March 1

Μάρκος 10:1 — 10:31


10  Από εκεί σηκώθηκε και ήρθε στα σύνορα της Ιουδαίας και στην απέναντι πλευρά του Ιορδάνη· και πάλι συγκεντρώθηκαν κοντά του πλήθη και, όπως συνήθιζε, άρχισε πάλι να τους διδάσκει. 2  Πλησίασαν, λοιπόν, Φαρισαίοι και, για να τον βάλουν σε πειρασμό, άρχισαν να τον ρωτούν αν είναι νόμιμο να διαζευχθεί ένας άντρας τη σύζυγό του. 3  Απαντώντας εκείνος τους είπε: «Τι εντολή σας έδωσε ο Μωυσής;» 4  Αυτοί είπαν: «Ο Μωυσής επέτρεψε να γραφτεί πιστοποιητικό αποπομπής και να τη διαζευχθεί». 5  Αλλά ο Ιησούς τούς είπε: «Λαβαίνοντας υπόψη τη σκληροκαρδία σας σάς έγραψε αυτή την εντολή. 6  Ωστόσο, από την αρχή της δημιουργίας “Εκείνος τους έκανε αρσενικό και θηλυκό. 7  Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του, 8  και οι δύο θα είναι μία σάρκα”· ώστε δεν είναι πια δύο, αλλά μία σάρκα. 9  Άρα λοιπόν, αυτό που ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος να μην το χωρίζει». 10  Όταν ήταν πάλι στο σπίτι, οι μαθητές άρχισαν να τον ρωτούν σχετικά με αυτό. 11  Και εκείνος τους είπε: «Όποιος διαζευχθεί τη σύζυγό του και παντρευτεί άλλη μοιχεύει εναντίον της, 12  και αν μια γυναίκα, αφού διαζευχθεί το σύζυγό της, παντρευτεί άλλον, μοιχεύει».

   13  Και άρχισαν να του φέρνουν παιδάκια για να τα αγγίξει· αλλά οι μαθητές τα επιτίμησαν. 14  Όταν το είδε αυτό, ο Ιησούς αγανάκτησε και τους είπε: «Αφήστε τα παιδάκια να έρχονται σε εμένα· μην προσπαθείτε να τα σταματήσετε, γιατί σε τέτοιου είδους άτομα ανήκει η βασιλεία του Θεού. 15  Αληθινά σας λέω: Όποιος δεν δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν παιδάκι δεν πρόκειται να μπει σε αυτήν». 16  Και πήρε τα παιδιά στην αγκαλιά του και άρχισε να τα ευλογεί, θέτοντας τα χέρια του πάνω σε αυτά.

   17  Και καθώς προχωρούσε στο δρόμο του, κάποιος έτρεξε και έπεσε στα γόνατα μπροστά του και τον ρώτησε: «Δάσκαλε Αγαθέ, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;» 18  Ο Ιησούς τού είπε: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός. 19  Γνωρίζεις τις εντολές: “Μη διαπράξεις φόνο, Μη μοιχεύσεις, Μην κλέψεις, Μην ψευδομαρτυρήσεις, Μην αποστερήσεις, Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου”». 20  Εκείνος του είπε: «Δάσκαλε, όλα αυτά τα τηρώ από τα νεανικά μου χρόνια». 21  Ο Ιησούς τον κοίταξε και ένιωσε αγάπη για αυτόν και του είπε: «Ένα σου λείπει: Πήγαινε, πούλησε όσα έχεις και δώσε τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό· και έλα να γίνεις ακόλουθός μου». 22  Αλλά εκείνος στενοχωρήθηκε με αυτά τα λόγια και έφυγε λυπημένος, γιατί είχε πολλά αποκτήματα.

