June 3
Ιωάννης
18:12 — 18:32
12
Τότε η μονάδα των στρατιωτών και ο στρατιωτικός διοικητής και οι υπηρέτες
των Ιουδαίων έπιασαν τον Ιησού και τον έδεσαν
13
και τον οδήγησαν πρώτα στον Άννα· γιατί αυτός ήταν πεθερός του Καϊάφα, ο
οποίος ήταν αρχιερέας εκείνο το έτος. 14
Ο Καϊάφας, μάλιστα, ήταν εκείνος που συμβούλεψε τους Ιουδαίους ότι τους
συνέφερε να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη του λαού.
15
Ακολουθούσε δε τον Ιησού ο Σίμων Πέτρος, καθώς και ένας άλλος μαθητής.
Εκείνος ο μαθητής ήταν γνωστός του αρχιερέα και μπήκε μαζί με τον Ιησού μέσα
στην αυλή του αρχιερέα· 16
ο Πέτρος, όμως, στεκόταν έξω στην πόρτα. Γι’ αυτό, ο άλλος μαθητής, που
ήταν γνωστός του αρχιερέα, βγήκε έξω και μίλησε στη θυρωρό και έφερε μέσα
τον Πέτρο. 17
Η υπηρέτρια, η θυρωρός, είπε τότε στον Πέτρο: «Μήπως είσαι και εσύ από τους
μαθητές αυτού του ανθρώπου;» Εκείνος είπε: «Δεν είμαι».
18
Οι δούλοι δε και οι υπηρέτες στέκονταν τριγύρω, έχοντας ανάψει ανθρακιά,
επειδή έκανε κρύο, και ζεσταίνονταν. Ο Πέτρος στεκόταν και αυτός μαζί τους
και ζεσταινόταν.
19
Ο πρωθιερέας, λοιπόν, ρώτησε τον Ιησού για τους μαθητές του και για τη
διδασκαλία του.
20
Ο Ιησούς τού απάντησε: «Εγώ έχω μιλήσει δημόσια στον κόσμο. Πάντοτε δίδασκα
σε συναγωγή και στο ναό, όπου συγκεντρώνονται όλοι οι Ιουδαίοι· και δεν
είπα τίποτα κρυφά.
21
Γιατί ρωτάς εμένα; Ρώτησε αυτούς που έχουν ακούσει τι τους είπα. Δες! Αυτοί
γνωρίζουν τι είπα».
22
Αφού τα είπε αυτά, ένας από τους υπηρέτες που στεκόταν εκεί δίπλα έδωσε στον
Ιησού ένα χαστούκι και είπε: «Έτσι απαντάς στον πρωθιερέα;»
23
Ο Ιησούς τού απάντησε: «Αν μίλησα εσφαλμένα, δώσε μαρτυρία σχετικά με το
σφάλμα· αλλά αν μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;»
24
Τότε ο Άννας τον έστειλε δεμένο στον Καϊάφα τον αρχιερέα.
25
Στο μεταξύ, ο Σίμων Πέτρος στεκόταν και ζεσταινόταν. Του είπαν λοιπόν:
«Μήπως είσαι και εσύ από τους μαθητές του;» Αυτός το αρνήθηκε και είπε: «Δεν
είμαι».
26
Ένας από τους δούλους του αρχιερέα, που ήταν συγγενής εκείνου του οποίου ο
Πέτρος έκοψε το αφτί, είπε: «Δεν σε είδα εγώ στον κήπο μαζί του;»
27
Ωστόσο, ο Πέτρος το αρνήθηκε ξανά· και αμέσως λάλησε ένας πετεινός.
28
Τότε οδήγησαν τον Ιησού από τον Καϊάφα στο ανάκτορο του κυβερνήτη. Ήταν πια
νωρίς το πρωί. Οι ίδιοι, όμως, δεν μπήκαν στο ανάκτορο του κυβερνήτη, για να
μη μολυνθούν αλλά να μπορέσουν να φάνε το πάσχα.
29
Έτσι λοιπόν, ο Πιλάτος βγήκε έξω σε αυτούς και είπε: «Ποια κατηγορία
διατυπώνετε εναντίον αυτού του ανθρώπου;»
30
Απαντώντας τού είπαν: «Αν αυτός δεν είχε αδικοπραγήσει, δεν θα σου τον
παραδίδαμε».
31
Γι’ αυτό, ο Πιλάτος τούς είπε: «Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον σύμφωνα με
το νόμο σας». Οι Ιουδαίοι τού είπαν: «Δεν είναι νόμιμο να σκοτώσουμε εμείς
κανέναν».
32
Αυτό έγινε ώστε να εκπληρωθεί ο λόγος του Ιησού τον οποίο είπε για να
υποδηλώσει με τι είδους θάνατο έμελλε να πεθάνει.
12 Then the soldier band and the military commander and the officers of the Jews seized Jesus and bound him, 13 and they led him first to Annas; for he was father-in-law to Caiaphas, who was high priest that year. 14 Caiaphas was, in fact, the one that counseled the Jews that it was to their benefit for one man to die in behalf of the people.
15 Now Simon Peter as well as another disciple was following Jesus. That disciple was known to the high priest, and he went in with Jesus into the courtyard of the high priest, 16 but Peter was standing outside at the door. Therefore the other disciple, who was known to the high priest, went out and spoke to the doorkeeper and brought Peter in. 17 The servant girl, the doorkeeper, then said to Peter: “You are not also one of this man’s disciples, are you?” He said: “I am not.” 18 Now the slaves and the officers were standing about, as they had built a charcoal fire, because it was cold, and they were warming themselves. Peter also was standing with them and warming himself.
19 And so the chief priest questioned Jesus about his disciples and about his teaching. 20 Jesus answered him: “I have spoken to the world publicly. I always taught in a synagogue and in the temple, where all the Jews come together; and I spoke nothing in secret. 21 Why do you question me? Question those who have heard what I spoke to them. See! These know what I said.” 22 After he said these things, one of the officers that was standing by gave Jesus a slap in the face and said: “Is that the way you answer the chief priest?” 23 Jesus answered him: “If I spoke wrongly, bear witness concerning the wrong; but if rightly, why do you hit me?” 24 Then Annas sent him away bound to Caiaphas the high priest.
25 Now Simon Peter was standing and warming himself. Then they said to him: “You are not also one of his disciples, are you?” He denied it and said: “I am not.” 26 One of the slaves of the high priest, being a relative of the man whose ear Peter cut off, said: “I saw you in the garden with him, did I not?” 27 However, Peter denied it again; and immediately a cock crowed.
28 Then
they led Jesus from Caiaphas to the governor’s palace. It was now early in the
day. But they themselves did not enter into the governor’s palace, that they
might not get defiled but might eat the passover.
29 Therefore
Pilate came outside to them and said: “What accusation do YOU bring against this
man?”
30 In
answer they said to him: “If this man were not a wrongdoer, we would not have
delivered him up to you.”
31 Hence
Pilate said to them: “Take him yourselves and judge him according to YOUR law.”
The Jews said to him: “It is not lawful for us to kill anyone.”
32 This,
in order that the word of Jesus might be fulfilled which he said to signify what
sort of death he was destined to die.