April 3
Λουκάς 9:37 — 9:62
37
Την επόμενη ημέρα, όταν κατέβηκαν από το βουνό, τον συνάντησε μεγάλο πλήθος.
38
Και ένας άντρας φώναξε μέσα από το πλήθος, λέγοντας: «Δάσκαλε, σε παρακαλώ να
κοιτάξεις το γιο μου, επειδή είναι ο μονογενής
μου, 39
και ένα πνεύμα τον παίρνει, και
ξαφνικά αυτός κραυγάζει, και του προκαλεί σπασμούς μαζί με αφρό, και μόλις και
μετά βίας τον αφήνει αφού τον μωλωπίσει.
40
Και παρακάλεσα τους μαθητές σου να το εκβάλουν, αλλά αυτοί δεν μπόρεσαν».
41
Απαντώντας ο Ιησούς είπε: «Άπιστη και διεστραμμένη γενιά,
ως πότε θα πρέπει να μένω μαζί σας και να σας ανέχομαι; Φέρε το γιο
σου εδώ». 42
Αλλά ενώ αυτός πλησίαζε ακόμη, ο δαίμονας τον έριξε στο έδαφος και του προκάλεσε
βίαιους σπασμούς. Ωστόσο, ο Ιησούς επέπληξε το ακάθαρτο πνεύμα και γιάτρεψε το
αγόρι και το έδωσε στον πατέρα του. 43
Όλοι, λοιπόν, άρχισαν να θαυμάζουν τη μεγαλειώδη δύναμη
του Θεού.
Καθώς όλοι θαύμαζαν
για όλα όσα έκανε, είπε στους μαθητές του:
44
«Βάλτε στα αφτιά σας αυτά τα λόγια, γιατί ο Γιος του ανθρώπου μέλλει να
παραδοθεί στα χέρια των ανθρώπων». 45
Εκείνοι, όμως, εξακολουθούσαν να μην καταλαβαίνουν αυτόν το λόγο. Στην
πραγματικότητα, ήταν αποκρυμμένος από αυτούς για να μη συλλάβουν το νόημα, και
φοβούνταν να τον ρωτήσουν σχετικά με αυτόν το λόγο.
46
Κατόπιν μπήκε ανάμεσά τους ένας διαλογισμός ως προς το ποιος από αυτούς θα ήταν
ο μεγαλύτερος. 47
Ο Ιησούς, γνωρίζοντας το διαλογισμό της καρδιάς τους, πήρε ένα μικρό παιδί, το
έβαλε δίπλα του 48
και τους είπε: «Όποιος δεχτεί αυτό το μικρό παιδί με βάση το όνομά μου δέχεται
και εμένα, και όποιος δεχτεί εμένα δέχεται και αυτόν που με απέστειλε.
Διότι αυτός που συμπεριφέρεται ως μικρότερος
μεταξύ όλων σας, αυτός είναι μεγάλος».
49
Ο Ιωάννης αποκρίθηκε και είπε: «Δάσκαλε, είδαμε κάποιον να εκβάλλει δαίμονες
χρησιμοποιώντας το όνομά σου και προσπαθήσαμε να τον εμποδίσουμε,
επειδή δεν ακολουθεί μαζί με εμάς».
50
Αλλά ο Ιησούς τού είπε: «Μην προσπαθείτε να τον εμποδίσετε, γιατί αυτός που δεν
είναι εναντίον σας είναι με το μέρος σας».
51
Καθώς συμπληρώνονταν δε οι ημέρες για να αναληφθεί,
προσήλωσε σταθερά το πρόσωπό του στο να πάει στην Ιερουσαλήμ.
52
Και έστειλε αγγελιοφόρους πριν από αυτόν. Και αυτοί πήγαν και μπήκαν σε ένα
χωριό Σαμαρειτών για να κάνουν
προετοιμασία για αυτόν·
53
αλλά εκείνοι δεν τον δέχτηκαν, επειδή είχε το πρόσωπο προσηλωμένο στο να πάει
στην Ιερουσαλήμ. 54
Όταν το είδαν αυτό οι μαθητές Ιάκωβος και Ιωάννης,
είπαν: «Κύριε, θέλεις να πούμε να πέσει φωτιά
από τον ουρανό και να τους αφανίσει;»
55
Αλλά αυτός γύρισε και τους επέπληξε.
