April 15
Λουκάς 14:25 — 15:10
25
Ταξίδευαν δε μαζί του μεγάλα πλήθη, και αυτός στράφηκε και τους είπε:
26
«Αν κανείς έρχεται σε εμένα και δεν μισεί τον πατέρα και τη μητέρα και τη
γυναίκα και τα παιδιά και τους αδελφούς και τις αδελφές του, ναι, ακόμη και
την ίδια του την ψυχή, δεν
μπορεί να είναι μαθητής μου. 27
Όποιος δεν βαστάζει το ξύλο του βασανισμού του και δεν έρχεται πίσω μου δεν
μπορεί να είναι μαθητής μου. 28
Παραδείγματος χάρη, ποιος από εσάς που θέλει να χτίσει πύργο δεν κάθεται
πρώτα και υπολογίζει τη δαπάνη, προκειμένου
να δει αν έχει αρκετά για να τον αποπερατώσει;
29
Αλλιώς, ίσως βάλει το θεμέλιό του αλλά δεν μπορέσει να τον τελειώσει, και
όλοι όσοι τον βλέπουν ίσως αρχίσουν να τον εμπαίζουν,
30
λέγοντας: “Αυτός ο άνθρωπος άρχισε να χτίζει αλλά δεν μπόρεσε να τελειώσει”.
31
Ή ποιος βασιλιάς που προελαύνει για να συγκρουστεί με κάποιον άλλον βασιλιά
σε πόλεμο δεν κάθεται πρώτα και κάνει συμβούλιο για να διαπιστώσει αν μπορεί
με δέκα χιλιάδες στρατιώτες να αντιμετωπίσει αυτόν που έρχεται εναντίον του
με είκοσι χιλιάδες; 32
Αν, πράγματι, δεν μπορεί να το κάνει αυτό, τότε, ενώ ο άλλος είναι ακόμη
μακριά, στέλνει ένα σώμα πρεσβευτών και ζητάει ειρήνη.
33
Έτσι λοιπόν, να είστε σίγουροι ότι όποιος από εσάς δεν αποχαιρετάει όλα τα
υπάρχοντά του δεν μπορεί να
είναι μαθητής μου.
34
»Το αλάτι ασφαλώς είναι καλό. Αλλά αν και το αλάτι χάσει τη δύναμή του, με
τι θα καρυκευτεί; 35
Δεν είναι κατάλληλο ούτε για το χώμα ούτε για την κοπριά. Το πετούν έξω.
Αυτός που έχει αφτιά για να ακούει, ας ακούει».
15
Όλοι δε οι εισπράκτορες φόρων και οι
αμαρτωλοί τον πλησίαζαν για να τον
ακούν.
2
Γι’ αυτό, τόσο οι Φαρισαίοι όσο και οι γραμματείς μουρμούριζαν, λέγοντας: «Αυτός
καλοδέχεται αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους».
3
Τότε τους είπε αυτή την παραβολή, λέγοντας:
4
«Ποιος άνθρωπος από εσάς που έχει εκατό πρόβατα, όταν χάσει ένα από αυτά, δεν θα
αφήσει τα ενενήντα εννιά πίσω στην ερημιά και θα πάει για το χαμένο μέχρι να το
βρει; 5
Και αφού το βρει, το βάζει πάνω στους ώμους του και χαίρεται.
6
Και όταν φτάνει στο σπίτι καλεί τους φίλους του και τους γείτονές του, λέγοντάς
τους: “Χαρείτε μαζί μου, επειδή βρήκα το πρόβατό μου που ήταν χαμένο”.
7
Σας λέω ότι έτσι θα γίνει περισσότερη χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που
μετανοεί παρά για ενενήντα εννιά
δικαίους που δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας.
8
»Ή ποια γυναίκα με δέκα δραχμές, αν χάσει τη μία δραχμή, δεν ανάβει λυχνάρι και
σκουπίζει το σπίτι της και ψάχνει προσεκτικά μέχρι να τη βρει;
9
Και αφού τη βρει, καλεί τις φίλες και γειτόνισσές της, λέγοντας: “Χαρείτε μαζί
μου, επειδή βρήκα τη μία δραχμή που έχασα”.
10
Έτσι, σας λέω, γίνεται χαρά μεταξύ των αγγέλων του Θεού για έναν αμαρτωλό που
μετανοεί».
25 Now great crowds were traveling with him, and he turned and said to them: 26 “If anyone comes to me and does not hate his father and mother and wife and children and brothers and sisters, yes, and even his own soul, he cannot be my disciple. 27 Whoever is not carrying his torture stake and coming after me cannot be my disciple. 28 For example, who of YOU that wants to build a tower does not first sit down and calculate the expense, to see if he has enough to complete it? 29 Otherwise, he might lay its foundation but not be able to finish it, and all the onlookers might start to ridicule him, 30 saying, ‘This man started to build but was not able to finish.’ 31 Or what king, marching to meet another king in war, does not first sit down and take counsel whether he is able with ten thousand troops to cope with the one that comes against him with twenty thousand? 32 If, in fact, he cannot do so, then while that one is yet far away he sends out a body of ambassadors and sues for peace. 33 Thus, you may be sure, none of YOU that does not say good-bye to all his belongings can be my disciple.
34 “Salt,
to be sure, is fine. But if even the salt loses its strength, with what will it
be seasoned?
35 It
is suitable neither for soil nor for manure. People throw it outside. Let him
that has ears to listen, listen.”
15
Now all the tax collectors and the sinners kept drawing near to him to hear him.
2 Consequently
both the Pharisees and the scribes kept muttering, saying: “This man welcomes
sinners and eats with them.”
3 Then
he spoke this illustration to them, saying:
4 “What
man of YOU with a hundred sheep, on losing one of them, will not leave the
ninety-nine behind in the wilderness and go for the lost one until he finds it?
5 And
when he has found it he puts it upon his shoulders and rejoices.
6 And
when he gets home he calls his friends and his neighbors together, saying to
them, ‘Rejoice with me, because I have found my sheep that was lost.’
7 I
tell YOU that thus there will be more joy in heaven over one sinner that repents
than over ninety-nine righteous ones who have no need of repentance.
8 “Or
what woman with ten drachma coins, if she loses one drachma coin, does not light
a lamp and sweep her house and search carefully until she finds it?
9 And
when she has found it she calls the women who are her friends and neighbors
together, saying, ‘Rejoice with me, because I have found the drachma coin that I
lost.’
10 Thus,
I tell YOU, joy arises among the angels of God over one sinner that repents.”