   23  Αφού κοίταξε γύρω, ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Πόσο δύσκολο θα είναι να μπουν στη βασιλεία του Θεού εκείνοι που έχουν χρήματα!» 24  Οι δε μαθητές ξαφνιάστηκαν με τα λόγια του. Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε πάλι: «Παιδιά μου, πόσο δύσκολο είναι να μπει κανείς στη βασιλεία του Θεού! 25  Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από την τρύπα μιας βελόνας παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». 26  Αυτοί έμειναν ακόμη περισσότερο έκπληκτοι και του είπαν: «Και ποιος είναι δυνατόν να σωθεί;» 27  Κοιτάζοντάς τους κατάματα, ο Ιησούς είπε: «Για τους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατον, αλλά όχι και για τον Θεό, γιατί τα πάντα είναι δυνατά για τον Θεό». 28  Ο Πέτρος άρχισε να του λέει: «Δες! Εμείς αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε». 29  Ο Ιησούς είπε: «Αληθινά σας λέω: Δεν υπάρχει κανείς που να άφησε σπίτι ή αδελφούς ή αδελφές ή μητέρα ή πατέρα ή παιδιά ή αγρούς για χάρη μου και για χάρη των καλών νέων, 30  ο οποίος δεν θα πάρει εκατονταπλάσια τώρα, σε αυτή τη χρονική περίοδο, σπίτια και αδελφούς και αδελφές και μητέρες και παιδιά και αγρούς, με διωγμούς, και στο ερχόμενο σύστημα πραγμάτων αιώνια ζωή. 31  Ωστόσο, πολλοί που είναι πρώτοι θα είναι τελευταίοι και οι τελευταίοι πρώτοι».

 


10 From there he rose and came to the frontiers of Judea and across the Jordan, and again crowds came together to him, and as he was accustomed to do he again went teaching them. 2 Pharisees now approached and, to put him to the test, began questioning him whether it was lawful for a man to divorce a wife. 3 In answer he said to them: “What did Moses command YOU?” 4 They said: “Moses allowed the writing of a certificate of dismissal and divorcing [her].” 5 But Jesus said to them: “Out of regard for YOUR hardheartedness he wrote YOU this commandment. 6 However, from [the] beginning of creation ‘He made them male and female. 7 On this account a man will leave his father and mother, 8 and the two will be one flesh’; so that they are no longer two, but one flesh. 9 Therefore what God yoked together let no man put apart.” 10 When again in the house the disciples began to question him concerning this. 11 And he said to them: “Whoever divorces his wife and marries another commits adultery against her, 12 and if ever a woman, after divorcing her husband, marries another, she commits adultery.”

13 Now people began bringing him young children for him to touch these; but the disciples reprimanded them. 14 At seeing this Jesus was indignant and said to them: “Let the young children come to me; do not try to stop them, for the kingdom of God belongs to suchlike ones. 15 Truly I say to YOU, Whoever does not receive the kingdom of God like a young child will by no means enter into it.” 16 And he took the children into his arms and began blessing them, laying his hands upon them.

17 And as he was going out on his way, a certain man ran up and fell upon his knees before him and put the question to him: “Good Teacher, what must I do to inherit everlasting life?” 18 Jesus said to him: “Why do you call me good? Nobody is good, except one, God. 19 You know the commandments, ‘Do not murder, Do not commit adultery, Do not steal, Do not bear false witness, Do not defraud, Honor your father and mother.’” 20 The man said to him: “Teacher, all these things I have kept from my youth on.” 21 Jesus looked upon him and felt love for him and said to him: “One thing is missing about you: Go, sell what things you have and give to the poor, and you will have treasure in heaven, and come be my follower.” 22 But he grew sad at the saying and went off grieved, for he was holding many possessions.

23 After looking around Jesus said to his disciples: “How difficult a thing it will be for those with money to enter into the kingdom of God!” 24 But the disciples gave way to surprise at his words. In response Jesus again said to them: “Children, how difficult a thing it is to enter into the kingdom of God! 25 It is easier for a camel to go through a needle’s eye than for a rich man to enter into the kingdom of God.” 26 They became still more astounded and said to him: “Who, in fact, can be saved?” 27 Looking straight at them Jesus said: “With men it is impossible, but not so with God, for all things are possible with God.” 28 Peter started to say to him: “Look! We left all things and have been following you.” 29 Jesus said: “Truly I say to YOU men, No one has left house or brothers or sisters or mother or father or children or fields for my sake and for the sake of the good news 30 who will not get a hundredfold now in this period of time, houses and brothers and sisters and mothers and children and fields, with persecutions, and in the coming system of things everlasting life. 31 However, many that are first will be last, and the last first.”