December 4
      3 Ιωάννη
1 — 14

3 Ιωάννη

 

   1  Ο πρεσβύτερος  προς τον Γάιο τον αγαπητό, τον οποίο εγώ αγαπώ  αληθινά.

   2  Αγαπητέ,  προσεύχομαι να ευημερείς  σε όλα τα πράγματα και να έχεις καλή υγεία,  όπως ευημερεί η ψυχή σου.  3  Διότι χάρηκα πάρα πολύ όταν ήρθαν αδελφοί και έδωσαν μαρτυρία για την αλήθεια που διακρατείς, καθώς εσύ περπατάς στην αλήθεια.  4  Τίποτα δεν μου δίνει μεγαλύτερη αιτία για ευγνωμοσύνη από ό,τι αυτά τα πράγματα, από το να ακούω ότι τα παιδιά μου περπατούν στην αλήθεια.  

   5  Αγαπητέ, εκτελείς ένα πιστό έργο όσον αφορά οτιδήποτε κάνεις για τους αδελφούς,  και μάλιστα ξένους,  6  οι οποίοι έδωσαν μαρτυρία για την αγάπη σου ενώπιον της εκκλησίας. Αυτούς ας έχεις την καλοσύνη να τους ξεπροβοδίσεις με τρόπο αντάξιο του Θεού.  7  Διότι για χάρη του ονόματός του βγήκαν, χωρίς να παίρνουν τίποτα  από τους εθνικούς. 8  Εμείς, λοιπόν, έχουμε την υποχρέωση να δεχόμαστε φιλόξενα τέτοια άτομα,  ώστε να γίνουμε συνεργάτες στην αλήθεια.  

   9  Έγραψα κάτι στην εκκλησία, αλλά ο Διοτρεφής, ο οποίος θέλει να έχει την πρώτη θέση  ανάμεσά τους, δεν δέχεται τίποτα  από εμάς με σεβασμό.  10  Γι’ αυτό, αν έρθω, θα θυμίσω τα έργα του τα οποία κάνει,  φλυαρώντας για εμάς με πονηρά λόγια.  Επίσης, καθώς δεν μένει ικανοποιημένος με αυτά τα πράγματα, ούτε ο ίδιος δέχεται τους αδελφούς  με σεβασμό, αλλά και αυτούς που θέλουν να τους δέχονται  προσπαθεί να τους εμποδίσει  και να τους διώξει  από την εκκλησία.

   11  Αγαπητέ, να γίνεσαι μιμητής, όχι του κακού, αλλά του καλού.  Αυτός που κάνει το καλό προέρχεται από τον Θεό.  Αυτός που κάνει το κακό δεν έχει δει τον Θεό.  12  Για τον Δημήτριο έχει δοθεί μαρτυρία από όλους  τους και από την ίδια την αλήθεια. Και εμείς, μάλιστα, δίνουμε μαρτυρία,  και γνωρίζεις ότι η μαρτυρία που δίνουμε είναι αληθινή.  

   13  Είχα πολλά να σου γράψω, αλλά δεν θέλω να συνεχίσω να σου γράφω με μελάνι και πένα.  14  Ελπίζω, όμως, να σε δω σύντομα, και θα μιλήσουμε πρόσωπο με πρόσωπο.  
   Είθε να έχεις ειρήνη.
 

   Οι φίλοι σού στέλνουν τους χαιρετισμούς  τους. Δώσε τους χαιρετισμούς  μου στους φίλους ονομαστικά.
 


1 The older man to Gaius, the beloved, whom I truly love.
      2
 Beloved one, I pray that in all things you may be prospering and having good health, just as your soul is prospering. 3 For I rejoiced very much when brothers came and bore witness to the truth you hold, just as you go on walking in the truth. 4 No greater cause for thankfulness do I have than these things, that I should be hearing that my children go on walking in the truth.

5 Beloved one, you are doing a faithful work in whatever you do for the brothers, and strangers at that, 6 who have borne witness to your love before the congregation. These you will please send on their way in a manner worthy of God. 7 For it was in behalf of [his] name that they went forth, not taking anything from the people of the nations. 8 We, therefore, are under obligation to receive such persons hospitably, that we may become fellow workers in the truth.

9 I wrote something to the congregation, but Diotrephes, who likes to have the first place among them, does not receive anything from us with respect. 10 That is why, if I come, I will call to remembrance his works which he goes on doing, chattering about us with wicked words. Also, not being content with these things, neither does he himself receive the brothers with respect, and those who are wanting to receive them he tries to hinder and to throw out of the congregation.

11 Beloved one, be an imitator, not of what is bad, but of what is good. He that does good originates with God. He that does bad has not seen God. 12 Demetrius has had witness borne to him by them all and by the truth itself. In fact, we, also, are bearing witness, and you know that the witness we give is true.

13 I had many things to write you, yet I do not wish to go on writing you with ink and pen. 14 But I am hoping to see you directly, and we shall speak face to face.
      May you have peace.
      The friends send you their greetings. Give my greetings to the friends by name.