March 3

Μάρκος 11:1 — 11:26


11  Καθώς πλησίαζαν στην Ιερουσαλήμ, στη Βηθφαγή και στη Βηθανία, στο Όρος των Ελαιών, έστειλε δύο από τους μαθητές του 2  και τους είπε: «Πηγαίνετε στο χωριό που φαίνεται και μόλις μπείτε σε αυτό θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, πάνω στο οποίο δεν έχει καθήσει ακόμη κανένας άνθρωπος· λύστε το και φέρτε το. 3  Και αν κάποιος σας πει: “Γιατί το κάνετε αυτό;” να πείτε: “Ο Κύριος το χρειάζεται και θα το ξαναστείλει αμέσως εδώ”». 4  Πήγαν, λοιπόν, και βρήκαν το πουλάρι δεμένο στην πόρτα, έξω στην πάροδο, και το έλυσαν. 5  Αλλά μερικοί από αυτούς που στέκονταν εκεί άρχισαν να τους λένε: «Τι κάνετε εκεί και λύνετε το πουλάρι;» 6  Εκείνοι τους είπαν ό,τι είχε πει ο Ιησούς· και αυτοί τους άφησαν να φύγουν.

   7  Και έφεραν το πουλάρι στον Ιησού και έβαλαν τα εξωτερικά τους ενδύματα πάνω σε αυτό, και αυτός κάθησε πάνω του. 8  Επίσης, πολλοί έστρωσαν τα εξωτερικά τους ενδύματα στο δρόμο, ενώ άλλοι έκοψαν από τους αγρούς κλαδιά με φύλλα. 9  Και εκείνοι που πήγαιναν μπροστά και εκείνοι που έρχονταν από πίσω κραύγαζαν: «Σώσε, σε ικετεύουμε! Ευλογημένος αυτός που έρχεται στο όνομα του Ιεχωβά! 10  Ευλογημένη η ερχόμενη βασιλεία του πατέρα μας Δαβίδ! Σώσε, σε ικετεύουμε, εκεί πάνω στα ύψη!» 11  Και μπήκε στην Ιερουσαλήμ, στο ναό· και κοίταξε ολόγυρα τα πάντα και, επειδή η ώρα ήταν ήδη περασμένη, βγήκε στη Βηθανία με τους δώδεκα.

   12  Την επόμενη ημέρα, αφού βγήκαν από τη Βηθανία, πείνασε. 13  Και από απόσταση είδε μια συκιά που είχε φύλλα, και πήγε να δει μήπως τυχόν βρει κάτι σε αυτήν. Αλλά, όταν ήρθε κοντά της, δεν βρήκε τίποτα παρά φύλλα, γιατί δεν ήταν η εποχή των σύκων. 14  Αποκρίθηκε, λοιπόν, και της είπε: «Ποτέ πια να μην ξαναφάει κανείς καρπό από εσένα». Και οι μαθητές του άκουγαν.

   15  Ήρθαν τότε στην Ιερουσαλήμ. Εκεί, μπήκε στο ναό και άρχισε να διώχνει εκείνους που πουλούσαν και αγόραζαν στο ναό, και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών και τους πάγκους εκείνων που πουλούσαν περιστέρια· 16  και δεν άφηνε κανέναν να μεταφέρει σκεύος διαμέσου του ναού, 17  αλλά δίδασκε και έλεγε: «Δεν είναι γραμμένο: “Ο οίκος μου θα αποκαλείται οίκος προσευχής για όλα τα έθνη”; Αλλά εσείς τον έχετε κάνει σπηλιά ληστών». 18  Και οι πρωθιερείς και οι γραμματείς το άκουσαν αυτό και άρχισαν να ζητούν κάποιον τρόπο να τον θανατώσουν· διότι τον φοβούνταν, γιατί όλο το πλήθος έμενε έκπληκτο με τη διδασκαλία του.

