June 29
Πράξεις
13:1 — 13:25
13
Στην
Αντιόχεια υπήρχαν προφήτες και δάσκαλοι στην τοπική εκκλησία, ο Βαρνάβας
και ο Συμεών που αποκαλούνταν Νίγερ, ο Λούκιος από την Κυρήνη και ο Μαναήν
που είχε σπουδάσει με τον Ηρώδη, τον περιφερειακό διοικητή, και ο Σαύλος.
2
Καθώς αυτοί πρόσφεραν υπηρεσία στον Ιεχωβά δημόσια και νήστευαν, το άγιο
πνεύμα είπε: «Από όλους ξεχωρίστε για εμένα τον Βαρνάβα και τον Σαύλο για
το έργο για το οποίο τους έχω καλέσει».
3
Τότε νήστεψαν και προσευχήθηκαν και έθεσαν τα χέρια τους πάνω σε αυτούς και
τους άφησαν να φύγουν.
4
Και αυτοί,
σταλμένοι από το άγιο πνεύμα, κατέβηκαν στη Σελεύκεια και από εκεί
απέπλευσαν για την Κύπρο.
5
Και όταν βρέθηκαν στη Σαλαμίνα, άρχισαν να διαγγέλλουν το λόγο του Θεού στις
συναγωγές των Ιουδαίων. Είχαν και τον Ιωάννη ως υπηρέτη.
6
Αφού διέσχισαν όλο το νησί ως την Πάφο, συνάντησαν κάποιον άντρα, που ήταν
μάγος, ψευδοπροφήτης, έναν Ιουδαίο του οποίου το όνομα ήταν Βαρ‐Ιησούς·
7
και αυτός ήταν μαζί με τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο, έναν νοήμονα άντρα. Αφού
κάλεσε τον Βαρνάβα και τον Σαύλο, εκείνος ζήτησε ένθερμα να ακούσει το λόγο
του Θεού.
8
Αλλά ο Ελύμας ο μάγος (έτσι μεταφράζεται στην πραγματικότητα το όνομά του)
άρχισε να τους εναντιώνεται, επιζητώντας να απομακρύνει τον ανθύπατο από
την πίστη.
9
Ο Σαύλος, που λέγεται και Παύλος, γέμισε άγιο πνεύμα, προσήλωσε το βλέμμα
του σε αυτόν
10
και είπε: «Εσύ
που είσαι γεμάτος με κάθε είδους εξαπάτηση και κάθε είδους φαυλότητα, γιε
του Διαβόλου, εχθρέ κάθε δίκαιου πράγματος, δεν θα πάψεις να διαστρέφεις
τις ορθές οδούς του Ιεχωβά;
11
Ορίστε λοιπόν!
Το χέρι του Ιεχωβά είναι πάνω σου, και θα είσαι τυφλός καθώς δεν θα βλέπεις
το φως του ήλιου για κάποιο χρονικό διάστημα». Ευθύς έπεσε πάνω του πυκνή
ομίχλη και σκοτάδι, και τριγύριζε ζητώντας κάποιους να τον οδηγήσουν από το
χέρι.
12
Τότε ο ανθύπατος, όταν είδε τι είχε συμβεί, έγινε πιστός, επειδή έμεινε
έκπληκτος από τη διδασκαλία του Ιεχωβά.
13
Κατόπιν οι
άντρες, μαζί με τον Παύλο, απέπλευσαν από την Πάφο και έφτασαν στην Πέργη
της Παμφυλίας. Ο Ιωάννης, όμως, αποσύρθηκε από αυτούς και επέστρεψε στην
Ιερουσαλήμ.
14
Και αυτοί
συνέχισαν από την Πέργη και ήρθαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και, αφού
μπήκαν στη συναγωγή την ημέρα του σαββάτου, κάθησαν.
15
Έπειτα από τη δημόσια ανάγνωση του Νόμου και των Προφητών, οι
αρχισυνάγωγοι τους έστειλαν μήνυμα, λέγοντας: «Άντρες αδελφοί, αν υπάρχει
κάποιος λόγος ενθάρρυνσης τον οποίο έχετε για το λαό, πείτε τον».
16
Ο Παύλος, λοιπόν, σηκώθηκε και κάνοντας νόημα με το χέρι του είπε:
«Άντρες
Ισραηλίτες και εσείς οι άλλοι που φοβάστε τον Θεό, ακούστε.
17
Ο Θεός αυτού του λαού, του Ισραήλ, εξέλεξε τους προπάτορές μας και εξύψωσε
το λαό στη διάρκεια της παροίκησής τους στη γη της Αιγύπτου και τους έβγαλε
από αυτήν με υψωμένο βραχίονα.
18
Και για περίοδο σαράντα περίπου χρόνων ανέχτηκε την πορεία ενέργειάς τους
στην έρημο.
19
Αφού κατέστρεψε εφτά έθνη στη γη Χαναάν, διαμοίρασε τη γη τους με κλήρο:
20
όλα αυτά στη
διάρκεια τετρακοσίων πενήντα περίπου χρόνων.
