July 22
Πράξεις
26:24 — 27:19


   24  Και καθώς τα έλεγε αυτά υπερασπιζόμενος τον εαυτό του, ο Φήστος είπε με δυνατή φωνή: «Παραφρονείς,  Παύλε! Τα πολλά γράμματα σε οδηγούν στην παραφροσύνη!» 25 Ο Παύλος όμως είπε: «Δεν παραφρονώ, Εξοχότατε Φήστε, αλλά λέω λόγια αλήθειας και σωφροσύνης.  26 Μάλιστα ο βασιλιάς στον οποίο μιλώ με παρρησία τα γνωρίζει καλά αυτά· διότι είμαι πεπεισμένος ότι ούτε ένα από αυτά δεν περνάει απαρατήρητο από αυτόν, γιατί αυτό δεν έγινε σε κάποια γωνιά.  27 Πιστεύεις, Βασιλιά Αγρίππα, τους Προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις».  28 Ο δε Αγρίππας είπε στον Παύλο: «Ακόμη λίγο και θα με πείσεις να γίνω Χριστιανός».  29 Τότε ο Παύλος είπε: «Θα ευχόμουν στον Θεό, είτε χρειάζεται ακόμη λίγο είτε πολύ, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακούν σήμερα να γίνουν όπως είμαι και εγώ, με εξαίρεση αυτά τα δεσμά».

   30  Και ο βασιλιάς σηκώθηκε, καθώς και ο κυβερνήτης και η Βερνίκη και αυτοί που κάθονταν μαζί τους.  31 Και καθώς αποσύρονταν, άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους, λέγοντας: «Αυτός ο άνθρωπος δεν πράττει τίποτα άξιο θανάτου  ή δεσμών».  32 Επίσης, ο Αγρίππας είπε στον Φήστο: «Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να έχει αφεθεί ελεύθερος αν δεν είχε επικαλεστεί  τον Καίσαρα».


27  Επειδή αποφασίστηκε να αποπλεύσουμε για την Ιταλία,  παρέδωσαν τόσο τον Παύλο όσο και κάποιους άλλους φυλακισμένους σε έναν αξιωματικό ονόματι Ιούλιο, από τη μονάδα του Αυγούστου.  2 Αφού επιβιβαστήκαμε σε ένα πλοίο από το Αδραμύττιο, το οποίο επρόκειτο να πλεύσει σε διάφορα παράκτια μέρη της περιφέρειας της Ασίας, αποπλεύσαμε έχοντας μαζί μας τον Αρίσταρχο,  έναν Μακεδόνα από τη Θεσσαλονίκη.  3 Και την επόμενη ημέρα αποβιβαστήκαμε στη Σιδώνα, και ο Ιούλιος συμπεριφέρθηκε στον Παύλο με ανθρώπινη καλοσύνη  και του επέτρεψε να πάει στους φίλους του και να απολαύσει τη φροντίδα τους. 

   4  Και αφού φύγαμε από εκεί, πλεύσαμε έχοντας την κάλυψη της Κύπρου, επειδή οι άνεμοι ήταν αντίθετοι· 5 και διασχίσαμε το πέλαγος κατά μήκος της Κιλικίας και της Παμφυλίας και μπήκαμε στο λιμάνι των Μύρων στη Λυκία.  6 Αλλά εκεί ο αξιωματικός βρήκε ένα πλοίο από την Αλεξάνδρεια  το οποίο έπλεε για την Ιταλία, και μας έβαλε να επιβιβαστούμε.  7 Κατόπιν, αφού πλέαμε αργά αρκετές ημέρες και φτάσαμε στην Κνίδο με δυσκολία, επειδή ο άνεμος δεν μας άφηνε να συνεχίσουμε, πλεύσαμε στη Σαλμώνη, έχοντας την κάλυψη της Κρήτης, 8 και παραπλέοντάς την με δυσκολία, ήρθαμε σε κάποιον τόπο που ονομαζόταν Καλοί Λιμένες, κοντά στον οποίο ήταν η πόλη Λασαία.

   9  Καθώς είχε περάσει αρκετός καιρός και τώρα πια ήταν επικίνδυνη η πλεύση, επειδή είχε ήδη περάσει και η νηστεία [της ημέρας της εξιλέωσης],  ο Παύλος έκανε μια πρόταση, 10 λέγοντάς τους: «Άντρες, αντιλαμβάνομαι ότι η πλεύση πρόκειται να γίνει με ζημιά και μεγάλη απώλεια, όχι μόνο του φορτίου και του πλοίου, αλλά και των ψυχών μας».  11 Ωστόσο, ο αξιωματικός άκουγε τον κυβερνήτη και τον ιδιοκτήτη του πλοίου μάλλον παρά αυτά που έλεγε ο Παύλος.  12 Καθώς, λοιπόν, το λιμάνι δεν προσφερόταν για να περάσουν το χειμώνα, η πλειονότητα συνέστησε να αποπλεύσουν από εκεί, ώστε να δουν μήπως μπορούσαν να φτάσουν στον Φοίνικα, ένα λιμάνι της Κρήτης που βλέπει προς τα βορειοανατολικά και προς τα νοτιοανατολικά, για να περάσουν εκεί το χειμώνα.

