February 26

Μάρκος 7:24 — 8:21

 

   24  Από εκεί σηκώθηκε και πήγε στις περιοχές της Τύρου και της Σιδώνας. Και μπήκε σε κάποιο σπίτι και δεν ήθελε να το μάθει κανείς. Εντούτοις, δεν μπόρεσε να περάσει απαρατήρητος· 25  αλλά αμέσως μια γυναίκα, της οποίας η κορούλα είχε ακάθαρτο πνεύμα, άκουσε για αυτόν και ήρθε και πρόσπεσε στα πόδια του. 26  Η γυναίκα ήταν Ελληνίδα, Συροφοίνισσα στην εθνικότητα· και του ζητούσε να εκβάλει το δαίμονα από την κόρη της. 27  Αλλά εκείνος άρχισε να της λέει: «Άφησε πρώτα να χορταστούν τα παιδιά, γιατί δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίξει στα σκυλάκια». 28  Απαντώντας, ωστόσο, αυτή του είπε: «Ναι, κύριε· αλλά και τα σκυλάκια κάτω από το τραπέζι τρώνε από τα ψίχουλα των μικρών παιδιών». 29  Τότε της είπε: «Επειδή το είπες αυτό, πήγαινε· ο δαίμονας έχει βγει από την κόρη σου». 30  Αυτή, λοιπόν, πήγε στο σπίτι της και βρήκε το παιδάκι ξαπλωμένο στο κρεβάτι και το δαίμονα να έχει βγει.

   31  Επιστρέφοντας, κατόπιν, από τις περιοχές της Τύρου, πήγε μέσω της Σιδώνας προς τη θάλασσα της Γαλιλαίας, μέσα στις περιοχές της Δεκάπολης. 32  Και του έφεραν έναν άνθρωπο κουφό και με πρόβλημα στην ομιλία, και τον ικέτευαν να θέσει το χέρι του πάνω σε αυτόν. 33  Και εκείνος τον πήρε μακριά από το πλήθος, ιδιαιτέρως, και έβαλε τα δάχτυλά του μέσα στα αφτιά του ανθρώπου και, αφού έφτυσε, άγγιξε τη γλώσσα του. 34  Και σηκώνοντας τα μάτια του προς τον ουρανό, αναστέναξε βαθιά και του είπε: «Εφφαθά», δηλαδή: «Να ανοιχτείς». 35  Και οι δυνάμεις της ακοής του ανοίχτηκαν, και το πρόβλημα της γλώσσας του λύθηκε, και άρχισε να μιλάει φυσιολογικά. 36  Τότε τους παρήγγειλε να μην το πουν σε κανέναν· αλλά όσο τους παράγγελλε, τόσο περισσότερο αυτοί το διαλαλούσαν. 37  Και έμεναν εξαιρετικά έκπληκτοι και έλεγαν: «Όλα τα έχει κάνει καλά. Κάνει ακόμη και τους κουφούς να ακούν και τους άλαλους να μιλούν».

8  Εκείνες τις ημέρες, όταν υπήρχε πάλι ένα μεγάλο πλήθος και δεν είχαν τίποτα να φάνε, κάλεσε τους μαθητές και τους είπε: 2  «Σπλαχνίζομαι το πλήθος, επειδή είναι ήδη τρεις ημέρες που παραμένουν κοντά μου και δεν έχουν τίποτα να φάνε· 3  και αν τους στείλω στα σπίτια τους νηστικούς, θα εξαντληθούν στο δρόμο. Μερικοί μάλιστα από αυτούς είναι από μακριά». 4  Αλλά οι μαθητές του τού απάντησαν: «Από πού θα μπορέσει κανείς να χορτάσει αυτούς τους ανθρώπους με ψωμιά εδώ, σε έναν απομονωμένο τόπο;» 5  Εντούτοις, εκείνος τους ρώτησε: «Πόσα ψωμιά έχετε;» Αυτοί είπαν: «Εφτά». 6  Και έδωσε οδηγίες στο πλήθος να πλαγιάσουν στο έδαφος, πήρε τα εφτά ψωμιά, είπε μια ευχαριστήρια προσευχή, τα έσπασε και άρχισε να τα δίνει στους μαθητές του για να τα προσφέρουν, και αυτοί τα πρόσφεραν στο πλήθος. 7  Είχαν και λίγα μικρά ψάρια· και, αφού τα ευλόγησε, τους είπε να τα προσφέρουν και αυτά. 8  Έφαγαν, λοιπόν, και χόρτασαν, και σήκωσαν περισσεύματα από τα κομμάτια, εφτά γεμάτα καλάθια τροφίμων. 9  Ήταν δε περίπου τέσσερις χιλιάδες άντρες. Τελικά, τους είπε να φύγουν.

   10  Και αμέσως επιβιβάστηκε στο πλοιάριο με τους μαθητές του και ήρθε στα μέρη της Δαλμανουθά. 11  Και οι Φαρισαίοι βγήκαν και άρχισαν να λογομαχούν μαζί του, ζητώντας από αυτόν σημείο από τον ουρανό, για να τον βάλουν σε πειρασμό. 12  Αυτός, λοιπόν, στέναξε βαθιά με το πνεύμα του και είπε: «Γιατί ζητάει σημείο αυτή η γενιά; Αληθινά λέω: Σημείο δεν θα δοθεί σε αυτή τη γενιά». 13  Τότε τους άφησε, επιβιβάστηκε πάλι, και έφυγε για την απέναντι παραλία.

