε φόβο Θεού και δεν
σεβόταν άνθρωπο.
3
Αλλά ήταν μια χήρα σε εκείνη την πόλη και πήγαινε συνεχώς
σε αυτόν, λέγοντας: “Φρόντισε να βρω το δίκιο μου από τον
αντίδικό μου”.
4
Για κάποιο διάστημα αυτός δεν ήθελε, αλλά ύστερα είπε μέσα του: “Αν και δεν
φοβάμαι τον Θεό ούτε σέβομαι άνθρωπο,
5
τέλος πάντων, επειδή αυτή η χήρα μού δημιουργεί προβλήματα
συνεχώς, θα φροντίσω να βρει το δίκιο της, για να μην έρχεται
και με γρονθοκοπάει μέχρι να με
αποτελειώσει”».
6
Τότε ο Κύριος είπε: «Ακούστε τι είπε ο δικαστής, αν και άδικος!
7
Ασφαλώς, λοιπόν, δεν θα κάνει ο Θεός να αποδοθεί δικαιοσύνη
για τους εκλεγμένους του που κραυγάζουν προς αυτόν ημέρα και
νύχτα, έστω και αν είναι μακρόθυμος
προς αυτούς;
8
Σας λέω: Θα κάνει να αποδοθεί δικαιοσύνη σε αυτούς γοργά.
Ωστόσο, όταν έρθει ο Γιος του ανθρώπου, θα βρει άραγε την πίστη
στη γη;»
9
Και σε μερικούς επίσης που είχαν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ότι ήταν
δίκαιοι και οι οποίοι θεωρούσαν
τους υπόλοιπους μηδαμινούς είπε
αυτή την παραβολή:
10
«Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν, ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος
εισπράκτορας φόρων.
11
Ο Φαρισαίος στάθηκε και άρχισε
να προσεύχεται από μέσα του τα
εξής: “Θεέ μου, σε ευχαριστώ που δεν είμαι όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι,
άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή ακόμη και όπως αυτός ο εισπράκτορας φόρων.
12
Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, δίνω το δέκατο από όλα όσα αποκτώ”.
13
Αλλά ο εισπράκτορας φόρων, που στεκόταν σε απόσταση, δεν ήθελε καν να
σηκώσει τα μάτια του προς τον ουρανό, αλλά χτυπούσε το στήθος του,
λέγοντας: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τον αμαρτωλό”.
14
Σας λέω: Αυτός κατέβηκε στο σπίτι του έχοντας αποδειχτεί δικαιότερος
από εκείνον· επειδή όποιος εξυψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί,
αλλά όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα εξυψωθεί».
15
Άρχισαν δε να του φέρνουν και τα βρέφη τους για να τα αγγίξει· αλλά
βλέποντάς το αυτό οι μαθητές άρχισαν να τα επιτιμούν.
16
Ωστόσο, ο Ιησούς τα φώναξε, λέγοντας: «Αφήστε τα παιδάκια να έρχονται σε
εμένα και μην τα εμποδίζετε. Διότι σε τέτοιου είδους άτομα ανήκει η βασιλεία
του Θεού. 17
Αληθινά σας λέω: Όποιος δεν δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν παιδάκι δεν
πρόκειται να μπει σε αυτήν».
18
Και κάποιος άρχοντας τον ρώτησε, λέγοντας: «Δάσκαλε Αγαθέ, τι να κάνω για να
κληρονομήσω αιώνια ζωή;» 19
Ο Ιησούς τού είπε: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά
μόνο ένας, ο Θεός. 20
Γνωρίζεις τις εντολές: “Μη
μοιχεύσεις, Μη διαπράξεις φόνο,
Μην κλέψεις, Μην
ψευδομαρτυρήσεις, Τίμα τον
πατέρα σου και τη μητέρα σου”». 21
Τότε αυτός είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νεανικά μου χρόνια».
22
Αφού το άκουσε αυτό, ο Ιησούς τού είπε: «Ένα σου λείπει ακόμη: Πούλησε όλα
όσα έχεις και μοίρασέ τα σε φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς·
και έλα να γίνεις ακόλουθός μου».
23
Όταν εκείνος το άκουσε αυτό, λυπήθηκε βαθιά, γιατί ήταν πολύ πλούσιος.
24
Ο Ιησούς τον κοίταξε και είπε: «Πόσο δύσκολο θα είναι να μπουν στη βασιλεία
του Θεού εκείνοι που έχουν χρήματα!
25
Ευκολότερο μάλιστα είναι να περάσει καμήλα μέσα από την τρύπα μιας βελόνας
ραψίματος παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού».
26
Εκείνοι που το άκουσαν αυτό είπαν: «Και ποιος είναι δυνατόν να σωθεί;»
27
Αυτός είπε: «Τα πράγματα που είναι αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά
για τον Θεό». 28
Τότε ο Πέτρος είπε: «Δες! Εμείς αφήσαμε τα δικά μας πράγματα και σε
ακολουθήσαμε». 29
Αυτός τους είπε: «Αληθινά σας λέω: Δεν υπάρχει κανείς που να άφησε σπίτι ή
γυναίκα ή αδελφούς ή γονείς ή παιδιά για χάρη της βασιλείας του Θεού,
30
ο οποίος δεν θα πάρει πολλές φορές περισσότερα σε αυτή τη χρονική περίοδο,
και στο ερχόμενο σύστημα πραγμάτων αιώνια ζωή».
31
Κατόπιν πήρε τους δώδεκα παράμερα και τους είπε: «Δείτε! Ανεβαίνουμε στην
Ιερουσαλήμ, και θα ολοκληρωθούν όλα τα γραμμένα μέσω των προφητών
σχετικά με τον Γιο του ανθρώπου.
32
Για παράδειγμα, θα τον παραδώσουν σε εθνικούς και θα τον περιπαίξουν
και θα του συμπεριφερθούν με θρασύτητα
και θα τον φτύσουν· 33
και αφού τον μαστιγώσουν θα τον
σκοτώσουν, αλλά την τρίτη ημέρα
θα αναστηθεί». 34
Ωστόσο, εκείνοι δεν κατάλαβαν το νόημα κανενός από αυτά τα πράγματα· και
αυτός ο λόγος ήταν κρυμμένος από αυτούς, και δεν γνώριζαν τα λεγόμενα.
35
Καθώς πλησίαζε στην Ιεριχώ, κάποιος τυφλός καθόταν δίπλα στο δρόμο και
ζητιάνευε. 36
Αυτός, επειδή άκουσε να διαβαίνει πλήθος, άρχισε να ρωτάει τι να σήμαινε
αυτό.
37
Του είπαν: «Ο Ιησούς ο Ναζωραίος περνάει!»
38
Τότε αυτός φώναξε, λέγοντας: «Ιησού, Γιε του Δαβίδ, ελέησέ με!»
39
Και εκείνοι που προπορεύονταν άρχισαν να του λένε αυστηρά να σωπάσει, αλλά
αυτός φώναζε πολύ περισσότερο: «Γιε του Δαβίδ, ελέησέ με!»
40
Τότε ο Ιησούς στάθηκε και έδωσε εντολή να οδηγήσουν τον άνθρωπο σε αυτόν.
Αφού εκείνος πλησίασε, ο Ιησούς τον ρώτησε:
41
«Τι θέλεις να κάνω για εσένα;»
Εκείνος είπε: «Κύριε, να ξαναβρώ την όρασή μου».
42
Ο Ιησούς, λοιπόν, του είπε: «Ξαναβρές την όρασή σου· η πίστη σου σε έκανε
καλά». 43
Και ευθύς αμέσως ξαναβρήκε την όρασή του
και άρχισε να τον ακολουθεί δοξάζοντας τον Θεό.
Και όλος ο λαός, βλέποντάς το αυτό, έδωσε αίνο στον Θεό.
19
Και μπήκε στην
Ιεριχώ και τη διέσχιζε.
2
Εδώ υπήρχε κάποιος άντρας που καλούνταν με το όνομα Ζακχαίος· και αυτός ήταν
επικεφαλής εισπράκτορας φόρων και ήταν πλούσιος.
3
Ζητούσε, λοιπόν, να δει ποιος
ήταν αυτός ο Ιησούς, αλλά δεν μπορούσε εξαιτίας του πλήθους, επειδή ήταν
μικρόσωμος.
