April 2
Λουκάς 9:18 — 9:36
18
Αργότερα, ενώ προσευχόταν μόνος, συγκεντρώθηκαν κοντά του οι μαθητές, και αυτός
τους ρώτησε, λέγοντας: «Ποιος λένε τα πλήθη ότι είμαι;»
19
Απαντώντας αυτοί είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής· άλλοι πάλι, ο Ηλίας, και κάποιοι
άλλοι ότι έχει αναστηθεί ένας από τους αρχαίους προφήτες».
20
Τότε αυτός τους είπε: «Εσείς, όμως, ποιος λέτε ότι είμαι;» Ο Πέτρος, απαντώντας,
είπε: «Ο Χριστός του
Θεού».
21
Τότε, μιλώντας τους σε αυστηρό τόνο, τους έδωσε οδηγίες να μην το λένε αυτό σε
κανέναν, 22
αλλά είπε: «Ο Γιος του ανθρώπου πρέπει να υποστεί πολλά παθήματα και να
απορριφθεί από τους πρεσβυτέρους και τους πρωθιερείς και τους γραμματείς και να
θανατωθεί και την τρίτη ημέρα να
εγερθεί».
23
Κατόπιν άρχισε να λέει σε όλους: «Αν κάποιος θέλει να έρθει πίσω μου, ας
απαρνηθεί τον εαυτό του και ας
σηκώνει το ξύλο του βασανισμού του κάθε ημέρα και ας με ακολουθεί συνεχώς.
24
Διότι όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του θα τη χάσει· αλλά όποιος χάσει την ψυχή
του για χάρη μου, αυτός θα τη σώσει.
25
Πραγματικά, τι ωφελείται ο άνθρωπος αν κερδίσει όλο τον κόσμο αλλά χάσει τον
εαυτό του ή ζημιωθεί; 26
Διότι όποιος ντραπεί για εμένα και για τα λόγια μου, ο Γιος του ανθρώπου θα
ντραπεί για αυτόν όταν φτάσει με τη δόξα του και με τη δόξα του Πατέρα και των
αγίων αγγέλων. 27
Αλλά σας λέω αληθινά: Υπάρχουν μερικοί από αυτούς που στέκονται εδώ οι οποίοι
δεν πρόκειται να γευτούν θάνατο, μέχρι να δουν πρώτα τη βασιλεία του Θεού».
28
Πραγματικά, οχτώ περίπου ημέρες ύστερα από αυτά τα λόγια, πήρε μαζί του τον
Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στο βουνό να προσευχηθεί.
29
Και καθώς προσευχόταν, η όψη του
προσώπου του έγινε διαφορετική και η ενδυμασία του έγινε αστραφτερά λευκή.
30
Και δύο άντρες συνομιλούσαν μαζί του, οι οποίοι ήταν ο Μωυσής και ο Ηλίας.
31
Αυτοί εμφανίστηκαν με δόξα και άρχισαν να μιλούν για την αναχώρησή του, την
οποία έμελλε να εκπληρώσει στην Ιερουσαλήμ.
32
Ο δε Πέτρος και εκείνοι που βρίσκονταν μαζί του ήταν καταβαρημένοι από τον ύπνο·
αλλά όταν ξύπνησαν εντελώς, είδαν τη δόξα
του και τους δύο άντρες που στέκονταν μαζί του.
33
Και καθώς εκείνοι χωρίζονταν από αυτόν, ο Πέτρος είπε στον Ιησού: «Δάσκαλε, καλό
είναι να είμαστε εδώ· γι’ αυτό ας στήσουμε τρεις σκηνές, μία για εσένα και μία
για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία», χωρίς να συνειδητοποιεί τι έλεγε.
34
Αλλά καθώς τα έλεγε αυτά, σχηματίστηκε ένα σύννεφο και άρχισε να τους επισκιάζει.
Μόλις μπήκαν στο σύννεφο, αυτοί φοβήθηκαν.
35
Και μια φωνή ήρθε από το σύννεφο, η
οποία έλεγε: «Αυτός είναι ο Γιος μου, ο οποίος έχει εκλεγεί.
Να τον ακούτε». 36
Και αφού ακούστηκε η φωνή, ο Ιησούς βρέθηκε μόνος.
Και αυτοί έμειναν σιωπηλοί και δεν ανέφεραν σε κανέναν εκείνες τις
ημέρες τίποτα από όσα είδαν.
18 Later, while he was praying alone, the disciples came together to him, and he questioned them, saying: “Who are the crowds saying that I am?” 19 In reply they said: “John the Baptist; but others, Elijah, and still others, that one of the ancient prophets has risen.” 20 Then he said to them: “YOU, though, who do YOU say I am?” Peter said in reply: “The Christ of God.” 21 Then in a stern talk to them he instructed them not to be telling this to anybody, 22 but said: “The Son of man must undergo many sufferings and be rejected by the older men and chief priests and scribes, and be killed, and on the third day be raised up.”
23 Then he went on to say to all: “If anyone wants to come after me, let him disown himself and pick up his torture stake day after day and follow me continually. 24 For whoever wants to save his soul will lose it; but whoever loses his soul for my sake is the one that will save it. 25 Really, what does a man benefit himself if he gains the whole world but loses his own self or suffers damage? 26 For whoever becomes ashamed of me and of my words, the Son of man will be ashamed of this one when he arrives in his glory and that of the Father and of the holy angels. 27 But I tell YOU truthfully, There are some of those standing here that will not taste death at all until first they see the kingdom of God.”
28 In
actual fact, about eight days after these words, he took Peter and John and
James along and climbed up into the mountain to pray.
29 And
as he was praying the appearance of his face became different and his apparel
became glitteringly white.
30 Also,
look! two men were conversing with him, who were Moses and Elijah.
31 These
appeared with glory and began talking about his departure that he was destined
to fulfill at Jerusalem.
32 Now
Peter and those with him were weighed down with sleep; but when they got fully
awake they saw his glory and the two men standing with him.
33 And
as these were being separated from him, Peter said to Jesus: “Instructor, it is
fine for us to be here, so let us erect three tents, one for you and one for
Moses and one for Elijah,” he not realizing what he was saying.
34 But
as he was saying these things a cloud formed and began to overshadow them. As
they entered into the cloud, they became fearful.
35 And
a voice came out of the cloud, saying: “This is my Son, the one that has been
chosen. Listen to him.”
36 And
as the voice occurred Jesus was found alone. But they kept quiet and did not
report to anyone in those days any of the things they saw.