August 18

1 Κορινθίους
4:1 — 4:21

4  Ας μας θεωρεί έτσι ο άνθρωπος, ως υφισταμένους  του Χριστού και οικονόμους  των ιερών μυστικών  του Θεού. 2  Εξάλλου, σε αυτή την περίπτωση, εκείνο που ζητείται όσον αφορά τους οικονόμους  είναι να βρεθεί κανείς πιστός.  3  Όσο για εμένα, είναι πολύ ασήμαντο ζήτημα να εξεταστώ από εσάς ή από ανθρώπινο δικαστήριο.  Ακόμη και εγώ δεν εξετάζω τον εαυτό μου. 4  Διότι δεν έχω αντιληφθεί  να υπάρχει τίποτα εναντίον μου. Εντούτοις, από αυτό δεν αποδεικνύομαι δίκαιος, αλλά αυτός που με εξετάζει είναι ο Ιεχωβά.  5  Επομένως, μην κρίνετε  τίποτα πριν από τον ορισμένο καιρό, ώσπου να έρθει ο Κύριος,  ο οποίος και τα κρυφά πράγματα του σκοταδιού θα φέρει στο φως  και τις βουλές των καρδιών θα φανερώσει,  και τότε στον καθένα ο έπαινος θα έρθει από τον Θεό. 

   6  Αυτά δε, αδελφοί, τα πήρα και τα εφάρμοσα στον εαυτό μου και στον Απολλώ  για το καλό σας, ώστε από τη δική μας περίπτωση να μάθετε τον κανόνα: «Μην προχωρείτε πέρα από όσα είναι γραμμένα»,  για να μη φουσκώνετε από υπερηφάνεια  ο καθένας ατομικά υπέρ του ενός και κατά του άλλου.  7  Διότι ποιος σε κάνει να διαφέρεις  από τον άλλον; Και τι έχεις το οποίο δεν έλαβες;  Και αν το έλαβες,  γιατί καυχιέσαι  σαν να μην το έλαβες;

   8  Έχετε, λοιπόν, ήδη χορτάσει; Είστε, λοιπόν, ήδη πλούσιοι;  Έχετε, λοιπόν, αρχίσει να βασιλεύετε  χωρίς εμάς; Και εύχομαι μάλιστα να είχατε αρχίσει να βασιλεύετε, για να συμβασιλεύαμε  και εμείς με εσάς. 9  Διότι μου φαίνεται ότι ο Θεός έχει βάλει τελευταίους σε επίδειξη  εμάς τους αποστόλους ως ανθρώπους προορισμένους για θάνατο,  επειδή έχουμε γίνει θεατρικό θέαμα  στον κόσμο και σε αγγέλους  και σε ανθρώπους.   10  Εμείς είμαστε ανόητοι  εξαιτίας του Χριστού, αλλά εσείς είστε φρόνιμοι  όσον αφορά τον Χριστό· εμείς είμαστε αδύναμοι,  αλλά εσείς είστε ισχυροί·  εσείς έχετε καλή φήμη,  αλλά εμείς στερούμαστε τιμής.   11  Μέχρι αυτή την ώρα, και πεινάμε  και διψάμε  και είμαστε ανεπαρκώς ντυμένοι  και δεχόμαστε χτυπήματα  και είμαστε άστεγοι   12  και μοχθούμε  εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια.  Όταν μας εξυβρίζουν, ευλογούμε·  όταν μας διώκουν, αντέχουμε·   13  όταν μας δυσφημούν, ικετεύουμε·  έχουμε γίνει σαν τα σκουπίδια του κόσμου, τα απόβλητα όλων των πραγμάτων, μέχρι τώρα.   

