July 19
Πράξεις
24:24 — 25:12

 

   24  Μερικές ημέρες αργότερα έφτασε ο Φήλιξ  με τη Δρουσίλλα τη σύζυγό του, η οποία ήταν Ιουδαία,  και έστειλε να καλέσει τον Παύλο και τον άκουσε όσον αφορά την πίστη στον Χριστό Ιησού.  25 Αλλά καθώς αυτός μιλούσε για δικαιοσύνη  και για εγκράτεια  και για την ερχόμενη κρίση,  ο Φήλιξ φοβήθηκε και απάντησε: «Πήγαινε προς το παρόν, και όταν βρω ευκαιρία θα σε ξανακαλέσω».  26 Συγχρόνως, όμως, έλπιζε ότι θα του δίνονταν χρήματα  από τον Παύλο. Γι’ αυτόν το λόγο έστελνε και τον καλούσε ακόμη πιο συχνά και συνομιλούσε με αυτόν.  27 Αλλά αφού πέρασαν δύο χρόνια, τον Φήλικα τον διαδέχθηκε ο Πόρκιος Φήστος· και επειδή ο Φήλιξ ήθελε να κερδίσει την εύνοια  των Ιουδαίων, άφησε τον Παύλο δέσμιο.

25  Ο Φήστος, αφού ανέλαβε  τη διακυβέρνηση της επαρχίας, ανέβηκε ύστερα από τρεις ημέρες στην Ιερουσαλήμ από την Καισάρεια·  2 και οι πρωθιερείς και οι προύχοντες των Ιουδαίων τού έδωσαν πληροφορίες  εναντίον του Παύλου. Άρχισαν δε να τον ικετεύουν,  3  ζητώντας το ως χάρη εναντίον εκείνου να στείλει να τον φέρουν στην Ιερουσαλήμ, επειδή έστηναν ενέδρα  για να τον σκοτώσουν στο δρόμο.  4  Ωστόσο, ο Φήστος απάντησε ότι ο Παύλος θα φυλασσόταν στην Καισάρεια και ότι ο ίδιος επρόκειτο να φύγει σύντομα για εκεί. 5 «Επομένως, εκείνοι που έχουν εξουσία ανάμεσά σας», είπε, «ας κατεβούν μαζί μου και ας τον κατηγορήσουν,  αν υπάρχει κάτι άτοπο σχετικά με αυτόν τον άντρα».

   6  Αφού, λοιπόν, έμεινε ανάμεσά τους όχι περισσότερες από οχτώ ή δέκα ημέρες, κατέβηκε στην Καισάρεια· και την επόμενη ημέρα κάθησε στη δικαστική έδρα  και διέταξε να φερθεί ο Παύλος.  7 Όταν αυτός έφτασε, οι Ιουδαίοι που είχαν κατεβεί από την Ιερουσαλήμ στάθηκαν ολόγυρά του εκτοξεύοντας εναντίον του πολλές και σοβαρές κατηγορίες  για τις οποίες δεν μπορούσαν να δώσουν αποδείξεις.

   8  Ο δε Παύλος είπε υπερασπιζόμενος τον εαυτό του: «Ούτε εναντίον του Νόμου των Ιουδαίων ούτε εναντίον του ναού  ούτε εναντίον του Καίσαρα έχω αμαρτήσει σε κάτι».  9 Ο Φήστος, θέλοντας να κερδίσει την εύνοια  των Ιουδαίων, αποκρίθηκε στον Παύλο και είπε: «Θέλεις να ανεβείς στην Ιερουσαλήμ και να δικαστείς εκεί ενώπιόν μου σχετικά με αυτά τα ζητήματα;»  10 Ο Παύλος, όμως, είπε: «Στέκομαι ενώπιον της δικαστικής έδρας του Καίσαρα,  εκεί που πρέπει να δικάζομαι. Δεν έχω αδικήσει τους Ιουδαίους,  όπως εξακριβώνεις και εσύ πολύ καλά.  11 Αν μεν έχω πράγματι αδικοπραγήσει  και έχω διαπράξει οτιδήποτε άξιο θανάτου,  δεν ζητώ να απαλλαχτώ από το θάνατο· αν, όμως, δεν υφίσταται τίποτα από εκείνα για τα οποία με κατηγορούν αυτοί, κανείς δεν μπορεί να με παραδώσει σε αυτούς ως χάρη. Τον Καίσαρα επικαλούμαι!»  12 Τότε ο Φήστος, αφού μίλησε με το συμβούλιο, απάντησε: «Τον Καίσαρα επικαλέστηκες, στον Καίσαρα θα πας».

 


24 Some days later Felix arrived with Drusilla his wife, who was a Jewess, and he sent for Paul and listened to him on the belief in Christ Jesus. 25 But as he talked about righteousness and self-control and the judgment to come, Felix became frightened and answered: “For the present go your way, but when I get an opportune time I shall send for you again.” 26 At the same time, though, he was hoping for money to be given him by Paul. On that account he sent for him even more frequently and would converse with him. 27 But, when two years had elapsed, Felix was succeeded by Porcius Festus; and because Felix desired to gain favor with the Jews, he left Paul bound.

25
Therefore Festus, after entering upon the [government of the] province, went up three days later to Jerusalem from Caesarea; 2 and the chief priests and the principal men of the Jews gave him information against Paul. So they began to entreat him, 3 asking for themselves as a favor against the [man] that he would send for him to come to Jerusalem, as they were laying an ambush to do away with him along the road. 4 However, Festus answered that Paul was to be kept in Caesarea and that he himself was about to depart shortly for there. 5 “Hence let those who are in power among YOU,” he said, “come down with me and accuse him, if there is anything out of the way about the man.”

6 So when he had spent not more than eight or ten days among them, he went down to Caesarea, and the next day he sat down on the judgment seat and commanded Paul to be brought in. 7 When he arrived, the Jews that had come down from Jerusalem stood round about him, leveling against him many and serious charges for which they were unable to show evidence.

8 But Paul said in defense: “Neither against the Law of the Jews nor against the temple nor against Caesar have I committed any sin.” 9 Festus, desiring to gain favor with the Jews, said in reply to Paul: “Do you wish to go up to Jerusalem and be judged there before me concerning these things?” 10 But Paul said: “I am standing before the judgment seat of Caesar, where I ought to be judged. I have done no wrong to the Jews, as you also are finding out quite well. 11 If, on the one hand, I am really a wrongdoer and have committed anything deserving of death, I do not beg off from dying; if, on the other hand, none of those things exists of which these [men] accuse me, no man can hand me over to them as a favor. I appeal to Caesar!” 12 Then Festus, after speaking with the assembly of counselors, replied: “To Caesar you have appealed; to Caesar you shall go.”