February 24

Μάρκος 6:14 — 6:44

 

   14  Αυτό, λοιπόν, έφτασε στα αφτιά του Βασιλιά Ηρώδη, γιατί το όνομα του Ιησού έγινε πασίγνωστο, και οι άνθρωποι έλεγαν: «Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής εγέρθηκε από τους νεκρούς, και γι’ αυτό ενεργούν σε αυτόν τα δυναμικά έργα». 15  Άλλοι έλεγαν: «Είναι ο Ηλίας». Άλλοι πάλι έλεγαν: «Είναι προφήτης όπως ένας από τους προφήτες». 16  Αλλά όταν ο Ηρώδης το άκουσε αυτό άρχισε να λέει: «Ο Ιωάννης τον οποίο αποκεφάλισα, αυτός εγέρθηκε». 17  Διότι ο ίδιος ο Ηρώδης είχε στείλει και είχε συλλάβει τον Ιωάννη και τον είχε δέσει στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, της συζύγου του Φιλίππου του αδελφού του, επειδή την είχε παντρευτεί. 18  Διότι ο Ιωάννης είχε πει επανειλημμένα στον Ηρώδη: «Δεν είναι νόμιμο να έχεις εσύ τη σύζυγο του αδελφού σου». 19  Η δε Ηρωδιάδα έτρεφε μνησικακία εναντίον του και ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά δεν μπορούσε. 20  Διότι ο Ηρώδης φοβόταν τον Ιωάννη, επειδή γνώριζε ότι είναι δίκαιος και άγιος άντρας· και τον διατηρούσε ασφαλή. Και αφού τον άκουσε, βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία για το τι να κάνει, εντούτοις συνέχισε να τον ακούει ευχαρίστως.

   21  Ωστόσο, ήρθε μια κατάλληλη ημέρα, όταν ο Ηρώδης παρέθεσε δείπνο στα γενέθλιά του για τους μεγιστάνες του και τους στρατιωτικούς διοικητές και τους κορυφαίους της Γαλιλαίας. 22  Και μπήκε η κόρη αυτής της Ηρωδιάδας και χόρεψε και άρεσε στον Ηρώδη και σε εκείνους που πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι με αυτόν. Ο βασιλιάς είπε στο κορίτσι: «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις και θα σου το δώσω». 23  Μάλιστα της ορκίστηκε: «Ό,τι μου ζητήσεις θα σου το δώσω, μέχρι το μισό μου βασίλειο». 24  Και αυτή βγήκε έξω και είπε στη μητέρα της: «Τι να ζητήσω;» Εκείνη είπε: «Το κεφάλι του Ιωάννη του Βαφτιστή». 25  Αμέσως, αυτή πήγε με βιασύνη μέσα, στο βασιλιά, και υπέβαλε το αίτημά της, λέγοντας: «Θέλω να μου δώσεις τώρα αμέσως σε έναν δίσκο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαφτιστή». 26  Μολονότι ο βασιλιάς λυπήθηκε βαθιά, εντούτοις δεν θέλησε να δείξει αδιαφορία για αυτήν, λαβαίνοντας υπόψη τους όρκους και εκείνους που πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι. 27  Ο βασιλιάς, λοιπόν, έστειλε αμέσως έναν σωματοφύλακα και τον διέταξε να φέρει το κεφάλι του. Και εκείνος πήγε και τον αποκεφάλισε στη φυλακή 28  και έφερε το κεφάλι του σε έναν δίσκο και το έδωσε στο κορίτσι, και το κορίτσι το έδωσε στη μητέρα της. 29  Όταν το άκουσαν οι μαθητές του, ήρθαν και σήκωσαν το πτώμα του και το έβαλαν σε ένα μνημείο.

   30  Και οι απόστολοι συγκεντρώθηκαν μπροστά στον Ιησού και του ανέφεραν όλα όσα είχαν κάνει και είχαν διδάξει. 31  Και εκείνος τους είπε: «Ελάτε μόνοι σας ιδιαιτέρως σε έναν ερημικό τόπο και αναπαυτείτε λίγο». Διότι υπήρχαν πολλοί που έρχονταν και πήγαιναν, και δεν είχαν ελεύθερο χρόνο ούτε για να γευματίσουν. 32  Έφυγαν, λοιπόν, με το πλοιάριο για έναν ερημικό τόπο, ώστε να είναι μόνοι τους. 33  Αλλά οι άνθρωποι τους είδαν να πηγαίνουν και το έμαθαν πολλοί, και από όλες τις πόλεις έτρεξαν μαζί εκεί, με τα πόδια, και τους πρόλαβαν. 34  Βγαίνοντας, λοιπόν, είδε ένα μεγάλο πλήθος και τους σπλαχνίστηκε, επειδή ήταν σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Και άρχισε να τους διδάσκει πολλά πράγματα.

