Chapters: 2  3  4  5  6  7  8  9  10  11  12  13  14  15  16
 

Μάρκος

1  Η αρχή των καλών νέων σχετικά με τον Ιησού Χριστό: 2  Καθώς είναι γραμμένο στον Ησαΐα τον προφήτη: «(Δες! Εγώ αποστέλλω τον αγγελιοφόρο μου πριν από το πρόσωπό σου, ο οποίος θα προετοιμάσει την οδό σου·) 3  ακούστε! κάποιος φωνάζει στην έρημο: “Προετοιμάστε την οδό του Ιεχωβά, κάντε ευθείς τους δρόμους του”», 4  ο Ιωάννης ο Βαφτιστής εμφανίστηκε στην έρημο, κηρύττοντας βάφτισμα που συμβόλιζε μετάνοια για συγχώρηση αμαρτιών. 5  Όλη, λοιπόν, η περιοχή της Ιουδαίας και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ έβγαιναν και πήγαιναν σε αυτόν και βαφτίζονταν από αυτόν στον Ιορδάνη Ποταμό, ομολογώντας φανερά τις αμαρτίες τους. 6  Ο δε Ιωάννης φορούσε ένδυμα από τρίχες καμήλας και μια δερμάτινη ζώνη γύρω από την οσφύ του, και έτρωγε ακρίδες και άγριο μέλι. 7  Και κήρυττε, λέγοντας: «Πίσω από εμένα έρχεται κάποιος ισχυρότερός μου· εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω τα λουριά των σανδαλιών του. 8  Εγώ σας βάφτισα με νερό, αλλά εκείνος θα σας βαφτίσει με άγιο πνεύμα».

   9  Εκείνες τις ημέρες ήρθε ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και βαφτίστηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη. 10  Και αμέσως, καθώς ανέβαινε από το νερό, είδε τους ουρανούς να χωρίζονται και το πνεύμα σαν περιστέρι να κατεβαίνει πάνω του· 11  και μια φωνή ήρθε από τους ουρανούς: «Εσύ είσαι ο Γιος μου ο αγαπητός· σε έχω επιδοκιμάσει».

   12  Και αμέσως το πνεύμα τον ώθησε να πάει στην έρημο. 13  Παρέμεινε, λοιπόν, στην έρημο σαράντα ημέρες, πειραζόμενος από τον Σατανά· και ήταν με τα θηρία, οι δε άγγελοι τον διακονούσαν.

    14  Και αφού συνέλαβαν τον Ιωάννη, ο Ιησούς ήρθε στη Γαλιλαία, κηρύττοντας τα καλά νέα του Θεού 15  και λέγοντας: «Ο προσδιορισμένος καιρός έχει συμπληρωθεί και η βασιλεία του Θεού έχει πλησιάσει. Να μετανοείτε και να έχετε πίστη στα καλά νέα».

   16  Καθώς περπατούσε δίπλα στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε τον Σίμωνα και τον Ανδρέα, τον αδελφό του Σίμωνα, να ρίχνουν τα δίχτυα τους στη θάλασσα, γιατί ήταν ψαράδες. 17  Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε: «Ελάτε πίσω μου, και θα σας κάνω να γίνετε ψαράδες ανθρώπων». 18  Και αμέσως αυτοί εγκατέλειψαν τα δίχτυα τους και τον ακολούθησαν. 19  Και αφού προχώρησε λίγο, είδε τον Ιάκωβο, το γιο του Ζεβεδαίου, και τον Ιωάννη τον αδελφό του, μάλιστα ενώ αυτοί ήταν στο πλοιάριό τους και επιδιόρθωναν τα δίχτυα τους· 20  και χωρίς καθυστέρηση τους κάλεσε. Τότε αυτοί άφησαν τον πατέρα τους τον Ζεβεδαίο στο πλοιάριο μαζί με τους μισθωτούς και τον ακολούθησαν. 21  Και μπήκαν στην Καπερναούμ.

   Μόλις ήρθε το σάββατο μπήκε στη συναγωγή και άρχισε να διδάσκει. 22  Και έμεναν έκπληκτοι από τον τρόπο με τον οποίο δίδασκε, γιατί τους δίδασκε όπως κάποιος που έχει εξουσία, και όχι όπως οι γραμματείς. 23  Επίσης, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν στη συναγωγή τους κάποιος άνθρωπος που βρισκόταν κάτω από την εξουσία ενός ακάθαρτου πνεύματος, και αυτός κραύγασε, 24  λέγοντας: «Τι σχέση έχουμε εμείς με εσένα, Ιησού Ναζωραίε; Ήρθες να μας καταστρέψεις; Γνωρίζω πολύ καλά ποιος είσαι: ο Άγιος του Θεού». 25  Αλλά ο Ιησούς το επέπληξε, λέγοντας: «Σώπα και βγες από αυτόν!» 26  Και το ακάθαρτο πνεύμα, αφού του προκάλεσε σπασμό και φώναξε με δυνατή φωνή, βγήκε από αυτόν. 27  Όλοι, λοιπόν, έμειναν τόσο κατάπληκτοι ώστε άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, λέγοντας: «Τι είναι αυτό; Καινούρια διδασκαλία! Προστάζει με εξουσία ακόμη και τα ακάθαρτα πνεύματα, και αυτά τον υπακούν». 28  Έτσι λοιπόν, η φήμη για αυτόν διαδόθηκε αμέσως προς όλες τις κατευθύνσεις σε όλη τη γύρω περιοχή της Γαλιλαίας.

   29  Και αμέσως βγήκαν από τη συναγωγή και πήγαν στο σπίτι του Σίμωνα και του Ανδρέα μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. 30  Η δε πεθερά του Σίμωνα ήταν κατάκοιτη, άρρωστη με πυρετό, και του είπαν αμέσως για αυτήν. 31  Και πηγαίνοντας σε αυτήν, τη σήκωσε πιάνοντάς την από το χέρι· και ο πυρετός την άφησε, και άρχισε να τους διακονεί.

   32  Όταν βράδιασε, αφού έδυσε ο ήλιος, οι άνθρωποι άρχισαν να του φέρνουν όλους εκείνους που ήταν ασθενείς και εκείνους που ήταν δαιμονισμένοι· 33  και όλη η πόλη ήταν συγκεντρωμένη μπροστά στην πόρτα. 34  Αυτός, λοιπόν, θεράπευσε πολλούς που ήταν ασθενείς με διάφορες αρρώστιες και εξέβαλε πολλούς δαίμονες, αλλά δεν άφηνε τους δαίμονες να μιλούν, επειδή γνώριζαν ότι αυτός είναι ο Χριστός.

   35  Και νωρίς το πρωί, ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι, σηκώθηκε, βγήκε έξω και έφυγε για έναν ερημικό τόπο και εκεί άρχισε να προσεύχεται. 36  Ωστόσο, ο Σίμων και εκείνοι που ήταν μαζί του τον αναζήτησαν 37  και τον βρήκαν, και του είπαν: «Όλοι σε ψάχνουν». 38  Αλλά αυτός τους είπε: «Ας πάμε κάπου αλλού, στις κοντινές κωμοπόλεις, για να κηρύξω και εκεί, γιατί γι’ αυτόν το σκοπό έχω εξέλθει». 39  Και πήγε, κηρύττοντας στις συναγωγές τους σε ολόκληρη τη Γαλιλαία και εκβάλλοντας τους δαίμονες.

   40  Ήρθε επίσης σε αυτόν ένας λεπρός, ικετεύοντάς τον μάλιστα γονατιστός, λέγοντάς του: «Αν εσύ θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις». 41  Τότε εκείνος ένιωσε ευσπλαχνία και άπλωσε το χέρι του, τον άγγιξε και του είπε: «Θέλω. Καθαρίσου». 42  Και αμέσως η λέπρα εξαφανίστηκε από αυτόν, και αυτός καθαρίστηκε. 43  Επιπλέον, του έδωσε αυστηρές εντολές και του ζήτησε να φύγει αμέσως, 44  και του είπε: «Κοίταξε να μην πεις σε κανέναν τίποτα, αλλά πήγαινε, δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου τα πράγματα που όρισε ο Μωυσής, για μαρτυρία σε αυτούς». 45  Αλλά όταν έφυγε, εκείνος άρχισε να το διαλαλεί πάρα πολύ και να διαδίδει το γεγονός παντού, ώστε ο Ιησούς δεν μπορούσε πια να μπει φανερά σε πόλη, αλλά παρέμενε έξω, σε ερημικούς τόπους. Εντούτοις, έρχονταν σε αυτόν από όλα τα μέρη.

2  Ωστόσο, έπειτα από μερικές ημέρες μπήκε πάλι στην Καπερναούμ, και αναφέρθηκε ότι είναι στο σπίτι. 2  Ως αποτέλεσμα, συγκεντρώθηκαν πολλοί, σε σημείο που δεν υπήρχε πια χώρος ούτε και κοντά στην πόρτα, και άρχισε να αναγγέλλει σε αυτούς το λόγο. 3  Και ήρθαν κάποιοι φέρνοντάς του έναν παράλυτο που τον μετέφεραν τέσσερις. 4  Αλλά επειδή δεν μπορούσαν να τον φέρουν μέχρι τον Ιησού εξαιτίας του πλήθους, έβγαλαν τη στέγη πάνω από εκεί που ήταν αυτός και, αφού έσκαψαν ένα άνοιγμα, κατέβασαν το φορείο πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος. 5  Και όταν ο Ιησούς είδε την πίστη τους, είπε στον παράλυτο: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». 6  Υπήρχαν δε ορισμένοι από τους γραμματείς εκεί, οι οποίοι κάθονταν και διαλογίζονταν μέσα στις καρδιές τους: 7  «Γιατί μιλάει αυτός ο άνθρωπος με αυτόν τον τρόπο; Βλασφημεί. Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μόνο ένας, ο Θεός;» 8  Αλλά ο Ιησούς, έχοντας διακρίνει αμέσως με το πνεύμα του ότι αυτοί διαλογίζονταν έτσι μέσα τους, τους είπε: «Γιατί διαλογίζεστε αυτά τα πράγματα μέσα στις καρδιές σας; 9  Τι είναι ευκολότερο, να πω στον παράλυτο: “Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες”, ή να πω: “Σήκω και πάρε το φορείο σου και περπάτα”; 10  Αλλά για να γνωρίσετε ότι ο Γιος του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες πάνω στη γη»—είπε στον παράλυτο: 11  «Σου λέω: Σήκω, πάρε το φορείο σου και πήγαινε στο σπίτι σου». 12  Τότε εκείνος σηκώθηκε, και αμέσως πήρε το φορείο του και έφυγε περπατώντας μπροστά σε όλους, ώστε όλοι έμειναν εκστατικοί και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας: «Ποτέ δεν είδαμε κάτι τέτοιο».

   13  Πάλι βγήκε έξω, δίπλα στη θάλασσα· και όλο το πλήθος ερχόταν σε αυτόν, και εκείνος τους δίδασκε. 14  Αλλά καθώς προχωρούσε, είδε τον Λευί, το γιο του Αλφαίου, να κάθεται στο γραφείο όπου εισπράττονταν οι φόροι, και του είπε: «Γίνε ακόλουθός μου». Και εκείνος σηκώθηκε και τον ακολούθησε. 15  Αργότερα πλάγιαζε μπροστά στο τραπέζι, στο σπίτι του, και πολλοί εισπράκτορες φόρων και αμαρτωλοί πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι με τον Ιησού και τους μαθητές του, γιατί υπήρχαν πολλοί από αυτούς και τον ακολουθούσαν. 16  Αλλά οι γραμματείς των Φαρισαίων, όταν είδαν ότι αυτός έτρωγε με τους αμαρτωλούς και τους εισπράκτορες φόρων, άρχισαν να λένε στους μαθητές του: «Με τους εισπράκτορες φόρων και τους αμαρτωλούς τρώει;» 17  Όταν το άκουσε αυτό, ο Ιησούς τούς είπε: «Δεν χρειάζονται γιατρό εκείνοι που είναι γεροί αλλά εκείνοι που είναι άρρωστοι. Εγώ ήρθα να καλέσω, όχι δίκαιους ανθρώπους, αλλά αμαρτωλούς».

   18  Οι μαθητές του Ιωάννη και οι Φαρισαίοι έκαναν νηστείες. Γι’ αυτό, ήρθαν και του είπαν: «Γιατί οι μαθητές του Ιωάννη και οι μαθητές των Φαρισαίων κάνουν νηστείες, ενώ οι δικοί σου μαθητές δεν κάνουν νηστείες;» 19  Και ο Ιησούς τούς είπε: «Ενώ ο γαμπρός είναι μαζί τους, μήπως μπορούν οι φίλοι του γαμπρού να νηστεύουν; Όσο έχουν το γαμπρό μαζί τους δεν μπορούν να νηστεύουν. 20  Αλλά θα έρθουν ημέρες που ο γαμπρός θα αφαιρεθεί από αυτούς, και τότε θα νηστέψουν εκείνη την ημέρα. 21  Κανείς δεν ράβει σε παλιό εξωτερικό ένδυμα ένα μπάλωμα από πανί που δεν έχει μαζέψει· αν το κάνει αυτό, η μεγάλη του δύναμη το τραβάει από αυτό, το καινούριο από το παλιό, και το σκίσιμο γίνεται χειρότερο. 22  Επίσης, κανείς δεν βάζει καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά· αν το κάνει αυτό, το κρασί σκίζει τα ασκιά, και χάνεται το κρασί καθώς και τα ασκιά. Αλλά το καινούριο κρασί το βάζουν σε καινούρια ασκιά».

   23  Καθώς περνούσε μέσα από τα χωράφια με τα σιτηρά το σάββατο, οι μαθητές του άρχισαν να προχωρούν αποσπώντας τα στάχυα. 24  Γι’ αυτό, οι Φαρισαίοι άρχισαν να του λένε: «Δες εδώ! Γιατί κάνουν στη διάρκεια του σαββάτου αυτό που δεν είναι νόμιμο;» 25  Αλλά εκείνος τους είπε: «Δεν έχετε διαβάσει ούτε μία φορά τι έκανε ο Δαβίδ όταν βρέθηκε σε ανάγκη και πείνασε, αυτός και οι άντρες που ήταν μαζί του; 26  Ότι μπήκε στον οίκο του Θεού, σύμφωνα με την αφήγηση σχετικά με τον Αβιάθαρ τον πρωθιερέα, και έφαγε τα ψωμιά της παρουσίασης, τα οποία δεν είναι νόμιμο να φάει κανείς παρά μόνο οι ιερείς, και έδωσε και στους άντρες που ήταν μαζί του;» 27  Στη συνέχεια τους είπε: «Το σάββατο ήρθε σε ύπαρξη για χάρη του ανθρώπου, και όχι ο άνθρωπος για χάρη του σαββάτου· 28  επομένως, ο Γιος του ανθρώπου είναι Κύριος ακόμη και του σαββάτου».

3  Και πάλι μπήκε σε κάποια συναγωγή, και εκεί ήταν ένας άνθρωπος με ξεραμένο χέρι. 2  Τον παρατηρούσαν, λοιπόν, για να δουν αν θα θεράπευε τον άνθρωπο στη διάρκεια του σαββάτου, ώστε να τον κατηγορήσουν. 3  Και εκείνος είπε στον άνθρωπο με το ξεραμένο χέρι: «Σήκω και έλα στη μέση». 4  Κατόπιν τους είπε: «Είναι νόμιμο να κάνει κάποιος στη διάρκεια του σαββάτου μια καλή πράξη ή να κάνει μια κακή πράξη, να σώσει ή να θανατώσει μια ψυχή;» Αλλά αυτοί έμεναν σιωπηλοί. 5  Και αφού κοίταξε ολόγυρα προς αυτούς με αγανάκτηση, νιώθοντας πολύ μεγάλη λύπη για την αναισθησία της καρδιάς τους, είπε στον άνθρωπο: «Τέντωσε το χέρι σου». Και εκείνος το τέντωσε, και το χέρι του αποκαταστάθηκε. 6  Τότε οι Φαρισαίοι βγήκαν έξω και άρχισαν αμέσως να συνεννοούνται με τους οπαδούς της παράταξης του Ηρώδη εναντίον του, για να τον θανατώσουν.

