April 18

Λουκάς 16:19 — 17:10
 

   19  »Κάποιος άνθρωπος  ήταν πλούσιος και στολιζόταν με πορφύρα και λινό, διασκεδάζοντας καθημερινά με μεγαλοπρέπεια.  20  Στην πύλη του, όμως, έβαζαν κάποιον ζητιάνο γεμάτο έλκη, που ονομαζόταν Λάζαρος 21  και ο οποίος επιθυμούσε να χορτάσει με αυτά που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Μάλιστα, έρχονταν και οι σκύλοι και έγλειφαν τα έλκη του. 22  Κάποτε, λοιπόν, πέθανε  ο ζητιάνος και μεταφέρθηκε από τους αγγέλους στον κόλπο  του Αβραάμ.  

   »Πέθανε  και ο πλούσιος και θάφτηκε. 23  Και στον Άδη σήκωσε τα μάτια του, ενώ ήταν στα βάσανα,  και είδε από μακριά τον Αβραάμ, και τον Λάζαρο στον κόλπο του. 24  Φώναξε, λοιπόν, και είπε: “Πατέρα Αβραάμ,  ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δαχτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου,  επειδή βρίσκομαι σε οδύνη μέσα σε αυτή την τρομερή φωτιά”.  25  Αλλά ο Αβραάμ είπε: “Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ έλαβες στο πλήρες τα καλά σου πράγματα όταν ζούσες, αλλά ο Λάζαρος αντίστοιχα τα κακά πράγματα. Τώρα, ωστόσο, εκείνος βρίσκει παρηγοριά εδώ, αλλά εσύ βρίσκεσαι σε οδύνη.  26  Και εκτός από όλα αυτά, ανάμεσα σε εμάς και σε εσάς  έχει εδραιωθεί ένα μεγάλο χάσμα,  ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ σε εσάς δεν μπορούν, ούτε μπορούν κάποιοι να διαβούν από εκεί σε εμάς”.  27  Τότε αυτός είπε: “Αν είναι έτσι, σου ζητώ, πατέρα, να τον στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου, 28  γιατί έχω πέντε αδέλφια, ώστε να τους δώσει πλήρη μαρτυρία για να μην έρθουν και εκείνοι σε αυτόν τον τόπο των βασάνων”. 29  Αλλά ο Αβραάμ είπε: “Έχουν τον Μωυσή  και τους Προφήτες·  ας ακούσουν αυτούς”.  30  Τότε αυτός είπε: “Όχι, πατέρα Αβραάμ· αλλά αν πάει σε αυτούς κάποιος από τους νεκρούς, θα μετανοήσουν”. 31  Εκείνος όμως του είπε: “Αν δεν ακούν τον Μωυσή  και τους Προφήτες, δεν θα πειστούν ούτε και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς”».

17  Κατόπιν είπε στους μαθητές του: «Είναι αναπόφευκτο ότι θα έρθουν σκάνδαλα.  Ωστόσο, αλίμονο σε εκείνον μέσω του οποίου έρχονται!  2  Θα ήταν καλύτερο για αυτόν αν τοποθετούνταν γύρω από το λαιμό του μια μυλόπετρα και αυτός ριχνόταν στη θάλασσα  παρά να σκανδαλίσει έναν από αυτούς τους μικρούς.  3  Προσέχετε σε ό,τι αφορά τον εαυτό σας. Αν ο αδελφός σου διαπράξει αμαρτία, επίπληξέ  τον, και αν μετανοήσει, συγχώρησέ τον.  4  Ακόμη και αν αμαρτήσει εναντίον σου εφτά φορές την ημέρα και γυρίσει σε εσένα εφτά φορές, λέγοντας: “Μετανοώ”, πρέπει να τον συγχωρήσεις».  

