February 22

Μάρκος 5:1 — 5:29


5  Έφτασαν, λοιπόν, στην απέναντι πλευρά της θάλασσας, στη χώρα των Γερασηνών. 2  Και αμέσως μόλις βγήκε από το πλοιάριο τον συνάντησε ένας άνθρωπος που βρισκόταν κάτω από την εξουσία ενός ακάθαρτου πνεύματος και ερχόταν ανάμεσα από τα μνημεία. 3  Αυτός σύχναζε στα μνήματα· και μέχρι τότε κανείς απολύτως δεν μπορούσε να τον δέσει ακόμη και με αλυσίδα, 4  επειδή τον είχαν δέσει πολλές φορές με ποδόδεσμα και αλυσίδες, αλλά αυτός έσπαζε τις αλυσίδες και συνέτριβε τα ποδόδεσμα· και κανείς δεν είχε τη δύναμη να τον δαμάσει. 5  Και συνεχώς, νύχτα και ημέρα, κραύγαζε στα μνήματα και στα βουνά και κατακοβόταν με πέτρες. 6  Αλλά μόλις είδε τον Ιησού από απόσταση, έτρεξε και τον προσκύνησε 7  και, αφού κραύγασε με δυνατή φωνή, είπε: «Τι σχέση έχω εγώ με εσένα, Ιησού, Γιε του Υψίστου Θεού; Σε ορκίζω στον Θεό να μη με βασανίσεις». 8  Διότι εκείνος του έλεγε: «Βγες από τον άνθρωπο, ακάθαρτο πνεύμα». 9  Άρχισε, λοιπόν, να τον ρωτάει: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Και αυτός του είπε: «Το όνομά μου είναι Λεγεώνα, επειδή είμαστε πολλοί». 10  Και τον ικέτευε πολλές φορές να μη διώξει τα πνεύματα έξω από τη χώρα.

   11  Υπήρχε δε στο βουνό ένα μεγάλο κοπάδι γουρούνια που έβοσκαν. 12  Τον ικέτευσαν, λοιπόν, λέγοντας: «Στείλε μας στα γουρούνια, ώστε να μπούμε σε αυτά». 13  Και τους το επέτρεψε. Τότε τα ακάθαρτα πνεύματα βγήκαν και μπήκαν στα γουρούνια· και το κοπάδι όρμησε από τον γκρεμό στη θάλασσα, περίπου δύο χιλιάδες γουρούνια, και πνίγηκαν το ένα μετά το άλλο στη θάλασσα. 14  Εκείνοι, όμως, που τα έβοσκαν έφυγαν και το ανέφεραν στην πόλη και στην ύπαιθρο· και οι άνθρωποι ήρθαν να δουν τι ήταν αυτό που είχε συμβεί. 15  Ήρθαν, λοιπόν, στον Ιησού και είδαν τον δαιμονισμένο να κάθεται ντυμένος και να είναι στα λογικά του, αυτόν που πριν είχε τη λεγεώνα· και τους έπιασε φόβος. 16  Επίσης, εκείνοι που το είχαν δει τους αφηγήθηκαν με ποιον τρόπο είχε συμβεί αυτό στον δαιμονισμένο και σχετικά με τα γουρούνια. 17  Γι’ αυτό, άρχισαν να τον ικετεύουν να φύγει από την περιφέρειά τους.

   18  Καθώς, λοιπόν, επιβιβαζόταν στο πλοιάριο, ο άνθρωπος που πριν ήταν δαιμονισμένος άρχισε να τον ικετεύει να παραμείνει μαζί του. 19  Ωστόσο, εκείνος δεν τον άφησε, αλλά του είπε: «Πήγαινε στο σπίτι σου, στους συγγενείς σου, και ανάφερέ τους όλα όσα έχει κάνει για εσένα ο Ιεχωβά και το έλεος που σου έδειξε». 20  Και αυτός έφυγε και άρχισε να διαλαλεί στη Δεκάπολη όλα όσα έκανε για αυτόν ο Ιησούς· και όλοι θαύμαζαν.