4
Γι’ αυτό, έτρεξε πιο μπροστά και σκαρφάλωσε σε μια συκομουριά για να τον
δει, επειδή θα περνούσε από εκεί.
5
Όταν ο Ιησούς έφτασε σε εκείνον τον τόπο, σήκωσε τα μάτια του και του είπε:
«Ζακχαίε, βιάσου και κατέβα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου».
6
Τότε αυτός βιάστηκε και κατέβηκε και τον δέχτηκε ως φιλοξενούμενο με χαρά.
7
Αλλά όταν το είδαν αυτό, άρχισαν όλοι να μουρμουρίζουν,
λέγοντας: «Σε αμαρτωλό άντρα πήγε να μείνει».
8
Αλλά ο Ζακχαίος σηκώθηκε και είπε στον Κύριο: «Ορίστε! Τα μισά μου
υπάρχοντα, Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς, και ό,τι άρπαξα από οποιονδήποτε με
ψεύτικη κατηγορία το δίνω πίσω
τετραπλό». 9
Τότε ο Ιησούς τού είπε: «Σήμερα ήρθε σωτηρία σε αυτό το σπίτι, επειδή και
αυτός είναι γιος του Αβραάμ. 10
Διότι ο Γιος του ανθρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει αυτό που ήταν
χαμένο».
11
Ενώ τα άκουγαν αυτά, είπε επιπρόσθετα μια παραβολή, επειδή βρισκόταν κοντά
στην Ιερουσαλήμ και αυτοί νόμιζαν ότι η βασιλεία του Θεού επρόκειτο να
εμφανιστεί ευθύς αμέσως. 12
Είπε λοιπόν: «Κάποιος άνθρωπος ευγενούς καταγωγής ταξίδεψε σε μακρινή χώρα
για να εξασφαλίσει για τον εαυτό του βασιλική εξουσία και να επιστρέψει.
13
Αφού φώναξε δέκα δούλους του, τους έδωσε δέκα μνες και τους είπε: “Κάντε
εμπόριο με αυτές μέχρι να έρθω”.
14
Αλλά οι συμπολίτες του τον μισούσαν
και έστειλαν πίσω του ένα σώμα πρεσβευτών να πουν: “Δεν θέλουμε να
γίνει αυτός βασιλιάς μας”.
15
»Τελικά, όταν επέστρεψε, αφού είχε εξασφαλίσει τη βασιλική εξουσία, διέταξε
να φωνάξουν αυτούς τους δούλους, στους οποίους είχε δώσει τα ασημένια
νομίσματα, για να εξακριβώσει τι είχαν κερδίσει από το εμπόριο που έκαναν.
16
Τότε παρουσιάστηκε ο πρώτος, λέγοντας: “Κύριε, η μνα σου απέφερε δέκα μνες”.
17
Και αυτός του είπε: “Εύγε, αγαθέ δούλε! Επειδή αποδείχτηκες πιστός σε ένα
πολύ μικρό ζήτημα, έχε εξουσία πάνω σε δέκα πόλεις”.
18
Ήρθε κατόπιν ο δεύτερος, λέγοντας: “Η μνα σου, Κύριε, έκανε πέντε μνες”.
19
Είπε και σε αυτόν: “Έχε και εσύ την επιστασία πέντε πόλεων”.
20
Ήρθε, όμως, και κάποιος άλλος, λέγοντας: “Κύριε, να η μνα σου, την οποία
κρατούσα φυλαγμένη σε ένα πανί.
21
Βλέπεις, σε φοβόμουν, επειδή είσαι σκληρός άνθρωπος· παίρνεις αυτό που δεν
κατέθεσες και θερίζεις αυτό που δεν έσπειρες”.
22
Αυτός του είπε: “Από το ίδιο σου το στόμα
σε κρίνω, πονηρέ δούλε. Ώστε ήξερες ότι είμαι σκληρός άνθρωπος
και παίρνω αυτό που δεν κατέθεσα και θερίζω αυτό που δεν έσπειρα;
23
Επομένως, γιατί δεν έβαλες το ασημένιο νόμισμά μου σε μια τράπεζα; Τότε,
κατά την άφιξή μου, θα το είχα πάρει με τόκο”.
24
»Και είπε σε εκείνους που στέκονταν εκεί: “Πάρτε του τη μνα και δώστε την σε
αυτόν που έχει τις δέκα μνες”. 25
Αλλά εκείνοι του είπαν: “Κύριε, αυτός έχει δέκα μνες!”—
26
“Σας λέω: Στον καθένα που έχει, θα δοθεί περισσότερο· αλλά από αυτόν που δεν
έχει, ακόμη και αυτό που έχει θα του αφαιρεθεί.
27
Επιπλέον, αυτούς τους εχθρούς μου, οι οποίοι δεν ήθελαν να γίνω βασιλιάς
τους, φέρτε τους εδώ και σφάξτε τους μπροστά μου”».
28
Αφού, λοιπόν, τα είπε αυτά, άρχισε να πηγαίνει μπροστά, ανεβαίνοντας στην
Ιερουσαλήμ. 29
Και όταν πλησίασε στη Βηθφαγή και στη Βηθανία, στο βουνό που ονομαζόταν Όρος
των Ελαιών, έστειλε δύο από τους
μαθητές του, 30
λέγοντας: «Πηγαίνετε στο χωριό που φαίνεται και, αφού μπείτε μέσα, θα βρείτε
σε αυτό ένα πουλάρι δεμένο, πάνω στο οποίο δεν κάθησε ποτέ κανένας άνθρωπος.
Λύστε το και φέρτε το. 31
Αλλά αν σας ρωτήσει κανείς: “Γιατί το λύνετε;” να του πείτε: “Ο Κύριος το
χρειάζεται”». 32
Οι απεσταλμένοι, λοιπόν, έφυγαν και το βρήκαν όπως τους είπε.
33
Αλλά, καθώς έλυναν το πουλάρι, οι ιδιοκτήτες του τους είπαν: «Γιατί λύνετε
το πουλάρι;» 34
Εκείνοι είπαν: «Ο Κύριος το χρειάζεται».
35
Και το οδήγησαν στον Ιησού και έριξαν τα εξωτερικά τους ενδύματα πάνω στο
πουλάρι και ανέβασαν τον Ιησού σε αυτό.
36
Καθώς αυτός προχωρούσε, έστρωναν
τα εξωτερικά τους ενδύματα στο δρόμο.
37
Μόλις πλησίασε στο δρόμο που κατέβαινε από το Όρος των Ελαιών, όλο το πλήθος
των μαθητών άρχισαν να χαίρονται και να αινούν τον Θεό με δυνατή φωνή
σχετικά με όλα τα δυναμικά έργα που είχαν δει,
38
λέγοντας: «Ευλογημένος Αυτός που έρχεται ως ο Βασιλιάς στο όνομα του Ιεχωβά!
Ειρήνη στον ουρανό, και δόξα στους υψηλότατους τόπους!»
39
Ωστόσο, μερικοί Φαρισαίοι από το πλήθος τού είπαν: «Δάσκαλε, επίπληξε τους
μαθητές σου». 40
Αλλά απαντώντας αυτός είπε: «Σας λέω: Αν αυτοί σωπάσουν, θα φωνάξουν οι
πέτρες».
41
Και όταν έφτασε κοντά, είδε την πόλη και έκλαψε για αυτήν,
42
λέγοντας: «Αν αυτή την ημέρα είχες διακρίνει
και εσύ τα πράγματα που σχετίζονται με την ειρήνη—αλλά τώρα
έχουν κρυφτεί από τα μάτια σου. 43
Επειδή θα έρθουν πάνω σου ημέρες κατά τις οποίες οι εχθροί σου θα
οικοδομήσουν γύρω σου οχύρωμα με
αιχμηρούς πασσάλους και θα σε
περικυκλώσουν και θα σου
προκαλέσουν οδύνη από κάθε
πλευρά,
44
και θα κατεδαφίσουν εσένα και τα παιδιά σου μέσα σε εσένα,
και δεν θα σου αφήσουν πέτρα πάνω σε πέτρα,
επειδή δεν διέκρινες τον καιρό της επιθεώρησής
σου».
45
Και μπήκε στο ναό και άρχισε να διώχνει εκείνους που πουλούσαν,
46
λέγοντάς τους: «Είναι γραμμένο: “Και ο οίκος μου θα είναι οίκος προσευχής”,
αλλά εσείς τον κάνατε σπηλιά ληστών».