   5  Και είπαν οι απόστολοι στον Κύριο: «Δώσε μας περισσότερη πίστη».  6  Τότε ο Κύριος είπε: «Αν είχατε πίστη στο μέγεθος ενός κόκκου σιναπιού, θα λέγατε σε αυτή τη μαύρη μουριά: “Ξεριζώσου και φυτέψου στη θάλασσα!” και αυτή θα σας υπάκουε.  

   7  »Ποιος από εσάς που έχει έναν δούλο ο οποίος οργώνει ή φυλάει το ποίμνιο θα του πει όταν αυτός γυρίσει από τον αγρό: “Έλα εδώ αμέσως και πλάγιασε μπροστά στο τραπέζι”; 8  Απεναντίας, δεν θα του πει: “Ετοίμασέ μου κάτι για να δειπνήσω, και βάλε μια ποδιά και διακόνησέ με ώσπου να φάω και να πιω, και κατόπιν μπορείς να φας και να πιεις εσύ”; 9  Μήπως θα αισθανθεί ευγνωμοσύνη για το δούλο επειδή έκανε αυτά που του είχαν ανατεθεί; 10  Έτσι και εσείς, αφού κάνετε όλα όσα σας έχουν ανατεθεί, να λέτε: “Άχρηστοι δούλοι είμαστε.  Κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε”».
 


19 “But a certain man was rich, and he used to deck himself with purple and linen, enjoying himself from day to day with magnificence. 20 But a certain beggar named Lazarus used to be put at his gate, full of ulcers 21 and desiring to be filled with the things dropping from the table of the rich man. Yes, too, the dogs would come and lick his ulcers. 22 Now in course of time the beggar died and he was carried off by the angels to the bosom [position] of Abraham.

“Also, the rich man died and was buried. 23 And in Hades he lifted up his eyes, he existing in torments, and he saw Abraham afar off and Lazarus in the bosom [position] with him. 24 So he called and said, ‘Father Abraham, have mercy on me and send Lazarus to dip the tip of his finger in water and cool my tongue, because I am in anguish in this blazing fire.’ 25 But Abraham said, ‘Child, remember that you received in full your good things in your lifetime, but Lazarus correspondingly the injurious things. Now, however, he is having comfort here but you are in anguish. 26 And besides all these things, a great chasm has been fixed between us and YOU people, so that those wanting to go over from here to YOU people cannot, neither may people cross over from there to us.’ 27 Then he said, ‘In that event I ask you, father, to send him to the house of my father, 28 for I have five brothers, in order that he may give them a thorough witness, that they also should not get into this place of torment.’ 29 But Abraham said, ‘They have Moses and the Prophets; let them listen to these.’ 30 Then he said, ‘No, indeed, father Abraham, but if someone from the dead goes to them they will repent.’ 31 But he said to him, ‘If they do not listen to Moses and the Prophets, neither will they be persuaded if someone rises from the dead.’”

17
Then he said to his disciples: “It is unavoidable that causes for stumbling should come. Nevertheless, woe to the one through whom they come! 2 It would be of more advantage to him if a millstone were suspended from his neck and he were thrown into the sea than for him to stumble one of these little ones. 3 Pay attention to yourselves. If your brother commits a sin give him a rebuke, and if he repents forgive him. 4 Even if he sins seven times a day against you and he comes back to you seven times, saying, ‘I repent,’ you must forgive him.”

5 Now the apostles said to the Lord: “Give us more faith.” 6 Then the Lord said: “If YOU had faith the size of a mustard grain, YOU would say to this black mulberry tree, ‘Be uprooted and planted in the sea!’ and it would obey YOU.

7 “Who of YOU is there that has a slave plowing or minding the flock who will say to him when he gets in from the field, ‘Come here at once and recline at the table’? 8 Rather, will he not say to him, ‘Get something ready for me to have my evening meal, and put on an apron and minister to me until I am through eating and drinking, and afterward you can eat and drink’? 9 He will not feel gratitude to the slave because he did the things assigned, will he? 10 So YOU, also, when YOU have done all the things assigned to YOU, say, ‘We are good-for-nothing slaves. What we have done is what we ought to have done.’”