March 10

Μάρκος 15:1 — 15:32


15  Και αμέσως την αυγή, οι πρωθιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, μάλιστα ολόκληρο το Σάνχεδριν, έκαναν σύσκεψη και έδεσαν τον Ιησού και τον πήραν από εκεί και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο. 2  Ο Πιλάτος, λοιπόν, τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Απαντώντας του εκείνος είπε: «Εσύ ο ίδιος το λες». 3  Και οι πρωθιερείς άρχισαν να τον κατηγορούν για πολλά πράγματα. 4  Ο δε Πιλάτος άρχισε να τον ρωτάει πάλι, λέγοντας: «Δεν έχεις να απαντήσεις τίποτα; Δες πόσες κατηγορίες διατυπώνουν εναντίον σου». 5  Αλλά ο Ιησούς δεν έδωσε πια καμιά απάντηση, ώστε ο Πιλάτος άρχισε να θαυμάζει.

   6  Σε κάθε γιορτή συνήθιζε να τους απελευθερώνει έναν φυλακισμένο, όποιον ζητούσαν. 7  Τότε ήταν ο λεγόμενος Βαραββάς δέσμιος μαζί με τους στασιαστές, οι οποίοι κατά το στασιασμό τους είχαν διαπράξει φόνο. 8  Το πλήθος, λοιπόν, ανέβηκε και άρχισε να του ζητάει να κάνει αυτό που έκανε συνήθως για αυτούς. 9  Ο Πιλάτος τούς αποκρίθηκε, λέγοντας: «Θέλετε να σας απελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» 10  Διότι ήξερε ότι από φθόνο τον είχαν παραδώσει οι πρωθιερείς. 11  Οι πρωθιερείς, όμως, υποκίνησαν το πλήθος να τον βάλουν να τους απελευθερώσει τον Βαραββά αντί για αυτόν. 12  Απαντώντας πάλι ο Πιλάτος τούς έλεγε: «Τι να κάνω, λοιπόν, αυτόν τον οποίο αποκαλείτε βασιλιά των Ιουδαίων;» 13  Αυτοί πάλι κραύγασαν: «Κρέμασέ τον στο ξύλο!» 14  Αλλά ο Πιλάτος άρχισε να τους λέει: «Γιατί, τι κακό έκανε;» Και αυτοί κραύγασαν ακόμη περισσότερο: «Κρέμασέ τον στο ξύλο!» 15  Τότε ο Πιλάτος, θέλοντας να ικανοποιήσει το πλήθος, τους απελευθέρωσε τον Βαραββά και, αφού έβαλε να μαστιγώσουν τον Ιησού, τον παρέδωσε για να κρεμαστεί στο ξύλο.

   16  Κατόπιν οι στρατιώτες τον οδήγησαν στην αυλή, δηλαδή στο ανάκτορο του κυβερνήτη· και συγκέντρωσαν όλο το σώμα των στρατιωτών, 17  και τον στόλισαν με πορφύρα και έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν πάνω του. 18  Και άρχισαν να τον χαιρετούν: «Χαίρε, Βασιλιά των Ιουδαίων!» 19  Επίσης, τον χτυπούσαν στο κεφάλι με ένα καλάμι και τον έφτυναν και, λυγίζοντας τα γόνατά τους, τον προσκυνούσαν. 20  Τελικά, αφού τον περιέπαιξαν, του έβγαλαν την πορφύρα και τον έντυσαν με τα εξωτερικά του ενδύματα. Και τον οδήγησαν έξω για να τον κρεμάσουν στο ξύλο. 21  Επίσης, αγγάρεψαν έναν περαστικό, κάποιον Σίμωνα από την Κυρήνη, ο οποίος ερχόταν από τους αγρούς, τον πατέρα του Αλέξανδρου και του Ρούφου, για να σηκώσει το ξύλο του βασανισμού του.