   7  Αλλά ο Ιησούς μαζί με τους μαθητές του αποσύρθηκε προς τη θάλασσα· και τον ακολούθησε μεγάλο πλήθος από τη Γαλιλαία και από την Ιουδαία. 8  Ακόμη και από την Ιερουσαλήμ και από την Ιδουμαία και από την απέναντι πλευρά του Ιορδάνη και γύρω από την Τύρο και τη Σιδώνα, μεγάλο πλήθος, ακούγοντας πόσα πράγματα έκανε, ήρθε σε αυτόν. 9  Και είπε στους μαθητές του να έχουν συνεχώς στη διάθεσή του ένα μικρό πλοιάριο ώστε να μην τον στριμώχνει το πλήθος. 10  Διότι θεράπευσε πολλούς, με αποτέλεσμα να πέφτουν πάνω του όλοι όσοι είχαν οδυνηρές ασθένειες, για να τον αγγίξουν. 11  Ακόμη και τα ακάθαρτα πνεύματα, όποτε τον έβλεπαν, πρόσπεφταν μπροστά του και κραύγαζαν, λέγοντας: «Εσύ είσαι ο Γιος του Θεού». 12  Αλλά πολλές φορές εκείνος τους παράγγελλε αυστηρά να μη φανερώσουν ποιος είναι.

   13  Και ανέβηκε σε ένα βουνό και κάλεσε εκείνους που ήθελε, και πήγαν σε αυτόν. 14  Και σχημάτισε μια ομάδα από δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε «αποστόλους», για να παραμένουν μαζί του και για να τους στέλνει να κηρύττουν 15  και να έχουν εξουσία να εκβάλλουν τους δαίμονες.

   16  Και η ομάδα των δώδεκα που σχημάτισε ήταν ο Σίμων, στον οποίο έδωσε και την επονομασία Πέτρος, 17  και ο Ιάκωβος, ο γιος του Ζεβεδαίου, και ο Ιωάννης, ο αδελφός του Ιακώβου (σε αυτούς έδωσε και την επονομασία Βοανεργές, που σημαίνει Γιοι Βροντής), 18  και ο Ανδρέας και ο Φίλιππος και ο Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος και ο Θωμάς και ο Ιάκωβος, ο γιος του Αλφαίου, και ο Θαδδαίος και ο Σίμων ο Καναναίος 19  και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος αργότερα τον πρόδωσε.

   Και μπήκε σε κάποιο σπίτι. 20  Πάλι συγκεντρώθηκε το πλήθος, ώστε δεν μπορούσαν ούτε να γευματίσουν. 21  Όταν το άκουσαν οι συγγενείς του, βγήκαν έξω για να τον πιάσουν, γιατί έλεγαν: «Έχει χάσει τα λογικά του». 22  Επίσης, οι γραμματείς που κατέβηκαν από την Ιερουσαλήμ έλεγαν: «Έχει τον Βεελζεβούλ και εκβάλλει τους δαίμονες μέσω του άρχοντα των δαιμόνων». 23  Αφού, λοιπόν, τους φώναξε, άρχισε να τους λέει με παραβολές: «Πώς μπορεί ο Σατανάς να εκβάλλει τον Σατανά; 24  Αν ένα βασίλειο διαιρεθεί εναντίον του εαυτού του, εκείνο το βασίλειο δεν μπορεί να σταθεί· 25  και αν ένα σπίτι διαιρεθεί εναντίον του εαυτού του, εκείνο το σπίτι δεν θα μπορέσει να σταθεί. 26  Επίσης, αν ο Σατανάς εγέρθηκε εναντίον του εαυτού του και διαιρέθηκε, δεν μπορεί να σταθεί, αλλά φτάνει στο τέλος του. 27  Στην πραγματικότητα, κανείς που έχει μπει στο σπίτι ενός ισχυρού άντρα δεν μπορεί να λεηλατήσει τα κινητά του αγαθά αν δεν δέσει πρώτα τον ισχυρό άντρα, και τότε θα λεηλατήσει το σπίτι του. 28  Αληθινά σας λέω ότι τα πάντα θα συγχωρηθούν στους γιους των ανθρώπων, όποιες αμαρτίες και βλασφημίες και αν διαπράξουν με βλάσφημο τρόπο. 29  Ωστόσο, όποιος βλασφημήσει εναντίον του αγίου πνεύματος δεν έχει συγχώρηση ποτέ, αλλά είναι ένοχος αιώνιας αμαρτίας». 30  Αυτό, επειδή έλεγαν: «Έχει ακάθαρτο πνεύμα».

   31  Στο μεταξύ, ήρθαν η μητέρα του και οι αδελφοί του και, καθώς στέκονταν έξω, έστειλαν να τον φωνάξουν. 32  Και γύρω του καθόταν πλήθος, γι’ αυτό του είπαν: «Δες! Η μητέρα σου και οι αδελφοί σου έξω σε ζητούν». 33  Αλλά απαντώντας εκείνος τους είπε: «Ποιοι είναι μητέρα μου και αδελφοί μου;» 34  Και αφού κοίταξε ολόγυρα εκείνους που κάθονταν γύρω του κυκλικά, είπε: «Να η μητέρα μου και οι αδελφοί μου! 35  Όποιος κάνει το θέλημα του Θεού, αυτός είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα μου».

4  Και άρχισε πάλι να διδάσκει δίπλα στη θάλασσα. Και πολύ μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε κοντά του, ώστε αυτός επιβιβάστηκε σε ένα πλοιάριο και κάθησε πιο πέρα στη θάλασσα, ενώ όλο το πλήθος που συγκεντρώθηκε δίπλα στη θάλασσα ήταν στην παραλία. 2  Άρχισε, λοιπόν, να τους διδάσκει πολλά πράγματα με παραβολές και να τους λέει στη διδασκαλία του: 3  «Ακούτε. Ο σπορέας βγήκε να σπείρει. 4  Και καθώς έσπερνε, ένα μέρος του σπόρου έπεσε δίπλα στο δρόμο, και ήρθαν τα πουλιά και το έφαγαν. 5  Και ένα άλλο μέρος έπεσε πάνω στο βραχώδη τόπο όπου φυσικά δεν είχε πολύ χώμα, και αμέσως φύτρωσε, επειδή το χώμα δεν είχε βάθος. 6  Αλλά όταν ανέτειλε ο ήλιος, κάηκε και επειδή δεν είχε ρίζα ξεράθηκε. 7  Και ένα άλλο μέρος έπεσε ανάμεσα στα αγκάθια, και τα αγκάθια ψήλωσαν και το έπνιξαν και δεν απέδωσε καρπό. 8  Άλλοι όμως έπεσαν πάνω στο καλό χώμα και, καθώς ψήλωναν και αυξάνονταν, άρχισαν να αποδίδουν καρπό και έκαναν τριάντα φορές περισσότερο και εξήντα και εκατό». 9  Και πρόσθεσε: «Αυτός που έχει αφτιά για να ακούει, ας ακούει».

   10  Όταν, λοιπόν, έμεινε μόνος, εκείνοι που ήταν γύρω του μαζί με τους δώδεκα άρχισαν να τον ρωτούν για τις παραβολές. 11  Και αυτός άρχισε να τους λέει: «Σε εσάς έχει δοθεί το ιερό μυστικό της βασιλείας του Θεού, αλλά σε εκείνους, τους έξω, τα πάντα γίνονται με παραβολές, 12  ώστε, μολονότι κοιτάζουν, να κοιτάζουν και όμως να μη βλέπουν και, μολονότι ακούν, να ακούν και όμως να μη συλλαμβάνουν το νόημα, ούτε να επιστρέψουν ποτέ και να τους δοθεί συγχώρηση». 13  Επιπλέον, τους είπε: «Εσείς δεν ξέρετε αυτή την παραβολή· πώς, λοιπόν, θα καταλάβετε όλες τις άλλες παραβολές;

   14  »Ο σπορέας σπέρνει το λόγο. 15  Αυτοί, λοιπόν, είναι που πέφτουν δίπλα στο δρόμο όπου σπέρνεται ο λόγος· αλλά μόλις τον ακούσουν, έρχεται ο Σατανάς και αφαιρεί το λόγο που σπάρθηκε σε αυτούς. 16  Και παρόμοια, αυτοί είναι που σπέρνονται πάνω στους βραχώδεις τόπους: αυτοί που μόλις ακούσουν το λόγο, τον δέχονται με χαρά. 17  Δεν έχουν όμως ρίζα μέσα τους, αλλά παραμένουν για ένα χρονικό διάστημα· κατόπιν, μόλις γίνει θλίψη ή διωγμός εξαιτίας του λόγου, σκανδαλίζονται. 18  Άλλοι πάλι σπέρνονται ανάμεσα στα αγκάθια· αυτοί είναι που άκουσαν το λόγο, 19  αλλά οι ανησυχίες αυτού του συστήματος πραγμάτων και η απατηλή δύναμη του πλούτου και οι επιθυμίες για τα υπόλοιπα πράγματα εισβάλλουν και πνίγουν το λόγο, και αυτός γίνεται άκαρπος. 20  Τελικά, αυτοί που σπάρθηκαν στο καλό χώμα είναι εκείνοι που ακούν το λόγο και τον δέχονται ευνοϊκά και καρποφορούν τριάντα φορές περισσότερο και εξήντα και εκατό».

   21  Κατόπιν τους είπε: «Μήπως φέρνουν το λυχνάρι για να το βάλουν κάτω από το μετρικό κάδο ή κάτω από το κρεβάτι; Δεν το φέρνουν για να το βάλουν πάνω στο λυχνοστάτη; 22  Διότι δεν υπάρχει τίποτα κρυμμένο παρά μόνο για να φανερωθεί· τίποτα δεν έχει αποκρυφτεί προσεκτικά παρά μόνο για να έρθει στην επιφάνεια. 23  Όποιος έχει αφτιά για να ακούει, ας ακούει».

   24  Επιπλέον τους έλεγε: «Να δίνετε προσοχή σε ό,τι ακούτε. Με το μέτρο με το οποίο μετράτε θα μετρηθεί σε εσάς, ναι, θα σας προστεθεί περισσότερο. 25  Διότι όποιος έχει, θα του δοθεί περισσότερο· αλλά όποιος δεν έχει, ακόμη και αυτό που έχει θα του αφαιρεθεί».

   26  Στη συνέχεια, λοιπόν, είπε: «Έτσι είναι η βασιλεία του Θεού, όπως όταν ένας άνθρωπος ρίχνει το σπόρο στο έδαφος, 27  και κοιμάται τη νύχτα και σηκώνεται την ημέρα, και ο σπόρος βλαστάνει και ψηλώνει—πώς ακριβώς εκείνος δεν ξέρει. 28  Από μόνο του το έδαφος φέρνει καρπό σταδιακά, πρώτα το χόρτο, κατόπιν το στάχυ, τελικά το μεστό σιτάρι στο στάχυ. 29  Αλλά μόλις το επιτρέψει ο καρπός, αυτός βάζει με ορμή το δρεπάνι, επειδή έχει έρθει ο καιρός του θερισμού».

   30  Έπειτα είπε: «Με τι να παρομοιάσουμε τη βασιλεία του Θεού, ή με ποια παραβολή να την παρουσιάσουμε; 31  Σαν κόκκο σιναπιού, ο οποίος τον καιρό που σπάρθηκε στο έδαφος ήταν ο πιο μικροσκοπικός από όλους τους σπόρους που υπάρχουν στη γη— 32  αλλά αφού σπαρθεί, ψηλώνει και γίνεται μεγαλύτερος από όλα τα άλλα λαχανικά και βγάζει μεγάλα κλαδιά, ώστε τα πουλιά του ουρανού μπορούν να φωλιάζουν στη σκιά του».

   33  Με πολλές, λοιπόν, παραβολές αυτού του είδους τούς ανάγγελλε το λόγο, όσο μπορούσαν να ακούν. 34  Και χωρίς παραβολή δεν τους μιλούσε, αλλά στους μαθητές του εξηγούσε τα πάντα ιδιαιτέρως.

   35  Και εκείνη την ημέρα, όταν βράδιασε, αυτός τους είπε: «Ας περάσουμε στην απέναντι παραλία». 36  Αφού, λοιπόν, διέλυσαν το πλήθος, τον πήραν στο πλοιάριο έτσι όπως ήταν· υπήρχαν δε και άλλα πλοιάρια μαζί του. 37  Ξέσπασε, λοιπόν, μεγάλη και βίαιη ανεμοθύελλα, και τα κύματα έμπαιναν ορμητικά μέσα στο πλοιάριο, ώστε το πλοιάριο κόντευε να γεμίσει νερά. 38  Αλλά εκείνος ήταν στην πρύμνη και κοιμόταν πάνω σε ένα μαξιλάρι. Τον ξύπνησαν, λοιπόν, και του είπαν: «Δάσκαλε, δεν σε νοιάζει που χανόμαστε;» 39  Τότε εκείνος σηκώθηκε και επέπληξε τον άνεμο και είπε στη θάλασσα: «Σώπα! Ησύχασε!» Και ο άνεμος κόπασε και επικράτησε μεγάλη ηρεμία. 40  Τους είπε λοιπόν: «Γιατί δειλιάζετε; Ακόμη δεν έχετε πίστη;» 41  Αλλά αυτοί ένιωσαν ασυνήθιστο φόβο, και έλεγαν ο ένας στον άλλον: «Ποιος είναι άραγε αυτός, που ακόμη και ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούν;»

5  Έφτασαν, λοιπόν, στην απέναντι πλευρά της θάλασσας, στη χώρα των Γερασηνών. 2  Και αμέσως μόλις βγήκε από το πλοιάριο τον συνάντησε ένας άνθρωπος που βρισκόταν κάτω από την εξουσία ενός ακάθαρτου πνεύματος και ερχόταν ανάμεσα από τα μνημεία. 3  Αυτός σύχναζε στα μνήματα· και μέχρι τότε κανείς απολύτως δεν μπορούσε να τον δέσει ακόμη και με αλυσίδα, 4  επειδή τον είχαν δέσει πολλές φορές με ποδόδεσμα και αλυσίδες, αλλά αυτός έσπαζε τις αλυσίδες και συνέτριβε τα ποδόδεσμα· και κανείς δεν είχε τη δύναμη να τον δαμάσει. 5  Και συνεχώς, νύχτα και ημέρα, κραύγαζε στα μνήματα και στα βουνά και κατακοβόταν με πέτρες. 6  Αλλά μόλις είδε τον Ιησού από απόσταση, έτρεξε και τον προσκύνησε 7  και, αφού κραύγασε με δυνατή φωνή, είπε: «Τι σχέση έχω εγώ με εσένα, Ιησού, Γιε του Υψίστου Θεού; Σε ορκίζω στον Θεό να μη με βασανίσεις». 8  Διότι εκείνος του έλεγε: «Βγες από τον άνθρωπο, ακάθαρτο πνεύμα». 9  Άρχισε, λοιπόν, να τον ρωτάει: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Και αυτός του είπε: «Το όνομά μου είναι Λεγεώνα, επειδή είμαστε πολλοί». 10  Και τον ικέτευε πολλές φορές να μη διώξει τα πνεύματα έξω από τη χώρα.

   11  Υπήρχε δε στο βουνό ένα μεγάλο κοπάδι γουρούνια που έβοσκαν. 12  Τον ικέτευσαν, λοιπόν, λέγοντας: «Στείλε μας στα γουρούνια, ώστε να μπούμε σε αυτά». 13  Και τους το επέτρεψε. Τότε τα ακάθαρτα πνεύματα βγήκαν και μπήκαν στα γουρούνια· και το κοπάδι όρμησε από τον γκρεμό στη θάλασσα, περίπου δύο χιλιάδες γουρούνια, και πνίγηκαν το ένα μετά το άλλο στη θάλασσα. 14  Εκείνοι, όμως, που τα έβοσκαν έφυγαν και το ανέφεραν στην πόλη και στην ύπαιθρο· και οι άνθρωποι ήρθαν να δουν τι ήταν αυτό που είχε συμβεί. 15  Ήρθαν, λοιπόν, στον Ιησού και είδαν τον δαιμονισμένο να κάθεται ντυμένος και να είναι στα λογικά του, αυτόν που πριν είχε τη λεγεώνα· και τους έπιασε φόβος. 16  Επίσης, εκείνοι που το είχαν δει τους αφηγήθηκαν με ποιον τρόπο είχε συμβεί αυτό στον δαιμονισμένο και σχετικά με τα γουρούνια. 17  Γι’ αυτό, άρχισαν να τον ικετεύουν να φύγει από την περιφέρειά τους.

   18  Καθώς, λοιπόν, επιβιβαζόταν στο πλοιάριο, ο άνθρωπος που πριν ήταν δαιμονισμένος άρχισε να τον ικετεύει να παραμείνει μαζί του. 19  Ωστόσο, εκείνος δεν τον άφησε, αλλά του είπε: «Πήγαινε στο σπίτι σου, στους συγγενείς σου, και ανάφερέ τους όλα όσα έχει κάνει για εσένα ο Ιεχωβά και το έλεος που σου έδειξε». 20  Και αυτός έφυγε και άρχισε να διαλαλεί στη Δεκάπολη όλα όσα έκανε για αυτόν ο Ιησούς· και όλοι θαύμαζαν.

