May
7
Ιωάννης
4:1 — 4:30
4
Όταν ο Κύριος έμαθε
ότι οι Φαρισαίοι είχαν ακούσει πως ο Ιησούς έκανε και βάφτιζε περισσότερους
μαθητές από τον Ιωάννη—
2
μολονότι, βέβαια, ο ίδιος ο Ιησούς δεν βάφτιζε αλλά οι μαθητές του—
3
έφυγε από την Ιουδαία και αναχώρησε ξανά για τη Γαλιλαία.
4
Ήταν, όμως, απαραίτητο να περάσει μέσα από τη Σαμάρεια.
5
Ήρθε, λοιπόν, σε μια πόλη της Σαμάρειας που ονομαζόταν Συχάρ, κοντά στον αγρό
που έδωσε ο Ιακώβ στον Ιωσήφ το γιο του.
6
Μάλιστα εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, κατάκοπος από το ταξίδι,
καθόταν έτσι όπως ήταν στην πηγή. Ήταν περίπου η έκτη ώρα.
7
Μια γυναίκα από τη Σαμάρεια ήρθε να βγάλει νερό. Ο Ιησούς τής είπε: «Δώσε μου να
πιω».
8
(Διότι οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα.)
9
Του είπε, λοιπόν, η γυναίκα η Σαμαρείτισσα: «Πώς γίνεται εσύ, παρότι είσαι
Ιουδαίος, να ζητάς από εμένα να πιεις, ενώ είμαι γυναίκα Σαμαρείτισσα;» (Διότι
οι Ιουδαίοι δεν έχουν δοσοληψίες με τους Σαμαρείτες.)
10
Απαντώντας ο Ιησούς τής είπε: «Αν γνώριζες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι
αυτός που σου λέει: “Δώσε μου να πιω”, θα του είχες ζητήσει και θα σου είχε
δώσει ζωντανό νερό». 11
Αυτή του είπε: «Δεν έχεις ούτε κουβά για να βγάλεις νερό, κύριε, και το πηγάδι
είναι βαθύ. Από πού, λοιπόν, έχεις αυτό το ζωντανό νερό;
12
Μήπως είσαι μεγαλύτερος από τον προπάτορά μας τον Ιακώβ που μας έδωσε το πηγάδι
και ήπιε από αυτό ο ίδιος και οι γιοι του και τα κοπάδια του;»
13
Απαντώντας ο Ιησούς τής είπε: «Όποιος πίνει από αυτό το νερό θα ξαναδιψάσει.
14
Όποιος, όμως, πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν πρόκειται να διψάσει
ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του πηγή νερού που θα
αναβλύζει για να μεταδίδει αιώνια ζωή». 15
Η γυναίκα τού είπε: «Δώσε μου, κύριε, αυτό το νερό, ώστε ούτε να διψώ ούτε και
να έρχομαι εδώ για να βγάζω νερό».
16
Εκείνος της είπε: «Πήγαινε, φώναξε το σύζυγό σου και έλα εδώ».
17
Απαντώντας η γυναίκα είπε: «Δεν έχω σύζυγο». Ο Ιησούς τής είπε: «Καλά είπες:
“Σύζυγο δεν έχω”. 18
Διότι είχες πέντε συζύγους, και ο άντρας τον οποίο έχεις τώρα δεν είναι σύζυγός
σου. Σε αυτό είπες την αλήθεια». 19
Η γυναίκα τού είπε: «Αντιλαμβάνομαι, κύριε, ότι είσαι προφήτης.
20
Οι προπάτορές μας ασκούσαν λατρεία σε αυτό το βουνό· εσείς όμως λέτε ότι στην
Ιερουσαλήμ είναι ο τόπος όπου πρέπει να ασκούν λατρεία οι άνθρωποι».
21
Ο Ιησούς τής είπε: «Πίστεψέ με, γυναίκα: Έρχεται η ώρα που ούτε σε αυτό το βουνό
ούτε στην Ιερουσαλήμ θα λατρεύετε τον Πατέρα.
22
Εσείς λατρεύετε αυτό που δεν γνωρίζετε· εμείς λατρεύουμε αυτό που γνωρίζουμε,
επειδή η σωτηρία έχει την προέλευσή της στους Ιουδαίους.