47
Επιπλέον, δίδασκε καθημερινά στο ναό. Αλλά οι πρωθιερείς και οι γραμματείς
και οι προύχοντες του λαού ζητούσαν να τον θανατώσουν·
48
και όμως δεν έβρισκαν κάτι αποτελεσματικό να κάνουν, γιατί ολόκληρος ο λαός
προσκολλιόταν σε αυτόν για να τον ακούει.
20
Κάποια από αυτές τις ημέρες, ενώ δίδασκε το λαό στο ναό και διακήρυττε τα
καλά νέα, πλησίασαν οι πρωθιερείς και οι γραμματείς μαζί με τους
πρεσβυτέρους 2
και μίλησαν, λέγοντάς του: «Πες μας με ποια εξουσία κάνεις αυτά τα πράγματα,
ή ποιος είναι εκείνος που σου έδωσε αυτή την εξουσία».
3
Απαντώντας αυτός τους είπε: «Θα σας κάνω και εγώ μια ερώτηση και πείτε μου:
4
Το βάφτισμα του Ιωάννη ήταν από τον ουρανό ή από ανθρώπους;»
5
Τότε αυτοί έβγαλαν συμπεράσματα μεταξύ τους, λέγοντας: «Αν πούμε: “Από τον
ουρανό”, θα πει: “Γιατί δεν τον πιστέψατε;”
6
Αν πάλι πούμε: “Από ανθρώπους”, ολόκληρος ο λαός θα μας λιθοβολήσει,
γιατί είναι πεπεισμένοι ότι ο Ιωάννης
ήταν προφήτης». 7
Απάντησαν, λοιπόν, ότι δεν ήξεραν την προέλευσή του.
8
Και ο Ιησούς τούς είπε: «Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία κάνω αυτά τα
πράγματα».
9
Κατόπιν άρχισε να λέει στο λαό αυτή την παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος φύτεψε
ένα αμπέλι και το νοίκιασε σε
καλλιεργητές και ταξίδεψε σε ξένη χώρα αρκετό καιρό.
10
Και στην κατάλληλη εποχή έστειλε έναν δούλο
στους καλλιεργητές
για να του δώσουν από τον καρπό του αμπελιού.
Οι καλλιεργητές όμως, αφού τον έδειραν, τον έδιωξαν με άδεια
χέρια. 11
Αλλά αυτός έκανε πάλι το ίδιο και τους έστειλε κάποιον άλλον δούλο. Και
αυτόν τον έδειραν και τον ατίμασαν και τον έδιωξαν με άδεια χέρια.
12
Πάλι, όμως, έστειλε έναν τρίτο·
και αυτόν τον τραυμάτισαν και τον πέταξαν έξω.
13
Τότε ο ιδιοκτήτης του αμπελιού είπε: “Τι να κάνω; Θα στείλω το γιο μου τον
αγαπητό. Ίσως αυτόν να τον
σεβαστούν”.
14
Όταν οι καλλιεργητές τον είδαν, άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, λέγοντας:
“Αυτός είναι ο κληρονόμος· ας τον σκοτώσουμε, για να γίνει δική μας η
κληρονομιά”. 15
Τότε τον πέταξαν έξω από το
αμπέλι και τον σκότωσαν. Τι θα
τους κάνει, λοιπόν, ο ιδιοκτήτης του αμπελιού;
16
Θα έρθει και θα καταστρέψει αυτούς τους καλλιεργητές και θα δώσει το αμπέλι
σε άλλους».
Ακούγοντάς το
αυτό, εκείνοι είπαν: «Ποτέ να μη συμβεί αυτό!»
17
Αυτός, όμως, τους κοίταξε και είπε: «Τι σημαίνει, λοιπόν, αυτό που είναι
γραμμένο: “Η πέτρα την οποία απέρριψαν οι οικοδόμοι,
αυτή έχει γίνει η κορυφαία ακρογωνιαία πέτρα”;
18
Όποιος πέσει πάνω σε εκείνη την πέτρα θα συντριφτεί.
Και σε όποιον πέσει,
θα τον κονιορτοποιήσει».
19
Τότε οι γραμματείς και οι πρωθιερείς ζήτησαν να βάλουν τα χέρια τους πάνω
του την ίδια εκείνη ώρα, αλλά φοβήθηκαν το λαό· διότι αντιλήφθηκαν ότι είπε
αυτή την παραβολή έχοντας τους ίδιους κατά νου.
20
Και αφού τον παρακολούθησαν προσεκτικά, έστειλαν ανθρώπους, που τους είχαν
πληρώσει κρυφά, να προσποιηθούν ότι είναι δίκαιοι για να τον πιάσουν
από τα λόγια, ώστε να τον παραδώσουν στην κυβέρνηση και στην
εξουσία του κυβερνήτη. 21
Και εκείνοι τον ρώτησαν, λέγοντας: «Δάσκαλε, ξέρουμε ότι μιλάς και διδάσκεις
ορθά και δεν δείχνεις προσωποληψία, αλλά διδάσκεις την οδό του Θεού σύμφωνα
με την αλήθεια: 22
Είναι νόμιμο να πληρώνουμε φόρο στον Καίσαρα ή όχι;»
23
Εκείνος, όμως, αντιλήφθηκε την πανουργία τους και τους είπε:
24
«Δείξτε μου ένα δηνάριο. Τίνος την εικόνα και την επιγραφή έχει;» Αυτοί
είπαν: «Του Καίσαρα». 25
Εκείνος τους είπε: «Οπωσδήποτε, λοιπόν, αποδώστε αυτά που είναι του Καίσαρα
στον Καίσαρα, αλλά αυτά που
είναι του Θεού στον Θεό». 26
Και δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν από αυτόν το λόγο μπροστά στο λαό αλλά,
έχοντας μείνει κατάπληκτοι με την απάντησή του, δεν είπαν τίποτα.
27
Ωστόσο, ορισμένοι από τους Σαδδουκαίους, εκείνους οι οποίοι λένε ότι δεν
υπάρχει ανάσταση, πλησίασαν και
τον ρώτησαν,
28
λέγοντας: «Δάσκαλε, ο Μωυσής μάς
έγραψε: “Αν κάποιου ο αδελφός, που έχει σύζυγο, πεθάνει παραμένοντας
άτεκνος, ο αδελφός του πρέπει να
πάρει τη σύζυγο και να εγείρει από αυτήν απόγονο για τον αδελφό του”.
29
Ήταν, λοιπόν, εφτά αδέλφια· και ο πρώτος πήρε σύζυγο και πέθανε άτεκνος.
30
Το ίδιο και ο δεύτερος·
31
την πήρε και ο τρίτος. Παρόμοια και οι εφτά: δεν άφησαν παιδιά, και ένας
ένας πέθαναν. 32
Τελικά, πέθανε και η γυναίκα. 33
Στην ανάσταση, λοιπόν, τίνος από αυτούς γίνεται σύζυγος; Διότι και οι εφτά
την πήραν σύζυγο».
34
Ο Ιησούς τούς είπε: «Τα παιδιά αυτού του συστήματος πραγμάτων παντρεύονται
και τα δίνουν σε γάμο,
35
αλλά εκείνοι που έχουν υπολογιστεί άξιοι
να κερδίσουν εκείνο το σύστημα πραγμάτων
και την ανάσταση από τους νεκρούς
ούτε παντρεύονται ούτε τους δίνουν σε γάμο.
36
Μάλιστα, δεν μπορούν πια ούτε να πεθάνουν,
γιατί είναι σαν τους αγγέλους, και είναι παιδιά του Θεού όντας
παιδιά της ανάστασης. 37
Αλλά το ότι οι νεκροί εγείρονται, και ο Μωυσής το φανέρωσε στην αφήγηση για
τη βάτο, όταν αποκαλεί τον
Ιεχωβά “Θεό του Αβραάμ και Θεό του Ισαάκ και Θεό του Ιακώβ”.
38
Αυτός είναι Θεός, όχι των νεκρών, αλλά των ζωντανών, επειδή, για αυτόν, όλοι
είναι ζωντανοί». 39
Απαντώντας μερικοί από τους γραμματείς είπαν: «Δάσκαλε, καλά μίλησες».
40
Διότι δεν είχαν πια το θάρρος να του κάνουν ούτε μία ερώτηση.