   21  Αφού ο Ιησούς ξαναπέρασε με το πλοιάριο στην απέναντι παραλία, συγκεντρώθηκε κοντά του μεγάλο πλήθος· και αυτός ήταν δίπλα στη θάλασσα. 22  Ήρθε, λοιπόν, κάποιος από τους αρχισυνάγωγους ονόματι Ιάειρος και, όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια του 23  και τον ικέτευε πολλές φορές, λέγοντας: «Η κορούλα μου είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Έλα, σε παρακαλώ, και βάλε τα χέρια σου πάνω της για να γίνει καλά και να ζήσει». 24  Τότε εκείνος έφυγε μαζί του. Και τον ακολουθούσε μεγάλο πλήθος και στριμωχνόταν πάνω του.

   25  Ήταν δε μια γυναίκα που έπασχε από ροή αίματος επί δώδεκα χρόνια, 26  και είχε υποφέρει πολλά από πολλούς γιατρούς και είχε ξοδέψει όλους τους πόρους της και δεν είχε ωφεληθεί αλλά, απεναντίας, είχε χειροτερέψει. 27  Όταν αυτή άκουσε τα σχετικά με τον Ιησού, ήρθε από πίσω, μέσα στο πλήθος, και άγγιξε το εξωτερικό του ένδυμα· 28  διότι έλεγε: «Και μόνο τα εξωτερικά του ενδύματα αν αγγίξω, θα γίνω καλά». 29  Και αμέσως η πηγή του αίματός της σταμάτησε, και ένιωσε στο σώμα της ότι είχε γιατρευτεί από την οδυνηρή αρρώστια.

   30  Αμέσως κατάλαβε και ο Ιησούς μέσα του ότι είχε βγει δύναμη από αυτόν, και γύρισε προς το πλήθος και άρχισε να λέει: «Ποιος άγγιξε τα εξωτερικά μου ενδύματα;» 31  Αλλά οι μαθητές του άρχισαν να του λένε: «Βλέπεις ότι το πλήθος στριμώχνεται πάνω σου, και εσύ λες: “Ποιος με άγγιξε;”» 32  Ωστόσο, αυτός κοίταζε γύρω για να δει εκείνη που το είχε κάνει αυτό. 33  Τότε η γυναίκα, φοβισμένη και τρέμοντας, καθώς ήξερε τι της είχε συμβεί, ήρθε και έπεσε κάτω μπροστά του και του είπε όλη την αλήθεια. 34  Εκείνος της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έκανε καλά. Πήγαινε με ειρήνη και να είσαι υγιής από την οδυνηρή σου αρρώστια».

   35  Ενώ μιλούσε ακόμη, ήρθαν μερικοί από το σπίτι του αρχισυνάγωγου και είπαν: «Η κόρη σου πέθανε! Γιατί να ενοχλείς πια το δάσκαλο;» 36  Αλλά ο Ιησούς, που άκουσε τα λόγια που λέγονταν, είπε στον αρχισυνάγωγο: «Μη φοβάσαι, μόνο να ασκείς πίστη». 37  Και δεν άφησε κανέναν να έρθει μαζί του εκτός από τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδελφό του Ιακώβου.

   38  Ήρθαν, λοιπόν, στο σπίτι του αρχισυνάγωγου, και είδε να γίνεται θόρυβος και ανθρώπους να κλαίνε και να βγάζουν πολλές γοερές κραυγές 39  και, αφού μπήκε μέσα, τους είπε: «Γιατί θορυβείτε και κλαίτε; Το παιδάκι δεν πέθανε αλλά κοιμάται». 40  Τότε άρχισαν να γελούν μαζί του με καταφρόνηση. Εκείνος όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, πήρε τον πατέρα και τη μητέρα του μικρού παιδιού, και εκείνους που ήταν μαζί του, και μπήκε εκεί που ήταν το παιδάκι. 41  Και πιάνοντας το χέρι του μικρού παιδιού, της είπε: «Ταλιθά κούμι», το οποίο όταν μεταφράζεται σημαίνει: «Κορίτσι, σου λέω: Σήκω!» 42  Και ευθύς το κορίτσι σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει, γιατί ήταν δώδεκα χρονών. Και αμέσως αυτοί κυριεύτηκαν από χαρά και μεγάλη έκσταση. 43  Αλλά τους πρόσταξε επανειλημμένα να μην το μάθει κανείς, και είπε να της δώσουν να φάει.

6  Και έφυγε από εκεί και ήρθε στον τόπο του, και οι μαθητές του τον ακολούθησαν. 2  Όταν ήρθε το σάββατο, άρχισε να διδάσκει στη συναγωγή· και οι περισσότεροι από εκείνους που άκουγαν έμεναν έκπληκτοι και έλεγαν: «Πού τα βρήκε αυτός ο άνθρωπος αυτά τα πράγματα; Και γιατί του δόθηκε αυτή η σοφία, και εκτελούνται τέτοια δυναμικά έργα μέσω των χεριών του; 3  Δεν είναι αυτός ο ξυλουργός, ο γιος της Μαρίας και αδελφός του Ιακώβου και του Ιωσήφ και του Ιούδα και του Σίμωνα; Και δεν είναι εδώ μαζί μας οι αδελφές του;» Γι’ αυτό, άρχισαν να σκανδαλίζονται με αυτόν. 4  Αλλά ο Ιησούς άρχισε να τους λέει: «Δεν υπάρχει προφήτης χωρίς τιμή παρά μόνο στον τόπο του και μεταξύ των συγγενών του και στο ίδιο του το σπίτι». 5  Δεν μπορούσε, λοιπόν, να κάνει κανένα δυναμικό έργο εκεί, παρά μόνο έθεσε τα χέρια του πάνω σε λίγους αρρώστους και τους θεράπευσε. 6  Πράγματι, απόρησε με την απιστία τους. Και περιόδευε τα χωριά γύρω, διδάσκοντας.

   7  Κάλεσε, λοιπόν, τους δώδεκα και άρχισε για πρώτη φορά να τους στέλνει δύο δύο και τους έδινε εξουσία πάνω στα ακάθαρτα πνεύματα. 8  Επίσης, τους έδωσε εντολές να μην πάρουν τίποτα για το ταξίδι, παρά μόνο ένα μπαστούνι, ούτε ψωμί ούτε σακίδιο τροφίμων ούτε χάλκινα χρήματα στο πουγκί της ζώνης τους, 9  αλλά να βάλουν σανδάλια και να μη φορέσουν δύο εσωτερικά ενδύματα. 10  Επιπλέον, τους είπε: «Σε οποιοδήποτε σπίτι μπείτε, εκεί να μένετε μέχρι να βγείτε από εκείνον τον τόπο. 11  Και οποιοσδήποτε τόπος δεν σας δεχτεί ούτε σας ακούσει, βγαίνοντας από εκεί τινάξτε τη σκόνη που είναι κάτω από τα πόδια σας για μαρτυρία σε αυτούς». 12  Ξεκίνησαν, λοιπόν, και κήρυξαν για να μετανοήσουν οι άνθρωποι· 13  και εξέβαλλαν πολλούς δαίμονες και άλειβαν πολλούς αρρώστους με λάδι και τους θεράπευαν.

   14  Αυτό, λοιπόν, έφτασε στα αφτιά του Βασιλιά Ηρώδη, γιατί το όνομα του Ιησού έγινε πασίγνωστο, και οι άνθρωποι έλεγαν: «Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής εγέρθηκε από τους νεκρούς, και γι’ αυτό ενεργούν σε αυτόν τα δυναμικά έργα». 15  Άλλοι έλεγαν: «Είναι ο Ηλίας». Άλλοι πάλι έλεγαν: «Είναι προφήτης όπως ένας από τους προφήτες». 16  Αλλά όταν ο Ηρώδης το άκουσε αυτό άρχισε να λέει: «Ο Ιωάννης τον οποίο αποκεφάλισα, αυτός εγέρθηκε». 17  Διότι ο ίδιος ο Ηρώδης είχε στείλει και είχε συλλάβει τον Ιωάννη και τον είχε δέσει στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, της συζύγου του Φιλίππου του αδελφού του, επειδή την είχε παντρευτεί. 18  Διότι ο Ιωάννης είχε πει επανειλημμένα στον Ηρώδη: «Δεν είναι νόμιμο να έχεις εσύ τη σύζυγο του αδελφού σου». 19  Η δε Ηρωδιάδα έτρεφε μνησικακία εναντίον του και ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά δεν μπορούσε. 20  Διότι ο Ηρώδης φοβόταν τον Ιωάννη, επειδή γνώριζε ότι είναι δίκαιος και άγιος άντρας· και τον διατηρούσε ασφαλή. Και αφού τον άκουσε, βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία για το τι να κάνει, εντούτοις συνέχισε να τον ακούει ευχαρίστως.

   21  Ωστόσο, ήρθε μια κατάλληλη ημέρα, όταν ο Ηρώδης παρέθεσε δείπνο στα γενέθλιά του για τους μεγιστάνες του και τους στρατιωτικούς διοικητές και τους κορυφαίους της Γαλιλαίας. 22  Και μπήκε η κόρη αυτής της Ηρωδιάδας και χόρεψε και άρεσε στον Ηρώδη και σε εκείνους που πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι με αυτόν. Ο βασιλιάς είπε στο κορίτσι: «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις και θα σου το δώσω». 23  Μάλιστα της ορκίστηκε: «Ό,τι μου ζητήσεις θα σου το δώσω, μέχρι το μισό μου βασίλειο». 24  Και αυτή βγήκε έξω και είπε στη μητέρα της: «Τι να ζητήσω;» Εκείνη είπε: «Το κεφάλι του Ιωάννη του Βαφτιστή». 25  Αμέσως, αυτή πήγε με βιασύνη μέσα, στο βασιλιά, και υπέβαλε το αίτημά της, λέγοντας: «Θέλω να μου δώσεις τώρα αμέσως σε έναν δίσκο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαφτιστή». 26  Μολονότι ο βασιλιάς λυπήθηκε βαθιά, εντούτοις δεν θέλησε να δείξει αδιαφορία για αυτήν, λαβαίνοντας υπόψη τους όρκους και εκείνους που πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι. 27  Ο βασιλιάς, λοιπόν, έστειλε αμέσως έναν σωματοφύλακα και τον διέταξε να φέρει το κεφάλι του. Και εκείνος πήγε και τον αποκεφάλισε στη φυλακή 28  και έφερε το κεφάλι του σε έναν δίσκο και το έδωσε στο κορίτσι, και το κορίτσι το έδωσε στη μητέρα της. 29  Όταν το άκουσαν οι μαθητές του, ήρθαν και σήκωσαν το πτώμα του και το έβαλαν σε ένα μνημείο.

   30  Και οι απόστολοι συγκεντρώθηκαν μπροστά στον Ιησού και του ανέφεραν όλα όσα είχαν κάνει και είχαν διδάξει. 31  Και εκείνος τους είπε: «Ελάτε μόνοι σας ιδιαιτέρως σε έναν ερημικό τόπο και αναπαυτείτε λίγο». Διότι υπήρχαν πολλοί που έρχονταν και πήγαιναν, και δεν είχαν ελεύθερο χρόνο ούτε για να γευματίσουν. 32  Έφυγαν, λοιπόν, με το πλοιάριο για έναν ερημικό τόπο, ώστε να είναι μόνοι τους. 33  Αλλά οι άνθρωποι τους είδαν να πηγαίνουν και το έμαθαν πολλοί, και από όλες τις πόλεις έτρεξαν μαζί εκεί, με τα πόδια, και τους πρόλαβαν. 34  Βγαίνοντας, λοιπόν, είδε ένα μεγάλο πλήθος και τους σπλαχνίστηκε, επειδή ήταν σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Και άρχισε να τους διδάσκει πολλά πράγματα.

   35  Τώρα η ώρα είχε περάσει, και τον πλησίασαν οι μαθητές του και άρχισαν να λένε: «Ο τόπος είναι απομονωμένος και η ώρα είναι ήδη περασμένη. 36  Πες τους να φύγουν, για να πάνε στη γύρω ύπαιθρο και στα χωριά και να αγοράσουν για τον εαυτό τους κάτι να φάνε». 37  Απαντώντας εκείνος τους είπε: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Τότε του είπαν: «Να πάμε και να αγοράσουμε ψωμιά αξίας διακοσίων δηναρίων και να τους δώσουμε να φάνε;» 38  Εκείνος τους είπε: «Πόσα ψωμιά έχετε; Πηγαίνετε να δείτε!» Αφού το εξακρίβωσαν, αυτοί είπαν: «Πέντε, και δύο ψάρια». 39  Και εκείνος έδωσε οδηγίες σε όλους να πλαγιάσουν κατά ομάδες στο χλωρό χορτάρι. 40  Και ξάπλωσαν σε ομάδες των εκατό και των πενήντα. 41  Παίρνοντας, λοιπόν, τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, είπε μια ευλογία και έσπασε τα ψωμιά σε κομμάτια και άρχισε να τα δίνει στους μαθητές, ώστε αυτοί να τα βάλουν μπροστά στους ανθρώπους· και μοίρασε τα δύο ψάρια για όλους. 42  Έφαγαν, λοιπόν, όλοι και χόρτασαν· 43  και σήκωσαν τα κομμάτια, δώδεκα καλάθια γεμάτα, εκτός από τα ψάρια. 44  Εκείνοι δε που έφαγαν από τα ψωμιά ήταν πέντε χιλιάδες άντρες.

   45  Και χωρίς καθυστέρηση, ανάγκασε τους μαθητές του να επιβιβαστούν στο πλοιάριο και να πάνε πρώτοι στην απέναντι παραλία προς τη Βηθσαϊδά, μέχρι εκείνος να διαλύσει το πλήθος. 46  Και αφού τους αποχαιρέτησε, πήγε σε ένα βουνό για να προσευχηθεί. 47  Όταν βράδιασε, το πλοιάριο βρισκόταν στη μέση της θάλασσας, αλλά εκείνος ήταν μόνος στη στεριά. 48  Και όταν τους είδε να βασανίζονται καθώς κωπηλατούσαν—γιατί ο άνεμος τους ήταν αντίθετος—περίπου στην τέταρτη φυλακή της νύχτας ήρθε προς αυτούς, περπατώντας πάνω στη θάλασσα· σκόπευε, όμως, να τους προσπεράσει. 49  Αυτοί, βλέποντάς τον να περπατάει πάνω στη θάλασσα, σκέφτηκαν: «Είναι οπτασία!» και κραύγασαν δυνατά. 50  Διότι τον είδαν όλοι και ταράχτηκαν. Αλλά αυτός τους μίλησε αμέσως και τους είπε: «Πάρτε θάρρος, εγώ είμαι· μη φοβάστε». 51  Και ανέβηκε στο πλοιάριο μαζί τους, και ο άνεμος κόπασε. Τότε ένιωσαν πολύ μεγάλη κατάπληξη μέσα τους, 52  γιατί δεν είχαν συλλάβει το νόημα των ψωμιών, αλλά η καρδιά τους παρέμενε νωθρή σε ό,τι αφορά την κατανόηση.

   53  Και όταν πέρασαν απέναντι στη στεριά, ήρθαν στη Γεννησαρέτ και αγκυροβόλησαν εκεί κοντά. 54  Αλλά μόλις βγήκαν από το πλοιάριο, οι άνθρωποι τον αναγνώρισαν 55  και έτρεξαν σε όλη εκείνη την περιοχή και άρχισαν να μεταφέρουν πάνω σε φορεία εκείνους που ήταν άρρωστοι, στο μέρος όπου άκουγαν ότι ήταν αυτός. 56  Και όπου έμπαινε, σε χωριά ή σε πόλεις ή στην ύπαιθρο, έβαζαν τους αρρώστους στις αγορές και τον εκλιπαρούσαν να αγγίξουν έστω και τα κρόσσια του εξωτερικού του ενδύματος. Και όσοι τα άγγιζαν γίνονταν καλά.