   35  Τώρα η ώρα είχε περάσει, και τον πλησίασαν οι μαθητές του και άρχισαν να λένε: «Ο τόπος είναι απομονωμένος και η ώρα είναι ήδη περασμένη. 36  Πες τους να φύγουν, για να πάνε στη γύρω ύπαιθρο και στα χωριά και να αγοράσουν για τον εαυτό τους κάτι να φάνε». 37  Απαντώντας εκείνος τους είπε: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Τότε του είπαν: «Να πάμε και να αγοράσουμε ψωμιά αξίας διακοσίων δηναρίων και να τους δώσουμε να φάνε;» 38  Εκείνος τους είπε: «Πόσα ψωμιά έχετε; Πηγαίνετε να δείτε!» Αφού το εξακρίβωσαν, αυτοί είπαν: «Πέντε, και δύο ψάρια». 39  Και εκείνος έδωσε οδηγίες σε όλους να πλαγιάσουν κατά ομάδες στο χλωρό χορτάρι. 40  Και ξάπλωσαν σε ομάδες των εκατό και των πενήντα. 41  Παίρνοντας, λοιπόν, τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, είπε μια ευλογία και έσπασε τα ψωμιά σε κομμάτια και άρχισε να τα δίνει στους μαθητές, ώστε αυτοί να τα βάλουν μπροστά στους ανθρώπους· και μοίρασε τα δύο ψάρια για όλους. 42  Έφαγαν, λοιπόν, όλοι και χόρτασαν· 43  και σήκωσαν τα κομμάτια, δώδεκα καλάθια γεμάτα, εκτός από τα ψάρια. 44  Εκείνοι δε που έφαγαν από τα ψωμιά ήταν πέντε χιλιάδες άντρες.

 


14 Now it got to the ears of King Herod, for the name of [Jesus] became public, and people were saying: “John the baptizer has been raised from the dead, and on that account the powerful works are operating in him.” 15 But others were saying: “It is Elijah.” Still others were saying: “It is a prophet like one of the prophets.” 16 But when Herod heard it he began to say: “The John that I beheaded, this one has been raised up.” 17 For Herod himself had sent out and arrested John and bound him in prison on account of Herodias the wife of Philip his brother, because he had married her. 18 For John had repeatedly said to Herod: “It is not lawful for you to be having the wife of your brother.” 19 But Herodias was nursing a grudge against him and was wanting to kill him, but could not. 20 For Herod stood in fear of John, knowing him to be a righteous and holy man; and he was keeping him safe. And after hearing him he was at a great loss what to do, yet he continued to hear him gladly.

21 But a convenient day came along when Herod spread an evening meal on his birthday for his top-ranking men and the military commanders and the foremost ones of Galilee. 22 And the daughter of this very Herodias came in and danced and pleased Herod and those reclining with him. The king said to the maiden: “Ask me for whatever you want, and I will give it to you.” 23 Yes, he swore to her: “Whatever you ask me for, I will give it to you, up to half my kingdom.” 24 And she went out and said to her mother: “What should I ask for?” She said: “The head of John the baptizer.” 25 Immediately she went in with haste to the king and made her request, saying: “I want you to give me right away on a platter the head of John the Baptist.” 26 Although he became deeply grieved, yet the king did not want to disregard her, in view of the oaths and those reclining at the table. 27 So the king immediately dispatched a body guardsman and commanded him to bring his head. And he went off and beheaded him in the prison 28 and brought his head on a platter, and he gave it to the maiden, and the maiden gave it to her mother. 29 When his disciples heard of it they came and took up his corpse and laid it in a memorial tomb.
 

30 And the apostles gathered together before Jesus and reported to him all the things they had done and taught. 31 And he said to them: “Come, YOU yourselves, privately into a lonely place and rest up a bit.” For there were many coming and going, and they had no leisure time even to eat a meal. 32 So off they went in the boat for a lonely place to themselves. 33 But people saw them going and many got to know it, and from all the cities they ran there together on foot and got ahead of them. 34 Well, on getting out, he saw a great crowd, but he was moved with pity for them, because they were as sheep without a shepherd. And he started to teach them many things.

35 By now the hour had grown late, and his disciples came up to him and began to say: “The place is isolated, and the hour is already late. 36 Send them away, that they may go off into the countryside and villages round about and buy themselves something to eat.” 37 In reply he said to them: “YOU give them something to eat.” At this they said to him: “Shall we go off and buy two hundred denarii worth of loaves and give [them] to the people to eat?” 38 He said to them: “How many loaves have YOU? Go see!” After ascertaining it, they said: “Five, besides two fishes.” 39 And he instructed all the people to recline by companies on the green grass. 40 And they laid themselves down in groups of a hundred and of fifty. 41 Taking now the five loaves and the two fishes he looked up to heaven and said a blessing, and broke the loaves up and began giving them to the disciples, that these might place them before the people; and he divided up the two fishes for all. 42 So they all ate and were satisfied; 43 and they took up fragments, twelve baskets full, aside from the fishes. 44 Furthermore, those who ate of the loaves were five thousand men.