   14  Ξέχασαν, όμως, να πάρουν ψωμιά και, εκτός από ένα ψωμί, δεν είχαν τίποτα μαζί τους στο πλοιάριο. 15  Και άρχισε να τους προστάζει ρητά και να λέει: «Να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά, να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και το προζύμι του Ηρώδη». 16  Αυτοί, λοιπόν, άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους για το ότι δεν είχαν ψωμιά. 17  Παρατηρώντας το, τους είπε: «Γιατί συζητάτε για το ότι δεν έχετε ψωμιά; Δεν αντιλαμβάνεστε ακόμη και δεν καταλαβαίνετε το νόημα; Έχετε την καρδιά σας νωθρή σε ό,τι αφορά την κατανόηση; 18  “Μολονότι έχετε μάτια, δεν βλέπετε· και μολονότι έχετε αφτιά, δεν ακούτε;” Και δεν θυμάστε, 19  όταν έσπασα τα πέντε ψωμιά για τους πέντε χιλιάδες άντρες, πόσα καλάθια γεμάτα με κομμάτια σηκώσατε;» Αυτοί του είπαν: «Δώδεκα». 20  «Όταν έσπασα τα εφτά για τους τέσσερις χιλιάδες άντρες, πόσα καλάθια τροφίμων γεμάτα με κομμάτια σηκώσατε;» Και αυτοί του είπαν: «Εφτά». 21  Τότε τους είπε: «Δεν καταλαβαίνετε ακόμη το νόημα;»
 


24 From there he rose up and went into the regions of Tyre and Sidon. And he entered into a house and did not want anyone to get to know it. Yet he could not escape notice; 25 but immediately a woman whose little daughter had an unclean spirit heard about him and came and prostrated herself at his feet. 26 The woman was a Grecian, a Syrophoenician nationally; and she kept asking him to expel the demon from her daughter. 27 But he began by saying to her: “First let the children be satisfied, for it is not right to take the bread of the children and throw it to the little dogs.” 28 In reply, however, she said to him: “Yes, sir, and yet the little dogs underneath the table eat of the crumbs of the little children.” 29 At that he said to her: “Because of saying this, go; the demon has gone out of your daughter.” 30 So she went away to her home and found the young child laid on the bed and the demon gone out.

31 Now coming back out of the regions of Tyre he went through Sidon to the sea of Galilee up through the midst of the regions of Decapolis. 32 Here they brought him a man deaf and with a speech impediment, and they entreated him to lay his hand upon him. 33 And he took him away from the crowd privately and put his fingers into the man’s ears and, after spitting, he touched his tongue. 34 And with a look up into heaven he sighed deeply and said to him: “Ephphatha,” that is, “Be opened.” 35 Well, his hearing powers were opened, and the impediment of his tongue was loosed, and he began speaking normally. 36 With that he charged them not to tell anyone; but the more he would charge them, that much more they would proclaim it. 37 Indeed, they were being astounded in a most extraordinary way and they said: “He has done all things well. He even makes the deaf hear and the speechless speak.”

8 In those days, when there was again a big crowd and they had nothing to eat, he summoned the disciples and said to them: 2 “I feel pity for the crowd, because it is already three days that they have remained near me and they have nothing to eat; 3 and if I should send them off to their homes fasting, they will give out on the road. Indeed, some of them are from far away.” 4 But his disciples answered him: “From where will anybody here in an isolated place be able to satisfy these people with loaves?” 5 Still he went on to ask them: “How many loaves have YOU?” They said: “Seven.” 6 And he instructed the crowd to recline on the ground, and he took the seven loaves, gave thanks, broke them, and began to give them to his disciples to serve, and they served them to the crowd. 7 They also had a few little fishes; and, having blessed these, he told them also to serve these. 8 Accordingly they ate and were satisfied, and they took up surpluses of fragments, seven provision baskets full. 9 Yet there were about four thousand [men]. Finally he sent them away.

10 And immediately he boarded the boat with his disciples and came into the parts of Dalmanutha. 11 Here the Pharisees came out and started disputing with him, seeking from him a sign from heaven, to put him to the test. 12 So he groaned deeply with his spirit, and said: “Why does this generation seek a sign? Truly I say, No sign will be given to this generation.” 13 With that he left them, got aboard again, and went off to the opposite shore.

14 As it was, they forgot to take loaves along, and except for one loaf they had nothing with them in the boat. 15 And he began to order them expressly and say: “Keep YOUR eyes open, look out for the leaven of the Pharisees and the leaven of Herod.” 16 So they went arguing with one another over the fact that they had no loaves. 17 Noting this, he said to them: “Why do YOU argue over your having no loaves? Do YOU not yet perceive and get the meaning? Do YOU have YOUR hearts dull of understanding? 18 ‘Though having eyes, do YOU not see; and though having ears, do YOU not hear?’ And do YOU not remember, 19 when I broke the five loaves for the five thousand [men], how many baskets full of fragments YOU took up?” They said to him: “Twelve.” 20 “When I broke the seven for the four thousand [men], how many provision baskets full of fragments did YOU take up?” And they said to him: “Seven.” 21 With that he said to them: “Do YOU not yet get the meaning?”