7  Οι δε Φαρισαίοι και μερικοί από τους γραμματείς που είχαν έρθει από την Ιερουσαλήμ συγκεντρώθηκαν γύρω του. 2  Και όταν είδαν μερικούς από τους μαθητές του να γευματίζουν με μολυσμένα χέρια, δηλαδή άπλυτα— 3  διότι οι Φαρισαίοι και όλοι οι Ιουδαίοι δεν τρώνε αν δεν πλύνουν τα χέρια τους μέχρι τον αγκώνα, κρατώντας την παράδοση των παλαιοτέρων, 4  και όταν γυρίζουν από την αγορά δεν τρώνε αν δεν καθαριστούν με ράντισμα· και υπάρχουν πολλές άλλες παραδόσεις τις οποίες έχουν λάβει για να κρατούν: βαφτίσματα ποτηριών και κανατιών και χάλκινων σκευών·— 5  αυτοί οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς τον ρώτησαν: «Γιατί δεν βαδίζουν οι μαθητές σου σύμφωνα με την παράδοση των παλαιοτέρων, αλλά γευματίζουν με μολυσμένα χέρια;» 6  Εκείνος τους είπε: «Σωστά προφήτευσε ο Ησαΐας για εσάς, υποκριτές, όπως είναι γραμμένο: “Αυτός ο λαός με τιμάει με τα χείλη, αλλά η καρδιά τους είναι πολύ απομακρυσμένη από εμένα. 7  Μάταια με λατρεύουν, επειδή διδάσκουν ως δόγματα εντολές ανθρώπων”. 8  Έχοντας αφήσει την εντολή του Θεού, κρατάτε την παράδοση των ανθρώπων».

   9  Τους έλεγε επίσης: «Με επιτηδειότητα παραμερίζετε την εντολή του Θεού για να κρατήσετε την παράδοσή σας. 10  Παραδείγματος χάρη, ο Μωυσής είπε: “Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου” και “Εκείνος που εξυβρίζει πατέρα ή μητέρα να καταλήγει στο θάνατο”. 11  Αλλά εσείς λέτε: “Αν κάποιος άνθρωπος πει στον πατέρα του ή στη μητέρα του: «Ό,τι έχω με το οποίο μπορείς να ωφεληθείς από εμένα είναι κορβάν (δηλαδή δώρο αφιερωμένο στον Θεό)»”— 12  εσείς δεν τον αφήνετε πια να κάνει απολύτως τίποτα για τον πατέρα του ή τη μητέρα του, 13  και έτσι καθιστάτε το λόγο του Θεού άκυρο μέσω της παράδοσής σας, την οποία παραδώσατε. Και πολλά πράγματα παρόμοια με αυτό κάνετε». 14  Φωνάζοντας, λοιπόν, το πλήθος ξανά, άρχισε να τους λέει: «Ακούστε με όλοι σας, και καταλάβετε το νόημα. 15  Δεν υπάρχει τίποτα έξω από τον άνθρωπο, το οποίο μπαίνει μέσα σε αυτόν, που να μπορεί να τον μολύνει· αλλά αυτά που βγαίνουν από τον άνθρωπο είναι που μολύνουν τον άνθρωπο». 16  ——

   17  Όταν, λοιπόν, μπήκε σε ένα σπίτι μακριά από το πλήθος, οι μαθητές του άρχισαν να τον ρωτούν σχετικά με την παραβολή. 18  Γι’ αυτό, εκείνος τους είπε: «Είστε και εσείς χωρίς αντίληψη σαν και αυτούς; Δεν ξέρετε ότι τίποτα από έξω, το οποίο μπαίνει μέσα στον άνθρωπο, δεν μπορεί να τον μολύνει, 19  εφόσον μπαίνει, όχι στην καρδιά του, αλλά στα έντερά του, και αποβάλλεται στον υπόνομο;» Έτσι ανακήρυξε όλες τις τροφές καθαρές. 20  Επιπλέον, είπε: «Αυτό το οποίο βγαίνει από τον άνθρωπο είναι που μολύνει τον άνθρωπο· 21  διότι από μέσα, από την καρδιά των ανθρώπων, βγαίνουν βλαβεροί διαλογισμοί: πορνείες, κλοπές, φόνοι, 22  μοιχείες, πλεονεξίες, πονηρές πράξεις, δόλος, έκλυτη διαγωγή, φθονερό μάτι, βλασφημία, υπερηφάνεια, παραλογισμός. 23  Όλα αυτά τα πονηρά πράγματα βγαίνουν από μέσα και μολύνουν τον άνθρωπο».

   24  Από εκεί σηκώθηκε και πήγε στις περιοχές της Τύρου και της Σιδώνας. Και μπήκε σε κάποιο σπίτι και δεν ήθελε να το μάθει κανείς. Εντούτοις, δεν μπόρεσε να περάσει απαρατήρητος· 25  αλλά αμέσως μια γυναίκα, της οποίας η κορούλα είχε ακάθαρτο πνεύμα, άκουσε για αυτόν και ήρθε και πρόσπεσε στα πόδια του. 26  Η γυναίκα ήταν Ελληνίδα, Συροφοίνισσα στην εθνικότητα· και του ζητούσε να εκβάλει το δαίμονα από την κόρη της. 27  Αλλά εκείνος άρχισε να της λέει: «Άφησε πρώτα να χορταστούν τα παιδιά, γιατί δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίξει στα σκυλάκια». 28  Απαντώντας, ωστόσο, αυτή του είπε: «Ναι, κύριε· αλλά και τα σκυλάκια κάτω από το τραπέζι τρώνε από τα ψίχουλα των μικρών παιδιών». 29  Τότε της είπε: «Επειδή το είπες αυτό, πήγαινε· ο δαίμονας έχει βγει από την κόρη σου». 30  Αυτή, λοιπόν, πήγε στο σπίτι της και βρήκε το παιδάκι ξαπλωμένο στο κρεβάτι και το δαίμονα να έχει βγει.

   31  Επιστρέφοντας, κατόπιν, από τις περιοχές της Τύρου, πήγε μέσω της Σιδώνας προς τη θάλασσα της Γαλιλαίας, μέσα στις περιοχές της Δεκάπολης. 32  Και του έφεραν έναν άνθρωπο κουφό και με πρόβλημα στην ομιλία, και τον ικέτευαν να θέσει το χέρι του πάνω σε αυτόν. 33  Και εκείνος τον πήρε μακριά από το πλήθος, ιδιαιτέρως, και έβαλε τα δάχτυλά του μέσα στα αφτιά του ανθρώπου και, αφού έφτυσε, άγγιξε τη γλώσσα του. 34  Και σηκώνοντας τα μάτια του προς τον ουρανό, αναστέναξε βαθιά και του είπε: «Εφφαθά», δηλαδή: «Να ανοιχτείς». 35  Και οι δυνάμεις της ακοής του ανοίχτηκαν, και το πρόβλημα της γλώσσας του λύθηκε, και άρχισε να μιλάει φυσιολογικά. 36  Τότε τους παρήγγειλε να μην το πουν σε κανέναν· αλλά όσο τους παράγγελλε, τόσο περισσότερο αυτοί το διαλαλούσαν. 37  Και έμεναν εξαιρετικά έκπληκτοι και έλεγαν: «Όλα τα έχει κάνει καλά. Κάνει ακόμη και τους κουφούς να ακούν και τους άλαλους να μιλούν».

8  Εκείνες τις ημέρες, όταν υπήρχε πάλι ένα μεγάλο πλήθος και δεν είχαν τίποτα να φάνε, κάλεσε τους μαθητές και τους είπε: 2  «Σπλαχνίζομαι το πλήθος, επειδή είναι ήδη τρεις ημέρες που παραμένουν κοντά μου και δεν έχουν τίποτα να φάνε· 3  και αν τους στείλω στα σπίτια τους νηστικούς, θα εξαντληθούν στο δρόμο. Μερικοί μάλιστα από αυτούς είναι από μακριά». 4  Αλλά οι μαθητές του τού απάντησαν: «Από πού θα μπορέσει κανείς να χορτάσει αυτούς τους ανθρώπους με ψωμιά εδώ, σε έναν απομονωμένο τόπο;» 5  Εντούτοις, εκείνος τους ρώτησε: «Πόσα ψωμιά έχετε;» Αυτοί είπαν: «Εφτά». 6  Και έδωσε οδηγίες στο πλήθος να πλαγιάσουν στο έδαφος, πήρε τα εφτά ψωμιά, είπε μια ευχαριστήρια προσευχή, τα έσπασε και άρχισε να τα δίνει στους μαθητές του για να τα προσφέρουν, και αυτοί τα πρόσφεραν στο πλήθος. 7  Είχαν και λίγα μικρά ψάρια· και, αφού τα ευλόγησε, τους είπε να τα προσφέρουν και αυτά. 8  Έφαγαν, λοιπόν, και χόρτασαν, και σήκωσαν περισσεύματα από τα κομμάτια, εφτά γεμάτα καλάθια τροφίμων. 9  Ήταν δε περίπου τέσσερις χιλιάδες άντρες. Τελικά, τους είπε να φύγουν.

   10  Και αμέσως επιβιβάστηκε στο πλοιάριο με τους μαθητές του και ήρθε στα μέρη της Δαλμανουθά. 11  Και οι Φαρισαίοι βγήκαν και άρχισαν να λογομαχούν μαζί του, ζητώντας από αυτόν σημείο από τον ουρανό, για να τον βάλουν σε πειρασμό. 12  Αυτός, λοιπόν, στέναξε βαθιά με το πνεύμα του και είπε: «Γιατί ζητάει σημείο αυτή η γενιά; Αληθινά λέω: Σημείο δεν θα δοθεί σε αυτή τη γενιά». 13  Τότε τους άφησε, επιβιβάστηκε πάλι, και έφυγε για την απέναντι παραλία.

   14  Ξέχασαν, όμως, να πάρουν ψωμιά και, εκτός από ένα ψωμί, δεν είχαν τίποτα μαζί τους στο πλοιάριο. 15  Και άρχισε να τους προστάζει ρητά και να λέει: «Να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά, να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και το προζύμι του Ηρώδη». 16  Αυτοί, λοιπόν, άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους για το ότι δεν είχαν ψωμιά. 17  Παρατηρώντας το, τους είπε: «Γιατί συζητάτε για το ότι δεν έχετε ψωμιά; Δεν αντιλαμβάνεστε ακόμη και δεν καταλαβαίνετε το νόημα; Έχετε την καρδιά σας νωθρή σε ό,τι αφορά την κατανόηση; 18  “Μολονότι έχετε μάτια, δεν βλέπετε· και μολονότι έχετε αφτιά, δεν ακούτε;” Και δεν θυμάστε, 19  όταν έσπασα τα πέντε ψωμιά για τους πέντε χιλιάδες άντρες, πόσα καλάθια γεμάτα με κομμάτια σηκώσατε;» Αυτοί του είπαν: «Δώδεκα». 20  «Όταν έσπασα τα εφτά για τους τέσσερις χιλιάδες άντρες, πόσα καλάθια τροφίμων γεμάτα με κομμάτια σηκώσατε;» Και αυτοί του είπαν: «Εφτά». 21  Τότε τους είπε: «Δεν καταλαβαίνετε ακόμη το νόημα;»

   22  Και έφτασαν στη Βηθσαϊδά. Και του έφεραν έναν τυφλό και τον ικέτευσαν να τον αγγίξει. 23  Εκείνος πήρε τον τυφλό από το χέρι, τον έβγαλε έξω από το χωριό και, αφού έφτυσε πάνω στα μάτια του, έθεσε τα χέρια του πάνω σε αυτόν και άρχισε να τον ρωτάει: «Βλέπεις τίποτα;» 24  Και αυτός σήκωσε τα μάτια του και άρχισε να λέει: «Βλέπω ανθρώπους, επειδή διακρίνω κάποια πράγματα που φαίνονται να είναι δέντρα, αλλά περπατούν». 25  Κατόπιν έβαλε τα χέρια του πάλι πάνω στα μάτια του ανθρώπου, και ο άνθρωπος είδε καθαρά και αποκαταστάθηκε και έβλεπε τα πάντα ευδιάκριτα. 26  Τον έστειλε, λοιπόν, στο σπίτι του, λέγοντας: «Αλλά μην μπεις στο χωριό».

   27  Κατόπιν ο Ιησούς και οι μαθητές του έφυγαν για τα χωριά της Καισάρειας του Φιλίππου, και στο δρόμο άρχισε να ρωτάει τους μαθητές του, λέγοντάς τους: «Ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;» 28  Αυτοί του είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής, και άλλοι, Ο Ηλίας· ενώ κάποιοι άλλοι, Ένας από τους προφήτες». 29  Και τους υπέβαλε την ερώτηση: «Εσείς, όμως, ποιος λέτε ότι είμαι;» Απαντώντας ο Πέτρος τού είπε: «Εσύ είσαι ο Χριστός». 30  Τότε τους παρήγγειλε αυστηρά να μη λένε σε κανέναν για αυτόν. 31  Επίσης, άρχισε να τους διδάσκει ότι ο Γιος του ανθρώπου πρέπει να υποστεί πολλά παθήματα και να απορριφθεί από τους πρεσβυτέρους και τους πρωθιερείς και τους γραμματείς και να θανατωθεί και να αναστηθεί τρεις ημέρες αργότερα. 32  Με παρρησία έκανε αυτή τη δήλωση. Αλλά ο Πέτρος τον πήρε παράμερα και άρχισε να τον επιπλήττει. 33  Εκείνος γύρισε, κοίταξε τους μαθητές του και επέπληξε τον Πέτρο, και είπε: «Πήγαινε πίσω μου, Σατανά, επειδή σκέφτεσαι, όχι τις σκέψεις του Θεού, αλλά των ανθρώπων».

   34  Φώναξε, λοιπόν, το πλήθος μαζί με τους μαθητές του και τους είπε: «Αν κάποιος θέλει να έρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το ξύλο του βασανισμού του και ας με ακολουθεί συνεχώς. 35  Διότι όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του θα τη χάσει· αλλά όποιος χάσει την ψυχή του για χάρη δική μου και των καλών νέων θα τη σώσει. 36  Πραγματικά, τι ωφελεί τον άνθρωπο το να κερδίσει όλο τον κόσμο και να ζημιωθεί την ψυχή του; 37  Τι θα έδινε, πράγματι, ο άνθρωπος σε αντάλλαγμα για την ψυχή του; 38  Διότι όποιος ντραπεί για εμένα και τα λόγια μου σε αυτή τη μοιχαλίδα και αμαρτωλή γενιά, και ο Γιος του ανθρώπου θα ντραπεί για αυτόν όταν φτάσει με τη δόξα του Πατέρα του μαζί με τους αγίους αγγέλους».

9  Επίσης, τους έλεγε: «Αληθινά σας λέω: Υπάρχουν μερικοί από αυτούς που στέκονται εδώ οι οποίοι δεν πρόκειται να γευτούν θάνατο, μέχρι να δουν πρώτα τη βασιλεία του Θεού να έχει έρθει με δύναμη». 2  Και έξι ημέρες αργότερα, ο Ιησούς πήρε μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και τους ανέβασε σε ένα ψηλό βουνό ιδιαιτέρως, μόνους τους. Και μεταμορφώθηκε μπροστά τους, 3  και τα εξωτερικά του ενδύματα έγιναν λαμπερά, πολύ πιο λευκά από όσο θα μπορούσε να τα λευκάνει οποιοσδήποτε καθαριστής ρούχων στη γη. 4  Επίσης, εμφανίστηκε σε αυτούς ο Ηλίας με τον Μωυσή και συνομιλούσαν με τον Ιησού. 5  Και ο Πέτρος αποκρίθηκε και είπε στον Ιησού: «Ραββί, καλό είναι να είμαστε εδώ· γι’ αυτό ας στήσουμε τρεις σκηνές, μία για εσένα και μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία». 6  Στην πραγματικότητα, δεν ήξερε τι απόκριση να δώσει, γιατί φοβήθηκαν πολύ. 7  Και σχηματίστηκε ένα σύννεφο, το οποίο τους επισκίασε, και μια φωνή ήρθε από το σύννεφο: «Αυτός είναι ο Γιος μου ο αγαπητός· να τον ακούτε». 8  Ξαφνικά, ωστόσο, κοίταξαν γύρω και δεν είδαν κανέναν πια μαζί τους παρά μόνο τον Ιησού.

   9  Καθώς κατέβαιναν από το βουνό, εκείνος τους πρόσταξε ρητά να μην αφηγηθούν σε κανέναν τι είδαν, μέχρι να αναστηθεί ο Γιος του ανθρώπου από τους νεκρούς. 10  Και αυτοί έβαλαν τα λόγια μέσα τους, αλλά συζητούσαν μεταξύ τους τι σήμαινε αυτή η ανάσταση από τους νεκρούς. 11  Και άρχισαν να τον ρωτούν, λέγοντας: «Γιατί λένε οι γραμματείς ότι πρώτα πρέπει να έρθει ο Ηλίας;» 12  Εκείνος τους είπε: «Ο Ηλίας μεν έρχεται πρώτα και αποκαθιστά τα πάντα· αλλά πώς γίνεται να είναι γραμμένο σχετικά με τον Γιο του ανθρώπου ότι πρέπει να υποστεί πολλά παθήματα και να τον μεταχειριστούν ως μηδαμινό; 13  Ωστόσο, σας λέω: Ο Ηλίας όντως έχει έρθει, και του έκαναν όσα ήθελαν, όπως είναι γραμμένο σχετικά με αυτόν».

