May 4
     Ιωάννης 1:35 — 2:12

 

   35  Πάλι την επόμενη ημέρα ο Ιωάννης στεκόταν με δύο από τους μαθητές του 36  και, καθώς είδε τον Ιησού να περπατάει, είπε: «Να το Αρνί  του Θεού!» 37  Και οι δύο μαθητές τον άκουσαν που μιλούσε και ακολούθησαν τον Ιησού. 38  Τότε ο Ιησούς γύρισε και, βλέποντάς τους να ακολουθούν, τους είπε: «Τι ψάχνετε;» Αυτοί του είπαν: «Ραββί (το οποίο όταν μεταφράζεται σημαίνει Δάσκαλε), πού μένεις;» 39  Εκείνος τους είπε: «Ελάτε και θα δείτε».  Πήγαν, λοιπόν, και είδαν πού έμενε, και έμειναν μαζί του εκείνη την ημέρα· ήταν περίπου η δέκατη ώρα. 40  Ο Ανδρέας,  ο αδελφός του Σίμωνα Πέτρου, ήταν ένας από τους δύο που άκουσαν τι είπε ο Ιωάννης και ακολούθησαν τον Ιησού. 41  Αυτός βρήκε πρώτα τον αδελφό του τον Σίμωνα και του είπε: «Βρήκαμε τον Μεσσία»  (το οποίο όταν μεταφράζεται σημαίνει Χριστός).  42  Τον οδήγησε στον Ιησού. Όταν ο Ιησούς τον κοίταξε,  είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμων,  ο γιος του Ιωάννη·  εσύ θα αποκληθείς Κηφάς» (που μεταφράζεται Πέτρος). 

   43  Την επόμενη ημέρα θέλησε να φύγει για τη Γαλιλαία. Βρήκε, λοιπόν, ο Ιησούς τον Φίλιππο  και του είπε: «Γίνε ακόλουθός μου».  44  Ήταν δε ο Φίλιππος από τη Βηθσαϊδά,  από την πόλη του Ανδρέα και του Πέτρου. 45  Ο Φίλιππος βρήκε τον Ναθαναήλ  και του είπε: «Βρήκαμε αυτόν για τον οποίο έγραψαν ο Μωυσής στο Νόμο  και οι Προφήτες,  τον Ιησού, το γιο του Ιωσήφ,  από τη Ναζαρέτ». 46  Ο Ναθαναήλ όμως του είπε: «Μπορεί να βγει κάτι καλό από τη Ναζαρέτ;»  Ο Φίλιππος του είπε: «Έλα και δες». 47  Είδε ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και είπε για αυτόν: «Να κάποιος που είναι πράγματι Ισραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει δόλος».  48  Ο Ναθαναήλ τού είπε: «Πώς γίνεται να με γνωρίζεις;» Ο Ιησούς απάντησε και του είπε: «Προτού σε φωνάξει ο Φίλιππος, ενώ ήσουν κάτω από τη συκιά, εγώ σε είδα». 49  Ο Ναθαναήλ τού απάντησε: «Ραββί, εσύ είσαι ο Γιος του Θεού,  εσύ είσαι Βασιλιάς  του Ισραήλ». 50  Ο Ιησούς απάντησε και του είπε: «Επειδή σου είπα ότι σε είδα κάτω από τη συκιά πιστεύεις; Θα δεις πράγματα μεγαλύτερα από αυτά». 51  Επιπλέον, του είπε: «Αληθινά, αληθινά σας λέω: Θα δείτε τον ουρανό ανοιγμένο και τους αγγέλους  του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν προς τον Γιο του ανθρώπου».

2  Την τρίτη ημέρα έγινε ένα γαμήλιο συμπόσιο στην Κανά  της Γαλιλαίας και ήταν εκεί η μητέρα  του Ιησού. 2  Ο Ιησούς και οι μαθητές του προσκλήθηκαν και αυτοί στο γαμήλιο συμπόσιο.