41
Κατόπιν τους είπε: «Πώς γίνεται να λένε ότι ο Χριστός είναι γιος του Δαβίδ;
42
Διότι ο ίδιος ο Δαβίδ λέει στο βιβλίο των Ψαλμών: “Ο Ιεχωβά είπε στον Κύριό
μου: «Κάθησε στα δεξιά μου
43
ώσπου να θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιο για τα πόδια σου»”.
44
Άρα, ο Δαβίδ τον αποκαλεί “Κύριο”· πώς, λοιπόν, αυτός είναι γιος του;»
45
Και ενώ άκουγε όλος ο λαός, είπε στους μαθητές:
46
«Προσέχετε από τους γραμματείς οι οποίοι θέλουν να περπατούν φορώντας στολές
και τους αρέσουν οι χαιρετισμοί στις αγορές και τα μπροστινά καθίσματα στις
συναγωγές και οι πιο εξέχουσες θέσεις στα δείπνα,
47
και οι οποίοι καταβροχθίζουν τα σπίτια των χηρών
και με διάφορες προφάσεις κάνουν μεγάλες προσευχές. Αυτοί θα
λάβουν βαρύτερη κρίση».
21
Καθώς σήκωσε τα μάτια του, είδε τους πλούσιους να ρίχνουν τα δώρα τους στα
χρηματοφυλάκια. 2
Κατόπιν είδε μια άπορη χήρα να ρίχνει εκεί δύο μικρά νομίσματα ελάχιστης
αξίας 3
και είπε: «Σας λέω αληθινά: Αυτή η χήρα, αν και φτωχή, έριξε περισσότερα από
όσα έριξαν όλοι. 4
Διότι όλοι αυτοί έριξαν δώρα από το περίσσευμά τους, αυτή όμως από το
υστέρημά της έριξε όλο το βιος που είχε».
5
Αργότερα, καθώς ορισμένοι μιλούσαν σχετικά με το ναό, λέγοντας πως ήταν
στολισμένος με καλές πέτρες και αφιερώματα,
6
εκείνος είπε: «Όσο για αυτά που βλέπετε, θα έρθουν ημέρες κατά τις οποίες
δεν θα αφεθεί εδώ πέτρα πάνω σε πέτρα που να μην γκρεμιστεί».
7
Τότε τον ρώτησαν, λέγοντας: «Δάσκαλε, πότε λοιπόν θα γίνουν αυτά, και ποιο
θα είναι το σημείο όταν αυτά μέλλουν να συμβούν;»
8
Αυτός είπε: «Προσέχετε μην παροδηγηθείτε·
διότι πολλοί θα έρθουν με βάση το όνομά μου, λέγοντας: “Εγώ
είμαι αυτός” και “Ο ορισμένος καιρός έχει πλησιάσει”.
Μην τους ακολουθήσετε.
9
Επιπλέον, όταν ακούσετε για πολέμους και ταραχές, μην τρομοκρατηθείτε.
Διότι αυτά πρέπει να συμβούν πρώτα, αλλά το τέλος δεν έρχεται
αμέσως».
10
Τότε άρχισε να τους λέει: «Θα σηκωθεί έθνος εναντίον έθνους
και βασιλεία εναντίον βασιλείας·
11
και θα υπάρξουν μεγάλοι σεισμοί, και στον έναν τόπο μετά τον άλλον επιδημίες
και πείνες· και θα υπάρξουν
φοβερά φαινόμενα και από τον ουρανό μεγάλα σημεία.
12
»Αλλά πριν από όλα αυτά, θα βάλουν τα χέρια τους πάνω σας και θα επιφέρουν
διωγμό σε εσάς, παραδίδοντάς σας
στις συναγωγές και στις φυλακές, και σέρνοντάς σας ενώπιον βασιλιάδων και
κυβερνητών εξαιτίας του ονόματός μου.
13
Αυτό θα αποτελέσει για εσάς ευκαιρία για μαρτυρία.
14
Άρα λοιπόν, βάλτε το καλά στην καρδιά σας να μην προμελετάτε πώς θα
υπερασπιστείτε τον εαυτό σας,
15
γιατί εγώ θα σας δώσω στόμα και σοφία, στην οποία όλοι μαζί οι εναντιούμενοί
σας δεν θα μπορούν να αντισταθούν ούτε να την αντικρούσουν.
16
Επιπρόσθετα, θα παραδοθείτε ακόμη και από γονείς
και αδελφούς και συγγενείς και φίλους, και θα θανατώσουν
μερικούς από εσάς· 17
και θα είστε αντικείμενα του μίσους όλων των ανθρώπων εξαιτίας του ονόματός
μου. 18
Και όμως, ούτε μία τρίχα από τα
κεφάλια σας δεν πρόκειται να χαθεί.
19
Μέσω της υπομονής σας θα αποκτήσετε τις ψυχές σας.
20
»Επιπλέον, όταν δείτε την Ιερουσαλήμ περικυκλωμένη
από στρατόπεδα, τότε να ξέρετε ότι έχει πλησιάσει η ερήμωσή της.
21
Τότε εκείνοι που είναι στην Ιουδαία ας αρχίσουν να φεύγουν στα βουνά, και
εκείνοι που είναι στο μέσο της ας αποσυρθούν, και εκείνοι που είναι στην
ύπαιθρο ας μην μπουν σε αυτήν· 22
επειδή αυτές είναι ημέρες απονομής δικαιοσύνης, ώστε να εκπληρωθούν όλα τα
γραμμένα. 23
Αλίμονο στις έγκυες και σε αυτές που θηλάζουν εκείνες τις ημέρες!
Διότι θα υπάρξει μεγάλη ανάγκη στη χώρα και οργή πάνω σε αυτόν
το λαό·
24
και θα πέσουν από την κόψη του σπαθιού και θα οδηγηθούν αιχμάλωτοι σε όλα τα
έθνη· και η Ιερουσαλήμ θα
καταπατείται από τα έθνη, μέχρι να συμπληρωθούν οι προσδιορισμένοι καιροί
των εθνών.
25
»Επίσης, θα υπάρξουν σημεία στον ήλιο
και στη σελήνη και στα άστρα, και πάνω στη γη οδύνη εθνών τα οποία θα
βρίσκονται σε αδιέξοδο εξαιτίας του βουητού της θάλασσας
και της ταραχής της,
26
ενώ οι άνθρωποι θα λιποθυμούν από το φόβο
και την προσδοκία αυτών που πρόκειται να έρθουν πάνω στην
κατοικημένη γη· διότι οι
δυνάμεις των ουρανών θα κλονιστούν.
27
Και τότε θα δουν τον Γιο του ανθρώπου
να έρχεται μέσα σε σύννεφο με δύναμη και μεγάλη δόξα.
28
Αλλά καθώς αυτά θα αρχίσουν να γίνονται, ανορθωθείτε και σηκώστε τα κεφάλια
σας, επειδή πλησιάζει η απελευθέρωσή σας».
29
Τότε τους είπε μια παραβολή: «Προσέξτε τη συκιά και όλα τα άλλα δέντρα:
30
Όταν έχουν βλαστήσει ήδη, βλέποντάς το ξέρετε από μόνοι σας ότι τώρα
πλησιάζει το καλοκαίρι.
31
Παρόμοια και εσείς, όταν δείτε να γίνονται αυτά, να ξέρετε ότι πλησιάζει
η βασιλεία του Θεού.
32
Αληθινά σας λέω: Αυτή η γενιά δεν πρόκειται να παρέλθει μέχρι να γίνουν όλα
αυτά. 33
Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν,
αλλά τα λόγια μου δεν πρόκειται να παρέλθουν.
34
»Αλλά να προσέχετε τον εαυτό σας ώστε να μην καταβαρυνθούν ποτέ οι καρδιές
σας από υπερβολικό φαγητό και υπερβολικό
ποτό και ανησυχίες
της ζωής, και η ημέρα εκείνη έρθει ξαφνικά πάνω σας
35
σαν παγίδα. Διότι θα έρθει πάνω
σε όλους εκείνους που κατοικούν στο πρόσωπο όλης της γης.
36
Να είστε άγρυπνοι, λοιπόν,
πάντοτε κάνοντας δέηση για να
καταφέρετε να διαφύγετε από όλα όσα μέλλουν να συμβούν και να σταθείτε
ενώπιον του Γιου του ανθρώπου».
37
Την ημέρα, λοιπόν, δίδασκε στο ναό,
αλλά τη νύχτα έβγαινε και έμενε στο βουνό που ονομαζόταν Όρος των
Ελαιών. 38
Και όλος ο λαός ερχόταν νωρίς το
πρωί προς αυτόν στο ναό για να τον ακούει.
