April 22

Λουκάς 19:1 — 19:27
 

19  Και μπήκε στην Ιεριχώ  και τη διέσχιζε. 2  Εδώ υπήρχε κάποιος άντρας που καλούνταν με το όνομα Ζακχαίος· και αυτός ήταν επικεφαλής εισπράκτορας φόρων και ήταν πλούσιος. 3  Ζητούσε, λοιπόν, να δει  ποιος ήταν αυτός ο Ιησούς, αλλά δεν μπορούσε εξαιτίας του πλήθους, επειδή ήταν μικρόσωμος. 4  Γι’ αυτό, έτρεξε πιο μπροστά και σκαρφάλωσε σε μια συκομουριά για να τον δει, επειδή θα περνούσε από εκεί. 5  Όταν ο Ιησούς έφτασε σε εκείνον τον τόπο, σήκωσε τα μάτια του και του είπε: «Ζακχαίε, βιάσου και κατέβα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου». 6  Τότε αυτός βιάστηκε και κατέβηκε και τον δέχτηκε ως φιλοξενούμενο με χαρά. 7  Αλλά όταν το είδαν αυτό, άρχισαν όλοι να μουρμουρίζουν,  λέγοντας: «Σε αμαρτωλό άντρα πήγε να μείνει». 8  Αλλά ο Ζακχαίος σηκώθηκε και είπε στον Κύριο: «Ορίστε! Τα μισά μου υπάρχοντα, Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς, και ό,τι άρπαξα από οποιονδήποτε με ψεύτικη κατηγορία  το δίνω πίσω τετραπλό».  9  Τότε ο Ιησούς τού είπε: «Σήμερα ήρθε σωτηρία σε αυτό το σπίτι, επειδή και αυτός είναι γιος του Αβραάμ.  10  Διότι ο Γιος του ανθρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει αυτό που ήταν χαμένο».  

   11  Ενώ τα άκουγαν αυτά, είπε επιπρόσθετα μια παραβολή, επειδή βρισκόταν κοντά στην Ιερουσαλήμ και αυτοί νόμιζαν ότι η βασιλεία του Θεού επρόκειτο να εμφανιστεί ευθύς αμέσως.  12  Είπε λοιπόν: «Κάποιος άνθρωπος ευγενούς καταγωγής ταξίδεψε σε μακρινή χώρα για να εξασφαλίσει για τον εαυτό του βασιλική εξουσία και να επιστρέψει.  13  Αφού φώναξε δέκα δούλους του, τους έδωσε δέκα μνες και τους είπε: “Κάντε εμπόριο με αυτές μέχρι να έρθω”.  14  Αλλά οι συμπολίτες του τον μισούσαν  και έστειλαν πίσω του ένα σώμα πρεσβευτών να πουν: “Δεν θέλουμε να γίνει αυτός βασιλιάς μας”.  

   15  »Τελικά, όταν επέστρεψε, αφού είχε εξασφαλίσει τη βασιλική εξουσία, διέταξε να φωνάξουν αυτούς τους δούλους, στους οποίους είχε δώσει τα ασημένια νομίσματα, για να εξακριβώσει τι είχαν κερδίσει από το εμπόριο που έκαναν.  16  Τότε παρουσιάστηκε ο πρώτος, λέγοντας: “Κύριε, η μνα σου απέφερε δέκα μνες”.  17  Και αυτός του είπε: “Εύγε, αγαθέ δούλε! Επειδή αποδείχτηκες πιστός σε ένα πολύ μικρό ζήτημα, έχε εξουσία πάνω σε δέκα πόλεις”.  18  Ήρθε κατόπιν ο δεύτερος, λέγοντας: “Η μνα σου, Κύριε, έκανε πέντε μνες”.  19  Είπε και σε αυτόν: “Έχε και εσύ την επιστασία πέντε πόλεων”.  20  Ήρθε, όμως, και κάποιος άλλος, λέγοντας: “Κύριε, να η μνα σου, την οποία κρατούσα φυλαγμένη σε ένα πανί. 21  Βλέπεις, σε φοβόμουν, επειδή είσαι σκληρός άνθρωπος· παίρνεις αυτό που δεν κατέθεσες και θερίζεις αυτό που δεν έσπειρες”.  22  Αυτός του είπε: “Από το ίδιο σου το στόμα  σε κρίνω, πονηρέ δούλε. Ώστε ήξερες ότι είμαι σκληρός άνθρωπος και παίρνω αυτό που δεν κατέθεσα και θερίζω αυτό που δεν έσπειρα;  23  Επομένως, γιατί δεν έβαλες το ασημένιο νόμισμά μου σε μια τράπεζα; Τότε, κατά την άφιξή μου, θα το είχα πάρει με τόκο”.  

