January 11
Ματθαίος 9:9―9:38
 

   9 Έπειτα, καθώς προχωρούσε πιο πέρα από εκεί, ο Ιησούς είδε κάποιον άνθρωπο ονόματι Ματθαίο να κάθεται στο γραφείο όπου εισπράττονταν οι φόροι, και του είπε: «Γίνε ακόλουθός μου». Τότε αυτός σηκώθηκε και τον ακολούθησε. 10 Αργότερα, ενώ πλάγιαζε μπροστά στο τραπέζι στο σπίτι, ήρθαν πολλοί εισπράκτορες φόρων και αμαρτωλοί και άρχισαν να πλαγιάζουν μπροστά στο τραπέζι με τον Ιησού και τους μαθητές του. 11 Αλλά βλέποντάς το αυτό, οι Φαρισαίοι άρχισαν να λένε στους μαθητές του: «Γιατί ο δάσκαλός σας τρώει με εισπράκτορες φόρων και αμαρτωλούς;» 12 Ακούγοντάς τους, αυτός είπε: «Δεν χρειάζονται γιατρό οι υγιείς αλλά οι άρρωστοι. 13 Πηγαίνετε, λοιπόν, και μάθετε τι σημαίνει: “Έλεος θέλω και όχι θυσία”. Διότι ήρθα να καλέσω, όχι δίκαιους ανθρώπους, αλλά αμαρτωλούς».

   14 Κατόπιν οι μαθητές του Ιωάννη ήρθαν σε αυτόν και ρώτησαν: «Γιατί εμείς και οι Φαρισαίοι κάνουμε νηστείες, ενώ οι δικοί σου μαθητές δεν νηστεύουν;» 15 Τότε ο Ιησούς τούς είπε: «Μήπως οι φίλοι του γαμπρού έχουν λόγο να πενθούν όσον καιρό ο γαμπρός είναι μαζί τους; Αλλά θα έρθουν ημέρες που ο γαμπρός θα αφαιρεθεί από αυτούς, και τότε θα νηστέψουν. 16 Κανείς δεν ράβει σε παλιό εξωτερικό ένδυμα ένα μπάλωμα από πανί που δεν έχει μαζέψει· διότι η μεγάλη του δύναμη θα τραβήξει το εξωτερικό ένδυμα και το σκίσιμο θα γίνει χειρότερο. 17 Ούτε βάζουν καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά· γιατί αν βάλουν, τότε τα ασκιά σκίζονται και το κρασί χύνεται και τα ασκιά καταστρέφονται. Αλλά το καινούριο κρασί το βάζουν σε καινούρια ασκιά, και διατηρούνται και τα δύο».

   18 Ενώ τους τα έλεγε αυτά, κάποιος άρχοντας που είχε πλησιάσει άρχισε να τον προσκυνάει, λέγοντας: «Τώρα η κόρη μου πρέπει να είναι ήδη νεκρή· αλλά έλα και θέσε το χέρι σου πάνω σε αυτήν και θα έρθει στη ζωή».

   19 Τότε ο Ιησούς σηκώθηκε και άρχισε να τον ακολουθεί· το ίδιο και οι μαθητές του. 20 Και μια γυναίκα που έπασχε από ροή αίματος επί δώδεκα χρόνια πλησίασε από πίσω και άγγιξε τα κρόσσια του εξωτερικού του ενδύματος· 21 διότι έλεγε μέσα της: «Αν απλώς και μόνο αγγίξω το εξωτερικό του ένδυμα, θα γίνω καλά». 22 Ο Ιησούς γύρισε και, βλέποντάς την, είπε: «Πάρε θάρρος, κόρη μου· η πίστη σου σε έκανε καλά». Και από εκείνη την ώρα η γυναίκα έγινε καλά.

   23 Και όταν ήρθε ο Ιησούς στο σπίτι του άρχοντα και είδε τους αυλητές και το πλήθος που θορυβούσε, 24 άρχισε να λέει: «Φύγετε, γιατί το κοριτσάκι δεν πέθανε αλλά κοιμάται». Τότε άρχισαν να γελούν μαζί του με καταφρόνηση. 25 Μόλις έβγαλαν έξω το πλήθος, αυτός μπήκε μέσα και έπιασε το χέρι της, και το κοριτσάκι σηκώθηκε. 26 Φυσικά, η φήμη σχετικά με αυτό διαδόθηκε σε ολόκληρη εκείνη την περιοχή.

   27 Καθώς ο Ιησούς προχωρούσε πιο πέρα από εκεί, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, κραυγάζοντας και λέγοντας: «Ελέησέ μας, Γιε του Δαβίδ!» 28 Αφού είχε μπει στο σπίτι, οι τυφλοί ήρθαν σε αυτόν, και ο Ιησούς τούς ρώτησε: «Έχετε πίστη ότι μπορώ να το κάνω αυτό;» Εκείνοι του απάντησαν: «Ναι, Κύριε». 29 Τότε άγγιξε τα μάτια τους, λέγοντας: «Σύμφωνα με την πίστη σας ας γίνει σε εσάς». 30 Και τα μάτια τους απέκτησαν την όρασή τους. Επιπλέον, ο Ιησούς τούς παρήγγειλε αυστηρά, λέγοντας: «Κοιτάξτε να μην το μάθει κανείς». 31 Αλλά εκείνοι, αφού βγήκαν έξω, γνωστοποίησαν δημόσια τα σχετικά με αυτόν σε ολόκληρη εκείνη την περιοχή.

