February 14
Ματθαίος 27:45―27:66
45 Από
την έκτη ώρα έπεσε σκοτάδι σε όλη τη γη μέχρι την ένατη ώρα.
46 Γύρω
στην ένατη ώρα ο Ιησούς φώναξε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Ηλί, Ηλί, λαμά
σαβαχθανί;» δηλαδή: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;»
47 Όταν
το άκουσαν αυτό, μερικοί από εκείνους που στέκονταν εκεί άρχισαν να λένε: «Αυτός
φωνάζει τον Ηλία».
48 Και
αμέσως έτρεξε κάποιος από αυτούς και πήρε ένα σφουγγάρι και το μούσκεψε σε
ξινό κρασί και το έβαλε πάνω σε ένα καλάμι και άρχισε να του δίνει να πιει.
49 Αλλά
οι υπόλοιποι είπαν: «Άφησέ τον! Ας δούμε αν θα έρθει ο Ηλίας να τον σώσει».
[[Ένας άλλος πήρε ένα δόρυ και τρύπησε την πλευρά του, και βγήκε αίμα και
νερό.]] 50 Ο
δε Ιησούς, αφού κραύγασε πάλι με δυνατή φωνή, παρέδωσε το πνεύμα του.
51
Και τότε η κουρτίνα του
αγιαστηρίου σκίστηκε στα δύο, από πάνω ως κάτω, και η γη σείστηκε και οι
βράχοι σκίστηκαν.
52 Και τα μνημεία άνοιξαν και
πολλά σώματα των αγίων οι οποίοι είχαν κοιμηθεί εγέρθηκαν
53 (και
κάποιοι που βγήκαν ανάμεσα από τα μνημεία, αφού εγέρθηκε αυτός, μπήκαν στην
άγια πόλη) και τα είδαν πολλοί άνθρωποι.
54 Ο
δε αξιωματικός και εκείνοι που φύλαγαν μαζί του τον Ιησού, όταν είδαν το
σεισμό και αυτά που γίνονταν, φοβήθηκαν πάρα πολύ και είπαν: «Σίγουρα αυτός
ήταν Γιος του Θεού».
55 Ήταν
μάλιστα εκεί πολλές γυναίκες που κοίταζαν από απόσταση, οι οποίες είχαν
συνοδεύσει τον Ιησού από τη Γαλιλαία για να τον διακονούν,
56 ανάμεσα
στις οποίες ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου και
του Ιωσή, καθώς και η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου.
57 Αργά
το απόγευμα, ήρθε κάποιος πλούσιος άνθρωπος που ήταν από την Αριμαθαία,
ονόματι Ιωσήφ, ο οποίος είχε γίνει και αυτός μαθητής του Ιησού.
58 Αυτός
πήγε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να το
δώσουν. 59 Και
ο Ιωσήφ πήρε το σώμα, το τύλιξε σε καθαρό, εκλεκτό λινό ύφασμα,
60 και
το έβαλε στο καινούριο του μνημείο το οποίο είχε λαξεύσει στο βράχο. Και
αφού κύλησε μια μεγάλη πέτρα στην πόρτα του μνημείου, έφυγε.
61
Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη
Μαρία έμειναν εκεί, καθισμένες μπροστά στον τάφο.
62 Την
επόμενη ημέρα, η οποία ήταν μετά την Προετοιμασία, συγκεντρώθηκαν οι
πρωθιερείς και οι Φαρισαίοι μπροστά στον Πιλάτο,
63 λέγοντας:
«Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο απατεώνας είπε, ενώ ήταν ακόμη ζωντανός:
“Έπειτα από τρεις ημέρες θα εγερθώ”.
64 Γι’
αυτό, δώσε εντολή να ασφαλιστεί ο τάφος μέχρι την τρίτη ημέρα, ώστε να μην
έρθουν οι μαθητές του και τον κλέψουν και πουν στο λαό: “Εγέρθηκε από τους
νεκρούς!” και γίνει αυτή η τελευταία απάτη χειρότερη από την πρώτη».
65 Ο
Πιλάτος τούς είπε: «Έχετε φρουρά. Πηγαίνετε, ασφαλίστε τον όπως ξέρετε».
66 Αυτοί,
λοιπόν, πήγαν και ασφάλισαν τον τάφο σφραγίζοντας την πέτρα και τοποθετώντας
τη φρουρά.
45 From the sixth hour on a darkness fell over all the land, until the ninth hour. 46 About the ninth hour Jesus called out with a loud voice, saying: “Eli, Eli, lama sabachthani?” that is, “My God, my God, why have you forsaken me?” 47 At hearing this, some of those standing there began to say: “This man is calling Elijah.” 48 And immediately one of them ran and took a sponge and soaked it with sour wine and put it on a reed and went giving him a drink. 49 But the rest of them said: “Let him be! Let us see whether Elijah comes to save him.” [[Another man took a spear and pierced his side, and blood and water came out.]] 50 Again Jesus cried out with a loud voice, and yielded up [his] spirit.
51 And, look! the curtain of the sanctuary was rent in two, from top to bottom, and the earth quaked, and the rock-masses were split. 52 And the memorial tombs were opened and many bodies of the holy ones that had fallen asleep were raised up, 53 (and persons, coming out from among the memorial tombs after his being raised up, entered into the holy city,) and they became visible to many people. 54 But the army officer and those with him watching over Jesus, when they saw the earthquake and the things happening, grew very much afraid, saying: “Certainly this was God’s Son.”
55 Moreover, many women were there viewing from a distance, who had accompanied Jesus from Galilee to minister to him; 56 among whom was Mary Magdalene, also Mary the mother of James and Joses, and the mother of the sons of Zebedee.
57 Now as it was late in the afternoon, there came a rich man of Arimathea, named Joseph, who had also himself become a disciple of Jesus. 58 This man went up to Pilate and asked for the body of Jesus. Then Pilate commanded it to be given over. 59 And Joseph took the body, wrapped it up in clean fine linen, 60 and laid it in his new memorial tomb, which he had quarried in the rock-mass. And, after rolling a big stone to the door of the memorial tomb, he left. 61 But Mary Magdalene and the other Mary continued there, sitting before the grave.
62 The next day, which was after the Preparation, the chief priests and the Pharisees gathered together before Pilate, 63 saying: “Sir, we have called to mind that that impostor said while yet alive, ‘After three days I am to be raised up.’ 64 Therefore command the grave to be made secure until the third day, that his disciples may never come and steal him and say to the people, ‘He was raised up from the dead!’ and this last imposture will be worse than the first.” 65 Pilate said to them: “YOU have a guard. Go make it as secure as YOU know how.” 66 So they went and made the grave secure by sealing the stone and having the guard.