July 23
Πράξεις
27:20 — 27:44
 

   20  Και καθώς δεν φάνηκαν ούτε ήλιος ούτε άστρα επί πολλές ημέρες, και μας χτυπούσε αρκετή θύελλα,  κάθε ελπίδα ότι θα σωζόμασταν άρχισε τελικά να χάνεται.  21 Και έπειτα από παρατεταμένη αποχή από τροφή, στάθηκε τότε ο Παύλος ανάμεσά τους  και είπε: «Άντρες, έπρεπε οπωσδήποτε να είχατε ακούσει τη συμβουλή μου και να μην είχατε αποπλεύσει από την Κρήτη, για να μην είχατε υποστεί αυτή τη ζημιά και την απώλεια.  22 Εντούτοις, τώρα σας συνιστώ να είστε εύθυμοι, γιατί ούτε μία ψυχή από εσάς δεν θα χαθεί παρά μόνο το πλοίο.  23 Διότι αυτή τη νύχτα στάθηκε κοντά μου ένας άγγελος  του Θεού στον οποίο ανήκω και στον οποίο αποδίδω ιερή υπηρεσία,  24 και είπε: “Μη φοβάσαι, Παύλε. Πρέπει να σταθείς ενώπιον του Καίσαρα·  και δες! ο Θεός σού έχει χαρίσει όλους όσους πλέουν μαζί σου”. 25 Γι’ αυτό, άντρες, να είστε εύθυμοι· διότι πιστεύω τον Θεό,  ότι θα γίνει όπως ακριβώς μου ειπώθηκε.  26 Ωστόσο, θα εξοκείλουμε σε κάποιο νησί». 

   27  Καθώς, λοιπόν, έπεσε η δέκατη τέταρτη νύχτα και κλυδωνιζόμασταν στη θάλασσα του Αδρία, τα μεσάνυχτα οι ναύτες άρχισαν να υποπτεύονται ότι πλησίαζαν σε κάποια στεριά.  28 Και έκαναν βυθομέτρηση και βρήκαν είκοσι οργιές· έτσι λοιπόν, προχώρησαν λίγο και έκαναν ξανά βυθομέτρηση και βρήκαν δεκαπέντε οργιές.  29 Και επειδή φοβούνταν μήπως πέσουμε κάπου πάνω στα βράχια, έριξαν τέσσερις άγκυρες από την πρύμνη και εύχονταν να ξημερώσει.  30 Αλλά όταν οι ναύτες άρχισαν να επιζητούν να φύγουν από το πλοίο και κατέβασαν τη βάρκα στη θάλασσα με το πρόσχημα ότι σκόπευαν να ρίξουν άγκυρες από την πλώρη, 31ο Παύλος είπε στον αξιωματικό και στους στρατιώτες: «Αν αυτοί δεν παραμείνουν στο πλοίο, δεν μπορείτε να σωθείτε».  32 Τότε οι στρατιώτες έκοψαν τα σχοινιά της βάρκας  και την άφησαν να πέσει.

   33  Ενώ πλησίαζε η ημέρα, ο Παύλος άρχισε να τους ενθαρρύνει όλους να πάρουν τροφή, λέγοντας: «Σήμερα είναι η δέκατη τέταρτη ημέρα που είστε σε αναμονή και μένετε χωρίς τροφή, αφού δεν έχετε πάρει τίποτα να φάτε.  34  Γι’ αυτό, σας ενθαρρύνω να πάρετε τροφή, γιατί αυτό είναι για την ασφάλειά σας· διότι δεν θα χαθεί ούτε μία τρίχα  από το κεφάλι κανενός από εσάς».  35 Αφού τα είπε αυτά, πήρε και ένα ψωμί, είπε μια ευχαριστήρια προσευχή  στον Θεό μπροστά σε όλους και το έσπασε και άρχισε να τρώει. 36 Όλοι, λοιπόν, ευθύμησαν και άρχισαν και οι ίδιοι να παίρνουν τροφή. 37 Ήμασταν δε όλοι μαζί, οι ψυχές στο πλοίο, διακόσιοι εβδομήντα έξι.  38 Αφού χόρτασαν από τροφή, άρχισαν να ελαφρώνουν  το πλοίο ρίχνοντας το σιτάρι στη θάλασσα.