   32 Και καθώς έφευγαν εκείνοι, του έφεραν κάποιον βουβό που ήταν δαιμονισμένος· 33 και αφού εκβλήθηκε ο δαίμονας, ο βουβός μίλησε. Τα πλήθη, λοιπόν, θαύμασαν και είπαν: «Ποτέ δεν φάνηκε κάτι τέτοιο στον Ισραήλ». 34 Αλλά οι Φαρισαίοι άρχισαν να λένε: «Μέσω του άρχοντα των δαιμόνων εκβάλλει τους δαίμονες».

   35 Και ο Ιησούς άρχισε περιοδεία σε όλες τις πόλεις και τα χωριά, διδάσκοντας στις συναγωγές τους και κηρύττοντας τα καλά νέα της βασιλείας και θεραπεύοντας κάθε είδους ασθένεια και κάθε είδους πάθηση. 36 Βλέποντας τα πλήθη, τα σπλαχνίστηκε, επειδή ήταν γδαρμένοι και παραπεταμένοι σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. 37 Τότε είπε στους μαθητές του: «Ο μεν θερισμός είναι πολύς, αλλά οι εργάτες είναι λίγοι. 38 Γι’ αυτό, παρακαλέστε τον Κύριο του θερισμού να στείλει εργάτες στο θερισμό του».

 


9 Next, while passing along from there, Jesus caught sight of a man named Matthew seated at the tax office, and he said to him: “Be my follower.” Thereupon he did rise up and follow him. 10 Later, while he was reclining at the table in the house, look! many tax collectors and sinners came and began reclining with Jesus and his disciples. 11 But on seeing this the Pharisees began to say to his disciples: “Why is it that YOUR teacher eats with tax collectors and sinners?” 12 Hearing [them], he said: “Persons in health do not need a physician, but the ailing do. 13 Go, then, and learn what this means, ‘I want mercy, and not sacrifice.’ For I came to call, not righteous people, but sinners.”

14 Then John’s disciples came to him and asked: “Why is it that we and the Pharisees practice fasting but your disciples do not fast?” 15 At this Jesus said to them: “The friends of the bridegroom have no reason to mourn as long as the bridegroom is with them, do they? But days will come when the bridegroom will be taken away from them, and then they will fast. 16 Nobody sews a patch of unshrunk cloth upon an old outer garment; for its full strength would pull from the outer garment and the tear would become worse. 17 Neither do people put new wine into old wineskins; but if they do, then the wineskins burst and the wine spills out and the wineskins are ruined. But people put new wine into new wineskins, and both things are preserved.”

18 While he was telling them these things, look! a certain ruler who had approached began to do obeisance to him, saying: “By now my daughter must be dead; but come and lay your hand upon her and she will come to life.”

19 Then Jesus, getting up, began to follow him; also his disciples did. 20 And, look! a woman suffering twelve years from a flow of blood came up behind and touched the fringe of his outer garment; 21 for she kept saying to herself: “If I only touch his outer garment I shall get well.” 22 Jesus turned around and, noticing her, said: “Take courage, daughter; your faith has made you well.” And from that hour the woman became well.

23 When, now, he came into the ruler’s house and caught sight of the flute players and the crowd in noisy confusion, 24 Jesus began to say: “Leave the place, for the little girl did not die, but she is sleeping.” At this they began to laugh at him scornfully. 25 As soon as the crowd had been sent outside, he went in and took hold of her hand, and the little girl got up. 26 Of course, the talk about this spread out into all that region.

27 As Jesus was passing along from there, two blind men followed him, crying out and saying: “Have mercy on us, Son of David.” 28 After he had gone into the house, the blind men came to him, and Jesus asked them: “Do YOU have faith that I can do this?” They answered him: “Yes, Lord.” 29 Then he touched their eyes, saying: “According to YOUR faith let it happen to YOU.” 30 And their eyes received sight. Moreover, Jesus sternly charged them, saying: “See that nobody gets to know it.” 31 But they, after getting outside, made it public about him in all that region.

32 Now when they were leaving, look! people brought him a dumb man possessed of a demon; 33 and after the demon had been expelled the dumb man spoke. Well, the crowds felt amazement and said: “Never was anything like this seen in Israel.” 34 But the Pharisees began to say: “It is by the ruler of the demons that he expels the demons.”

35 And Jesus set out on a tour of all the cities and villages, teaching in their synagogues and preaching the good news of the kingdom and curing every sort of disease and every sort of infirmity. 36 On seeing the crowds he felt pity for them, because they were skinned and thrown about like sheep without a shepherd. 37 Then he said to his disciples: “Yes, the harvest is great, but the workers are few. 38 Therefore, beg the Master of the harvest to send out workers into his harvest.”