   14  Και όταν ήρθαν προς τους άλλους μαθητές, είδαν μεγάλο πλήθος γύρω τους και γραμματείς να λογομαχούν μαζί τους. 15  Μόλις τον είδε όλο το πλήθος σάστισε και, τρέχοντας προς αυτόν, άρχισαν να τον χαιρετούν. 16  Και τους ρώτησε: «Για ποιο πράγμα λογομαχείτε μαζί τους;» 17  Και ένας από το πλήθος τού απάντησε: «Δάσκαλε, έφερα το γιο μου σε εσένα επειδή έχει ένα άλαλο πνεύμα· 18  και όπου τον πιάνει τον ρίχνει στο έδαφος, και αυτός αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και χάνει τη δύναμή του. Και είπα στους μαθητές σου να το εκβάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν». 19  Απαντώντας εκείνος τους είπε: «Άπιστη γενιά, ως πότε θα πρέπει να μένω μαζί σας; Ως πότε θα πρέπει να σας ανέχομαι; Φέρτε τον σε εμένα». 20  Τον έφεραν, λοιπόν, σε εκείνον. Αλλά βλέποντάς τον, το πνεύμα προκάλεσε αμέσως σπασμούς στο παιδί και, αφού έπεσε στο έδαφος, κυλιόταν αφρίζοντας. 21  Και εκείνος ρώτησε τον πατέρα του: «Πόσο καιρό του συμβαίνει αυτό;» Αυτός είπε: «Από τότε που ήταν μικρός· 22  και επανειλημμένα τον έριξε και στη φωτιά και στο νερό για να τον θανατώσει. Αλλά αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας». 23  Ο Ιησούς τού είπε: «Αυτή η έκφραση: “Αν μπορείς”! Τα πάντα είναι δυνατά για αυτόν που έχει πίστη». 24  Αμέσως κραύγασε ο πατέρας του μικρού παιδιού και έλεγε: «Έχω πίστη! Βοήθα με όπου χρειάζομαι πίστη!»

   25  Ο Ιησούς, βλέποντας τώρα ότι ένα πλήθος έτρεχε όλο μαζί προς αυτούς, επέπληξε το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντάς του: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, σε προστάζω, βγες από αυτόν και μην ξαναμπείς πια μέσα του». 26  Και αφού κραύγασε και τον έπιασαν πολλοί σπασμοί, εκείνο βγήκε· και αυτός έγινε σαν νεκρός, ώστε οι περισσότεροι έλεγαν: «Πέθανε!» 27  Αλλά ο Ιησούς τον έπιασε από το χέρι και τον σήκωσε, και αυτός σηκώθηκε. 28  Και αφού μπήκε σε κάποιο σπίτι, οι μαθητές του άρχισαν να τον ρωτούν ιδιαιτέρως: «Γιατί δεν μπορέσαμε εμείς να το εκβάλουμε;» 29  Και εκείνος τους είπε: «Αυτό το είδος δεν μπορεί να βγει με τίποτα παρά μόνο με προσευχή».

   30  Από εκεί έφυγαν και πήγαν μέσα από τη Γαλιλαία, αλλά εκείνος δεν ήθελε να το μάθει κανείς. 31  Διότι δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Γιος του ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων και θα τον θανατώσουν, αλλά παρότι θα θανατωθεί, θα αναστηθεί τρεις ημέρες αργότερα». 32  Ωστόσο, αυτοί δεν καταλάβαιναν αυτόν το λόγο και φοβούνταν να τον ρωτήσουν.

   33  Και ήρθαν στην Καπερναούμ. Όταν, λοιπόν, αυτός ήταν μέσα στο σπίτι, τους υπέβαλε την ερώτηση: «Για ποιο πράγμα λογοφέρνατε στο δρόμο;» 34  Αυτοί έμεναν σιωπηλοί, γιατί στο δρόμο είχαν λογοφέρει μεταξύ τους για το ποιος είναι ο μεγαλύτερος. 35  Γι’ αυτό, κάθησε και φώναξε τους δώδεκα και τους είπε: «Αν κάποιος θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να είναι τελευταίος από όλους και διάκονος όλων». 36  Και πήρε ένα μικρό παιδί, το έβαλε να σταθεί ανάμεσά τους και το αγκάλιασε και τους είπε: 37  «Όποιος δεχτεί ένα από αυτά τα μικρά παιδιά με βάση το όνομά μου, δέχεται εμένα· και όποιος δεχτεί εμένα, δέχεται, όχι μόνο εμένα, αλλά και αυτόν που με απέστειλε».

   38  Ο Ιωάννης τού είπε: «Δάσκαλε, είδαμε κάποιον να εκβάλλει δαίμονες χρησιμοποιώντας το όνομά σου και προσπαθήσαμε να τον εμποδίσουμε, επειδή δεν μας ακολουθούσε». 39  Αλλά ο Ιησούς είπε: «Μην προσπαθείτε να τον εμποδίσετε, γιατί δεν υπάρχει κανείς που θα κάνει κάποιο δυναμικό έργο με βάση το όνομά μου και θα μπορέσει γρήγορα να με εξυβρίσει· 40  διότι αυτός που δεν είναι εναντίον μας είναι με το μέρος μας. 41  Διότι όποιος σας δώσει να πιείτε ένα ποτήρι νερό επειδή ανήκετε στον Χριστό, αληθινά σας λέω, δεν πρόκειται να χάσει την ανταμοιβή του. 42  Αλλά όποιος σκανδαλίσει έναν από αυτούς τους μικρούς που πιστεύουν, θα ήταν καλύτερο για αυτόν αν τοποθετούνταν γύρω από το λαιμό του μια μυλόπετρα, σαν αυτήν που τη γυρίζει ένα γαϊδούρι, και αυτός ριχνόταν στη θάλασσα.

   43  »Και αν το χέρι σου σε σκανδαλίσει, κόψε το· είναι καλύτερο για εσένα να μπεις στη ζωή κουλός παρά με δύο χέρια να πας στη Γέεννα, στη φωτιά που δεν μπορεί να σβηστεί. 44  —— 45  Και αν το πόδι σου σε σκανδαλίζει, κόψε το· είναι καλύτερο για εσένα να μπεις στη ζωή κουτσός παρά με δύο πόδια να ριχτείς στη Γέεννα. 46  —— 47  Και αν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, πέταξέ το· είναι καλύτερο για εσένα να μπεις μονόφθαλμος στη βασιλεία του Θεού παρά με δύο μάτια να ριχτείς στη Γέεννα, 48  όπου το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει και η φωτιά δεν σβήνεται.

   49  »Διότι ο καθένας πρέπει να αλατιστεί με φωτιά. 50  Το αλάτι είναι καλό· αλλά αν το αλάτι χάσει τη δύναμή του, με τι θα καρυκεύσετε αυτό το ίδιο; Να έχετε αλάτι μέσα σας και να διατηρείτε ειρήνη μεταξύ σας».

10  Από εκεί σηκώθηκε και ήρθε στα σύνορα της Ιουδαίας και στην απέναντι πλευρά του Ιορδάνη· και πάλι συγκεντρώθηκαν κοντά του πλήθη και, όπως συνήθιζε, άρχισε πάλι να τους διδάσκει. 2  Πλησίασαν, λοιπόν, Φαρισαίοι και, για να τον βάλουν σε πειρασμό, άρχισαν να τον ρωτούν αν είναι νόμιμο να διαζευχθεί ένας άντρας τη σύζυγό του. 3  Απαντώντας εκείνος τους είπε: «Τι εντολή σας έδωσε ο Μωυσής;» 4  Αυτοί είπαν: «Ο Μωυσής επέτρεψε να γραφτεί πιστοποιητικό αποπομπής και να τη διαζευχθεί». 5  Αλλά ο Ιησούς τούς είπε: «Λαβαίνοντας υπόψη τη σκληροκαρδία σας σάς έγραψε αυτή την εντολή. 6  Ωστόσο, από την αρχή της δημιουργίας “Εκείνος τους έκανε αρσενικό και θηλυκό. 7  Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του, 8  και οι δύο θα είναι μία σάρκα”· ώστε δεν είναι πια δύο, αλλά μία σάρκα. 9  Άρα λοιπόν, αυτό που ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος να μην το χωρίζει». 10  Όταν ήταν πάλι στο σπίτι, οι μαθητές άρχισαν να τον ρωτούν σχετικά με αυτό. 11  Και εκείνος τους είπε: «Όποιος διαζευχθεί τη σύζυγό του και παντρευτεί άλλη μοιχεύει εναντίον της, 12  και αν μια γυναίκα, αφού διαζευχθεί το σύζυγό της, παντρευτεί άλλον, μοιχεύει».

   13  Και άρχισαν να του φέρνουν παιδάκια για να τα αγγίξει· αλλά οι μαθητές τα επιτίμησαν. 14  Όταν το είδε αυτό, ο Ιησούς αγανάκτησε και τους είπε: «Αφήστε τα παιδάκια να έρχονται σε εμένα· μην προσπαθείτε να τα σταματήσετε, γιατί σε τέτοιου είδους άτομα ανήκει η βασιλεία του Θεού. 15  Αληθινά σας λέω: Όποιος δεν δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν παιδάκι δεν πρόκειται να μπει σε αυτήν». 16  Και πήρε τα παιδιά στην αγκαλιά του και άρχισε να τα ευλογεί, θέτοντας τα χέρια του πάνω σε αυτά.

   17  Και καθώς προχωρούσε στο δρόμο του, κάποιος έτρεξε και έπεσε στα γόνατα μπροστά του και τον ρώτησε: «Δάσκαλε Αγαθέ, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;» 18  Ο Ιησούς τού είπε: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός. 19  Γνωρίζεις τις εντολές: “Μη διαπράξεις φόνο, Μη μοιχεύσεις, Μην κλέψεις, Μην ψευδομαρτυρήσεις, Μην αποστερήσεις, Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου”». 20  Εκείνος του είπε: «Δάσκαλε, όλα αυτά τα τηρώ από τα νεανικά μου χρόνια». 21  Ο Ιησούς τον κοίταξε και ένιωσε αγάπη για αυτόν και του είπε: «Ένα σου λείπει: Πήγαινε, πούλησε όσα έχεις και δώσε τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό· και έλα να γίνεις ακόλουθός μου». 22  Αλλά εκείνος στενοχωρήθηκε με αυτά τα λόγια και έφυγε λυπημένος, γιατί είχε πολλά αποκτήματα.

   23  Αφού κοίταξε γύρω, ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Πόσο δύσκολο θα είναι να μπουν στη βασιλεία του Θεού εκείνοι που έχουν χρήματα!» 24  Οι δε μαθητές ξαφνιάστηκαν με τα λόγια του. Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε πάλι: «Παιδιά μου, πόσο δύσκολο είναι να μπει κανείς στη βασιλεία του Θεού! 25  Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από την τρύπα μιας βελόνας παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». 26  Αυτοί έμειναν ακόμη περισσότερο έκπληκτοι και του είπαν: «Και ποιος είναι δυνατόν να σωθεί;» 27  Κοιτάζοντάς τους κατάματα, ο Ιησούς είπε: «Για τους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατον, αλλά όχι και για τον Θεό, γιατί τα πάντα είναι δυνατά για τον Θεό». 28  Ο Πέτρος άρχισε να του λέει: «Δες! Εμείς αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε». 29  Ο Ιησούς είπε: «Αληθινά σας λέω: Δεν υπάρχει κανείς που να άφησε σπίτι ή αδελφούς ή αδελφές ή μητέρα ή πατέρα ή παιδιά ή αγρούς για χάρη μου και για χάρη των καλών νέων, 30  ο οποίος δεν θα πάρει εκατονταπλάσια τώρα, σε αυτή τη χρονική περίοδο, σπίτια και αδελφούς και αδελφές και μητέρες και παιδιά και αγρούς, με διωγμούς, και στο ερχόμενο σύστημα πραγμάτων αιώνια ζωή. 31  Ωστόσο, πολλοί που είναι πρώτοι θα είναι τελευταίοι και οι τελευταίοι πρώτοι».

   32  Ανέβαιναν τώρα το δρόμο προς την Ιερουσαλήμ, και ο Ιησούς πήγαινε μπροστά από αυτούς, και αυτοί ένιωθαν κατάπληξη· εκείνοι δε που ακολουθούσαν άρχισαν να φοβούνται. Και πήρε πάλι τους δώδεκα παράμερα και άρχισε να τους λέει αυτά που έμελλαν να του συμβούν: 33  «Να λοιπόν που ανεβαίνουμε προς την Ιερουσαλήμ, και ο Γιος του ανθρώπου θα παραδοθεί στους πρωθιερείς και στους γραμματείς, και αυτοί θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα τον παραδώσουν σε εθνικούς, 34  και θα τον περιπαίξουν και θα τον φτύσουν και θα τον μαστιγώσουν και θα τον σκοτώσουν, αλλά τρεις ημέρες αργότερα θα αναστηθεί».

   35  Και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι δύο γιοι του Ζεβεδαίου, πήγαν σε αυτόν και του είπαν: «Δάσκαλε, θέλουμε να κάνεις για εμάς ό,τι και αν σου ζητήσουμε». 36  Εκείνος τους είπε: «Τι θέλετε να κάνω για εσάς;» 37  Αυτοί του είπαν: «Επίτρεψέ μας να καθήσουμε ένας στα δεξιά σου και ένας στα αριστερά σου, στη δόξα σου». 38  Αλλά ο Ιησούς τούς είπε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι που εγώ  πίνω ή να βαφτιστείτε με το βάφτισμα με το οποίο εγώ βαφτίζομαι;» 39  Αυτοί του είπαν: «Μπορούμε». Τότε ο Ιησούς τούς είπε: «Το ποτήρι που εγώ πίνω θα το πιείτε, και με το βάφτισμα με το οποίο εγώ βαφτίζομαι θα βαφτιστείτε. 40  Ωστόσο, το να καθήσει κανείς στα δεξιά μου ή στα αριστερά μου δεν εναπόκειται σε εμένα να το δώσω, αλλά ανήκει σε εκείνους για τους οποίους έχει ετοιμαστεί».

   41  Όταν, λοιπόν, το άκουσαν αυτό οι άλλοι δέκα, άρχισαν να αγανακτούν με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. 42  Αλλά ο Ιησούς, αφού τους κάλεσε, τους είπε: «Ξέρετε ότι εκείνοι που φαίνεται να κυβερνούν τα έθνη τα καταδυναστεύουν και οι μεγάλοι τους τα κατεξουσιάζουν. 43  Δεν είναι έτσι τα πράγματα μεταξύ σας· αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος μεταξύ σας πρέπει να είναι διάκονός σας, 44  και όποιος θέλει να είναι πρώτος μεταξύ σας πρέπει να είναι ο δούλος όλων. 45  Διότι και ο Γιος του ανθρώπου ήρθε, όχι για να τον διακονήσουν, αλλά για να διακονήσει και να δώσει την ψυχή του λύτρο σε αντάλλαγμα για πολλούς».

   46  Και ήρθαν στην Ιεριχώ. Και καθώς αυτός και οι μαθητές του και ένα αρκετά μεγάλο πλήθος έβγαιναν από την Ιεριχώ, ο Βαρτίμαιος (ο γιος του Τιμαίου), ένας τυφλός ζητιάνος, καθόταν δίπλα στο δρόμο. 47  Όταν άκουσε ότι ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος, άρχισε να φωνάζει και να λέει: «Γιε του Δαβίδ, Ιησού, ελέησέ με!» 48  Τότε πολλοί άρχισαν να του λένε αυστηρά να σωπάσει· αλλά εκείνος φώναζε πολύ περισσότερο: «Γιε του Δαβίδ, ελέησέ με!» 49  Ο Ιησούς, λοιπόν, σταμάτησε και είπε: «Φωνάξτε τον». Και φώναξαν τον τυφλό, λέγοντάς του: «Πάρε θάρρος, σήκω, σε φωνάζει». 50  Εκείνος, αφού πέταξε το εξωτερικό του ένδυμα, σηκώθηκε όρθιος με ένα πήδημα και πήγε στον Ιησού. 51  Και, απαντώντας του, ο Ιησούς είπε: «Τι θέλεις να κάνω για εσένα;» Ο τυφλός τού είπε: «Ραββουνί, να ξαναβρώ την όρασή μου». 52  Και ο Ιησούς τού είπε: «Πήγαινε, η πίστη σου σε έκανε καλά». Και αμέσως ξαναβρήκε την όρασή του και άρχισε να τον ακολουθεί στο δρόμο.

