March 2

Μάρκος 10:32 — 10:52

 

   32  Ανέβαιναν τώρα το δρόμο προς την Ιερουσαλήμ, και ο Ιησούς πήγαινε μπροστά από αυτούς, και αυτοί ένιωθαν κατάπληξη· εκείνοι δε που ακολουθούσαν άρχισαν να φοβούνται. Και πήρε πάλι τους δώδεκα παράμερα και άρχισε να τους λέει αυτά που έμελλαν να του συμβούν: 33  «Να λοιπόν που ανεβαίνουμε προς την Ιερουσαλήμ, και ο Γιος του ανθρώπου θα παραδοθεί στους πρωθιερείς και στους γραμματείς, και αυτοί θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα τον παραδώσουν σε εθνικούς, 34  και θα τον περιπαίξουν και θα τον φτύσουν και θα τον μαστιγώσουν και θα τον σκοτώσουν, αλλά τρεις ημέρες αργότερα θα αναστηθεί».

   35  Και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι δύο γιοι του Ζεβεδαίου, πήγαν σε αυτόν και του είπαν: «Δάσκαλε, θέλουμε να κάνεις για εμάς ό,τι και αν σου ζητήσουμε». 36  Εκείνος τους είπε: «Τι θέλετε να κάνω για εσάς;» 37  Αυτοί του είπαν: «Επίτρεψέ μας να καθήσουμε ένας στα δεξιά σου και ένας στα αριστερά σου, στη δόξα σου». 38  Αλλά ο Ιησούς τούς είπε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι που εγώ  πίνω ή να βαφτιστείτε με το βάφτισμα με το οποίο εγώ βαφτίζομαι;» 39  Αυτοί του είπαν: «Μπορούμε». Τότε ο Ιησούς τούς είπε: «Το ποτήρι που εγώ πίνω θα το πιείτε, και με το βάφτισμα με το οποίο εγώ βαφτίζομαι θα βαφτιστείτε. 40  Ωστόσο, το να καθήσει κανείς στα δεξιά μου ή στα αριστερά μου δεν εναπόκειται σε εμένα να το δώσω, αλλά ανήκει σε εκείνους για τους οποίους έχει ετοιμαστεί».

   41  Όταν, λοιπόν, το άκουσαν αυτό οι άλλοι δέκα, άρχισαν να αγανακτούν με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. 42  Αλλά ο Ιησούς, αφού τους κάλεσε, τους είπε: «Ξέρετε ότι εκείνοι που φαίνεται να κυβερνούν τα έθνη τα καταδυναστεύουν και οι μεγάλοι τους τα κατεξουσιάζουν. 43  Δεν είναι έτσι τα πράγματα μεταξύ σας· αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος μεταξύ σας πρέπει να είναι διάκονός σας, 44  και όποιος θέλει να είναι πρώτος μεταξύ σας πρέπει να είναι ο δούλος όλων. 45  Διότι και ο Γιος του ανθρώπου ήρθε, όχι για να τον διακονήσουν, αλλά για να διακονήσει και να δώσει την ψυχή του λύτρο σε αντάλλαγμα για πολλούς».

   46  Και ήρθαν στην Ιεριχώ. Και καθώς αυτός και οι μαθητές του και ένα αρκετά μεγάλο πλήθος έβγαιναν από την Ιεριχώ, ο Βαρτίμαιος (ο γιος του Τιμαίου), ένας τυφλός ζητιάνος, καθόταν δίπλα στο δρόμο. 47  Όταν άκουσε ότι ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος, άρχισε να φωνάζει και να λέει: «Γιε του Δαβίδ, Ιησού, ελέησέ με!» 48  Τότε πολλοί άρχισαν να του λένε αυστηρά να σωπάσει· αλλά εκείνος φώναζε πολύ περισσότερο: «Γιε του Δαβίδ, ελέησέ με!» 49  Ο Ιησούς, λοιπόν, σταμάτησε και είπε: «Φωνάξτε τον». Και φώναξαν τον τυφλό, λέγοντάς του: «Πάρε θάρρος, σήκω, σε φωνάζει». 50  Εκείνος, αφού πέταξε το εξωτερικό του ένδυμα, σηκώθηκε όρθιος με ένα πήδημα και πήγε στον Ιησού. 51  Και, απαντώντας του, ο Ιησούς είπε: «Τι θέλεις να κάνω για εσένα;» Ο τυφλός τού είπε: «Ραββουνί, να ξαναβρώ την όρασή μου». 52  Και ο Ιησούς τού είπε: «Πήγαινε, η πίστη σου σε έκανε καλά». Και αμέσως ξαναβρήκε την όρασή του και άρχισε να τον ακολουθεί στο δρόμο.

 


32 Now they were advancing on the road up to Jerusalem, and Jesus was going in front of them, and they felt amazement; but those who followed began to fear. Once again he took the twelve aside and started to tell them these things destined to befall him: 33 “Here we are, advancing up to Jerusalem, and the Son of man will be delivered to the chief priests and the scribes, and they will condemn him to death and will deliver him to [men of] the nations, 34 and they will make fun of him and will spit upon him and scourge him and kill him, but three days later he will rise.”

35 And James and John, the two sons of Zebedee, stepped up to him and said to him: “Teacher, we want you to do for us whatever it is we ask you for.” 36 He said to them: “What do YOU want me to do for YOU?” 37 They said to him: “Grant us to sit down, one at your right hand and one at your left, in your glory.” 38 But Jesus said to them: “YOU do not know what YOU are asking for. Are YOU able to drink the cup which I am drinking, or to be baptized with the baptism with which I am being baptized?” 39 They said to him: “We are able.” At that Jesus said to them: “The cup I am drinking YOU will drink, and with the baptism with which I am being baptized YOU will be baptized. 40 However, this sitting down at my right or at my left is not mine to give, but it belongs to those for whom it has been prepared.”

41 Well, when the ten others heard about it, they started to be indignant at James and John. 42 But Jesus, after calling them to him, said to them: “YOU know that those who appear to be ruling the nations lord it over them and their great ones wield authority over them. 43 This is not the way among YOU; but whoever wants to become great among YOU must be YOUR minister, 44 and whoever wants to be first among YOU must be the slave of all. 45 For even the Son of man came, not to be ministered to, but to minister and to give his soul a ransom in exchange for many.”

46 And they came into Jericho. But as he and his disciples and a considerable crowd were going out of Jericho, Bartimaeus (the son of Timaeus), a blind beggar, was sitting beside the road. 47 When he heard that it was Jesus the Nazarene, he started shouting and saying: “Son of David, Jesus, have mercy on me!” 48 At this many began sternly telling him to be silent; but he kept shouting that much more: “Son of David, have mercy on me!” 49 So Jesus stopped and said: “CALL him.” And they called the blind man, saying to him: “Take courage, get up, he is calling you.” 50 Throwing off his outer garment, he leaped to his feet and went to Jesus. 51 And in answer to him Jesus said: “What do you want me to do for you?” The blind man said to him: “Rabboni, let me recover sight.” 52 And Jesus said to him: “Go, your faith has made you well.” And immediately he recovered sight, and he began to follow him on the road.