23
Παρ’ όλα αυτά, έρχεται η ώρα, και ήδη είναι, που οι αληθινοί λάτρεις θα
λατρεύουν τον Πατέρα με πνεύμα και αλήθεια, γιατί ο Πατέρας τέτοιους ανθρώπους
αναζητάει για να τον λατρεύουν.
24
Ο Θεός είναι Πνεύμα, και εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να λατρεύουν με
πνεύμα και αλήθεια».
25
Η γυναίκα τού είπε: «Γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, που αποκαλείται Χριστός.
Όταν έρθει εκείνος, θα μας διακηρύξει καθαρά τα πάντα».
26
Ο Ιησούς τής είπε: «Εγώ που σου μιλώ είμαι αυτός».
27
Εκείνη τη στιγμή έφτασαν οι μαθητές του και άρχισαν να απορούν επειδή μιλούσε με
γυναίκα. Φυσικά, κανείς δεν είπε: «Τι ζητάς;» ή «Γιατί μιλάς μαζί της;»
28
Η γυναίκα, λοιπόν, άφησε τη στάμνα της και πήγε στην πόλη και είπε στους
ανθρώπους:
29
«Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έκανα. Μήπως αυτός είναι ο
Χριστός;»
30
Εκείνοι βγήκαν από την πόλη και άρχισαν να έρχονται σε αυτόν.
4 When, now, the Lord became aware that the Pharisees had heard that Jesus was making and baptizing more disciples than John— 2 although, indeed, Jesus himself did no baptizing but his disciples did— 3 he left Judea and departed again for Galilee. 4 But it was necessary for him to go through Samaria. 5 Accordingly he came to a city of Samaria called Sychar near the field that Jacob gave to Joseph his son. 6 In fact, Jacob’s fountain was there. Now Jesus, tired out from the journey, was sitting at the fountain just as he was. The hour was about the sixth.
7 A woman of Samaria came to draw water. Jesus said to her: “Give me a drink.” 8 (For his disciples had gone off into the city to buy foodstuffs.) 9 Therefore the Samaritan woman said to him: “How is it that you, despite being a Jew, ask me for a drink, when I am a Samaritan woman?” (For Jews have no dealings with Samaritans.) 10 In answer Jesus said to her: “If you had known the free gift of God and who it is that says to you, ‘Give me a drink,’ you would have asked him, and he would have given you living water.” 11 She said to him: “Sir, you have not even a bucket for drawing water, and the well is deep. From what source, therefore, do you have this living water? 12 You are not greater than our forefather Jacob, who gave us the well and who himself together with his sons and his cattle drank out of it, are you?” 13 In answer Jesus said to her: “Everyone drinking from this water will get thirsty again. 14 Whoever drinks from the water that I will give him will never get thirsty at all, but the water that I will give him will become in him a fountain of water bubbling up to impart everlasting life.” 15 The woman said to him: “Sir, give me this water, so that I may neither thirst nor keep coming over to this place to draw water.”
16 He said to her: “Go, call your husband and come to this place.” 17 In answer the woman said: “I do not have a husband.” Jesus said to her: “You said well, ‘A husband I do not have.’ 18 For you have had five husbands, and the [man] you now have is not your husband. This you have said truthfully.” 19 The woman said to him: “Sir, I perceive you are a prophet. 20 Our forefathers worshiped in this mountain; but YOU people say that in Jerusalem is the place where persons ought to worship.” 21 Jesus said to her: “Believe me, woman, The hour is coming when neither in this mountain nor in Jerusalem will YOU people worship the Father. 22 YOU worship what YOU do not know; we worship what we know, because salvation originates with the Jews. 23 Nevertheless, the hour is coming, and it is now, when the true worshipers will worship the Father with spirit and truth, for, indeed, the Father is looking for suchlike ones to worship him. 24 God is a Spirit, and those worshiping him must worship with spirit and truth.” 25 The woman said to him: “I know that Messiah is coming, who is called Christ. Whenever that one arrives, he will declare all things to us openly.” 26 Jesus said to her: “I who am speaking to you am he.”
27 Now
at this point his disciples arrived, and they began to wonder because he was
speaking with a woman. Of course, no one said: “What are you looking for?” or,
“Why do you talk with her?”
28 The
woman, therefore, left her water jar and went off into the city and told the
men:
29 “Come
here, see a man that told me all the things I did. This is not perhaps the
Christ, is it?”
30 They
went out of the city and began coming to him.