56
Πήγαν, λοιπόν, σε άλλο χωριό.
57
Καθώς πήγαιναν στο δρόμο, κάποιος του είπε: «Θα σε ακολουθήσω όπου και αν πας».
58
Και ο Ιησούς τού είπε: «Οι αλεπούδες έχουν φωλιές και τα πουλιά του ουρανού
έχουν τόπους να κουρνιάσουν, αλλά ο Γιος του ανθρώπου δεν έχει πουθενά να γείρει
το κεφάλι του». 59
Κατόπιν είπε σε έναν άλλον: «Γίνε ακόλουθός μου». Αυτός είπε: «Επίτρεψέ μου
πρώτα να φύγω και να θάψω τον πατέρα μου».
60
Αλλά εκείνος του είπε: «Άφησε τους νεκρούς
να θάψουν τους νεκρούς τους, αλλά εσύ πήγαινε και διακήρυττε
εκτεταμένα τη βασιλεία του Θεού». 61
Και κάποιος άλλος είπε: «Θα σε ακολουθήσω, Κύριε· αλλά πρώτα επίτρεψέ μου να
αποχαιρετήσω εκείνους που είναι στο
σπιτικό μου».
62
Ο Ιησούς τού είπε: «Κανείς που έχει βάλει το χέρι του στο αλέτρι
και κοιτάζει τα πράγματα που βρίσκονται πίσω
δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία του Θεού».
37 On the succeeding day, when they got down from the mountain, a great crowd met him. 38 And, look! a man cried out from the crowd, saying: “Teacher, I beg you to take a look at my son, because he is my only-begotten, 39 and, look! a spirit takes him, and suddenly he cries out, and it throws him into convulsions with foam, and it scarcely withdraws from him after bruising him. 40 And I begged your disciples to expel it, but they could not.” 41 In response Jesus said: “O faithless and twisted generation, how long must I continue with YOU and put up with YOU? Lead your son over here.” 42 But even as he was approaching, the demon dashed him to the ground and violently convulsed him. However, Jesus rebuked the unclean spirit and healed the boy and delivered him to his father. 43 Well, they all began to be astounded at the majestic power of God.
Now as they were all marveling at all the things he was doing, he said to his disciples: 44 “Give lodgment to these words in YOUR ears, for the Son of man is destined to be delivered into the hands of men.” 45 But they continued without understanding of this saying. In fact, it was concealed from them that they might not see through it, and they were afraid to question him about this saying.
46 Then a reasoning entered among them as to who would be the greatest of them. 47 Jesus, knowing the reasoning of their hearts, took a young child, set it beside him 48 and said to them: “Whoever receives this young child on the basis of my name receives me [too], and whoever receives me receives him [also] that sent me forth. For he that conducts himself as a lesser one among all of YOU is the one that is great.”
49 In response John said: “Instructor, we saw a certain man expelling demons by the use of your name and we tried to prevent him, because he is not following with us.” 50 But Jesus said to him: “Do not YOU men try to prevent [him], for he that is not against YOU is for YOU.”
51 As the days were now coming to the full for him to be taken up, he firmly set his face to go to Jerusalem. 52 So he sent forth messengers in advance of him. And they went their way and entered into a village of Samaritans, to make preparation for him; 53 but they did not receive him, because his face was set for going to Jerusalem. 54 When the disciples James and John saw this they said: “Lord, do you want us to tell fire to come down from heaven and annihilate them?” 55 But he turned and rebuked them. 56 So they went to a different village.
57 Now
as they were going on the road, someone said to him: “I will follow you to
wherever you may depart.”
58 And
Jesus said to him: “Foxes have dens and birds of heaven have roosts, but the Son
of man has nowhere to lay down his head.”
59 Then
he said to another: “Be my follower.” The man said: “Permit me first to leave
and bury my father.”
60 But
he said to him: “Let the dead bury their dead, but you go away and declare
abroad the kingdom of God.”
61 And
still another said: “I will follow you, Lord; but first permit me to say
good-bye to those in my household.”
62 Jesus
said to him: “No man that has put his hand to a plow and looks at the things
behind is well fitted for the kingdom of God.”