22
Πλησίαζε δε η
γιορτή των άζυμων άρτων, που λέγεται Πάσχα.
2
Και οι πρωθιερείς και οι γραμματείς ζητούσαν κάποιον αποτελεσματικό τρόπο
για να απαλλαχτούν από αυτόν,
γιατί φοβούνταν το λαό. 3
Ο Σατανάς, όμως, μπήκε στον Ιούδα, τον αποκαλούμενο Ισκαριώτη, ο οποίος
περιλαμβανόταν στους δώδεκα· 4
και αυτός πήγε και μίλησε με τους πρωθιερείς και τους διοικητές του ναού
σχετικά με το ποιος θα ήταν ο αποτελεσματικός τρόπος για να τους τον
προδώσει. 5
Και αυτοί χάρηκαν και συμφώνησαν να του δώσουν ασημένια νομίσματα.
6
Αυτός, λοιπόν, συναίνεσε και άρχισε να ζητάει μια καλή ευκαιρία για να τους
τον προδώσει όταν δεν θα υπήρχε τριγύρω πλήθος.
7
Έφτασε, λοιπόν, η ημέρα των άζυμων άρτων, κατά την οποία πρέπει να γίνεται η
θυσία του πάσχα· 8
και έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη, λέγοντας: «Πηγαίνετε και ετοιμάστε
μας το πάσχα για να φάμε».
9
Εκείνοι του είπαν: «Πού θέλεις να το ετοιμάσουμε;»
10
Αυτός τους είπε: «Όταν μπείτε
στην πόλη θα σας συναντήσει κάποιος άνθρωπος που θα βαστάει ένα πήλινο
σκεύος για νερό. Ακολουθήστε τον στο σπίτι στο οποίο θα μπει.
11
Και θα πείτε στον ιδιοκτήτη του σπιτιού: “Ο Δάσκαλος σου λέει: «Πού είναι ο
ξενώνας στον οποίο θα φάω το πάσχα με τους μαθητές μου;»”
12
Και εκείνος θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειο επιπλωμένο. Ετοιμάστε το εκεί».
13
Αυτοί, λοιπόν, έφυγαν και το βρήκαν όπως τους είχε πει, και ετοίμασαν το
πάσχα.
14
Τελικά, όταν ήρθε η ώρα, πλάγιασε μπροστά στο τραπέζι, και οι απόστολοι ήταν
μαζί του. 15
Και τους είπε: «Πολύ επιθύμησα να φάω αυτό το πάσχα μαζί σας προτού υποφέρω·
16
διότι σας λέω: Δεν θα το ξαναφάω μέχρι να εκπληρωθεί στη βασιλεία του Θεού».
17
Και αφού δέχτηκε ένα ποτήρι,
έκανε μια ευχαριστήρια προσευχή και είπε: «Πάρτε το και δώστε το ο ένας
στον άλλον·
18
διότι σας λέω: Από τώρα και στο εξής δεν θα ξαναπιώ από το γέννημα του
κλήματος ώσπου να έρθει η βασιλεία του Θεού».
19
Επίσης, πήρε ένα ψωμί, έκανε μια
ευχαριστήρια προσευχή, το έσπασε και τους το έδωσε λέγοντας: «Αυτό σημαίνει
το σώμα μου, το οποίο θα δοθεί
για χάρη σας. Εξακολουθήστε να
το κάνετε αυτό σε ανάμνησή μου».
20
Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι,
αφού δείπνησαν, λέγοντας: «Αυτό το ποτήρι σημαίνει τη νέα διαθήκη
που έχει ως βάση το αίμα
μου, το οποίο θα χυθεί για χάρη σας.
21
»Αλλά δείτε! το χέρι του προδότη
μου είναι μαζί μου στο τραπέζι.
22
Επειδή ο Γιος του ανθρώπου προχωρεί σύμφωνα με αυτό που έχει προσδιοριστεί·
αλίμονο, όμως, σε εκείνον τον άνθρωπο μέσω του οποίου
προδίδεται!» 23
Άρχισαν, λοιπόν, να συζητούν μεταξύ τους ποιος από αυτούς θα ήταν άραγε
εκείνος που επρόκειτο να το κάνει αυτό.
24
Ωστόσο, έγινε μεταξύ τους και έντονη λογομαχία για το ποιος από αυτούς
φαινόταν να είναι ο μεγαλύτερος.
25
Αλλά εκείνος τους είπε: «Οι βασιλιάδες των εθνών τα καταδυναστεύουν, και
εκείνοι που έχουν εξουσία πάνω τους αποκαλούνται Ευεργέτες.
26
Εσείς, όμως, δεν πρέπει να είστε έτσι.
Αλλά ο μεγαλύτερος ανάμεσά σας ας γίνει όπως ο νεότερος,
και αυτός που είναι αρχηγός, όπως αυτός που διακονεί.
27
Διότι ποιος είναι μεγαλύτερος, αυτός που πλαγιάζει μπροστά στο τραπέζι ή
αυτός που διακονεί; Δεν είναι αυτός που πλαγιάζει μπροστά στο τραπέζι; Εγώ,
όμως, είμαι ανάμεσά σας ως αυτός που διακονεί.
28
»Ωστόσο, εσείς είστε που έχετε παραμείνει προσκολλημένοι
σε εμένα κατά τις δοκιμασίες
μου·
29
και εγώ κάνω διαθήκη με εσάς, όπως ο Πατέρας μου έχει κάνει διαθήκη
με εμένα, για μια βασιλεία,
30
για να τρώτε και να πίνετε στο
τραπέζι μου στη βασιλεία μου και
να καθήσετε σε θρόνους για να
κρίνετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ.
31
»Σίμων, Σίμων, δες! ο Σατανάς
έχει ζητήσει να σας κοσκινίσει όπως το σιτάρι.
32
Αλλά εγώ έκανα δέηση για εσένα
να μην εξαντληθεί η πίστη σου· και εσύ, όταν κάποτε επιστρέψεις, ενίσχυσε
τους αδελφούς σου».
33
Τότε εκείνος του είπε: «Κύριε, είμαι έτοιμος να πάω μαζί σου και στη φυλακή
και στο θάνατο». 34
Αλλά αυτός είπε: «Σου λέω, Πέτρο: Δεν θα λαλήσει σήμερα πετεινός ώσπου να
αρνηθείς τρεις φορές ότι με γνωρίζεις».
35
Επίσης τους είπε: «Όταν σας απέστειλα
χωρίς πουγκί και σακίδιο τροφίμων και σανδάλια, μήπως στερηθήκατε
τίποτα;» Αυτοί είπαν: «Όχι!»
36
Κατόπιν τους είπε: «Αλλά τώρα εκείνος που έχει πουγκί ας το πάρει, παρόμοια
και σακίδιο τροφίμων· και αυτός που δεν έχει σπαθί ας πουλήσει το εξωτερικό
του ένδυμα και ας αγοράσει.
37
Διότι σας λέω ότι αυτό που είναι γραμμένο πρέπει να εκπληρωθεί σε εμένα,
δηλαδή: “Και συγκαταλέχθηκε με ανόμους”.
Διότι αυτό που αφορά εμένα λαβαίνει εκπλήρωση».
38
Τότε αυτοί είπαν: «Κύριε, δες! εδώ είναι δύο σπαθιά». Εκείνος τους είπε:
«Αρκεί».
39
Αφού βγήκε έξω, πήγε όπως συνήθως στο Όρος των Ελαιών· και τον ακολούθησαν
και οι μαθητές. 40
Όταν ήρθε σε αυτόν τον τόπο, τους είπε: «Να προσεύχεστε, για να μην μπείτε
σε πειρασμό». 41
Και ο ίδιος αποτραβήχτηκε από αυτούς περίπου όσο μακριά ρίχνεται μια πέτρα
και λύγισε τα γόνατά του και άρχισε να προσεύχεται,
42
λέγοντας: «Πατέρα, αν θέλεις, απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από εμένα. Ωστόσο,
ας γίνει, όχι το δικό μου θέλημα,
αλλά το δικό σου». 43
Τότε εμφανίστηκε σε αυτόν ένας άγγελος από τον ουρανό και τον ενίσχυσε.