11  Καθώς πλησίαζαν στην Ιερουσαλήμ, στη Βηθφαγή και στη Βηθανία, στο Όρος των Ελαιών, έστειλε δύο από τους μαθητές του 2  και τους είπε: «Πηγαίνετε στο χωριό που φαίνεται και μόλις μπείτε σε αυτό θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, πάνω στο οποίο δεν έχει καθήσει ακόμη κανένας άνθρωπος· λύστε το και φέρτε το. 3  Και αν κάποιος σας πει: “Γιατί το κάνετε αυτό;” να πείτε: “Ο Κύριος το χρειάζεται και θα το ξαναστείλει αμέσως εδώ”». 4  Πήγαν, λοιπόν, και βρήκαν το πουλάρι δεμένο στην πόρτα, έξω στην πάροδο, και το έλυσαν. 5  Αλλά μερικοί από αυτούς που στέκονταν εκεί άρχισαν να τους λένε: «Τι κάνετε εκεί και λύνετε το πουλάρι;» 6  Εκείνοι τους είπαν ό,τι είχε πει ο Ιησούς· και αυτοί τους άφησαν να φύγουν.

   7  Και έφεραν το πουλάρι στον Ιησού και έβαλαν τα εξωτερικά τους ενδύματα πάνω σε αυτό, και αυτός κάθησε πάνω του. 8  Επίσης, πολλοί έστρωσαν τα εξωτερικά τους ενδύματα στο δρόμο, ενώ άλλοι έκοψαν από τους αγρούς κλαδιά με φύλλα. 9  Και εκείνοι που πήγαιναν μπροστά και εκείνοι που έρχονταν από πίσω κραύγαζαν: «Σώσε, σε ικετεύουμε! Ευλογημένος αυτός που έρχεται στο όνομα του Ιεχωβά! 10  Ευλογημένη η ερχόμενη βασιλεία του πατέρα μας Δαβίδ! Σώσε, σε ικετεύουμε, εκεί πάνω στα ύψη!» 11  Και μπήκε στην Ιερουσαλήμ, στο ναό· και κοίταξε ολόγυρα τα πάντα και, επειδή η ώρα ήταν ήδη περασμένη, βγήκε στη Βηθανία με τους δώδεκα.

   12  Την επόμενη ημέρα, αφού βγήκαν από τη Βηθανία, πείνασε. 13  Και από απόσταση είδε μια συκιά που είχε φύλλα, και πήγε να δει μήπως τυχόν βρει κάτι σε αυτήν. Αλλά, όταν ήρθε κοντά της, δεν βρήκε τίποτα παρά φύλλα, γιατί δεν ήταν η εποχή των σύκων. 14  Αποκρίθηκε, λοιπόν, και της είπε: «Ποτέ πια να μην ξαναφάει κανείς καρπό από εσένα». Και οι μαθητές του άκουγαν.

   15  Ήρθαν τότε στην Ιερουσαλήμ. Εκεί, μπήκε στο ναό και άρχισε να διώχνει εκείνους που πουλούσαν και αγόραζαν στο ναό, και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών και τους πάγκους εκείνων που πουλούσαν περιστέρια· 16  και δεν άφηνε κανέναν να μεταφέρει σκεύος διαμέσου του ναού, 17  αλλά δίδασκε και έλεγε: «Δεν είναι γραμμένο: “Ο οίκος μου θα αποκαλείται οίκος προσευχής για όλα τα έθνη”; Αλλά εσείς τον έχετε κάνει σπηλιά ληστών». 18  Και οι πρωθιερείς και οι γραμματείς το άκουσαν αυτό και άρχισαν να ζητούν κάποιον τρόπο να τον θανατώσουν· διότι τον φοβούνταν, γιατί όλο το πλήθος έμενε έκπληκτο με τη διδασκαλία του.

   19  Και καθώς βράδιαζε, έβγαιναν από την πόλη. 20  Αλλά καθώς περνούσαν νωρίς το πρωί, είδαν τη συκιά ξεραμένη ήδη από τις ρίζες. 21  Ο Πέτρος, λοιπόν, το θυμήθηκε και του είπε: «Ραββί, δες! η συκιά που καταράστηκες έχει ξεραθεί». 22  Και, απαντώντας, ο Ιησούς τούς είπε: «Να έχετε πίστη στον Θεό. 23  Αληθινά σας λέω ότι όποιος πει σε αυτό το βουνό: “Σήκω και ρίξου στη θάλασσα”, και δεν αμφιβάλλει στην καρδιά του, αλλά έχει πίστη ότι αυτό που λέει πρόκειται να συμβεί, θα του γίνει έτσι. 24  Γι’ αυτό σας λέω: Όλα αυτά για τα οποία προσεύχεστε και τα οποία ζητάτε, να έχετε πίστη ότι ουσιαστικά τα έχετε λάβει, και θα τα έχετε. 25  Και όταν στέκεστε και προσεύχεστε, να συγχωρείτε οτιδήποτε έχετε εναντίον κάποιου, ώστε ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς να σας συγχωρήσει και τα δικά σας παραπτώματα». 26  ——

   27  Και ήρθαν πάλι στην Ιερουσαλήμ. Και καθώς περπατούσε στο ναό, ήρθαν σε αυτόν οι πρωθιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι 28  και άρχισαν να του λένε: «Με ποια εξουσία κάνεις αυτά τα πράγματα; Ή ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία να κάνεις αυτά τα πράγματα;» 29  Ο Ιησούς τούς είπε: «Θα σας κάνω μία ερώτηση. Απαντήστε μου, και θα σας πω και εγώ με ποια εξουσία κάνω αυτά τα πράγματα. 30  Το βάφτισμα του Ιωάννη ήταν από τον ουρανό ή από ανθρώπους; Απαντήστε μου». 31  Αυτοί, λοιπόν, άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, λέγοντας: «Αν πούμε: “Από τον ουρανό”, θα πει: “Γιατί, λοιπόν, δεν τον πιστέψατε;” 32  Αλλά τολμάμε να πούμε: “Από ανθρώπους”;»—Φοβούνταν το πλήθος, γιατί όλοι αυτοί πίστευαν ότι ο Ιωάννης ήταν πράγματι προφήτης. 33  Απαντώντας, λοιπόν, στον Ιησού, είπαν: «Δεν ξέρουμε». Και ο Ιησούς τούς είπε: «Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία κάνω αυτά τα πράγματα».

12  Και άρχισε να τους μιλάει με παραβολές: «Κάποιος άνθρωπος φύτεψε ένα αμπέλι και έβαλε γύρω του φράχτη και έσκαψε άνοιγμα για το πατητήρι και έχτισε πύργο, και το νοίκιασε σε καλλιεργητές και ταξίδεψε σε ξένη χώρα. 2  Στην κατάλληλη εποχή έστειλε έναν δούλο στους καλλιεργητές για να πάρει μερικούς από τους καρπούς του αμπελιού από τους καλλιεργητές. 3  Αλλά εκείνοι τον πήραν, τον έδειραν και τον έδιωξαν με άδεια χέρια. 4  Και πάλι τους έστειλε έναν άλλον δούλο· και αυτόν τον χτύπησαν στο κεφάλι και τον ατίμασαν. 5  Και έστειλε έναν άλλον, και αυτόν τον σκότωσαν· και πολλούς άλλους, μερικούς από τους οποίους έδειραν και μερικούς από τους οποίους σκότωσαν. 6  Έναν είχε ακόμη, έναν αγαπητό γιο. Αυτόν τους τον έστειλε τελευταίο, λέγοντας: “Θα σεβαστούν το γιο μου”. 7  Αλλά εκείνοι οι καλλιεργητές είπαν μεταξύ τους: “Αυτός είναι ο κληρονόμος. Ελάτε, ας τον σκοτώσουμε, και η κληρονομιά θα είναι δική μας”. 8  Τον έπιασαν, λοιπόν, και τον σκότωσαν και τον πέταξαν έξω από το αμπέλι. 9  Τι θα κάνει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού; Θα έρθει και θα καταστρέψει τους καλλιεργητές και θα δώσει το αμπέλι σε άλλους. 10  Δεν διαβάσατε ποτέ αυτή τη γραφή: “Η πέτρα την οποία απέρριψαν οι οικοδόμοι, αυτή έχει γίνει η κορυφαία ακρογωνιαία πέτρα. 11  Από τον Ιεχωβά έχει γίνει αυτή, και είναι θαυμαστή στα μάτια μας”;»

   12  Τότε άρχισαν να ζητούν κάποιον τρόπο να τον πιάσουν, αλλά φοβήθηκαν το πλήθος, γιατί κατάλαβαν ότι είπε την παραβολή έχοντας τους ίδιους κατά νου. Τον άφησαν, λοιπόν, και έφυγαν.

   13  Στη συνέχεια του έστειλαν μερικούς από τους Φαρισαίους και από τους οπαδούς της παράταξης του Ηρώδη, για να τον πιάσουν από τα λόγια του. 14  Φτάνοντας αυτοί του είπαν: «Δάσκαλε, ξέρουμε ότι είσαι φιλαλήθης και δεν σε νοιάζει για κανέναν, επειδή δεν κοιτάζεις την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων, αλλά διδάσκεις την οδό του Θεού σύμφωνα με την αλήθεια: Είναι νόμιμο να πληρώνει κανείς κεφαλικό φόρο στον Καίσαρα ή όχι; 15  Να πληρώνουμε ή να μην πληρώνουμε;» Επειδή αντιλήφθηκε την υποκρισία τους, εκείνος τους είπε: «Γιατί με υποβάλλετε σε δοκιμή; Φέρτε μου να δω ένα δηνάριο». 16  Αυτοί το έφεραν. Και εκείνος τους είπε: «Τίνος εικόνα και επιγραφή είναι αυτή;» Αυτοί του είπαν: «Του Καίσαρα». 17  Τότε ο Ιησούς είπε: «Αποδώστε αυτά που είναι του Καίσαρα στον Καίσαρα, αλλά αυτά που είναι του Θεού στον Θεό». Και άρχισαν να τον θαυμάζουν.

   18  Κατόπιν ήρθαν σε αυτόν Σαδδουκαίοι, οι οποίοι λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση, και του υπέβαλαν την ερώτηση: 19  «Δάσκαλε, ο Μωυσής μάς έγραψε ότι αν ο αδελφός κάποιου πεθάνει και αφήσει πίσω του σύζυγο, αλλά δεν αφήσει παιδί, ο αδελφός του πρέπει να πάρει τη σύζυγο και να εγείρει από αυτήν απόγονο για τον αδελφό του. 20  Ήταν εφτά αδέλφια· και ο πρώτος πήρε σύζυγο, αλλά όταν πέθανε δεν άφησε απόγονο. 21  Και την πήρε ο δεύτερος, αλλά πέθανε χωρίς να αφήσει απόγονο· και ο τρίτος το ίδιο. 22  Και οι εφτά δεν άφησαν απόγονο. Τελευταία από όλους πέθανε και η γυναίκα. 23  Στην ανάσταση, τίνος από αυτούς θα είναι σύζυγος; Διότι και οι εφτά την πήραν σύζυγο». 24  Ο Ιησούς τούς είπε: «Μήπως αυτός δεν είναι ο λόγος για τον οποίο κάνετε λάθος, το ότι δεν γνωρίζετε ούτε τις Γραφές ούτε τη δύναμη του Θεού; 25  Διότι όταν ανασταίνονται από τους νεκρούς, ούτε οι άντρες παντρεύονται ούτε οι γυναίκες δίνονται σε γάμο, αλλά είναι όπως οι άγγελοι στους ουρανούς. 26  Αλλά σχετικά με τους νεκρούς, ότι εγείρονται, δεν διαβάσατε στο βιβλίο του Μωυσή, στην αφήγηση για τη βάτο, πώς είπε σε αυτόν ο Θεός: “Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και Θεός του Ισαάκ και Θεός του Ιακώβ”; 27  Αυτός είναι Θεός, όχι των νεκρών, αλλά των ζωντανών. Κάνετε μεγάλο λάθος».

   28  Ένας, λοιπόν, από τους γραμματείς, ο οποίος είχε πλησιάσει και τους είχε ακούσει να λογομαχούν, ξέροντας ότι τους είχε απαντήσει καλά, τον ρώτησε: «Ποια εντολή είναι πρώτη από όλες;» 29  Ο Ιησούς απάντησε: «Η πρώτη είναι: “Άκου, Ισραήλ: ο Ιεχωβά ο Θεός μας είναι ένας Ιεχωβά, 30  και πρέπει να αγαπάς τον Ιεχωβά τον Θεό σου με όλη σου την καρδιά και με όλη σου την ψυχή και με όλη σου τη διάνοια και με όλη σου τη δύναμη”. 31  Η δεύτερη είναι η εξής: “Πρέπει να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου”. Δεν υπάρχει άλλη εντολή μεγαλύτερη από αυτές». 32  Ο γραμματέας τού είπε: «Δάσκαλε, καλά είπες σύμφωνα με την αλήθεια: “Αυτός είναι Ένας, και δεν υπάρχει άλλος εκτός από Αυτόν”· 33  και το να αγαπάει κανείς αυτόν με όλη του την καρδιά και με όλη του την κατανόηση και με όλη του τη δύναμη, και το να αγαπάει κανείς τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, αξίζει πολύ περισσότερο από όλα τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες». 34  Τότε ο Ιησούς, διακρίνοντας ότι αυτός είχε απαντήσει με νόηση, του είπε: «Δεν είσαι μακριά από τη βασιλεία του Θεού». Και κανείς δεν είχε πια το θάρρος να του κάνει ερωτήσεις.

   35  Ωστόσο, ο Ιησούς αποκρίθηκε και άρχισε να λέει καθώς δίδασκε στο ναό: «Πώς γίνεται να λένε οι γραμματείς ότι ο Χριστός είναι γιος του Δαβίδ; 36  Μέσω του αγίου πνεύματος ο ίδιος ο Δαβίδ είπε: “Ο Ιεχωβά είπε στον Κύριό μου: «Κάθησε στα δεξιά μου ώσπου να βάλω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου»”. 37  Ο ίδιος ο Δαβίδ τον αποκαλεί “Κύριο”, αλλά πώς γίνεται να είναι αυτός γιος του;» Και το μεγάλο πλήθος τον άκουγε με ευχαρίστηση. 38  Και στη διδασκαλία του άρχισε να λέει: «Προσέχετε από τους γραμματείς οι οποίοι θέλουν να περπατούν φορώντας στολές και θέλουν χαιρετισμούς στις αγορές 39  και μπροστινά καθίσματα στις συναγωγές και τις πιο εξέχουσες θέσεις στα δείπνα. 40  Αυτοί είναι που καταβροχθίζουν τα σπίτια των χηρών και με διάφορες προφάσεις κάνουν μεγάλες προσευχές· αυτοί θα λάβουν βαρύτερη κρίση».

   41  Και κάθησε αντίκρυ στα χρηματοφυλάκια και άρχισε να παρατηρεί πώς έριχνε το πλήθος χρήματα στα χρηματοφυλάκια· και πολλοί πλούσιοι έριχναν πολλά νομίσματα. 42  Ήρθε, όμως, μια φτωχή χήρα και έριξε δύο μικρά νομίσματα ελάχιστης αξίας. 43  Αυτός, λοιπόν, φώναξε τους μαθητές του και τους είπε: «Αληθινά σας λέω ότι αυτή η φτωχή χήρα έριξε περισσότερα από όλους όσους ρίχνουν χρήματα στα χρηματοφυλάκια· 44  διότι όλοι έριξαν από το περίσσευμά τους, αλλά αυτή, από το υστέρημά της, έριξε όλα όσα είχε, ολόκληρο το βιος της».

13  Καθώς έβγαινε από το ναό, ένας από τους μαθητές του τού είπε: «Δάσκαλε, δες! τι πέτρες και τι οικοδομήματα!» 2  Ωστόσο, ο Ιησούς τού είπε: «Βλέπεις αυτά τα μεγάλα οικοδομήματα; Δεν πρόκειται να αφεθεί εδώ πέτρα πάνω σε πέτρα που να μην γκρεμιστεί».

   3  Και ενώ καθόταν στο Όρος των Ελαιών, αντίκρυ στο ναό, ο Πέτρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο Ανδρέας άρχισαν να τον ρωτούν ιδιαιτέρως: 4  «Πες μας: Πότε θα γίνουν αυτά, και ποιο θα είναι το σημείο όταν όλα αυτά μέλλουν να φτάσουν σε τελική περίοδο;» 5  Ο Ιησούς, λοιπόν, άρχισε να τους λέει: «Προσέχετε μη σας παροδηγήσει κανείς. 6  Πολλοί θα έρθουν με βάση το όνομά μου, λέγοντας: “Εγώ είμαι αυτός”, και θα παροδηγήσουν πολλούς. 7  Επιπλέον, όταν ακούσετε πολέμους και ειδήσεις για πολέμους, μην τρομοκρατηθείτε· αυτά πρέπει να γίνουν, αλλά δεν είναι ακόμη το τέλος.