   24  »Και είπε σε εκείνους που στέκονταν εκεί: “Πάρτε του τη μνα και δώστε την σε αυτόν που έχει τις δέκα μνες”.  25  Αλλά εκείνοι του είπαν: “Κύριε, αυτός έχει δέκα μνες!”— 26  “Σας λέω: Στον καθένα που έχει, θα δοθεί περισσότερο· αλλά από αυτόν που δεν έχει, ακόμη και αυτό που έχει θα του αφαιρεθεί.  27  Επιπλέον, αυτούς τους εχθρούς μου, οι οποίοι δεν ήθελαν να γίνω βασιλιάς τους, φέρτε τους εδώ και σφάξτε τους μπροστά μου”».  

 


19 And he entered Jericho and was going through. 2 Now here there was a man called by the name Zacchaeus; and he was a chief tax collector, and he was rich. 3 Well, he was seeking to see who this Jesus was, but he could not for the crowd, because he was small in size. 4 So he ran ahead to an advance position and climbed a fig-mulberry tree in order to see him, because he was about to go through that way. 5 Now when Jesus got to the place, he looked up and said to him: “Zacchaeus, hurry and get down, for today I must stay in your house.” 6 With that he hurried and got down and with rejoicing he received him as guest. 7 But when they saw [it], they all fell to muttering, saying: “With a man that is a sinner he went in to lodge.” 8 But Zacchaeus stood up and said to the Lord: “Look! The half of my belongings, Lord, I am giving to the poor, and whatever I extorted from anyone by false accusation I am restoring fourfold.” 9 At this Jesus said to him: “This day salvation has come to this house, because he also is a son of Abraham. 10 For the Son of man came to seek and to save what was lost.”

11 While they were listening to these things he spoke in addition an illustration, because he was near Jerusalem and they were imagining that the kingdom of God was going to display itself instantly. 12 Therefore he said: “A certain man of noble birth traveled to a distant land to secure kingly power for himself and to return. 13 Calling ten slaves of his he gave them ten minas and told them, ‘Do business till I come.’ 14 But his citizens hated him and sent out a body of ambassadors after him, to say, ‘We do not want this [man] to become king over us.’

15 “Eventually when he got back after having secured the kingly power, he commanded to be called to him these slaves to whom he had given the silver money, in order to ascertain what they had gained by business activity. 16 Then the first one presented himself, saying, ‘Lord, your mina gained ten minas.’ 17 So he said to him, ‘Well done, good slave! Because in a very small matter you have proved yourself faithful, hold authority over ten cities.’ 18 Now the second came, saying, ‘Your mina, Lord, made five minas.’ 19 He said to this one also, ‘You, too, be in charge of five cities.’ 20 But a different one came, saying, ‘Lord, here is your mina, that I kept laid away in a cloth. 21 You see, I was in fear of you, because you are a harsh man; you take up what you did not deposit and you reap what you did not sow.’ 22 He said to him, ‘Out of your own mouth I judge you, wicked slave. You knew, did you, that I am a harsh man, taking up what I did not deposit and reaping what I did not sow? 23 Hence why is it you did not put my silver money in a bank? Then on my arrival I would have collected it with interest.’

24 “With that he said to those standing by, ‘Take the mina from him and give it to him that has the ten minas.’ 25 But they said to him, ‘Lord, he has ten minas!’— 26 ‘I say to YOU, To everyone that has, more will be given; but from the one that does not have, even what he has will be taken away. 27 Moreover, these enemies of mine that did not want me to become king over them BRING here and slaughter them before me.’”