44
Αλλά, καθώς τον κατέλαβε αγωνία, συνέχισε να προσεύχεται πιο ένθερμα·
και ο ιδρώτας του έγινε σαν σταγόνες αίματος που έπεφταν στο
έδαφος. 45
Και σηκώθηκε από την προσευχή, πήγε στους μαθητές και τους βρήκε να
κοιμούνται από τη λύπη· 46
και τους είπε: «Γιατί κοιμάστε; Σηκωθείτε και προσεύχεστε, για να μην μπείτε
σε πειρασμό».
47
Ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, εμφανίστηκε ένα πλήθος, και αυτός που ονομαζόταν
Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, πήγαινε μπροστά από αυτούς·
και πλησίασε τον Ιησού για να τον φιλήσει.
48
Αλλά ο Ιησούς τού είπε: «Ιούδα, με φιλί
προδίδεις τον Γιο του ανθρώπου;»
49
Όταν εκείνοι που ήταν γύρω του είδαν τι θα συνέβαινε, είπαν: «Κύριε, να
χτυπήσουμε με το σπαθί;» 50
Μάλιστα κάποιος από εκείνους χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το
δεξί αφτί. 51
Αλλά ο Ιησούς αποκρίθηκε και είπε: «Αφήστε, ως εδώ». Και άγγιξε το αφτί και
τον γιάτρεψε. 52
Κατόπιν ο Ιησούς είπε στους πρωθιερείς και στους διοικητές του ναού και
στους πρεσβυτέρους που είχαν πάει εκεί για αυτόν: «Βγήκατε με σπαθιά και
ρόπαλα, σαν να βγαίνατε εναντίον ενός ληστή;
53
Ενώ ήμουν μαζί σας στο ναό κάθε
ημέρα, δεν απλώσατε τα χέρια σας πάνω μου.
Αλλά αυτή είναι η ώρα
σας και η εξουσία του
σκοταδιού».
54
Τότε τον συνέλαβαν και τον πήραν
από εκεί και τον έφεραν στο σπίτι του αρχιερέα·
ο δε Πέτρος ακολουθούσε από απόσταση.
55
Όταν άναψαν φωτιά στη μέση της αυλής και κάθησαν μαζί, ο Πέτρος καθόταν
ανάμεσά τους. 56
Αλλά κάποια υπηρέτρια τον είδε να κάθεται κοντά στη δυνατή φωτιά και τον
κοίταξε καλά και είπε: «Και αυτός ήταν μαζί του».
57
Εκείνος, όμως, το αρνήθηκε,
λέγοντας: «Δεν τον γνωρίζω, γυναίκα».
58
Και έπειτα από λίγη ώρα, κάποιος άλλος, βλέποντάς τον, είπε: «Και εσύ από
αυτούς είσαι». Αλλά ο Πέτρος είπε: «Άνθρωπε, δεν είμαι».
59
Και αφού μεσολάβησε περίπου μία ώρα, κάποιος άλλος άρχισε να ισχυρίζεται
επίμονα: «Σίγουρα και αυτός ήταν μαζί του, γιατί είναι και Γαλιλαίος!»
60
Αλλά ο Πέτρος είπε: «Άνθρωπε, δεν ξέρω τι λες». Και ευθύς, ενώ μιλούσε
ακόμη, λάλησε ένας πετεινός. 61
Και στράφηκε ο Κύριος και κοίταξε τον Πέτρο, και θυμήθηκε ο Πέτρος τα λόγια
του Κυρίου, όταν του είπε: «Προτού λαλήσει πετεινός σήμερα, θα με απαρνηθείς
τρεις φορές». 62
Τότε βγήκε έξω και έκλαψε πικρά.
63
Και οι άντρες που τον είχαν υπό κράτηση άρχισαν να τον περιπαίζουν
χτυπώντας τον·
64
και, αφού τον σκέπασαν, τον ρωτούσαν και έλεγαν: «Προφήτευσε. Ποιος είναι
αυτός που σε χτύπησε;» 65
Και άλλα πολλά έλεγαν βλασφημώντας
τον.
66
Τελικά, όταν ξημέρωσε, η συνέλευση των πρεσβυτέρων του λαού, τόσο οι
πρωθιερείς όσο και οι γραμματείς, συγκεντρώθηκαν
και τον έσυραν στην αίθουσα που είχαν για το Σάνχεδριν,
λέγοντας: 67
«Αν είσαι εσύ ο Χριστός, πες
μας». Αλλά εκείνος τούς είπε: «Ακόμη και αν σας το πω, δεν πρόκειται να το
πιστέψετε. 68
Και αν σας ρωτήσω, δεν πρόκειται να απαντήσετε.
69
Ωστόσο, από τώρα και στο εξής ο Γιος του ανθρώπου
θα κάθεται δίπλα στο δυνατό δεξί
χέρι του Θεού». 70
Τότε όλοι είπαν: «Εσύ είσαι, λοιπόν, ο Γιος του Θεού;» Εκείνος τους είπε:
«Εσείς οι ίδιοι λέτε ότι είμαι».
71
Αυτοί είπαν: «Γιατί χρειαζόμαστε επιπλέον μαρτυρία;
Διότι οι ίδιοι το ακούσαμε από το στόμα του».
23
Σηκώθηκε, λοιπόν,
ολόκληρο το πλήθος τους και τον οδήγησε στον Πιλάτο.
2
Τότε άρχισαν να τον κατηγορούν,
λέγοντας: «Βρήκαμε αυτόν τον άνθρωπο να υπονομεύει
το έθνος μας και να απαγορεύει την πληρωμή φόρων
στον Καίσαρα και να λέει ότι αυτός είναι Χριστός βασιλιάς».
3
Ο Πιλάτος, λοιπόν, τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;»
Απαντώντας του εκείνος είπε: «Εσύ ο ίδιος το λες».
4
Τότε ο Πιλάτος είπε στους πρωθιερείς και στα πλήθη: «Δεν βρίσκω κανένα
έγκλημα σε αυτόν τον άνθρωπο». 5
Αλλά αυτοί άρχισαν να επιμένουν, λέγοντας: «Ξεσηκώνει το λαό διδάσκοντας σε
ολόκληρη την Ιουδαία, αρχίζοντας μάλιστα από τη Γαλιλαία ως εδώ».
6
Όταν το άκουσε αυτό, ο Πιλάτος ρώτησε αν ο άνθρωπος ήταν Γαλιλαίος
7
και, αφού εξακρίβωσε ότι ήταν από την περιφέρεια στην οποία είχε εξουσία ο
Ηρώδης, τον έστειλε στον Ηρώδη,
που ήταν και αυτός στην Ιερουσαλήμ εκείνες τις ημέρες.
8
Όταν ο Ηρώδης είδε τον Ιησού χάρηκε πολύ, γιατί επί αρκετό καιρό ήθελε να
τον δει, έχοντας ακούσει
για αυτόν, και έλπιζε να δει κάποιο σημείο να εκτελείται από
αυτόν.
9
Άρχισε, λοιπόν, να τον ρωτάει με πολλά λόγια· αλλά αυτός δεν του έδωσε καμιά
απάντηση. 10
Οι δε πρωθιερείς και οι γραμματείς σηκώνονταν και τον κατηγορούσαν
με σφοδρότητα.
11
Τότε ο Ηρώδης μαζί με τους στρατιώτες της φρουράς του τον διέσυρε
και τον περιέπαιξε,
ντύνοντάς τον με λαμπρό ένδυμα, και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο.
12
Και έτσι ο Ηρώδης και ο Πιλάτος
έγιναν φίλοι μεταξύ τους εκείνη την ημέρα· διότι προηγουμένως είχαν έχθρα
μεταξύ τους.
13
Τότε συγκάλεσε ο Πιλάτος τους πρωθιερείς και τους άρχοντες και το λαό
14
και τους είπε: «Μου φέρατε αυτόν τον άνθρωπο ως κάποιον που υποκινεί το λαό
σε ανταρσία και τον εξέτασα μπροστά σας, αλλά δεν βρήκα σε αυτόν τον άνθρωπο
καμιά βάση για τις κατηγορίες
που διατυπώνετε εναντίον του.
15
Μάλιστα ούτε ο Ηρώδης βρήκε, γιατί τον έστειλε πίσω σε εμάς· και τίποτα άξιο
θανάτου δεν έχει διαπράξει.
16
Θα τον τιμωρήσω, λοιπόν, και θα
τον απελευθερώσω».