   8  »Διότι θα σηκωθεί έθνος εναντίον έθνους και βασιλεία εναντίον βασιλείας, θα υπάρξουν σεισμοί στον έναν τόπο μετά τον άλλον, θα υπάρξουν πείνες. Αυτά είναι αρχή βασανιστικών πόνων.

   9  »Όσο για εσάς, να προσέχετε σχετικά με τον εαυτό σας· θα σας παραδώσουν σε τοπικά δικαστήρια και θα σας δείρουν σε συναγωγές και θα σας βάλουν να σταθείτε μπροστά σε κυβερνήτες και βασιλιάδες εξαιτίας μου, για μαρτυρία σε αυτούς. 10  Επίσης σε όλα τα έθνη πρέπει πρώτα να κηρυχτούν τα καλά νέα. 11  Και όταν σας οδηγούν για να σας παραδώσουν, μην ανησυχείτε από πριν για το τι θα πείτε· αλλά ό,τι σας δοθεί εκείνη την ώρα, αυτό να πείτε, γιατί δεν είστε εσείς που μιλάτε αλλά το άγιο πνεύμα. 12  Επιπλέον, αδελφός θα παραδώσει αδελφό στο θάνατο, και πατέρας το παιδί του, και παιδιά θα ξεσηκωθούν εναντίον γονέων και θα βάλουν να τους θανατώσουν· 13  και θα είστε αντικείμενα του μίσους όλων των ανθρώπων εξαιτίας του ονόματός μου. Αλλά εκείνος που θα έχει υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί.

   14  »Ωστόσο, όταν δείτε το αηδιαστικό πράγμα που προκαλεί ερήμωση να στέκεται εκεί που δεν πρέπει (ο αναγνώστης ας ασκεί διάκριση), τότε εκείνοι που είναι στην Ιουδαία ας αρχίσουν να φεύγουν στα βουνά. 15  Αυτός που είναι στην ταράτσα ας μην κατεβεί κάτω ούτε να μπει μέσα για να πάρει κάτι από το σπίτι του· 16  και αυτός που είναι στον αγρό ας μην επιστρέψει στα πράγματα που βρίσκονται πίσω για να πάρει το εξωτερικό του ένδυμα. 17  Αλίμονο στις έγκυες και σε αυτές που θηλάζουν εκείνες τις ημέρες! 18  Να προσεύχεστε να μη συμβεί στη διάρκεια του χειμώνα· 19  διότι εκείνες οι ημέρες θα είναι ημέρες θλίψης, τέτοιας που δεν θα έχει συμβεί από την αρχή της δημιουργίας που δημιούργησε ο Θεός μέχρι εκείνον τον καιρό, και δεν θα ξανασυμβεί. 20  Στην πραγματικότητα, αν δεν είχε συντομεύσει ο Ιεχωβά τις ημέρες, δεν θα σωζόταν καμιά σάρκα. Αλλά για χάρη των εκλεγμένων, τους οποίους εξέλεξε, συντόμευσε τις ημέρες.

   21  »Τότε, επίσης, αν κάποιος σας πει: “Δείτε! Εδώ είναι ο Χριστός”, “Δείτε! Εκεί είναι”, μην το πιστέψετε. 22  Διότι θα εγερθούν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες και θα δώσουν σημεία και θαυμαστά πράγματα για να παροδηγήσουν, αν είναι δυνατόν, τους εκλεγμένους. 23  Εσείς, λοιπόν, να προσέχετε· σας έχω πει τα πάντα εκ των προτέρων.

   24  »Αλλά εκείνες τις ημέρες, ύστερα από εκείνη τη θλίψη, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει, και η σελήνη δεν θα δώσει το φως της, 25  και τα άστρα θα πέφτουν από τον ουρανό, και οι δυνάμεις που είναι στους ουρανούς θα κλονιστούν. 26  Και τότε θα δουν τον Γιο του ανθρώπου να έρχεται μέσα σε σύννεφα με μεγάλη δύναμη και δόξα. 27  Και τότε θα αποστείλει τους αγγέλους και θα συγκεντρώσει τους εκλεγμένους του από τους τέσσερις ανέμους, από την άκρη της γης ως την άκρη του ουρανού.

   28  »Μάθετε δε από τη συκιά την παραβολή: Μόλις το νέο κλαδί της γίνει τρυφερό και βγάλει τα φύλλα του, ξέρετε ότι το καλοκαίρι πλησιάζει. 29  Παρόμοια και εσείς, όταν τα δείτε αυτά να συμβαίνουν, να ξέρετε ότι εκείνος πλησιάζει, είναι στην πόρτα. 30  Αληθινά σας λέω ότι αυτή η γενιά δεν πρόκειται να παρέλθει μέχρι να γίνουν όλα αυτά. 31  Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, αλλά τα λόγια μου δεν θα παρέλθουν.

   32  »Σχετικά με εκείνη την ημέρα ή την ώρα κανείς δεν γνωρίζει, ούτε οι άγγελοι στον ουρανό ούτε ο Γιος, παρά μόνο ο Πατέρας. 33  Να προσέχετε, να είστε άγρυπνοι, γιατί δεν γνωρίζετε πότε είναι ο προσδιορισμένος καιρός. 34  Είναι σαν έναν άνθρωπο που ταξίδεψε σε ξένη χώρα, ο οποίος άφησε το σπίτι του και έδωσε την εξουσία στους δούλους του, στον καθένα το έργο του, και διέταξε το θυρωρό να είναι σε εγρήγορση. 35  Συνεπώς, να είστε σε εγρήγορση, γιατί δεν γνωρίζετε πότε έρχεται ο κύριος του σπιτιού, είτε προς το τέλος της ημέρας είτε τα μεσάνυχτα είτε όταν λαλεί ο πετεινός είτε νωρίς το πρωί· 36  ώστε, όταν φτάσει ξαφνικά, να μη σας βρει να κοιμάστε. 37  Και αυτό που λέω σε εσάς το λέω σε όλους: Να είστε σε εγρήγορση».

14  Το πάσχα και η γιορτή των άζυμων άρτων ήταν ύστερα από δύο ημέρες. Και οι πρωθιερείς και οι γραμματείς ζητούσαν κάποιον τρόπο να τον πιάσουν με δολοπλοκία και να τον σκοτώσουν· 2  διότι έλεγαν: «Όχι στη γιορτή, μήπως γίνει σάλος από μέρους του λαού».

   3  Και ενώ ήταν στη Βηθανία, στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, καθώς πλάγιαζε για το γεύμα, ήρθε μια γυναίκα που είχε ένα αλαβάστρινο δοχείο με αρωματικό λάδι, γνήσιο νάρδο, πολύ ακριβό. Αφού άνοιξε το αλαβάστρινο δοχείο σπάζοντάς το, άρχισε να το χύνει στο κεφάλι του. 4  Τότε υπήρχαν μερικοί που εξέφραζαν αγανάκτηση μεταξύ τους: «Γιατί έγινε αυτή η σπατάλη του αρωματικού λαδιού; 5  Διότι αυτό το αρωματικό λάδι θα μπορούσε να είχε πουληθεί τριακόσια δηνάρια και πλέον και να είχε δοθεί στους φτωχούς!» Και ήταν πολύ δυσαρεστημένοι μαζί της. 6  Αλλά ο Ιησούς είπε: «Αφήστε την. Γιατί προσπαθείτε να της δημιουργήσετε προβλήματα; Αυτή έκανε μια καλή πράξη προς εμένα. 7  Τους φτωχούς άλλωστε τους έχετε πάντοτε μαζί σας, και όποτε θέλετε μπορείτε πάντοτε να τους κάνετε καλό, αλλά εμένα δεν με έχετε πάντοτε. 8  Αυτή έκανε ό,τι μπορούσε· ανέλαβε προκαταβολικά να βάλει αρωματικό λάδι στο σώμα μου ενόψει της ταφής. 9  Αληθινά σας λέω: Οπουδήποτε κηρυχτούν τα καλά νέα σε όλο τον κόσμο, θα ειπωθεί και αυτό που έκανε αυτή η γυναίκα, σε ανάμνησή της».

   10  Και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, πήγε στους πρωθιερείς για να τον προδώσει σε αυτούς. 11  Όταν αυτοί το άκουσαν, χάρηκαν και υποσχέθηκαν να του δώσουν ασημένια νομίσματα. Εκείνος, λοιπόν, άρχισε να ζητάει κάποιον τρόπο να τον προδώσει στην κατάλληλη ευκαιρία.

   12  Την πρώτη ημέρα των άζυμων άρτων, όταν σύμφωνα με το έθιμο έκαναν τη θυσία του πάσχα, του είπαν οι μαθητές του: «Πού θέλεις να πάμε και να σου ετοιμάσουμε να φας το πάσχα;» 13  Τότε έστειλε δύο από τους μαθητές του και τους είπε: «Πηγαίνετε στην πόλη, και θα σας ανταμώσει κάποιος άνθρωπος που θα βαστάει ένα πήλινο σκεύος για νερό. Ακολουθήστε τον 14  και, όπου μπει, πείτε στον οικοδεσπότη: “Ο Δάσκαλος λέει: «Πού είναι ο ξενώνας για εμένα, όπου θα φάω το πάσχα με τους μαθητές μου;»” 15  Και αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειο, επιπλωμένο και έτοιμο· και εκεί ετοιμάστε για εμάς». 16  Οι μαθητές, λοιπόν, βγήκαν έξω και μπήκαν στην πόλη και το βρήκαν όπως τους είχε πει· και ετοίμασαν το πάσχα.

   17  Αφού βράδιασε, εκείνος έφτασε με τους δώδεκα. 18  Και καθώς πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι και έτρωγαν, ο Ιησούς είπε: «Αληθινά σας λέω: Ένας από εσάς, που τρώει μαζί μου, θα με προδώσει». 19  Αυτοί άρχισαν να λυπούνται και να του λένε ο ένας μετά τον άλλον: «Μήπως είμαι εγώ;» 20  Εκείνος τους είπε: «Είναι ένας από τους δώδεκα, ο οποίος βουτάει μαζί μου στην κοινή μας κούπα. 21  Βέβαια, ο Γιος του ανθρώπου φεύγει, όπως είναι γραμμένο σχετικά με αυτόν, αλλά αλίμονο σε εκείνον τον άνθρωπο μέσω του οποίου προδίδεται ο Γιος του ανθρώπου! Θα ήταν καλύτερο για εκείνον τον άνθρωπο να μην είχε γεννηθεί».

   22  Και καθώς συνέχιζαν να τρώνε, πήρε ένα ψωμί, είπε μια ευλογία, το έσπασε και τους το έδωσε και είπε: «Πάρτε το, αυτό σημαίνει το σώμα μου». 23  Και αφού πήρε ένα ποτήρι, έκανε μια ευχαριστήρια προσευχή και τους το έδωσε και ήπιαν όλοι από αυτό. 24  Και τους είπε: «Αυτό σημαίνει το “αίμα μου της διαθήκης”, το οποίο θα χυθεί για χάρη πολλών. 25  Αληθινά σας λέω: Δεν πρόκειται πλέον να πιω από το γέννημα του κλήματος μέχρι εκείνη την ημέρα που θα το πίνω καινούριο στη βασιλεία του Θεού». 26  Τελικά, αφού έψαλαν αίνους, βγήκαν έξω στο Όρος των Ελαιών.

   27  Και ο Ιησούς τούς είπε: «Όλοι σας θα σκανδαλιστείτε, επειδή είναι γραμμένο: “Θα πατάξω τον ποιμένα, και τα πρόβατα θα διασκορπιστούν”. 28  Αλλά αφού εγερθώ, θα πάω πριν από εσάς στη Γαλιλαία». 29  Ο Πέτρος, όμως, του είπε: «Ακόμη και αν όλοι οι άλλοι σκανδαλιστούν, εντούτοις εγώ δεν θα σκανδαλιστώ». 30  Τότε ο Ιησούς τού είπε: «Αληθινά σου λέω: Εσύ ο ίδιος σήμερα, ναι, αυτή τη νύχτα, προτού λαλήσει πετεινός δύο φορές, θα με απαρνηθείς τρεις φορές». 31  Αλλά αυτός άρχισε να λέει ασυγκράτητα: «Και αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου, δεν πρόκειται να σε απαρνηθώ». Και όλοι οι άλλοι άρχισαν να λένε το ίδιο.

   32  Ήρθαν, λοιπόν, σε ένα μέρος που ονομαζόταν Γεθσημανή, και εκείνος είπε στους μαθητές του: «Καθήστε εδώ ενόσω εγώ θα προσεύχομαι». 33  Και πήρε μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και άρχισε να αγωνιά και να νιώθει έντονη ταραχή. 34  Και τους είπε: «Η ψυχή μου είναι βαθιά λυπημένη, μέχρι θανάτου. Μείνετε εδώ και να είστε σε εγρήγορση». 35  Και πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα, έπεσε στο έδαφος και προσευχόταν, αν ήταν δυνατόν, να παρέλθει αυτή η ώρα από αυτόν. 36  Και έλεγε: «Αββά, Πατέρα, τα πάντα είναι δυνατά για εσένα· απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από εμένα. Εντούτοις, όχι αυτό που εγώ θέλω, αλλά αυτό που εσύ θέλεις». 37  Και ήρθε και τους βρήκε να κοιμούνται, και είπε στον Πέτρο: «Σίμων, κοιμάσαι; Δεν είχες τη δύναμη να είσαι σε εγρήγορση μία ώρα; 38  Να είστε σε εγρήγορση και να προσεύχεστε, για να μην έρθετε σε πειρασμό. Το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, αλλά η σάρκα αδύναμη». 39  Και έφυγε πάλι και προσευχήθηκε, λέγοντας τα ίδια λόγια. 40  Και πάλι ήρθε και τους βρήκε να κοιμούνται, γιατί τα μάτια τους είχαν βαρύνει, και έτσι δεν ήξεραν τι να του απαντήσουν. 41  Και ήρθε την τρίτη φορά και τους είπε: «Στιγμές σαν και αυτές εσείς κοιμάστε και αναπαύεστε! Αρκετά! Ήρθε η ώρα! Δείτε! Ο Γιος του ανθρώπου παραδίδεται με προδοσία στα χέρια αμαρτωλών. 42  Σηκωθείτε, πάμε. Ορίστε! Ο προδότης μου έχει πλησιάσει».

   43  Και αμέσως, ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, έφτασε ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του πλήθος με σπαθιά και ρόπαλα από τους πρωθιερείς και τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους. 44  Ο προδότης του τους είχε δώσει μάλιστα ένα σύνθημα, λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· συλλάβετέ τον και πάρτε τον με ασφάλεια». 45  Και ήρθε κατευθείαν και τον πλησίασε και είπε: «Ραββί!» και τον φίλησε πολύ τρυφερά. 46  Έβαλαν, λοιπόν, τα χέρια τους πάνω του και τον συνέλαβαν. 47  Ωστόσο, κάποιος από εκείνους που στέκονταν εκεί τράβηξε το σπαθί του και χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το αφτί. 48  Ο δε Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: «Βγήκατε να με συλλάβετε με σπαθιά και ρόπαλα, σαν να βγαίνατε εναντίον ενός ληστή; 49  Κάθε ημέρα ήμουν μαζί σας στο ναό διδάσκοντας, και όμως δεν με συλλάβατε. Εντούτοις, αυτό γίνεται για να εκπληρωθούν οι Γραφές».

   50  Και όλοι τον εγκατέλειψαν και έφυγαν. 51  Αλλά κάποιος νεαρός, που φορούσε ένα εκλεκτό λινό ένδυμα πάνω από το γυμνό σώμα του, τον ακολουθούσε από κοντά· και προσπάθησαν να τον πιάσουν, 52  αλλά εκείνος άφησε το λινό του ένδυμα και έφυγε γυμνός.

   53  Έφεραν, λοιπόν, τον Ιησού στον αρχιερέα, και συνάχθηκαν όλοι οι πρωθιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. 54  Ο δε Πέτρος, από αρκετή απόσταση, τον ακολούθησε μέχρι μέσα στην αυλή του αρχιερέα· και καθόταν μαζί με τους υπηρέτες του σπιτιού και ζεσταινόταν μπροστά σε μια δυνατή φωτιά. 55  Στο μεταξύ, οι πρωθιερείς και όλο το Σάνχεδριν έψαχναν για μαρτυρία εναντίον του Ιησού ώστε να τον θανατώσουν, αλλά δεν έβρισκαν. 56  Πολλοί, βέβαια, ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, αλλά οι μαρτυρίες τους δεν συμφωνούσαν. 57  Και ορισμένοι σηκώνονταν και ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, λέγοντας: 58  «Τον ακούσαμε να λέει: “Θα γκρεμίσω αυτόν το ναό, που φτιάχτηκε από χέρια, και σε τρεις ημέρες θα χτίσω άλλον, που δεν θα είναι φτιαγμένος από χέρια”». 59  Αλλά ούτε σχετικά με αυτά συμφωνούσε η μαρτυρία τους.

