January 28
Ματθαίος 20:1―20:23
20
»Διότι η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με άνθρωπο, οικοδεσπότη, ο
οποίος βγήκε έξω νωρίς το πρωί για να μισθώσει εργάτες για το αμπέλι του.
2 Αφού συμφώνησε με
τους εργάτες για ένα δηνάριο την ημέρα, τους έστειλε στο αμπέλι του.
3 Βγαίνοντας έξω και
την τρίτη ώρα περίπου, είδε άλλους να στέκονται άνεργοι στην αγορά·
4 και σε εκείνους
είπε: “Πηγαίνετε και εσείς στο αμπέλι, και ό,τι είναι δίκαιο θα σας το δώσω”.
5 Εκείνοι, λοιπόν,
πήγαν. Πάλι βγήκε έξω περίπου την έκτη και την ένατη ώρα και έκανε το ίδιο.
6 Τελικά, περίπου την
ενδέκατη ώρα βγήκε έξω και βρήκε άλλους να στέκονται, και τους είπε: “Γιατί
στέκεστε εδώ όλη την ημέρα άνεργοι;”
7 Εκείνοι του είπαν:
“Επειδή κανείς δεν μας έχει μισθώσει”. Αυτός τους είπε: “Πηγαίνετε και εσείς στο
αμπέλι”.
8 »Όταν
βράδιασε, ο ιδιοκτήτης του αμπελιού είπε στον επίτροπό του: “Φώναξε τους εργάτες
και πλήρωσέ τους το μισθό τους, αρχίζοντας από τους τελευταίους και φτάνοντας
στους πρώτους”. 9 Όταν
ήρθαν οι άντρες της ενδέκατης ώρας, έλαβαν ο καθένας ένα δηνάριο.
10 Όταν ήρθαν, λοιπόν,
οι πρώτοι, συμπέραναν ότι θα λάβαιναν περισσότερα· αλλά και αυτοί έλαβαν αμοιβή
από ένα δηνάριο ο καθένας. 11
Μόλις το έλαβαν, άρχισαν να γογγύζουν εναντίον του οικοδεσπότη
12 και είπαν: “Αυτοί
οι τελευταίοι πρόσφεραν εργασία μιας ώρας· και όμως τους έκανες ίσους με εμάς
που βαστάξαμε το βάρος της ημέρας και τη φοβερή ζέστη!”
13 Αλλά απαντώντας σε
έναν από αυτούς, εκείνος είπε: “Άνθρωπε, δεν σε αδικώ. Δεν συμφώνησες μαζί μου
για ένα δηνάριο; 14 Πάρε
αυτό που είναι δικό σου και πήγαινε. Εγώ θέλω να δώσω σε αυτόν τον τελευταίο
ό,τι και σε εσένα. 15 Δεν
είναι νόμιμο να κάνω ό,τι θέλω με τα δικά μου πράγματα; Ή είναι το μάτι σου
πονηρό επειδή εγώ είμαι αγαθός;”
16 Με αυτόν τον τρόπο
οι τελευταίοι θα είναι πρώτοι και οι πρώτοι τελευταίοι».
17 Καθώς
επρόκειτο να ανεβεί στην Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς πήρε τους δώδεκα μαθητές
ιδιαιτέρως και στο δρόμο τούς είπε:
18 «Δείτε!
Ανεβαίνουμε στην Ιερουσαλήμ, και ο Γιος του ανθρώπου θα παραδοθεί στους
πρωθιερείς και στους γραμματείς, και αυτοί θα τον καταδικάσουν σε θάνατο
19 και θα τον
παραδώσουν σε εθνικούς για να τον περιπαίξουν και να τον μαστιγώσουν και να τον
κρεμάσουν στο ξύλο, και την τρίτη ημέρα θα εγερθεί».
20 Τότε
τον πλησίασε η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου μαζί με τους γιους της,
προσκυνώντας και ζητώντας κάτι από αυτόν.
21
Αυτός της είπε: «Τι θέλεις;» Εκείνη του είπε: «Πες να καθήσουν αυτοί
οι δύο γιοι μου ένας στα δεξιά σου και ένας στα αριστερά σου, στη βασιλεία σου».
22 Ο Ιησούς είπε
απαντώντας: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι που πρόκειται να
πιω εγώ;» Αυτοί του είπαν: «Μπορούμε».
23 Αυτός τους είπε: «Το
ποτήρι μου βέβαια θα το πιείτε, αλλά το να καθήσει κανείς στα δεξιά μου και στα
αριστερά μου δεν εναπόκειται σε εμένα να το δώσω, αλλά ανήκει σε εκείνους για
τους οποίους έχει ετοιμαστεί από τον Πατέρα μου».
20 “For the kingdom of the heavens is like a man, a householder, who went out early in the morning to hire workers for his vineyard. 2 When he had agreed with the workers for a denarius a day, he sent them forth into his vineyard. 3 Going out also about the third hour, he saw others standing unemployed in the marketplace; 4 and to those he said, ‘YOU also, go into the vineyard, and whatever is just I will give YOU.’ 5 So off they went. Again he went out about the sixth and the ninth hour and did likewise. 6 Finally, about the eleventh hour he went out and found others standing, and he said to them, ‘Why have YOU been standing here all day unemployed?’ 7 They said to him, ‘Because nobody has hired us.’ He said to them, ‘YOU too go into the vineyard.’
8 “When it became evening, the master of the vineyard said to his man in charge, ‘Call the workers and pay them their wages, proceeding from the last to the first.’ 9 When the eleventh-hour men came, they each received a denarius. 10 So, when the first came, they concluded they would receive more; but they also received pay at the rate of a denarius. 11 On receiving it they began to murmur against the householder 12 and said, ‘These last put in one hour’s work; still you made them equal to us who bore the burden of the day and the burning heat!’ 13 But in reply to one of them he said, ‘Fellow, I do you no wrong. You agreed with me for a denarius, did you not? 14 Take what is yours and go. I want to give to this last one the same as to you. 15 Is it not lawful for me to do what I want with my own things? Or is your eye wicked because I am good?’ 16 In this way the last ones will be first, and the first ones last.”
17 Being now about to go up to Jerusalem, Jesus took the twelve disciples off privately and said to them on the road: 18 “Look! We are going up to Jerusalem, and the Son of man will be delivered up to the chief priests and scribes, and they will condemn him to death, 19 and will deliver him up to [men of] the nations to make fun of and to scourge and to impale, and the third day he will be raised up.”
20 Then
the mother of the sons of Zebedee approached him with her sons, doing obeisance
and asking for something from him.
21 He
said to her: “What do you want?” She said to him: “Give the word that these my
two sons may sit down, one at your right hand and one at your left, in your
kingdom.”
22 Jesus
said in answer: “YOU men do not know what YOU are asking for. Can YOU drink the
cup that I am about to drink?” They said to him: “We can.”
23 He
said to them: “YOU will indeed drink my cup, but this sitting down at my right
hand and at my left is not mine to give, but it belongs to those for whom it has
been prepared by my Father.”