   13  Μάλιστα όταν φύσηξε απαλά ο νότιος άνεμος, νόμισαν ότι είχαν πετύχει το σκοπό τους, και σήκωσαν άγκυρα και άρχισαν να πλέουν κοντά στην ακτή της Κρήτης.  14 Όχι πολύ αργότερα, όμως, φύσηξε ορμητικά σε αυτήν ένας θυελλώδης άνεμος  που ονομαζόταν Ευρακύλων.  15 Καθώς το πλοίο αρπάχθηκε βίαια και δεν μπορούσε να κρατήσει πορεία αντίθετα στον άνεμο, εγκαταλείψαμε την προσπάθεια και παρασυρόμασταν εδώ και εκεί. 16 Πλεύσαμε, λοιπόν, γρήγορα, έχοντας την κάλυψη κάποιου μικρού νησιού που ονομαζόταν Καύδα, αλλά μετά βίας μπορέσαμε να πάρουμε τη βάρκα  στην πρύμνη. 17 Αφού, όμως, την ανέβασαν πάνω, άρχισαν να χρησιμοποιούν βοηθήματα για να ζώσουν από κάτω το πλοίο· και επειδή φοβούνταν μήπως προσαράξουν στη Σύρτη, κατέβασαν τα άρμενα και έτσι παρασύρονταν εδώ και εκεί.  18 Εντούτοις, επειδή κλυδωνιζόμασταν βίαια από τη θύελλα, την επόμενη ημέρα άρχισαν να ελαφρώνουν  το πλοίο· 19 και την τρίτη ημέρα, με τα ίδια τους τα χέρια, πέταξαν τα ξάρτια του πλοίου.

 


24 Now as he was saying these things in his defense, Festus said in a loud voice: “You are going mad, Paul! Great learning is driving you into madness!” 25 But Paul said: “I am not going mad, Your Excellency Festus, but I am uttering sayings of truth and of soundness of mind. 26 In reality, the king to whom I am speaking with freeness of speech well knows about these things; for I am persuaded that not one of these things escapes his notice, for this thing has not been done in a corner. 27 Do you, King Agrippa, believe the Prophets? I know you believe.” 28 But Agrippa said to Paul: “In a short time you would persuade me to become a Christian.” 29 At this Paul said: “I could wish to God that whether in a short time or in a long time not only you but also all those who hear me today would become men such as I also am, with the exception of these bonds.”

30 And the king rose and so did the governor and Bernice and the men seated with them. 31 But as they withdrew they began talking with one another, saying: “This man practices nothing deserving death or bonds.” 32 Moreover, Agrippa said to Festus: “This man could have been released if he had not appealed to Caesar.”

27
Now as it was decided for us to sail away to Italy, they proceeded to hand both Paul and certain other prisoners over to an army officer named Julius of the band of Augustus. 2 Going aboard a boat from Adramyttium that was about to sail to places along the coast of the [district of] Asia, we set sail, there being with us Aristarchus a Macedonian from Thessalonica. 3 And the next day we landed at Sidon, and Julius treated Paul with human kindness and permitted him to go to his friends and enjoy [their] care.

4 And putting out to sea from there we sailed under the [shelter of] Cyprus, because the winds were contrary; 5 and we navigated through the open sea along Cilicia and Pamphylia and put into port at Myra in Lycia. 6 But there the army officer found a boat from Alexandria that was sailing for Italy, and he made us board it. 7 Then, after sailing on slowly quite a number of days and coming to Cnidus with difficulty, because the wind did not let us get on, we sailed under the [shelter of] Crete at Salmone, 8 and coasting along it with difficulty we came to a certain place called Fair Havens, near which was the city Lasea.

9 As considerable time had passed and by now it was hazardous to navigate because even the fast [of atonement day] had already passed by, Paul made a recommendation, 10 saying to them: “Men, I perceive that navigation is going to be with damage and great loss not only of the cargo and the boat but also of our souls.” 11 However, the army officer went heeding the pilot and the shipowner rather than the things said by Paul. 12 Now as the harbor was inconvenient for wintering, the majority advised setting sail from there, to see if they could somehow make it to Phoenix to winter, a harbor of Crete that opens toward the northeast and toward the southeast.

13 Moreover, when the south wind blew softly, they thought they had as good as realized their purpose, and they lifted anchor and began coasting inshore along Crete. 14 After no great while, however, a tempestuous wind called Euroaquilo rushed down upon it. 15 As the boat was violently seized and was not able to keep its head against the wind, we gave way and were borne along. 16 Now we ran under [the shelter of] a certain small island called Cauda, and yet we were hardly able to get possession of the skiff at the stern. 17 But after hoisting it aboard they began using helps to undergird the boat; and being in fear of running aground on the Syrtis, they lowered the gear and thus were driven along. 18 Yet because we were being violently tossed with the tempest, the following [day] they began to lighten the ship; 19 and the third [day], with their own hands, they threw away the tackling of the boat.