January 10
Ματθαίος 8:14―9:8
 

   14 Και ο Ιησούς, καθώς ήρθε στο σπίτι του Πέτρου, είδε την πεθερά του κατάκοιτη και άρρωστη με πυρετό. 15 Άγγιξε, λοιπόν, το χέρι της και ο πυρετός την άφησε, και αυτή σηκώθηκε και άρχισε να τον διακονεί. 16 Και όταν βράδιασε, του έφεραν πολλούς δαιμονισμένους· και αυτός εξέβαλε τα πνεύματα με έναν λόγο και θεράπευσε όλους εκείνους που βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση· 17 για να εκπληρωθεί αυτό που λέχθηκε μέσω του Ησαΐα του προφήτη, ο οποίος είπε: «Αυτός πήρε τις αρρώστιες μας και βάσταξε τις ασθένειές μας».

   18 Όταν ο Ιησούς είδε πλήθος γύρω του, έδωσε εντολή να ξεκινήσουν για την απέναντι πλευρά. 19 Και κάποιος γραμματέας πλησίασε και του είπε: «Δάσκαλε, θα σε ακολουθήσω οπουδήποτε πρόκειται να πας». 20 Αλλά ο Ιησούς τού είπε: «Οι αλεπούδες έχουν φωλιές και τα πουλιά του ουρανού έχουν τόπους να κουρνιάσουν, αλλά ο Γιος του ανθρώπου δεν έχει πουθενά να γείρει το κεφάλι του». 21 Τότε κάποιος άλλος από τους μαθητές τού είπε: «Κύριε, επίτρεψέ μου πρώτα να φύγω και να θάψω τον πατέρα μου». 22 Ο Ιησούς τού είπε: «Να με ακολουθείς, και άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους».

   23 Και όταν επιβιβάστηκε σε ένα πλοιάριο, τον ακολούθησαν οι μαθητές του. 24 Και έγινε μεγάλη ταραχή στη θάλασσα, ώστε το πλοιάριο καλυπτόταν από τα κύματα· αυτός, ωστόσο, κοιμόταν. 25 Ήρθαν, λοιπόν, και τον ξύπνησαν, λέγοντας: «Κύριε, σώσε μας, χανόμαστε!» 26 Αλλά αυτός τους είπε: «Γιατί δειλιάζετε, ολιγόπιστοι;» Τότε σηκώθηκε και επέπληξε τους ανέμους και τη θάλασσα, και επικράτησε μεγάλη ηρεμία. 27 Οι άνθρωποι, λοιπόν, θαύμασαν και είπαν: «Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός που ακόμη και οι άνεμοι και η θάλασσα τον υπακούν;»

   28 Όταν έφτασε στην απέναντι πλευρά, στη χώρα των Γαδαρηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έβγαιναν ανάμεσα από τα μνημεία, ασυνήθιστα άγριοι, ώστε κανείς δεν είχε το θάρρος να περάσει από εκείνον το δρόμο. 29 Και αυτοί κραύγασαν, λέγοντας: «Τι σχέση έχουμε εμείς με εσένα, Γιε του Θεού; Ήρθες εδώ για να μας βασανίσεις πριν από τον προσδιορισμένο καιρό;» 30 Μακριά δε από αυτούς έβοσκε ένα κοπάδι με πολλά γουρούνια. 31 Οι δαίμονες, λοιπόν, άρχισαν να τον ικετεύουν, λέγοντας: «Αν μας εκβάλεις, στείλε μας στο κοπάδι των γουρουνιών». 32 Και αυτός τους είπε: «Πηγαίνετε!» Εκείνοι βγήκαν και μπήκαν στα γουρούνια· και τότε ολόκληρο το κοπάδι όρμησε από τον γκρεμό στη θάλασσα και πέθαναν στα νερά. 33 Οι δε βοσκοί έφυγαν και, πηγαίνοντας στην πόλη, τα ανέφεραν όλα, περιλαμβανομένης και της υπόθεσης με τους δαιμονισμένους. 34 Και τότε ολόκληρη η πόλη βγήκε να συναντήσει τον Ιησού· και αφού τον είδαν, τον παρακάλεσαν θερμά να φύγει από την περιφέρειά τους.