   60  Τελικά, σηκώθηκε στο μέσο τους ο αρχιερέας και ρώτησε τον Ιησού, λέγοντας: «Δεν απαντάς τίποτα; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;» 61  Εκείνος, όμως, έμενε σιωπηλός και δεν έδινε καμιά απάντηση. Πάλι άρχισε ο αρχιερέας να τον ρωτάει και του είπε: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Γιος του Ευλογητού;» 62  Τότε ο Ιησούς είπε: «Εγώ είμαι· και θα δείτε τον Γιο του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά της δύναμης και να έρχεται με τα σύννεφα του ουρανού». 63  Τότε ο αρχιερέας έσκισε τα εσωτερικά του ενδύματα και είπε: «Τι χρειαζόμαστε πια μάρτυρες; 64  Ακούσατε τη βλασφημία. Τι σας φαίνεται εσάς;» Όλοι τον καταδίκασαν ως άξιο θανάτου. 65  Και μερικοί άρχισαν να τον φτύνουν και να καλύπτουν ολόκληρο το πρόσωπό του και να τον χτυπούν με τις γροθιές τους και να του λένε: «Προφήτευσε!» Και χαστουκίζοντάς τον οι υπάλληλοι του δικαστηρίου τον πήραν.

   66  Ενώ τώρα ο Πέτρος ήταν κάτω, στην αυλή, ήρθε μια από τις υπηρέτριες του αρχιερέα 67  και, βλέποντας τον Πέτρο να ζεσταίνεται, τον κοίταξε κατάματα και είπε: «Και εσύ ήσουν μαζί με τον Ναζωραίο, αυτόν τον Ιησού». 68  Αλλά εκείνος το αρνήθηκε, λέγοντας: «Ούτε τον γνωρίζω ούτε καταλαβαίνω τι λες», και βγήκε έξω στον προθάλαμο. 69  Εκεί η υπηρέτρια, βλέποντάς τον, άρχισε πάλι να λέει σε εκείνους που στέκονταν δίπλα: «Αυτός είναι από αυτούς». 70  Εκείνος πάλι το αρνούνταν. Και άλλη μια φορά, έπειτα από λίγο, εκείνοι που στέκονταν δίπλα άρχισαν να λένε στον Πέτρο: «Σίγουρα είσαι από αυτούς, γιατί είσαι και Γαλιλαίος». 71  Αλλά εκείνος άρχισε να καταριέται και να ορκίζεται: «Δεν γνωρίζω αυτόν τον άνθρωπο για τον οποίο μιλάτε». 72  Και αμέσως λάλησε ένας πετεινός δεύτερη φορά· και ο Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια που του είπε ο Ιησούς: «Προτού λαλήσει πετεινός δύο φορές, θα με απαρνηθείς τρεις φορές». Τότε κατέρρευσε και ξέσπασε σε κλάματα.

15  Και αμέσως την αυγή, οι πρωθιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, μάλιστα ολόκληρο το Σάνχεδριν, έκαναν σύσκεψη και έδεσαν τον Ιησού και τον πήραν από εκεί και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο. 2  Ο Πιλάτος, λοιπόν, τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Απαντώντας του εκείνος είπε: «Εσύ ο ίδιος το λες». 3  Και οι πρωθιερείς άρχισαν να τον κατηγορούν για πολλά πράγματα. 4  Ο δε Πιλάτος άρχισε να τον ρωτάει πάλι, λέγοντας: «Δεν έχεις να απαντήσεις τίποτα; Δες πόσες κατηγορίες διατυπώνουν εναντίον σου». 5  Αλλά ο Ιησούς δεν έδωσε πια καμιά απάντηση, ώστε ο Πιλάτος άρχισε να θαυμάζει.

   6  Σε κάθε γιορτή συνήθιζε να τους απελευθερώνει έναν φυλακισμένο, όποιον ζητούσαν. 7  Τότε ήταν ο λεγόμενος Βαραββάς δέσμιος μαζί με τους στασιαστές, οι οποίοι κατά το στασιασμό τους είχαν διαπράξει φόνο. 8  Το πλήθος, λοιπόν, ανέβηκε και άρχισε να του ζητάει να κάνει αυτό που έκανε συνήθως για αυτούς. 9  Ο Πιλάτος τούς αποκρίθηκε, λέγοντας: «Θέλετε να σας απελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» 10  Διότι ήξερε ότι από φθόνο τον είχαν παραδώσει οι πρωθιερείς. 11  Οι πρωθιερείς, όμως, υποκίνησαν το πλήθος να τον βάλουν να τους απελευθερώσει τον Βαραββά αντί για αυτόν. 12  Απαντώντας πάλι ο Πιλάτος τούς έλεγε: «Τι να κάνω, λοιπόν, αυτόν τον οποίο αποκαλείτε βασιλιά των Ιουδαίων;» 13  Αυτοί πάλι κραύγασαν: «Κρέμασέ τον στο ξύλο!» 14  Αλλά ο Πιλάτος άρχισε να τους λέει: «Γιατί, τι κακό έκανε;» Και αυτοί κραύγασαν ακόμη περισσότερο: «Κρέμασέ τον στο ξύλο!» 15  Τότε ο Πιλάτος, θέλοντας να ικανοποιήσει το πλήθος, τους απελευθέρωσε τον Βαραββά και, αφού έβαλε να μαστιγώσουν τον Ιησού, τον παρέδωσε για να κρεμαστεί στο ξύλο.

   16  Κατόπιν οι στρατιώτες τον οδήγησαν στην αυλή, δηλαδή στο ανάκτορο του κυβερνήτη· και συγκέντρωσαν όλο το σώμα των στρατιωτών, 17  και τον στόλισαν με πορφύρα και έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν πάνω του. 18  Και άρχισαν να τον χαιρετούν: «Χαίρε, Βασιλιά των Ιουδαίων!» 19  Επίσης, τον χτυπούσαν στο κεφάλι με ένα καλάμι και τον έφτυναν και, λυγίζοντας τα γόνατά τους, τον προσκυνούσαν. 20  Τελικά, αφού τον περιέπαιξαν, του έβγαλαν την πορφύρα και τον έντυσαν με τα εξωτερικά του ενδύματα. Και τον οδήγησαν έξω για να τον κρεμάσουν στο ξύλο. 21  Επίσης, αγγάρεψαν έναν περαστικό, κάποιον Σίμωνα από την Κυρήνη, ο οποίος ερχόταν από τους αγρούς, τον πατέρα του Αλέξανδρου και του Ρούφου, για να σηκώσει το ξύλο του βασανισμού του.

   22  Τον έφεραν, λοιπόν, στον τόπο που ονομαζόταν Γολγοθάς, το οποίο όταν μεταφράζεται σημαίνει Κρανίου Τόπος. 23  Και προσπάθησαν να του δώσουν κρασί που περιείχε ναρκωτική σμύρνα, αλλά εκείνος δεν το πήρε. 24  Και τον κρέμασαν στο ξύλο και μοίρασαν τα εξωτερικά του ενδύματα ρίχνοντας κλήρο για αυτά, για να δουν ποιος θα πάρει τι. 25  Τώρα ήταν η τρίτη ώρα, και τον κρέμασαν στο ξύλο. 26  Και η επιγραφή της κατηγορίας εναντίον του ήταν γραμμένη από πάνω: «Ο Βασιλιάς των Ιουδαίων». 27  Επιπλέον, μαζί με αυτόν κρέμασαν σε ξύλο δύο ληστές, έναν στα δεξιά του και έναν στα αριστερά του. 28  —— 29  Και οι περαστικοί τού μιλούσαν υβριστικά, κουνώντας το κεφάλι τους και λέγοντας: «Ε! Εσύ που θα γκρέμιζες το ναό και θα τον έχτιζες μέσα σε τρεις ημέρες, 30  σώσε τον εαυτό σου κατεβαίνοντας από το ξύλο του βασανισμού». 31  Με όμοιο τρόπο και οι πρωθιερείς τον περιέπαιζαν μεταξύ τους μαζί με τους γραμματείς και έλεγαν: «Άλλους έσωσε· τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει! 32  Ας κατεβεί τώρα ο Χριστός, ο Βασιλιάς του Ισραήλ, από το ξύλο του βασανισμού, για να δούμε και να πιστέψουμε». Ακόμη και εκείνοι που ήταν κρεμασμένοι σε ξύλο μαζί με αυτόν τον ονείδιζαν.

   33  Όταν ήρθε η έκτη ώρα, έπεσε σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη μέχρι την ένατη ώρα. 34  Και την ένατη ώρα ο Ιησούς φώναξε με δυνατή φωνή: «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;» το οποίο όταν μεταφράζεται σημαίνει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» 35  Και μερικοί από εκείνους που στέκονταν κοντά, όταν το άκουσαν, άρχισαν να λένε: «Δείτε! Φωνάζει τον Ηλία». 36  Αλλά κάποιος έτρεξε, μούσκεψε ένα σφουγγάρι σε ξινό κρασί, το έβαλε πάνω σε ένα καλάμι και άρχισε να του δίνει να πιει, λέγοντας: «Αφήστε τον! Ας δούμε αν θα έρθει ο Ηλίας να τον κατεβάσει». 37  Ο δε Ιησούς έβγαλε μια δυνατή κραυγή και εξέπνευσε. 38  Και η κουρτίνα του αγιαστηρίου σκίστηκε στα δύο, από πάνω ως κάτω. 39  Όταν ο αξιωματικός που στεκόταν εκεί, απέναντί του, είδε ότι είχε εκπνεύσει κάτω από αυτές τις συνθήκες, είπε: «Σίγουρα αυτός ο άνθρωπος ήταν Γιος του Θεού».

   40  Υπήρχαν και γυναίκες που κοίταζαν από απόσταση, ανάμεσά τους η Μαρία η Μαγδαληνή, καθώς και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου του Μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη, 41  οι οποίες τον συνόδευαν και τον διακονούσαν όταν αυτός ήταν στη Γαλιλαία, και πολλές άλλες γυναίκες που είχαν ανεβεί μαζί του στην Ιερουσαλήμ.

   42  Ήταν ήδη αργά το απόγευμα, και επειδή ήταν Προετοιμασία, δηλαδή η ημέρα πριν από το σάββατο, 43  ήρθε ο Ιωσήφ, ευυπόληπτο μέλος του Συμβουλίου, που ήταν από την Αριμαθαία, ο οποίος περίμενε και αυτός τη βασιλεία του Θεού. Αυτός πήρε το θάρρος να πάει μπροστά στον Πιλάτο και να ζητήσει το σώμα του Ιησού. 44  Αλλά ο Πιλάτος αναρωτήθηκε αν εκείνος ήταν ήδη νεκρός και, καλώντας τον αξιωματικό, τον ρώτησε αν είχε ήδη πεθάνει. 45  Αφού, λοιπόν, έλαβε τη διαβεβαίωση από τον αξιωματικό, παραχώρησε το πτώμα στον Ιωσήφ. 46  Και αυτός αγόρασε εκλεκτό λινό ύφασμα και τον κατέβασε, τον τύλιξε στο εκλεκτό λινό ύφασμα και τον έβαλε σε ένα μνήμα που ήταν λαξευμένο στο βράχο· και κύλησε μια πέτρα στην πόρτα του μνημείου. 47  Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιωσή, συνέχισαν να κοιτάζουν προς το μέρος όπου είχε τεθεί.

16  Αφού, λοιπόν, πέρασε το σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη αγόρασαν μυρωδικά για να έρθουν και να τον αλείψουν. 2  Και πολύ νωρίς την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, ήρθαν στο μνημείο, αφού ανέτειλε ο ήλιος. 3  Και έλεγαν η μία στην άλλη: «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την πόρτα του μνημείου;» 4  Αλλά όταν σήκωσαν τα μάτια τους, είδαν ότι η πέτρα είχε κυλιστεί, μολονότι ήταν πολύ μεγάλη. 5  Όταν μπήκαν μέσα στο μνημείο, είδαν έναν νεαρό άντρα να κάθεται στη δεξιά πλευρά ντυμένος με λευκή στολή, και σάστισαν. 6  Εκείνος τους είπε: «Μη σαστίζετε. Ψάχνετε τον Ιησού τον Ναζωραίο, που κρεμάστηκε στο ξύλο. Εγέρθηκε, δεν είναι εδώ. Να το μέρος όπου τον έβαλαν. 7  Αλλά πηγαίνετε, πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: “Πηγαίνει πριν από εσάς στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε, όπως σας είπε”». 8  Αυτές, λοιπόν, όταν βγήκαν έξω, έφυγαν από το μνημείο, γιατί τις είχε καταλάβει τρόμος και δυνατή συγκίνηση. Και δεν είπαν σε κανέναν τίποτα, γιατί φοβούνταν.

ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ορισμένα αρχαία χειρόγραφα (ο Αλεξανδρινός Κώδικας, ο Κώδικας του Εφραίμ, ο Κώδικας του Βέζα) και ορισμένες αρχαίες μεταφράσεις (η λατινική Βουλγάτα, η Κουρετόνια συριακή, η συριακή Πεσίτα) προσθέτουν τον ακόλουθο μεγάλο επίλογο, τον οποίο όμως παραλείπουν ο Σιναϊτικός Κώδικας, ο Βατικανός Κώδικας, ο Σιναϊτικός Συριακός κώδικας και η Αρμενική Μετάφραση:

   9  Αφού αναστήθηκε νωρίς την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, εμφανίστηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή, από την οποία είχε εκβάλει εφτά δαίμονες. 10  Αυτή πήγε και το ανέφερε σε εκείνους που ήταν στο παρελθόν μαζί του, καθώς πενθούσαν και έκλαιγαν. 11  Αλλά εκείνοι, όταν άκουσαν ότι είχε έρθει στη ζωή και ότι αυτή τον είχε δει, δεν πίστεψαν. 12  Έπειτα δε από αυτά, εμφανίστηκε με άλλη μορφή σε δύο από αυτούς οι οποίοι περπατούσαν πηγαίνοντας στην ύπαιθρο· 13  και αυτοί γύρισαν και το ανέφεραν στους υπόλοιπους. Ούτε αυτούς τους πίστεψαν. 14  Αλλά αργότερα εμφανίστηκε στους ίδιους τους έντεκα, καθώς πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι, και ονείδισε την απιστία και τη σκληροκαρδία τους, επειδή δεν πίστεψαν εκείνους που τον είχαν δει τώρα που είχε εγερθεί από τους νεκρούς. 15  Και τους είπε: «Πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο και κηρύξτε τα καλά νέα σε όλη τη δημιουργία. 16  Αυτός που πιστεύει και βαφτίζεται θα σωθεί, αλλά αυτός που δεν πιστεύει θα καταδικαστεί. 17  Επιπλέον, αυτά τα σημεία θα συνοδεύουν εκείνους που πιστεύουν: Χρησιμοποιώντας το όνομά μου θα εκβάλλουν δαίμονες, θα μιλούν γλώσσες, 18  και με τα χέρια τους θα σηκώνουν φίδια, και αν πιουν κάτι θανατηφόρο αυτό δεν θα τους βλάψει καθόλου. Θα θέτουν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους, και αυτοί θα γίνονται καλά».
   19  Αφού, λοιπόν, ο Κύριος Ιησούς τούς μίλησε, αναλήφθηκε στον ουρανό και κάθησε στα δεξιά του Θεού. 20  Και αυτοί βγήκαν και κήρυξαν παντού, ενώ ο Κύριος εργαζόταν μαζί τους και υποστήριζε το άγγελμα μέσω των συνοδευτικών σημείων.

ΜΙΚΡΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ορισμένα μεταγενέστερα χειρόγραφα και ορισμένες μεταγενέστερες μεταφράσεις περιέχουν έναν μικρό επίλογο έπειτα από το εδάφιο Μάρκος 16:8, ως εξής:
   Όλα αυτά όμως για τα οποία τους είχε δοθεί εντολή τα αφηγήθηκαν με συντομία σε εκείνους που περιέβαλλαν τον Πέτρο. Έπειτα δε από αυτά, ο ίδιος ο Ιησούς έστειλε μέσω αυτών, από την ανατολή ως τη δύση, την άγια και άφθαρτη εξαγγελία της αιώνιας σωτηρίας.