»Και έπειτα από
αυτά, τους έδωσε κριτές μέχρι τον Σαμουήλ τον προφήτη.
21
Αλλά από τότε
και έπειτα απαίτησαν βασιλιά, και ο Θεός τούς έδωσε τον Σαούλ, το γιο του
Κεις, άντρα από τη φυλή του Βενιαμίν, επί σαράντα χρόνια.
22
Και αφού τον απομάκρυνε, ήγειρε για αυτούς τον Δαβίδ ως βασιλιά, σχετικά
με τον οποίο έδωσε μαρτυρία και είπε: “Βρήκα τον Δαβίδ, το γιο του Ιεσσαί,
άντρα σε αρμονία με την καρδιά μου, ο οποίος θα κάνει όλα όσα επιθυμώ”.
23
Από τους
απογόνους αυτού του ανθρώπου, σύμφωνα με την υπόσχεσή του, ο Θεός έφερε
στον Ισραήλ έναν σωτήρα, τον Ιησού, 24
αφού
προηγουμένως ο Ιωάννης, πριν από την είσοδο Εκείνου, κήρυξε δημόσια σε όλο
το λαό του Ισραήλ βάφτισμα που συμβόλιζε μετάνοια.
25
Και καθώς ο Ιωάννης τελείωνε την πορεία του, έλεγε: “Τι υποθέτετε ότι είμαι;
Δεν είμαι εγώ εκείνος. Αλλά δείτε! πίσω από εμένα έρχεται κάποιος, του
οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω τα σανδάλια των ποδιών”.
13 Now in Antioch there were prophets and teachers in the local congregation, Barnabas as well as Symeon who was called Niger, and Lucius of Cyrene, and Manaen who was educated with Herod the district ruler, and Saul. 2 As they were publicly ministering to Jehovah and fasting, the holy spirit said: “Of all persons set Barnabas and Saul apart for me for the work to which I have called them.” 3 Then they fasted and prayed and laid their hands upon them and let them go.
4 Accordingly these men, sent out by the holy spirit, went down to Seleucia, and from there they sailed away to Cyprus. 5 And when they got to be in Salamis they began publishing the word of God in the synagogues of the Jews. They had John also as an attendant.
6 When they had gone through the whole island as far as Paphos, they met up with a certain man, a sorcerer, a false prophet, a Jew whose name was Bar-Jesus, 7 and he was with the proconsul Sergius Paulus, an intelligent man. Calling Barnabas and Saul to him, this man earnestly sought to hear the word of God. 8 But Elymas the sorcerer (that, in fact, is the way his name is translated) began opposing them, seeking to turn the proconsul away from the faith. 9 Saul, who is also Paul, becoming filled with holy spirit, looked at him intently 10 and said: “O man full of every sort of fraud and every sort of villainy, you son of the Devil, you enemy of everything righteous, will you not quit distorting the right ways of Jehovah? 11 Well, then, look! Jehovah’s hand is upon you, and you will be blind, not seeing the sunlight for a period of time.” Instantly a thick mist and darkness fell upon him, and he went around seeking men to lead him by the hand. 12 Then the proconsul, upon seeing what had happened, became a believer, as he was astounded at the teaching of Jehovah.
13 The men, together with Paul, now put out to sea from Paphos and arrived at Perga in Pamphylia. But John withdrew from them and returned to Jerusalem. 14 They, however, went on from Perga and came to Antioch in Pisidia and, going into the synagogue on the sabbath day, they took a seat. 15 After the public reading of the Law and of the Prophets the presiding officers of the synagogue sent out to them, saying: “Men, brothers, if there is any word of encouragement for the people that YOU have, tell it.” 16 So Paul rose, and motioning with his hand, he said:
“Men, Israelites and YOU [others] that fear God, hear. 17 The God of this people Israel chose our forefathers, and he exalted the people during their alien residence in the land of Egypt and brought them out of it with an uplifted arm. 18 And for a period of about forty years he put up with their manner of action in the wilderness. 19 After destroying seven nations in the land of Canaan, he distributed the land of them by lot: 20 all that during about four hundred and fifty years.
“And after these things he gave them judges until Samuel the prophet.
21 But
from then on they demanded a king, and God gave them Saul son of Kish, a man of
the tribe of Benjamin, for forty years.
22 And
after removing him, he raised up for them David as king, respecting whom he bore
witness and said, ‘I have found David the son of Jesse, a man agreeable to my
heart, who will do all the things I desire.’
23 From
the offspring of this [man] according to his promise God has brought to Israel a
savior, Jesus,
24 after
John, in advance of the entry of that One, had preached publicly to all the
people of Israel baptism [in symbol] of repentance.
25 But
as John was fulfilling his course, he would say, ‘What do YOU suppose I am? I am
not he. But, look! one is coming after me the sandals of whose feet I am not
worthy to untie.’