   3  Όταν λιγόστεψε το κρασί, η μητέρα  του Ιησού τού είπε: «Δεν έχουν κρασί». 4  Ο Ιησούς όμως της είπε: «Τι σχέση έχω εγώ με εσένα, γυναίκα;  Η ώρα μου δεν έχει έρθει ακόμη».  5  Η μητέρα του είπε σε εκείνους που διακονούσαν: «Ό,τι σας λέει, κάντε το».  6  Υπήρχαν, λοιπόν, έξι πέτρινα πιθάρια για νερό τα οποία βρίσκονταν εκεί όπως απαιτούσαν οι κανόνες καθαρισμού  των Ιουδαίων, που το καθένα χωρούσε δύο ή τρεις ποσότητες μέτρου υγρών. 7  Ο Ιησούς είπε σε αυτούς: «Γεμίστε τα πιθάρια με νερό». Και τα γέμισαν μέχρι το χείλος. 8  Και τους είπε: «Τώρα βγάλτε λίγο και πηγαίνετέ το στον επικεφαλής του συμποσίου». Και αυτοί το πήγαν. 9  Όταν, λοιπόν, ο επικεφαλής του συμποσίου γεύτηκε το νερό που είχε μετατραπεί σε κρασί  χωρίς να ξέρει από πού προερχόταν, μολονότι εκείνοι που διακονούσαν και οι οποίοι είχαν βγάλει το νερό ήξεραν, ο επικεφαλής του συμποσίου φώναξε το γαμπρό  10  και του είπε: «Κάθε άνθρωπος βγάζει πρώτα το καλό κρασί  και, όταν μεθύσουν, το κατώτερο. Εσύ φύλαξες το καλό κρασί μέχρι τώρα».  11  Ο Ιησούς το επιτέλεσε αυτό στην Κανά της Γαλιλαίας ως αρχή των σημείων του και φανέρωσε τη δόξα  του· και οι μαθητές του έθεσαν πίστη σε αυτόν.  

   12  Έπειτα από αυτό, κατέβηκαν στην Καπερναούμ  αυτός και η μητέρα του και οι αδελφοί  του και οι μαθητές του, αλλά δεν έμειναν εκεί πολλές ημέρες.  
 


35 Again the next day John was standing with two of his disciples, 36 and as he looked at Jesus walking he said: “See, the Lamb of God!” 37 And the two disciples heard him speak, and they followed Jesus. 38 Then Jesus turned and, getting a view of them following, he said to them: “What are YOU looking for?” They said to him: “Rabbi, (which means, when translated, Teacher,) where are you staying?” 39 He said to them: “Come, and YOU will see.” Accordingly they went and saw where he was staying, and they stayed with him that day; it was about the tenth hour. 40 Andrew the brother of Simon Peter was one of the two that heard what John said and followed [Jesus]. 41 First this one found his own brother, Simon, and said to him: “We have found the Messiah” (which means, when translated, Christ). 42 He led him to Jesus. When Jesus looked upon him he said: “You are Simon the son of John; you will be called Cephas” (which is translated Peter).

43 The next day he desired to depart for Galilee. So Jesus found Philip and said to him: “Be my follower.” 44 Now Philip was from Bethsaida, from the city of Andrew and Peter. 45 Philip found Nathanael and said to him: “We have found the one of whom Moses, in the Law, and the Prophets wrote, Jesus, the son of Joseph, from Nazareth.” 46 But Nathanael said to him: “Can anything good come out of Nazareth?” Philip said to him: “Come and see.” 47 Jesus saw Nathanael coming toward him and said about him: “See, an Israelite for a certainty, in whom there is no deceit.” 48 Nathanael said to him: “How does it come that you know me?” Jesus in answer said to him: “Before Philip called you, while you were under the fig tree, I saw you.” 49 Nathanael answered him: “Rabbi, you are the Son of God, you are King of Israel.” 50 Jesus in answer said to him: “Because I told you I saw you underneath the fig tree do you believe? You will see things greater than these.” 51 He further said to him: “Most truly I say to YOU men, YOU will see heaven opened up and the angels of God ascending and descending to the Son of man.”

2
Now on the third day a marriage feast took place in Cana of Galilee, and the mother of Jesus was there. 2 Jesus and his disciples were also invited to the marriage feast.

3 When the wine ran short the mother of Jesus said to him: “They have no wine.” 4 But Jesus said to her: “What have I to do with you, woman? My hour has not yet come.” 5 His mother said to those ministering: “Whatever he tells YOU, do.” 6 As it was, there were six stone water jars sitting there as required by the purification rules of the Jews, each able to hold two or three liquid measures. 7 Jesus said to them: “Fill the water jars with water.” And they filled them to the brim. 8 And he said to them: “Draw some out now and take it to the director of the feast.” So they took it. 9 When, now, the director of the feast tasted the water that had been turned into wine but did not know what its source was, although those ministering who had drawn out the water knew, the director of the feast called the bridegroom 10 and said to him: “Every other man puts out the fine wine first, and when people are intoxicated, the inferior. You have reserved the fine wine until now.” 11 Jesus performed this in Cana of Galilee as [the] beginning of his signs, and he made his glory manifest; and his disciples put their faith in him.

12 After this he and his mother and brothers and his disciples went down to Capernaum, but they did not stay there many days.