9  Αφού επιβιβάστηκε, λοιπόν, στο πλοιάριο, πέρασε απέναντι και μπήκε στη δική του πόλη. 2 Και τότε του έφεραν κάποιον παράλυτο ξαπλωμένο πάνω σε ένα κρεβάτι. Βλέποντας την πίστη τους, ο Ιησούς είπε στον παράλυτο: «Πάρε θάρρος, παιδί μου· σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». 3 Και κάποιοι από τους γραμματείς είπαν μέσα τους: «Αυτός ο άνθρωπος βλασφημεί». 4 Και ο Ιησούς, γνωρίζοντας τις σκέψεις τους, είπε: «Γιατί σκέφτεστε πονηρά πράγματα στις καρδιές σας; 5 Για παράδειγμα, τι είναι ευκολότερο, να πω: “Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες”, ή να πω: “Σήκω και περπάτα”; 6 Ωστόσο, για να γνωρίσετε ότι ο Γιος του ανθρώπου έχει εξουσία πάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες—» τότε είπε στον παράλυτο: «Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». 7 Και αυτός σηκώθηκε και έφυγε για το σπίτι του. 8 Βλέποντάς το αυτό, τα πλήθη καταλήφθηκαν από φόβο και δόξασαν τον Θεό, ο οποίος έδωσε τέτοια εξουσία σε ανθρώπους.

 


14 And Jesus, on coming into Peter’s house, saw his mother-in-law lying down and sick with fever. 15 So he touched her hand, and the fever left her, and she got up and began ministering to him. 16 But after it became evening, people brought him many demon-possessed persons; and he expelled the spirits with a word, and he cured all who were faring badly; 17 that there might be fulfilled what was spoken through Isaiah the prophet, saying: “He himself took our sicknesses and carried our diseases.”

18 When Jesus saw a crowd around him, he gave the command to shove off for the other side. 19 And a certain scribe came up and said to him: “Teacher, I will follow you wherever you are about to go.” 20 But Jesus said to him: “Foxes have dens and birds of heaven have roosts, but the Son of man has nowhere to lay down his head.” 21 Then another of the disciples said to him: “Lord, permit me first to leave and bury my father.” 22 Jesus said to him: “Keep following me, and let the dead bury their dead.”

23 And when he got aboard a boat, his disciples followed him. 24 Now, look! a great agitation arose in the sea, so that the boat was being covered by the waves; he, however, was sleeping. 25 And they came and woke him up, saying: “Lord, save us, we are about to perish!” 26 But he said to them: “Why are YOU fainthearted, YOU with little faith?” Then, getting up, he rebuked the winds and the sea, and a great calm set in. 27 So the men became amazed and said: “What sort of person is this, that even the winds and the sea obey him?”

28 When he got to the other side, into the country of the Gadarenes, there met him two demon-possessed men coming out from among the memorial tombs, unusually fierce, so that nobody had the courage to pass by on that road. 29 And, look! they screamed, saying: “What have we to do with you, Son of God? Did you come here to torment us before the appointed time?” 30 But a long way off from them a herd of many swine was at pasture. 31 So the demons began to entreat him, saying: “If you expel us, send us forth into the herd of swine.” 32 Accordingly he said to them: “Go!” They came out and went off into the swine; and, look! the entire herd rushed over the precipice into the sea and died in the waters. 33 But the herders fled and, going into the city, they reported everything, including the affair of the demon-possessed men. 34 And, look! all the city turned out to meet Jesus; and after having seen him, they earnestly urged him to move out from their districts.

9 So, boarding the boat, he proceeded across and went into his own city. 2 And, look! they were bringing him a paralyzed man lying on a bed. On seeing their faith Jesus said to the paralytic: “Take courage, child; your sins are forgiven.” 3 And, look! certain of the scribes said to themselves: “This fellow is blaspheming.” 4 And Jesus, knowing their thoughts, said: “Why are YOU thinking wicked things in YOUR hearts? 5 For instance, which is easier, to say, Your sins are forgiven, or to say, Get up and walk? 6 However, in order for YOU to know that the Son of man has authority on earth to forgive sins—” then he said to the paralytic: “Get up, pick up your bed, and go to your home.” 7 And he got up and went off to his home. 8 At the sight of this the crowds were struck with fear, and they glorified God, who gave such authority to men.