   19  Και καθώς βράδιαζε, έβγαιναν από την πόλη. 20  Αλλά καθώς περνούσαν νωρίς το πρωί, είδαν τη συκιά ξεραμένη ήδη από τις ρίζες. 21  Ο Πέτρος, λοιπόν, το θυμήθηκε και του είπε: «Ραββί, δες! η συκιά που καταράστηκες έχει ξεραθεί». 22  Και, απαντώντας, ο Ιησούς τούς είπε: «Να έχετε πίστη στον Θεό. 23  Αληθινά σας λέω ότι όποιος πει σε αυτό το βουνό: “Σήκω και ρίξου στη θάλασσα”, και δεν αμφιβάλλει στην καρδιά του, αλλά έχει πίστη ότι αυτό που λέει πρόκειται να συμβεί, θα του γίνει έτσι. 24  Γι’ αυτό σας λέω: Όλα αυτά για τα οποία προσεύχεστε και τα οποία ζητάτε, να έχετε πίστη ότι ουσιαστικά τα έχετε λάβει, και θα τα έχετε. 25  Και όταν στέκεστε και προσεύχεστε, να συγχωρείτε οτιδήποτε έχετε εναντίον κάποιου, ώστε ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς να σας συγχωρήσει και τα δικά σας παραπτώματα». 26  ——

 


11 Now when they were getting near to Jerusalem, to Bethphage and Bethany at the Mount of Olives, he dispatched two of his disciples 2 and told them: “Go into the village that is within sight of YOU, and as soon as YOU pass into it YOU will find a colt tied, on which none of mankind has yet sat; loose it and bring it. 3 And if anyone says to YOU, ‘Why are YOU doing this?’ say, ‘The Lord needs it, and will at once send it off back here.’” 4 So they went away and found the colt tied at the door, outside on the side street, and they loosed it. 5 But some of those standing there began to say to them: “What are YOU doing loosing the colt?” 6 They said to these just as Jesus had said; and they let them go.

7 And they brought the colt to Jesus, and they put their outer garments upon it, and he sat on it. 8 Also, many spread their outer garments on the road, but others cut down foliage from the fields. 9 And those going in front and those coming behind kept crying out: “Save, we pray! Blessed is he that comes in Jehovah’s name! 10 Blessed is the coming kingdom of our father David! Save, we pray, in the heights above!” 11 And he entered into Jerusalem, into the temple; and he looked around upon all things, and, as the hour was already late, he went out to Bethany with the twelve.

12 The next day, when they had come out from Bethany, he became hungry. 13 And from a distance he caught sight of a fig tree that had leaves, and he went to see whether he would perhaps find something on it. But, on coming to it, he found nothing but leaves, for it was not the season of figs. 14 So, in response, he said to it: “Let no one eat fruit from you anymore forever.” And his disciples were listening.

15 Now they came to Jerusalem. There he entered into the temple and started to throw out those selling and buying in the temple, and he overturned the tables of the money changers and the benches of those selling doves; 16 and he would not let anyone carry a utensil through the temple, 17 but he kept teaching and saying: “Is it not written, ‘My house will be called a house of prayer for all the nations’? But YOU have made it a cave of robbers.” 18 And the chief priests and the scribes heard it, and they began to seek how to destroy him; for they were in fear of him, for all the crowd was continually being astounded at his teaching.

19 And when it became late in the day, they would go out of the city. 20 But when they were passing by early in the morning, they saw the fig tree already withered up from the roots. 21 So Peter, remembering it, said to him: “Rabbi, see! the fig tree that you cursed has withered up.” 22 And in reply Jesus said to them: “Have faith in God. 23 Truly I say to YOU that whoever tells this mountain, ‘Be lifted up and thrown into the sea,’ and does not doubt in his heart but has faith that what he says is going to occur, he will have it so. 24 This is why I tell YOU, All the things YOU pray and ask for have faith that YOU have practically received, and YOU will have them. 25 And when YOU stand praying, forgive whatever YOU have against anyone; in order that YOUR Father who is in the heavens may also forgive YOU YOUR trespasses.” 26 ——