   39  Τελικά, όταν έγινε ημέρα, δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τη γη, αλλά έβλεπαν κάποιον κόλπο με ακρογιαλιά και ήταν αποφασισμένοι, αν μπορούσαν, να βγάλουν το πλοίο σε αυτήν.  40 Κόβοντας, λοιπόν, τις άγκυρες τις άφησαν να πέσουν στη θάλασσα, λύνοντας συγχρόνως τα σχοινιά που συγκρατούσαν τα πηδάλια και, αφού σήκωσαν το πανί της πλώρης στον άνεμο, κατευθύνθηκαν προς την ακρογιαλιά.  41Όταν έπεσαν σε έναν ρηχό αμμότοπο που βρεχόταν και στις δύο πλευρές από τη θάλασσα, έκαναν το πλοίο να προσαράξει, και η πλώρη κόλλησε και έμεινε ακίνητη, αλλά η πρύμνη άρχισε να κομματιάζεται βίαια.  42 Τότε οι στρατιώτες αποφάσισαν να σκοτώσουν τους φυλακισμένους για να μην κολυμπήσει κανείς και δραπετεύσει.  43  Αλλά ο αξιωματικός ήθελε να διατηρήσει σώο τον Παύλο και τους απέτρεψε από το σκοπό τους. Και διέταξε εκείνους που μπορούσαν να κολυμπούν να πέσουν στη θάλασσα και να βγουν στη στεριά πρώτοι, 44  και τους υπόλοιπους να κάνουν το ίδιο, μερικοί πάνω σε σανίδες και μερικοί πάνω σε ορισμένα πράγματα από το πλοίο. Και έτσι έφτασαν όλοι σώοι στη στεριά. 
 


20 When, now, neither sun nor stars appeared for many days, and no little tempest was lying upon us, all hope of our being saved finally began to be cut off. 21 And when there had been a long abstinence from food, then Paul stood up in the midst of them and said: “Men, YOU certainly ought to have taken my advice and not have put out to sea from Crete and have sustained this damage and loss. 22 Still, now I recommend to YOU to be of good cheer, for not a soul of YOU will be lost, only the boat will. 23 For this night there stood near me an angel of the God to whom I belong and to whom I render sacred service, 24 saying, ‘Have no fear, Paul. You must stand before Caesar, and, look! God has freely given you all those sailing with you.’ 25 Therefore be of good cheer, men; for I believe God that it will be exactly as it has been told me. 26 However, we must be cast ashore on a certain island.”

27 Now as the fourteenth night fell and we were being tossed to and fro on the [sea of] Adria, at midnight the sailors began to suspect they were drawing near to some land. 28 And they sounded the depth and found it twenty fathoms; so they proceeded a short distance and again made a sounding and found it fifteen fathoms. 29 And because of fearing we might be cast somewhere upon the rocks, they cast out four anchors from the stern and began wishing for it to become day. 30 But when the sailors began seeking to escape from the boat and lowered the skiff into the sea under the pretense of intending to let down anchors from the prow, 31 Paul said to the army officer and the soldiers: “Unless these men remain in the boat, YOU cannot be saved.” 32 Then the soldiers cut away the ropes of the skiff and let it fall off.

33 Now close to the approach of day Paul began to encourage one and all to take some food, saying: “Today is the fourteenth day YOU have been on the watch and YOU are continuing without food, having taken nothing for yourselves. 34 Therefore I encourage YOU to take some food, for this is in the interest of YOUR safety; for not a hair of the head of one of YOU will perish.” 35 After he said this, he also took a loaf, gave thanks to God before them all and broke it and started eating. 36 So they all became cheerful and themselves began taking some food. 37 Now, all together, we souls in the boat were two hundred and seventy-six. 38 When they had been satisfied with food, they proceeded to lighten the boat by throwing the wheat overboard into the sea.

39 Finally when it became day, they could not recognize the land but they were observing a certain bay with a beach, and on this they were determined, if they could, to beach the boat. 40 So, cutting away the anchors, they let them fall into the sea, at the same time loosing the lashings of the rudder oars and, after hoisting the foresail to the wind, they made for the beach. 41 When they lighted upon a shoal washed on each side by the sea, they ran the ship aground and the prow got stuck and stayed immovable, but the stern began to be violently broken to pieces. 42 At this it became the determination of the soldiers to kill the prisoners, that no one might swim away and escape. 43 But the army officer desired to bring Paul safely through and restrained them from their purpose. And he commanded those able to swim to cast themselves into the sea and make it to land first, 44 and the rest to do so, some upon planks and some upon certain things from the boat. And thus it came about that all were brought safely to land.