17
——
18
Αλλά το πλήθος τους σύσσωμο κραύγασε, λέγοντας: «Πάρε αυτόν
και απελευθέρωσέ μας τον Βαραββά!»
19
(ο οποίος είχε ριχτεί στη φυλακή για κάποιον στασιασμό που συνέβη στην πόλη
και για φόνο).
20
Πάλι τους μίλησε ο Πιλάτος, επειδή ήθελε να απελευθερώσει τον Ιησού.
21
Τότε αυτοί άρχισαν να κραυγάζουν, λέγοντας: «Κρέμασέ τον στο ξύλο! Κρέμασέ
τον στο ξύλο!» 22
Την τρίτη φορά τούς είπε: «Γιατί, τι κακό έκανε αυτός; Δεν του βρήκα τίποτα
άξιο θανάτου· θα τον τιμωρήσω, λοιπόν, και θα τον απελευθερώσω».
23
Τότε αυτοί άρχισαν να επιμένουν με δυνατές φωνές, απαιτώντας να κρεμαστεί
στο ξύλο· και οι φωνές τους άρχισαν να υπερισχύουν.
24
Ο Πιλάτος, λοιπόν, αποφάσισε να ικανοποιηθεί το αίτημά τους:
25
απελευθέρωσε τον άντρα που είχε
ριχτεί στη φυλακή για στασιασμό και φόνο, τον οποίο ζητούσαν, και παρέδωσε
τον Ιησού στο θέλημά τους.
26
Αφού, λοιπόν, τον πήραν, έπιασαν κάποιον Σίμωνα, που καταγόταν από την
Κυρήνη, ο οποίος ερχόταν από τους αγρούς, και έβαλαν πάνω του το ξύλο του
βασανισμού για να το μεταφέρει πίσω από τον Ιησού.
27
Τον ακολουθούσε δε μεγάλο πλήθος λαού και γυναικών οι οποίες χτυπούσαν τον
εαυτό τους από λύπη και τον θρηνούσαν.
28
Ο Ιησούς στράφηκε στις γυναίκες και είπε: «Κόρες της Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε
για εμένα. Απεναντίας, κλάψτε για τον εαυτό σας και για τα παιδιά σας·
29
διότι δείτε! έρχονται ημέρες κατά τις οποίες οι άνθρωποι θα πουν:
“Ευτυχισμένες είναι οι στείρες και οι κοιλιές που δεν γέννησαν και τα στήθη
που δεν θήλασαν!” 30
Τότε θα αρχίσουν να λένε στα βουνά: “Πέστε πάνω μας!” και στους λόφους:
“Καλύψτε μας!” 31
Επειδή, αν αυτά τα κάνουν όταν το δέντρο είναι χλωρό, τι θα γίνει όταν θα
είναι ξεραμένο;»
32
Οδηγούνταν και άλλοι δύο άντρες, κακοποιοί, για να εκτελεστούν μαζί του.
33
Και όταν έφτασαν στον τόπο που ονομαζόταν Κρανίο,
εκεί κρέμασαν στο ξύλο αυτόν και τους κακοποιούς, έναν στα δεξιά
του και έναν στα αριστερά του. 34
[[Αλλά ο Ιησούς έλεγε: «Πατέρα, συγχώρησέ
τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν».]] Επίσης, για να μοιράσουν τα
εξωτερικά του ενδύματα έριξαν κλήρο.
35
Και ο λαός στεκόταν και κοίταζε.
Οι δε άρχοντες τον περιγελούσαν, λέγοντας: «Άλλους έσωσε· ας σώσει
τον εαυτό του, αν αυτός είναι ο Χριστός του Θεού, ο Εκλεγμένος».
36
Ακόμη και οι στρατιώτες τον περιέπαιζαν,
πλησιάζοντας και προσφέροντάς του ξινό κρασί
37
και λέγοντας: «Αν εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτό σου».
38
Υπήρχε και μια επιγραφή από πάνω του: «Αυτός είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων».
39
Ένας δε από τους κρεμασμένους κακοποιούς άρχισε να του λέει υβριστικά:
«Δεν είσαι εσύ ο Χριστός; Σώσε τον εαυτό σου και εμάς».
40
Απαντώντας ο άλλος τον επέπληξε και είπε: «Δεν φοβάσαι καθόλου τον Θεό, τώρα
που είσαι στην ίδια κρίση; 41
Και εμείς μεν δίκαια, γιατί λαβαίνουμε στο πλήρες ό,τι μας αξίζει για αυτά
που κάναμε· αλλά αυτός δεν έκανε τίποτα το άτοπο».
42
Και άρχισε να λέει: «Ιησού, θυμήσου με όταν έρθεις στη βασιλεία
σου».
43
Και αυτός του είπε: «Αληθινά σου λέω σήμερα, θα είσαι μαζί μου
στον Παράδεισο».
44
Τώρα ήταν ήδη η έκτη περίπου ώρα, και εντούτοις, σκοτάδι έπεσε πάνω σε όλη
τη γη μέχρι την ένατη ώρα, 45
επειδή το φως του ήλιου χάθηκε· τότε η κουρτίνα
του αγιαστηρίου σκίστηκε στη μέση.
46
Και ο Ιησούς φώναξε με δυνατή φωνή και είπε: «Πατέρα, στα χέρια σου
εμπιστεύομαι το πνεύμα μου».
Αφού το είπε αυτό, εξέπνευσε. 47
Επειδή είδε τι συνέβη, ο αξιωματικός άρχισε να δοξάζει τον Θεό, λέγοντας:
«Πράγματι, αυτός ο άνθρωπος ήταν δίκαιος».
48
Και όλα τα πλήθη που ήταν συγκεντρωμένα εκεί για αυτό το θέαμα, όταν είδαν
αυτά που συνέβησαν, άρχισαν να επιστρέφουν, χτυπώντας τα στήθη τους.
49
Και όλοι οι γνωστοί του στέκονταν σε απόσταση.
Επίσης, κάποιες γυναίκες, οι οποίες τον είχαν ακολουθήσει όλες
μαζί από τη Γαλιλαία, στέκονταν και τα έβλεπαν αυτά.
50
Και ήρθε κάποιος άντρας ονόματι Ιωσήφ, ο οποίος ήταν μέλος του Συμβουλίου,
άντρας αγαθός και δίκαιος —
51
αυτός δεν είχε ψηφίσει υπέρ του σχεδίου και της ενέργειάς τους
—και ο οποίος ήταν από την Αριμαθαία, μια πόλη Ιουδαίων, και
περίμενε τη βασιλεία του Θεού· 52
αυτός πήγε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού.
53
Και το κατέβασε και το τύλιξε σε
εκλεκτό λινό ύφασμα, και τον έβαλε σε μνήμα
λαξευμένο στο βράχο, στο οποίο δεν είχε τοποθετηθεί ακόμη
κανείς. 54
Ήταν η ημέρα της Προετοιμασίας,
και πλησίαζε το λυκόφως του σαββάτου.
55
Και οι γυναίκες που είχαν έρθει μαζί του από τη Γαλιλαία ακολούθησαν και
έριξαν μια ματιά στο μνημείο και
στο πώς τέθηκε το σώμα του· 56
και γύρισαν πίσω να ετοιμάσουν μυρωδικά και αρωματικά λάδια.
Αλλά, φυσικά, το σάββατο
αναπαύτηκαν σύμφωνα με την εντολή.
24
Ωστόσο, την πρώτη
ημέρα της εβδομάδας, πήγαν πολύ νωρίς στο μνήμα, φέρνοντας τα μυρωδικά που
είχαν ετοιμάσει. 2
Αλλά βρήκαν την πέτρα κυλισμένη από το μνημείο,
3
και όταν μπήκαν δεν βρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού.
4
Ενώ βρίσκονταν σε αμηχανία σχετικά με αυτό, δύο άντρες με αστραφτερά ρούχα
στάθηκαν δίπλα τους. 5
Καθώς αυτές φοβήθηκαν και είχαν τα πρόσωπά τους στραμμένα στο έδαφος,
εκείνοι τους είπαν: «Γιατί αναζητάτε τον Ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς;
6
[[Δεν είναι εδώ, αλλά έχει εγερθεί.]]
Θυμηθείτε πώς σας μίλησε ενώ ήταν ακόμη στη Γαλιλαία,
7
λέγοντας ότι ο Γιος του ανθρώπου πρέπει να παραδοθεί στα χέρια αμαρτωλών
ανθρώπων και να κρεμαστεί στο ξύλο και την τρίτη ημέρα να αναστηθεί».
