July 30
Ρωμαίους
3:21 — 4:8


   21  Αλλά τώρα, χωρίς νόμο η δικαιοσύνη  του Θεού έχει φανερωθεί, όπως δίνεται μαρτυρία  για αυτήν από το Νόμο  και τους Προφήτες·  22  ναι, η δικαιοσύνη του Θεού μέσω της πίστης στον Ιησού Χριστό,  για όλους όσους έχουν πίστη.  Διότι δεν υπάρχει διάκριση.  23  Διότι όλοι έχουν αμαρτήσει  και υστερούν ως προς τη δόξα του Θεού,  24  και είναι δωρεά  το ότι ανακηρύσσονται δίκαιοι με την παρ’ αξία καλοσύνη  του μέσω της απελευθέρωσης με το λύτρο  που πλήρωσε ο Χριστός Ιησούς. 25  Ο Θεός έθεσε αυτόν ως προσφορά για εξιλασμό  μέσω πίστης στο αίμα του.  Αυτό έγινε για να δείξει τη δικαιοσύνη του, επειδή συγχωρούσε τις αμαρτίες  που έγιναν στο παρελθόν ενώ ο Θεός εκδήλωνε ανοχή·  26  ώστε να δείξει τη δικαιοσύνη  του στον τωρινό καιρό, για να είναι αυτός δίκαιος ακόμη και όταν ανακηρύσσει δίκαιο  τον άνθρωπο που έχει πίστη στον Ιησού.

   27  Πού είναι, λοιπόν, η καύχηση;  Έχει αποκλειστεί. Μέσω τίνος νόμου;  Του νόμου των έργων;  Όχι βέβαια, αλλά μέσω του νόμου της πίστης.  28  Διότι θεωρούμε ότι ο άνθρωπος ανακηρύσσεται δίκαιος μέσω πίστης χωρίς έργα νόμου.  29  Ή μήπως ο Θεός είναι των Ιουδαίων μόνο;  Δεν είναι και των εθνικών;  Ναι, και των εθνικών,  30  αν αληθινά ο Θεός είναι ένας,  ο οποίος θα ανακηρύξει περιτμημένους  ανθρώπους δίκαιους ως αποτέλεσμα πίστης και απερίτμητους  ανθρώπους δίκαιους μέσω της πίστης τους. 31  Μήπως, λοιπόν, καταργούμε νόμο μέσω της πίστης μας;  Ποτέ να μη συμβεί αυτό! Απεναντίας, εδραιώνουμε νόμο.


4  Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, τι θα πούμε για τον Αβραάμ, τον προπάτορά  μας κατά σάρκα; 2  Αν, για παράδειγμα, ο Αβραάμ ανακηρυσσόταν δίκαιος ως αποτέλεσμα έργων,  θα είχε βάση να καυχιέται· αλλά όχι όσον αφορά τον Θεό. 3  Διότι τι λέει η γραφή; «Ο Αβραάμ άσκησε πίστη στον Ιεχωβά, και του υπολογίστηκε ως δικαιοσύνη».  4  Σε αυτόν δε που εργάζεται,  η πληρωμή υπολογίζεται, όχι ως παρ’ αξία καλοσύνη,  αλλά ως χρέος.  5  Απεναντίας, σε αυτόν που δεν εργάζεται, αλλά θέτει πίστη  σε εκείνον ο οποίος ανακηρύσσει δίκαιο τον ασεβή, η πίστη του υπολογίζεται ως δικαιοσύνη.  6  Όπως μιλάει και ο Δαβίδ για την ευτυχία του ανθρώπου στον οποίο ο Θεός υπολογίζει δικαιοσύνη χωρίς έργα: 7  «Ευτυχισμένοι είναι εκείνοι των οποίων οι άνομες πράξεις έχουν συγχωρηθεί  και των οποίων οι αμαρτίες έχουν καλυφτεί·  8  ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος του οποίου την αμαρτία δεν πρόκειται να υπολογίσει  ο Ιεχωβά».

 


21 But now apart from law God’s righteousness has been made manifest, as it is borne witness to by the Law and the Prophets; 22 yes, God’s righteousness through the faith in Jesus Christ, for all those having faith. For there is no distinction. 23 For all have sinned and fall short of the glory of God, 24 and it is as a free gift that they are being declared righteous by his undeserved kindness through the release by the ransom [paid] by Christ Jesus. 25 God set him forth as an offering for propitiation through faith in his blood. This was in order to exhibit his own righteousness, because he was forgiving the sins that occurred in the past while God was exercising forbearance; 26 so as to exhibit his own righteousness in this present season, that he might be righteous even when declaring righteous the man that has faith in Jesus.

27 Where, then, is the boasting? It is shut out. Through what law? That of works? No indeed, but through the law of faith. 28 For we reckon that a man is declared righteous by faith apart from works of law. 29 Or is he the God of the Jews only? Is he not also of people of the nations? Yes, of people of the nations also, 30 if truly God is one, who will declare circumcised people righteous as a result of faith and uncircumcised people righteous by means of their faith. 31 Do we, then, abolish law by means of our faith? Never may that happen! On the contrary, we establish law.

4
That being so, what shall we say about Abraham our forefather according to the flesh? 2 If, for instance, Abraham were declared righteous as a result of works, he would have ground for boasting; but not with God. 3 For what does the scripture say? “Abraham exercised faith in Jehovah, and it was counted to him as righteousness.” 4 Now to the man that works the pay is counted, not as an undeserved kindness, but as a debt. 5 On the other hand, to the man that does not work but puts faith in him who declares the ungodly one righteous, his faith is counted as righteousness. 6 Just as David also speaks of the happiness of the man to whom God counts righteousness apart from works: 7 “Happy are those whose lawless deeds have been pardoned and whose sins have been covered; 8 happy is the man whose sin Jehovah will by no means take into account.”