   14  Τα γράφω αυτά, όχι για να σας ντροπιάσω, αλλά για να σας νουθετήσω ως αγαπητά μου παιδιά.   15  Διότι αν και μπορεί να έχετε δέκα χιλιάδες παιδαγωγούς  όσον αφορά τον Χριστό, σίγουρα δεν έχετε πολλούς πατέρες·  διότι όσον αφορά τον Χριστό Ιησού εγώ έγινα ο πατέρας σας μέσω των καλών νέων.   16  Σας ικετεύω, λοιπόν, να γίνεστε μιμητές μου.   17  Γι’ αυτό και σας στέλνω τον Τιμόθεο,  ο οποίος είναι αγαπητό και πιστό παιδί  μου όσον αφορά τον Κύριο· και αυτός θα σας θυμίσει τις μεθόδους μου σχετικά με τον Χριστό Ιησού,  όπως διδάσκω παντού σε κάθε εκκλησία.  

   18  Μερικοί έχουν φουσκώσει από υπερηφάνεια,  σαν να μην επρόκειτο πραγματικά να έρθω σε εσάς.  19  Θα έρθω όμως σύντομα σε εσάς, αν θελήσει ο Ιεχωβά,  και θα μάθω, όχι τα λόγια αυτών που έχουν φουσκώσει από υπερηφάνεια, αλλά τη δύναμή τους. 20  Διότι η βασιλεία του Θεού συνίσταται, όχι σε λόγια, αλλά σε δύναμη.  21  Τι θέλετε; Να έρθω σε εσάς με ραβδί  ή με αγάπη και πραότητα πνεύματος;

 


4 Let a man so appraise us as being subordinates of Christ and stewards of sacred secrets of God. 2 Besides, in this case, what is looked for in stewards is for a man to be found faithful. 3 Now to me it is a very trivial matter that I should be examined by YOU or by a human tribunal. Even I do not examine myself. 4 For I am not conscious of anything against myself. Yet by this I am not proved righteous, but he that examines me is Jehovah. 5 Hence do not judge anything before the due time, until the Lord comes, who will both bring the secret things of darkness to light and make the counsels of the hearts manifest, and then each one will have his praise come to him from God.

6 Now, brothers, these things I have transferred so as to apply to myself and Apollos for YOUR good, that in our case YOU may learn the [rule]: “Do not go beyond the things that are written,” in order that YOU may not be puffed up individually in favor of the one against the other. 7 For who makes you to differ from another? Indeed, what do you have that you did not receive? If, now, you did indeed receive [it], why do you boast as though you did not receive [it]?

8 YOU men already have YOUR fill, do YOU? YOU are rich already, are YOU? YOU have begun ruling as kings without us, have YOU? And I wish indeed that YOU had begun ruling as kings, that we also might rule with YOU as kings. 9 For it seems to me that God has put us the apostles last on exhibition as men appointed to death, because we have become a theatrical spectacle to the world, and to angels, and to men. 10 We are fools because of Christ, but YOU are discreet in Christ; we are weak, but YOU are strong; YOU are in good repute, but we are in dishonor. 11 Down to this very hour we continue to hunger and also to thirst and to be scantily clothed and to be knocked about and to be homeless 12 and to toil, working with our own hands. When being reviled, we bless; when being persecuted, we bear up; 13 when being defamed, we entreat; we have become as the refuse of the world, the offscouring of all things, until now.

14 I am writing these things, not to shame YOU, but to admonish YOU as my beloved children. 15 For though YOU may have ten thousand tutors in Christ, [YOU] certainly [do] not [have] many fathers; for in Christ Jesus I have become YOUR father through the good news. 16 I entreat YOU, therefore, become imitators of me. 17 That is why I am sending Timothy to YOU, as he is my beloved and faithful child in [the] Lord; and he will put YOU in mind of my methods in connection with Christ Jesus, just as I am teaching everywhere in every congregation.

18 Some are puffed up as though I were in fact not coming to YOU. 19 But I will come to YOU shortly, if Jehovah wills, and I shall get to know, not the speech of those who are puffed up, but [their] power. 20 For the kingdom of God [lies] not in speech, but in power. 21 What do YOU want? Shall I come to YOU with a rod, or with love and mildness of spirit?