July 10
Πράξεις
19:23 — 19:41
23
Εκείνον τον
καιρό συνέβη αρκετή αναστάτωση σχετικά με την Οδό.
24
Διότι κάποιος
άνθρωπος ονόματι Δημήτριος, ένας αργυροχόος, κάνοντας ασημένια ομοιώματα του
ναού της Αρτέμιδος, παρείχε αρκετό κέρδος στους τεχνίτες·
25
και συγκέντρωσε αυτούς και εκείνους που εργάζονταν σε παρόμοια πράγματα και
είπε: «Άντρες, γνωρίζετε καλά ότι από αυτή την επιχείρηση εξαρτάται η
ευημερία μας.
26
Επίσης, βλέπετε και ακούτε με ποιον τρόπο, όχι μόνο στην Έφεσο, αλλά σε όλη
σχεδόν την περιφέρεια της Ασίας, αυτός ο Παύλος έπεισε ένα αρκετά μεγάλο
πλήθος και τους έκανε να αλλάξουν γνώμη, λέγοντας ότι δεν είναι θεοί αυτοί
που φτιάχνονται από χέρια.
27
Υπάρχει, λοιπόν, κίνδυνος, όχι μόνο να περιέλθει σε ανυποληψία το επάγγελμά
μας, αλλά και να θεωρηθεί μηδαμινός ο ναός της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος, και
μάλιστα η μεγαλοπρέπειά της, την οποία λατρεύει ολόκληρη η περιφέρεια της
Ασίας και η κατοικημένη γη, πρόκειται να εκμηδενιστεί».
28
Ακούγοντάς το αυτό και γεμίζοντας θυμό, οι άνθρωποι άρχισαν να κραυγάζουν,
λέγοντας: «Μεγάλη η Άρτεμις των Εφεσίων!»
29
Η πόλη,
λοιπόν, γέμισε σύγχυση, και σύσσωμοι όρμησαν στο θέατρο, παίρνοντας με τη
βία μαζί τους τον Γάιο και τον Αρίσταρχο, που ήταν Μακεδόνες, σύντροφοι του
Παύλου στο ταξίδι του.
30
Ο δε Παύλος
ήθελε να πάει μέσα στο λαό, αλλά οι μαθητές δεν τον άφηναν.
31Ακόμη
και μερικοί από τους επιτρόπους των γιορτών και των αγώνων, οι οποίοι ήταν
φιλικοί προς αυτόν, του έστειλαν μήνυμα και τον εκλιπαρούσαν να μη βάλει σε
κίνδυνο τον εαυτό του στο θέατρο.
32
Πράγματι, μερικοί κραύγαζαν ένα πράγμα και άλλοι άλλο· διότι η σύναξη ήταν
σε σύγχυση, και στην πλειονότητά τους δεν ήξεραν το λόγο για τον οποίο είχαν
συγκεντρωθεί.
33
Έβγαλαν,
λοιπόν, όλοι μαζί από το πλήθος τον Αλέξανδρο, καθώς οι Ιουδαίοι τον
έσπρωχναν μπροστά· ο δε Αλέξανδρος έκανε νόημα με το χέρι του και ήθελε να
υπερασπιστεί τον εαυτό του στο λαό.
34
Αλλά όταν
κατάλαβαν ότι ήταν Ιουδαίος, υψώθηκε από όλους τους μία κραυγή, καθώς
φώναζαν επί δύο περίπου ώρες: «Μεγάλη η Άρτεμις των Εφεσίων!»
35
Όταν, τελικά,
ο γραμματέας της πόλης ησύχασε το πλήθος, είπε: «Άντρες Εφέσιοι, ποιος
άνθρωπος υπάρχει τάχα που δεν ξέρει ότι η πόλη των Εφεσίων είναι ο φύλακας
του ναού της μεγάλης Αρτέμιδος και του αγάλματος που έπεσε από τον ουρανό;
36
Συνεπώς, εφόσον αυτά είναι αδιαμφισβήτητα, αρμόζει να μένετε ήρεμοι και να
μην ενεργείτε απερίσκεπτα.
37
Διότι φέρατε αυτούς τους άντρες που ούτε ληστές ναών είναι ούτε βλασφημούν
τη θεά μας.
38
Άρα λοιπόν, αν ο Δημήτριος και οι τεχνίτες που είναι μαζί του έχουν
πράγματι μια κατηγορία εναντίον κάποιου, υπάρχουν δικάσιμες ημέρες και
υπάρχουν ανθύπατοι· ας διατυπώσουν κατηγορίες ο ένας εναντίον του άλλου.
39
Αν όμως ζητάτε κάτι περαιτέρω, αυτό πρέπει να αποφασιστεί σε τακτή
συνέλευση.
40
Διότι, στην
πραγματικότητα, κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε για στασιασμό σχετικά με τη
σημερινή υπόθεση, επειδή δεν υπάρχει ούτε μία αιτία που θα μας επιτρέψει να
δικαιολογήσουμε τη συγκέντρωση αυτού του άτακτου όχλου».
41
Και αφού τα
είπε αυτά, διέλυσε τη σύναξη.
23 At that particular time there arose no little disturbance concerning The Way. 24 For a certain man named Demetrius, a silversmith, by making silver shrines of Artemis furnished the craftsmen no little gain; 25 and he gathered them and those who worked at such things and said: “Men, YOU well know that from this business we have our prosperity. 26 Also, YOU behold and hear how not only in Ephesus but in nearly all the [district of] Asia this Paul has persuaded a considerable crowd and turned them to another opinion, saying that the ones that are made by hands are not gods. 27 Moreover, the danger exists not only that this occupation of ours will come into disrepute but also that the temple of the great goddess Artemis will be esteemed as nothing and even her magnificence which the whole [district of] Asia and the inhabited earth worships is about to be brought down to nothing.” 28 Hearing this and becoming full of anger, the men began crying out, saying: “Great is Artemis of the Ephesians!”
29 So the city became filled with confusion, and with one accord they rushed into the theater, taking forcibly along with them Gaius and Aristarchus, Macedonians, traveling companions of Paul. 30 For his part, Paul was willing to go inside to the people, but the disciples would not permit him. 31 Even some of the commissioners of festivals and games, who were friendly to him, sent to him and began pleading for him not to risk himself in the theater. 32 The fact is, some were crying out one thing and others another; for the assembly was in confusion, and the majority of them did not know the reason why they had come together. 33 So together they brought Alexander out of the crowd, the Jews thrusting him up front; and Alexander motioned with his hand and was wanting to make his defense to the people. 34 But when they recognized that he was a Jew, one cry arose from them all as they shouted for about two hours: “Great is Artemis of the Ephesians!”
35 When,
finally, the city recorder had quieted the crowd, he said: “Men of Ephesus, who
really is there of mankind that does not know that the city of the Ephesians is
the temple keeper of the great Artemis and of the image that fell from heaven?
36 Therefore
since these things are indisputable, it is becoming for YOU to keep calm and not
act rashly.
37 For
YOU have brought these men who are neither robbers of temples nor blasphemers of
our goddess.
38 Therefore
if Demetrius and the craftsmen with him do have a case against someone, court
days are held and there are proconsuls; let them bring charges against one
another.
39 If,
though, YOU are searching for anything beyond that, it must be decided in a
regular assembly.
40 For
we are really in danger of being charged with sedition over today’s affair, no
single cause existing that will permit us to render a reason for this disorderly
mob.”
41 And
when he had said these things, he dismissed the assembly.