   22  Τον έφεραν, λοιπόν, στον τόπο που ονομαζόταν Γολγοθάς, το οποίο όταν μεταφράζεται σημαίνει Κρανίου Τόπος. 23  Και προσπάθησαν να του δώσουν κρασί που περιείχε ναρκωτική σμύρνα, αλλά εκείνος δεν το πήρε. 24  Και τον κρέμασαν στο ξύλο και μοίρασαν τα εξωτερικά του ενδύματα ρίχνοντας κλήρο για αυτά, για να δουν ποιος θα πάρει τι. 25  Τώρα ήταν η τρίτη ώρα, και τον κρέμασαν στο ξύλο. 26  Και η επιγραφή της κατηγορίας εναντίον του ήταν γραμμένη από πάνω: «Ο Βασιλιάς των Ιουδαίων». 27  Επιπλέον, μαζί με αυτόν κρέμασαν σε ξύλο δύο ληστές, έναν στα δεξιά του και έναν στα αριστερά του. 28  —— 29  Και οι περαστικοί τού μιλούσαν υβριστικά, κουνώντας το κεφάλι τους και λέγοντας: «Ε! Εσύ που θα γκρέμιζες το ναό και θα τον έχτιζες μέσα σε τρεις ημέρες, 30  σώσε τον εαυτό σου κατεβαίνοντας από το ξύλο του βασανισμού». 31  Με όμοιο τρόπο και οι πρωθιερείς τον περιέπαιζαν μεταξύ τους μαζί με τους γραμματείς και έλεγαν: «Άλλους έσωσε· τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει! 32  Ας κατεβεί τώρα ο Χριστός, ο Βασιλιάς του Ισραήλ, από το ξύλο του βασανισμού, για να δούμε και να πιστέψουμε». Ακόμη και εκείνοι που ήταν κρεμασμένοι σε ξύλο μαζί με αυτόν τον ονείδιζαν.

 


15 And immediately at dawn the chief priests with the older men and the scribes, even the whole Sanhedrin, conducted a consultation, and they bound Jesus and led him off and handed him over to Pilate. 2 So Pilate put the question to him: “Are you the king of the Jews?” In answer to him he said: “You yourself say [it].” 3 But the chief priests proceeded to accuse him of many things. 4 Now Pilate began questioning him again, saying: “Have you no reply to make? See how many charges they are bringing against you.” 5 But Jesus made no further answer, so that Pilate began to marvel.

6 Well, from festival to festival he used to release to them one prisoner, whom they petitioned for. 7 At the time there was the so-called Barabbas in bonds with the seditionists, who in their sedition had committed murder. 8 So the crowd came on up and started to make petition according to what he used to do for them. 9 Pilate responded to them, saying: “Do YOU want me to release to YOU the king of the Jews?” 10 For he was aware that because of envy the chief priests had handed him over. 11 But the chief priests stirred up the crowd to have him release Barabbas to them, instead. 12 Again in reply Pilate was saying to them: “What, then, shall I do with him whom YOU call the king of the Jews?” 13 Once more they cried out: “Impale him!” 14 But Pilate went on to say to them: “Why, what bad thing did he do?” Still they cried out all the more: “Impale him!” 15 At that Pilate, wishing to satisfy the crowd, released Barabbas to them, and, after having Jesus whipped, he handed him over to be impaled.

16 The soldiers now led him off into the courtyard, that is, into the governor’s palace; and they called the whole body of troops together, 17 and they decked him with purple and braided a crown of thorns and put it on him. 18 And they started greeting him: “Good day, you King of the Jews!” 19 Also, they would hit him on the head with a reed and spit upon him and, bending their knees, they would do obeisance to him. 20 Finally, when they had made fun of him, they stripped him of the purple and put his outer garments upon him. And they led him out to impale him. 21 Also, they impressed into service a passerby, a certain Simon of Cyrene, coming from the country, the father of Alexander and Rufus, that he should lift up his torture stake.

22 So they brought him to the place Golgotha, which means, when translated, Skull Place. 23 Here they tried to give him wine drugged with myrrh, but he would not take it. 24 And they impaled him and distributed his outer garments by casting the lot over them as to who takes what. 25 It was now the third hour, and they impaled him. 26 And the inscription of the charge against him was written above, “The King of the Jews.” 27 Moreover, they impaled two robbers with him, one on his right and one on his left. 28 —— 29 And those going by would speak abusively to him, wagging their heads and saying: “Bah! You would-be thrower-down of the temple and builder of it in three days’ time, 30 save yourself by coming down off the torture stake.” 31 In like manner also the chief priests were making fun among themselves with the scribes and saying: “Others he saved; himself he cannot save! 32 Let the Christ the King of Israel now come down off the torture stake, that we may see and believe.” Even those impaled together with him were reproaching him.