June 16
 
Πράξεις 5:1 — 5:21a

5  Ωστόσο, κάποιος άντρας ονόματι Ανανίας, μαζί με τη Σαπφείρα τη σύζυγό του, πούλησε ένα κτήμα 2 και κατακράτησε μυστικά κάποιο ποσό από το αντίτιμο, πράγμα που γνώριζε και η σύζυγός του, και έφερε μόνο ένα μέρος του και το έβαλε στα πόδια των αποστόλων.  3  Αλλά ο Πέτρος είπε: «Ανανία, γιατί σου έδωσε ο Σατανάς  την τόλμη να φερθείς απατηλά  στο άγιο πνεύμα  και να κατακρατήσεις μυστικά κάποιο ποσό από το αντίτιμο του αγρού; 4  Δεν παρέμενε δικό σου όσο παρέμενε σε εσένα, και δεν συνέχιζε να είναι κάτω από τον έλεγχό σου αφού πουλήθηκε; Γιατί έβαλες σκοπό μέσα στην καρδιά σου να κάνεις μια πράξη όπως αυτή; Φέρθηκες απατηλά,  όχι σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό».  5 Όταν άκουσε αυτά τα λόγια, ο Ανανίας έπεσε κάτω και εξέπνευσε.  Και μεγάλος φόβος  έπεσε πάνω σε όλους όσους το άκουσαν. 6 Τότε οι νεότεροι σηκώθηκαν, τον τύλιξαν με πανιά  και τον μετέφεραν έξω και τον έθαψαν.

   7 Ύστερα από διάστημα τριών περίπου ωρών μπήκε μέσα η σύζυγός του, χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί. 8 Ο Πέτρος τής είπε: «Πες μου, τόσο πουλήσατε εσείς οι δύο τον αγρό;» Αυτή είπε: «Ναι, τόσο». 9 Ο Πέτρος, λοιπόν, της είπε: «Γιατί συμφωνήσατε να θέσετε σε δοκιμή  το πνεύμα του Ιεχωβά; Δες! Τα πόδια εκείνων που έθαψαν το σύζυγό σου είναι στην πόρτα και θα σε μεταφέρουν έξω». 10 Ευθύς αυτή έπεσε στα πόδια του και εξέπνευσε.  Όταν οι νεαροί μπήκαν μέσα τη βρήκαν νεκρή και αφού τη μετέφεραν έξω την έθαψαν δίπλα στο σύζυγό της. 11Ως αποτέλεσμα, έπεσε μεγάλος φόβος πάνω σε ολόκληρη την εκκλησία και σε όλους όσους τα άκουγαν αυτά.

   12  Επιπλέον, μέσω των χεριών των αποστόλων συνέχισαν να γίνονται πολλά σημεία και θαυμαστά προμηνύματα ανάμεσα στο λαό·  και ήταν όλοι σύσσωμοι στη στοά του Σολομώντα.  13  Βέβαια, ούτε ένας από τους άλλους δεν είχε το θάρρος να ενωθεί μαζί τους·  ωστόσο, ο λαός τούς εγκωμίαζε.  14  Και εξακολούθησαν να προστίθενται πιστοί στον Κύριο, πλήθη αντρών και γυναικών·  15 σε τέτοιο σημείο που έβγαζαν τους αρρώστους ακόμη και στους πλατιούς δρόμους και τους έβαζαν εκεί πάνω σε μικρά κρεβάτια και φορεία, ώστε, όταν θα περνούσε ο Πέτρος, να πέσει τουλάχιστον η σκιά του πάνω σε κάποιον από αυτούς.  16 Επίσης, το πλήθος από τις πόλεις γύρω από την Ιερουσαλήμ συγκεντρωνόταν μεταφέροντας αρρώστους και εκείνους που ταλαιπωρούνταν από ακάθαρτα πνεύματα, οι οποίοι θεραπεύονταν όλοι.

   17 Σηκώθηκαν, όμως, ο αρχιερέας και όλοι όσοι ήταν μαζί του, η αίρεση των Σαδδουκαίων που υπήρχε τότε, και γέμισαν ζήλια  18 και έβαλαν τα χέρια τους πάνω στους αποστόλους και τους έβαλαν στο δημόσιο κρατητήριο.  19 Αλλά στη διάρκεια της νύχτας, άγγελος  του Ιεχωβά άνοιξε τις πόρτες της φυλακής,  τους έβγαλε έξω και είπε: 20 «Πηγαίνετε και σταθείτε στο ναό, και να λέτε στο λαό όλα τα λόγια σχετικά με αυτή τη ζωή».  21 Αφού το άκουσαν αυτό, εκείνοι μπήκαν στο ναό τα χαράματα και άρχισαν να διδάσκουν.
 


5 However, a certain man, Ananias by name, together with Sapphira his wife, sold a possession 2 and secretly held back some of the price, his wife also knowing about it, and he brought just a part and deposited it at the feet of the apostles. 3 But Peter said: “Ananias, why has Satan emboldened you to play false to the holy spirit and to hold back secretly some of the price of the field? 4 As long as it remained with you did it not remain yours, and after it was sold did it not continue in your control? Why was it that you purposed such a deed as this in your heart? You have played false, not to men, but to God.” 5 On hearing these words Ananias fell down and expired. And great fear came over all those hearing of it. 6 But the younger men rose, wrapped him in cloths, and carried him out and buried him.

7 Now after an interval of about three hours his wife came in, not knowing what had happened. 8 Peter said to her: “Tell me, did YOU [two] sell the field for so much?” She said: “Yes, for so much.” 9 So Peter said to her: “Why was it agreed upon between YOU [two] to make a test of the spirit of Jehovah? Look! The feet of those who buried your husband are at the door, and they will carry you out.” 10 Instantly she fell down at his feet and expired. When the young men came in they found her dead, and they carried her out and buried her alongside her husband. 11 Consequently great fear came over the whole congregation and over all those hearing about these things.

12 Moreover, through the hands of the apostles many signs and portents continued to occur among the people; and they were all with one accord in Solomon’s colonnade. 13 True, not a one of the others had the courage to join himself to them; nevertheless, the people were extolling them. 14 More than that, believers in the Lord kept on being added, multitudes both of men and of women; 15 so that they brought the sick out even into the broad ways and laid them there upon little beds and cots, in order that, as Peter would go by, at least his shadow might fall upon some one of them. 16 Also, the multitude from the cities around Jerusalem kept coming together, bearing sick people and those troubled with unclean spirits, and they would one and all be cured.

17 But the high priest and all those with him, the then existing sect of the Sadducees, rose and became filled with jealousy, 18 and they laid hands upon the apostles and put them in the public place of custody. 19 But during the night Jehovah’s angel opened the doors of the prison, brought them out and said: 20 “Be on YOUR way, and, having taken a stand in the temple, keep on speaking to the people all the sayings about this life.” 21 After hearing this, they entered into the temple at daybreak and began to teach.