Μάρκος 11:27 — 12:17
27 Και ήρθαν πάλι στην Ιερουσαλήμ. Και καθώς περπατούσε στο ναό, ήρθαν σε αυτόν οι πρωθιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι 28 και άρχισαν να του λένε: «Με ποια εξουσία κάνεις αυτά τα πράγματα; Ή ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία να κάνεις αυτά τα πράγματα;» 29 Ο Ιησούς τούς είπε: «Θα σας κάνω μία ερώτηση. Απαντήστε μου, και θα σας πω και εγώ με ποια εξουσία κάνω αυτά τα πράγματα. 30 Το βάφτισμα του Ιωάννη ήταν από τον ουρανό ή από ανθρώπους; Απαντήστε μου». 31 Αυτοί, λοιπόν, άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, λέγοντας: «Αν πούμε: “Από τον ουρανό”, θα πει: “Γιατί, λοιπόν, δεν τον πιστέψατε;” 32 Αλλά τολμάμε να πούμε: “Από ανθρώπους”;»—Φοβούνταν το πλήθος, γιατί όλοι αυτοί πίστευαν ότι ο Ιωάννης ήταν πράγματι προφήτης. 33 Απαντώντας, λοιπόν, στον Ιησού, είπαν: «Δεν ξέρουμε». Και ο Ιησούς τούς είπε: «Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία κάνω αυτά τα πράγματα».
12
Και άρχισε να τους μιλάει με παραβολές: «Κάποιος άνθρωπος φύτεψε ένα αμπέλι και
έβαλε γύρω του φράχτη και έσκαψε άνοιγμα για το πατητήρι και έχτισε πύργο, και
το νοίκιασε σε καλλιεργητές και ταξίδεψε σε ξένη χώρα.
2
Στην κατάλληλη εποχή έστειλε έναν δούλο στους καλλιεργητές για να πάρει μερικούς
από τους καρπούς του αμπελιού από τους καλλιεργητές.
3
Αλλά εκείνοι τον πήραν, τον έδειραν και τον έδιωξαν με άδεια χέρια.
4
Και πάλι τους έστειλε έναν άλλον δούλο· και αυτόν τον χτύπησαν στο κεφάλι και
τον ατίμασαν.
5
Και έστειλε έναν άλλον, και αυτόν τον σκότωσαν· και πολλούς άλλους, μερικούς από
τους οποίους έδειραν και μερικούς από τους οποίους σκότωσαν.
6
Έναν είχε ακόμη, έναν αγαπητό γιο. Αυτόν τους τον έστειλε τελευταίο, λέγοντας:
“Θα σεβαστούν το γιο μου”.
7
Αλλά εκείνοι οι καλλιεργητές είπαν μεταξύ τους: “Αυτός είναι ο κληρονόμος. Ελάτε,
ας τον σκοτώσουμε, και η κληρονομιά θα είναι δική μας”.
8
Τον έπιασαν, λοιπόν, και τον σκότωσαν και τον πέταξαν έξω από το αμπέλι.
9
Τι θα κάνει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού; Θα έρθει και θα καταστρέψει τους
καλλιεργητές και θα δώσει το αμπέλι σε άλλους.
10
Δεν διαβάσατε ποτέ αυτή τη γραφή: “Η πέτρα την οποία απέρριψαν οι οικοδόμοι,
αυτή έχει γίνει η κορυφαία ακρογωνιαία πέτρα.
11
Από τον Ιεχωβά έχει γίνει αυτή, και είναι θαυμαστή στα μάτια μας”;»
12
Τότε άρχισαν να ζητούν κάποιον τρόπο να τον πιάσουν, αλλά φοβήθηκαν το πλήθος,
γιατί κατάλαβαν ότι είπε την παραβολή έχοντας τους ίδιους κατά νου. Τον άφησαν,
λοιπόν, και έφυγαν.
13
Στη συνέχεια του έστειλαν μερικούς από τους Φαρισαίους και από τους οπαδούς της
παράταξης του Ηρώδη, για να τον πιάσουν από τα λόγια του.