8
Θυμήθηκαν, λοιπόν, τα λόγια του 9
και επέστρεψαν από το μνημείο και τα ανέφεραν όλα αυτά στους έντεκα και σε
όλους τους υπόλοιπους. 10
Αυτές ήταν η Μαγδαληνή Μαρία και η Ιωάννα
και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου. Και οι υπόλοιπες γυναίκες
που ήταν μαζί τους έλεγαν στους αποστόλους αυτά τα πράγματα.
11
Ωστόσο, τα λόγια αυτά τους φάνηκαν ανοησίες και δεν τις πίστευαν.
12
[[Ο Πέτρος, όμως, σηκώθηκε και έτρεξε στο μνημείο και σκύβοντας μέσα είδε
μόνο τους επιδέσμους. Έφυγε, λοιπόν, ενώ μέσα του αναρωτιόταν τι είχε συμβεί.]]
13
Αλλά εκείνη την ημέρα, δύο από αυτούς ταξίδευαν προς ένα χωριό που απείχε
έντεκα περίπου χιλιόμετρα από την Ιερουσαλήμ και ονομαζόταν Εμμαούς,
14
και συνομιλούσαν μεταξύ τους για όλα αυτά
που είχαν συμβεί.
15
Καθώς, λοιπόν, συνομιλούσαν και συζητούσαν, ο ίδιος ο Ιησούς πλησίασε
και άρχισε να περπατάει μαζί τους·
16
αλλά τα μάτια τους εμποδίζονταν, ώστε να μην τον αναγνωρίσουν.
17
Αυτός τους είπε: «Ποια είναι αυτά τα ζητήματα που συζητάτε μεταξύ σας καθώς
περπατάτε;» Και εκείνοι στάθηκαν σκυθρωποί.
18
Απαντώντας αυτός που ονομαζόταν Κλεόπας τού είπε: «Μόνος σου παροικείς εσύ
στην Ιερουσαλήμ και δεν ξέρεις όσα συνέβησαν σε αυτήν τούτες τις ημέρες;»
19
Και εκείνος τους είπε: «Ποια;» Αυτοί του είπαν: «Τα σχετικά με τον Ιησού τον
Ναζωραίο, ο οποίος έγινε
προφήτης δυνατός σε έργο και
λόγο ενώπιον του Θεού και όλου του λαού·
20
και πώς οι πρωθιερείς και οι άρχοντές μας τον παρέδωσαν στην ποινή του
θανάτου και τον κρέμασαν στο ξύλο.
21
Εμείς, όμως, ελπίζαμε ότι αυτός ήταν που έμελλε να απελευθερώσει τον Ισραήλ·
ναι, και εκτός από όλα αυτά, αυτή είναι η τρίτη ημέρα αφότου
συνέβησαν αυτά τα πράγματα.
22
Επιπρόσθετα, και ορισμένες γυναίκες
από ανάμεσά μας μάς άφησαν κατάπληκτους, επειδή πήγαν νωρίς στο μνημείο
23
αλλά δεν βρήκαν το σώμα του, και ήρθαν λέγοντας ότι είχαν δει και ένα
υπερφυσικό θέαμα αγγέλων, οι οποίοι είπαν ότι αυτός είναι ζωντανός.
24
Μάλιστα, μερικοί από εκείνους που είναι μαζί μας πήγαν στο μνημείο·
και το βρήκαν ακριβώς όπως είχαν πει οι γυναίκες, αλλά αυτόν δεν
τον είδαν».
25
Εκείνος, λοιπόν, τους είπε: «Ω! άνθρωποι ασύνετοι και με καρδιά που αργεί
να πιστέψει σε όλα όσα είπαν οι προφήτες!
26
Δεν ήταν απαραίτητο να τα πάθει αυτά
ο Χριστός και να εισέλθει στη δόξα του;»
27
Και αρχίζοντας από τον Μωυσή και
όλους τους Προφήτες, τους
ερμήνευσε αυτά που είχαν σχέση με τον ίδιο σε όλες τις Γραφές.
28
Τελικά πλησίασαν στο χωριό προς το οποίο ταξίδευαν, και αυτός προσποιήθηκε
ότι ταξίδευε μακρύτερα.
29
Αλλά εκείνοι τον πίεσαν, λέγοντας: «Μείνε μαζί μας, επειδή πλησιάζει το
βράδυ και η ημέρα έχει ήδη γείρει». Τότε μπήκε μέσα για να μείνει μαζί τους.
30
Και καθώς ήταν πλαγιασμένος με αυτούς για το γεύμα, πήρε το ψωμί, το
ευλόγησε, το έσπασε και άρχισε να τους το δίνει.
31
Τότε ανοίχτηκαν τα μάτια τους πλήρως και τον αναγνώρισαν· και εκείνος
εξαφανίστηκε από αυτούς. 32
Και είπαν ο ένας στον άλλον: «Δεν καίγονταν οι καρδιές μας καθώς μας μιλούσε
στο δρόμο, καθώς μας άνοιγε πλήρως τις Γραφές;»
33
Και εκείνη ακριβώς την ώρα σηκώθηκαν και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, και
βρήκαν τους έντεκα και εκείνους που ήταν συναγμένοι μαζί τους
34
να λένε: «Πράγματι, ο Κύριος εγέρθηκε και εμφανίστηκε στον Σίμωνα!»
35
Και αυτοί, λοιπόν, αφηγούνταν τα γεγονότα που συνέβησαν στο δρόμο και πώς
τον γνώρισαν από το σπάσιμο του ψωμιού.
36
Ενώ μιλούσαν για αυτά, εκείνος στάθηκε ανάμεσά τους [[και τους είπε: «Είθε
να έχετε ειρήνη»]].
37
Αλλά επειδή ήταν τρομοκρατημένοι και είχαν φοβηθεί,
νόμιζαν ότι έβλεπαν πνεύμα.
38
Εκείνος, λοιπόν, τους είπε: «Γιατί είστε ταραγμένοι και γιατί ανεβαίνουν
αμφιβολίες στην καρδιά σας;
39
Δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου, ότι είμαι εγώ ο ίδιος· ψηλαφήστε
με και δείτε, επειδή ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και κόκαλα,
όπως βλέπετε ότι έχω εγώ».
40
[[Και καθώς το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια του και τα πόδια του.]]
41
Αλλά ενώ ακόμη εκείνοι δεν πίστευαν
από τη χαρά τους και απορούσαν, τους είπε: «Έχετε κάτι φαγώσιμο εδώ;»
42
Του έδωσαν, λοιπόν, ένα κομμάτι ψητό ψάρι·
43
και εκείνος το πήρε και το έφαγε
μπροστά στα μάτια τους.
44
Κατόπιν τους είπε: «Αυτά είναι τα λόγια μου τα οποία σας είπα ενώ ήμουν
ακόμη μαζί σας, ότι όλα τα
γραμμένα στο νόμο του Μωυσή και στους Προφήτες
και στους Ψαλμούς σχετικά
με εμένα πρέπει να εκπληρωθούν».
45
Τότε άνοιξε τις διάνοιές τους πλήρως για να συλλάβουν το νόημα των Γραφών
46
και τους είπε: «Έτσι είναι γραμμένο ότι θα υπέφερε ο Χριστός και θα
ανασταινόταν από τους νεκρούς την τρίτη ημέρα,
47
και με βάση το όνομά του θα κηρυττόταν σε όλα τα έθνη
μετάνοια για συγχώρηση αμαρτιών
—αρχίζοντας από την Ιερουσαλήμ,
48
εσείς θα είστε μάρτυρες αυτών
των πραγμάτων.
49
Και δείτε! εγώ σας αποστέλλω αυτό που υποσχέθηκε ο Πατέρας μου. Εσείς, όμως,
μείνετε στην πόλη μέχρι να ντυθείτε με δύναμη από τα ύψη».
50
Και τους οδήγησε έξω, μέχρι τη Βηθανία, σήκωσε τα χέρια του και τους
ευλόγησε. 51
Καθώς τους ευλογούσε, αποχωρίστηκε από αυτούς και άρχισε να αναλαμβάνεται
στον ουρανό. 52
Και αυτοί τον προσκύνησαν και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη χαρά.
53
Και ήταν συνεχώς στο ναό ευλογώντας τον Θεό.