   21  Αφού ο Ιησούς ξαναπέρασε με το πλοιάριο στην απέναντι παραλία, συγκεντρώθηκε κοντά του μεγάλο πλήθος· και αυτός ήταν δίπλα στη θάλασσα. 22  Ήρθε, λοιπόν, κάποιος από τους αρχισυνάγωγους ονόματι Ιάειρος και, όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια του 23  και τον ικέτευε πολλές φορές, λέγοντας: «Η κορούλα μου είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Έλα, σε παρακαλώ, και βάλε τα χέρια σου πάνω της για να γίνει καλά και να ζήσει». 24  Τότε εκείνος έφυγε μαζί του. Και τον ακολουθούσε μεγάλο πλήθος και στριμωχνόταν πάνω του.

   25  Ήταν δε μια γυναίκα που έπασχε από ροή αίματος επί δώδεκα χρόνια, 26  και είχε υποφέρει πολλά από πολλούς γιατρούς και είχε ξοδέψει όλους τους πόρους της και δεν είχε ωφεληθεί αλλά, απεναντίας, είχε χειροτερέψει. 27  Όταν αυτή άκουσε τα σχετικά με τον Ιησού, ήρθε από πίσω, μέσα στο πλήθος, και άγγιξε το εξωτερικό του ένδυμα· 28  διότι έλεγε: «Και μόνο τα εξωτερικά του ενδύματα αν αγγίξω, θα γίνω καλά». 29  Και αμέσως η πηγή του αίματός της σταμάτησε, και ένιωσε στο σώμα της ότι είχε γιατρευτεί από την οδυνηρή αρρώστια.

 


5 Well, they got to the other side of the sea into the country of the Gerasenes. 2 And immediately after he got out of the boat a man under the power of an unclean spirit met him from among the memorial tombs. 3 He had his haunt among the tombs; and up to that time absolutely nobody was able to bind him fast even with a chain, 4 because he had oftentimes been bound with fetters and chains, but the chains were snapped apart by him and the fetters were actually smashed; and nobody had the strength to subdue him. 5 And continually, night and day, he was crying out in the tombs and in the mountains and slashing himself with stones. 6 But on catching sight of Jesus from a distance he ran and did obeisance to him, 7 and, when he had cried out with a loud voice, he said: “What have I to do with you, Jesus, Son of the Most High God? I put you under oath by God not to torment me.” 8 For he had been telling it: “Come out of the man, you unclean spirit.” 9 But he began to ask him: “What is your name?” And he said to him: “My name is Legion, because there are many of us.” 10 And he entreated him many times not to send the spirits out of the country.

11 Now a great herd of swine was there at the mountain feeding. 12 So they entreated him, saying: “Send us into the swine, that we may enter into them.” 13 And he permitted them. With that the unclean spirits came out and entered into the swine; and the herd rushed over the precipice into the sea, about two thousand of them, and they drowned one after another in the sea. 14 But the herders of them fled and reported it in the city and in the countryside; and people came to see what it was that had happened. 15 So they came to Jesus, and they beheld the demon-possessed [man] sitting clothed and in his sound mind, this [man] that had had the legion; and they grew fearful. 16 Also, those who had seen it related to them how this had happened to the demon-possessed [man] and about the swine. 17 And so they started to entreat him to go away from their districts.

18 Now as he was boarding the boat, the [man] that had been demon-possessed began entreating him that he might continue with him. 19 However, he did not let him, but said to him: “Go home to your relatives, and report to them all the things Jehovah has done for you and the mercy he had on you.” 20 And he went away and started to proclaim in the Decapolis all the things Jesus did for him, and all the people began to wonder.

21 After Jesus had crossed back again in the boat to the opposite shore a great crowd gathered together to him; and he was beside the sea. 22 Now one of the presiding officers of the synagogue, Jairus by name, came and, on catching sight of him, he fell at his feet 23 and entreated him many times, saying: “My little daughter is in an extreme condition. Would you please come and put your hands upon her that she may get well and live.” 24 At that he went off with him. And a great crowd was following him and pressing against him.

25 Now there was a woman subject to a flow of blood twelve years, 26 and she had been put to many pains by many physicians and had spent all her resources and had not been benefited but, rather, had got worse. 27 When she heard the things about Jesus, she came behind in the crowd and touched his outer garment; 28 for she kept saying: “If I touch just his outer garments I shall get well.” 29 And immediately her fountain of blood dried up, and she sensed in her body that she had been healed of the grievous sickness.