14
Φτάνοντας αυτοί του είπαν: «Δάσκαλε, ξέρουμε ότι είσαι φιλαλήθης και δεν σε
νοιάζει για κανέναν, επειδή δεν κοιτάζεις την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων,
αλλά διδάσκεις την οδό του Θεού σύμφωνα με την αλήθεια: Είναι νόμιμο να πληρώνει
κανείς κεφαλικό φόρο στον Καίσαρα ή όχι;
15
Να πληρώνουμε ή να μην πληρώνουμε;» Επειδή αντιλήφθηκε την υποκρισία τους,
εκείνος τους είπε: «Γιατί με υποβάλλετε σε δοκιμή; Φέρτε μου να δω ένα δηνάριο».
16
Αυτοί το έφεραν. Και εκείνος τους είπε: «Τίνος εικόνα και επιγραφή είναι αυτή;»
Αυτοί του είπαν: «Του Καίσαρα».
17
Τότε ο Ιησούς είπε: «Αποδώστε αυτά που είναι του Καίσαρα στον Καίσαρα, αλλά αυτά
που είναι του Θεού στον Θεό». Και άρχισαν να τον θαυμάζουν.
27 And
they came again to Jerusalem. And as he was walking in the temple, the chief
priests and the scribes and the older men came to him
28 and
began to say to him: “By what authority do you do these things? or who gave you
this authority to do these things?”
29 Jesus
said to them: “I will ask YOU one question. YOU answer me, and I will also tell
YOU by what authority I do these things.
30 Was
the baptism by John from heaven or from men? Answer me.”
31 So
they began to reason among themselves, saying: “If we say, ‘From heaven,’ he
will say, ‘Why is it, therefore, YOU did not believe him?’
32 But
dare we say, ‘From men’?”—They were in fear of the crowd, for these all held
that John had really been a prophet.
33 Well,
in reply to Jesus they said: “We do not know.” And Jesus said to them: “Neither
am I telling YOU by what authority I do these things.”
12
Also, he started to speak to them with illustrations: “A man planted a vineyard,
and put a fence around it, and dug a vat for the winepress and erected a tower,
and let it out to cultivators, and traveled abroad.
2 Now
in due season he sent forth a slave to the cultivators, that he might get some
of the fruits of the vineyard from the cultivators.
3 But
they took him, beat him up and sent him away empty.
4 And
again he sent forth another slave to them; and that one they struck on the head
and dishonored.
5 And
he sent forth another, and that one they killed; and many others, some of whom
they beat up and some of whom they killed.
6 One
more he had, a beloved son. He sent him forth last to them, saying, ‘They will
respect my son.’
7 But
those cultivators said among themselves, ‘This is the heir. Come, let us kill
him, and the inheritance will be ours.’
8 So
they took him and killed him, and threw him outside the vineyard.
9 What
will the owner of the vineyard do? He will come and destroy the cultivators, and
will give the vineyard to others.
10 Did
YOU never read this scripture, ‘The stone that the builders rejected, this has
become the chief cornerstone.
11 From
Jehovah this has come to be, and it is marvelous in our eyes’?”
12 At that they began seeking how to seize him, but they feared the crowd, for they took note that he spoke the illustration with them in mind. So they left him and went away.
13 Next
they sent forth to him some of the Pharisees and of the party followers of
Herod, to catch him in his speech.
14 On
arrival these said to him: “Teacher, we know you are truthful and you do not
care for anybody, for you do not look upon men’s outward appearance, but you
teach the way of God in line with truth: Is it lawful to pay head tax to Caesar
or not?
15 Shall
we pay, or shall we not pay?” Detecting their hypocrisy, he said to them: “Why
do YOU put me to the test? Bring me a denarius to look at.”
16 They
brought one. And he said to them: “Whose image and inscription is this?” They
said to him: “Caesar’s.”
17 Jesus
then said: “Pay back Caesar’s things to Caesar, but God’s things to God.” And
they began to marvel at him.