March 31
Λουκάς 8:35 — 8:56
35
Τότε οι άνθρωποι βγήκαν να δουν τι είχε συμβεί και ήρθαν στον Ιησού και βρήκαν
τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν οι δαίμονες να κάθεται ντυμένος και να είναι
στα λογικά του, δίπλα στα πόδια του Ιησού· και φοβήθηκαν.
36
Εκείνοι που το είχαν δει τους ανέφεραν με ποιον τρόπο είχε γίνει καλά ο
δαιμονισμένος. 37
Όλο, λοιπόν, το πλήθος από τη γύρω περιοχή των Γερασηνών τού ζήτησε να φύγει από
αυτούς, επειδή τους είχε καταλάβει μεγάλος φόβος.
Τότε αυτός επιβιβάστηκε στο πλοιάριο και έφυγε.
38
Ωστόσο, ο άντρας από τον οποίο είχαν βγει οι δαίμονες τον παρακαλούσε να μείνει
μαζί του· αλλά αυτός είπε στον άντρα να φύγει, με τα εξής λόγια:
39
«Γύρισε στο σπίτι σου και να αφηγείσαι όσα έκανε ο Θεός για εσένα».
Και αυτός έφυγε, διαλαλώντας σε ολόκληρη την πόλη όσα έκανε ο Ιησούς
για αυτόν.
40
Όταν ο Ιησούς επέστρεψε, το πλήθος τον δέχτηκε με καλοσύνη, γιατί όλοι τον
περίμεναν. 41
Αλλά τότε ήρθε ένας άντρας ονόματι Ιάειρος, και αυτός ήταν αρχισυνάγωγος. Και
έπεσε στα πόδια του Ιησού και άρχισε να τον ικετεύει να μπει στο σπίτι του,
42
επειδή είχε μια μονογενή κόρη δώδεκα περίπου χρονών και αυτή πέθαινε.
Καθώς αυτός πήγαινε, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά.
43
Και μια γυναίκα που έπασχε από ροή αίματος
επί δώδεκα χρόνια, και η οποία δεν είχε μπορέσει να θεραπευτεί από
κανέναν, 44
πλησίασε από πίσω και άγγιξε τα κρόσσια
του εξωτερικού του ενδύματος, και
την ίδια στιγμή η ροή του αίματός της σταμάτησε.
45
Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος ήταν αυτός που με άγγιξε;»
Ενώ όλοι το αρνούνταν, ο Πέτρος είπε: «Δάσκαλε, τα πλήθη σε έχουν
περικυκλωμένο και στριμώχνονται πάνω σου».
46
Εντούτοις ο Ιησούς είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί αντιλήφθηκα ότι βγήκε δύναμη
από εμένα». 47
Βλέποντας ότι δεν είχε περάσει απαρατήρητη, η γυναίκα ήρθε τρέμοντας και έπεσε
κάτω μπροστά του και φανέρωσε μπροστά σε όλο το λαό την αιτία για την οποία τον
άγγιξε και πώς γιατρεύτηκε την ίδια στιγμή.
48
Αλλά εκείνος της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έκανε καλά·
πήγαινε με ειρήνη».
49
Ενώ μιλούσε ακόμη, ήρθε κάποιος εκπρόσωπος του αρχισυνάγωγου, λέγοντας: «Η κόρη
σου έχει πεθάνει· μην ενοχλείς πια το δάσκαλο».
50
Όταν το άκουσε αυτό, ο Ιησούς τού αποκρίθηκε: «Μη φοβάσαι, μόνο πίστεψε,
και θα σωθεί».
51
Όταν έφτασε στο σπίτι δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του παρά μόνο τον
Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του
κοριτσιού. 52
Όλοι έκλαιγαν και χτυπούσαν τον εαυτό τους από λύπη για αυτήν. Εκείνος, λοιπόν,
είπε: «Μην κλαίτε, γιατί δεν πέθανε
αλλά κοιμάται». 53
Τότε άρχισαν να γελούν μαζί του με καταφρόνηση, επειδή ήξεραν ότι είχε πεθάνει.
54
Αλλά εκείνος την έπιασε από το χέρι και φώναξε, λέγοντας: «Κορίτσι, σήκω!»
55
Και το πνεύμα της επέστρεψε, και
αυτή σηκώθηκε ευθύς, και εκείνος
πρόσταξε να της δώσουν να φάει. 56
Και οι γονείς της κυριεύτηκαν από χαρά· εκείνος, όμως, τους έδωσε οδηγίες να μην
πουν σε κανέναν τι είχε συμβεί.
End of March
35 Then people turned out to see what had happened, and they came to Jesus and found the man from whom the demons came out, clothed and in his sound mind, sitting at the feet of Jesus; and they became fearful. 36 Those who had seen it reported to them how the demon-possessed man had been made well. 37 So all the multitude from the surrounding country of the Gerasenes asked him to get away from them, because they were in the grip of great fear. Then he went aboard the boat and turned away. 38 However, the man from whom the demons had gone out kept begging to continue with him; but he dismissed the man, saying: 39 “Be on your way back home, and keep on relating what things God did for you.” Accordingly he went away, proclaiming throughout the whole city what things Jesus did for him.
40 When Jesus got back, the crowd received him kindly, for they were all expecting him. 41 But, look! a man named Jairus came, and this man was a presiding officer of the synagogue. And he fell at the feet of Jesus and began to entreat him to enter into his house, 42 because he had an only-begotten daughter about twelve years old and she was dying.
As he was going the crowds thronged him. 43 And a woman, subject to a flow of blood for twelve years, who had not been able to get a cure from anyone, 44 approached from behind and touched the fringe of his outer garment, and instantly her flow of blood stopped. 45 So Jesus said: “Who was it that touched me?” When they were all denying it, Peter said: “Instructor, the crowds are hemming you in and closely pressing you.” 46 Yet Jesus said: “Someone touched me, for I perceived that power went out of me.” 47 Seeing that she had not escaped notice, the woman came trembling and fell down before him and disclosed before all the people the cause for which she touched him and how she was healed instantly. 48 But he said to her: “Daughter, your faith has made you well; go your way in peace.”
49 While
he was yet speaking, a certain representative of the presiding officer of the
synagogue came, saying: “Your daughter has died; do not bother the teacher any
longer.”
50 On
hearing this, Jesus answered him: “Have no fear, only put forth faith, and she
will be saved.”
51 When
he reached the house he did not let anyone go in with him except Peter and John
and James and the girl’s father and mother.
52 But
people were all weeping and beating themselves in grief for her. So he said:
“STOP weeping, for she did not die but is sleeping.”
53 At
this they began to laugh at him scornfully, because they knew she had died.
54 But
he took her by the hand and called, saying: “Girl, get up!”
55 And
her spirit returned, and she rose instantly, and he ordered something to be
given her to eat.
56 Well,
her parents were beside themselves; but he instructed them to tell no one what
had happened.