May 8
     Ιωάννης 4:31 — 4:54

 

   31  Στο μεταξύ, οι μαθητές τον παρακινούσαν, λέγοντας: «Ραββί,  φάε». 32  Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ έχω τροφή να φάω την οποία εσείς δεν ξέρετε». 33  Οι μαθητές, λοιπόν, άρχισαν να λένε ο ένας στον άλλον: «Μήπως του έφερε κανείς να φάει;» 34  Ο Ιησούς τούς είπε: «Η τροφή  μου είναι να κάνω το θέλημα  εκείνου που με έστειλε και να τελειώσω το έργο του.  35  Δεν λέτε εσείς ότι είναι ακόμη τέσσερις μήνες για να έρθει ο θερισμός; Σας λέω: Σηκώστε τα μάτια σας και δείτε τους αγρούς, ότι είναι λευκοί για θερισμό.  Ήδη 36  ο θεριστής λαβαίνει μισθό και μαζεύει καρπό για αιώνια ζωή,  ώστε ο σπορέας  και ο θεριστής να χαίρονται μαζί.  37  Πράγματι, από αυτή την άποψη, ο λόγος είναι αληθινός: Άλλος είναι ο σπορέας και άλλος ο θεριστής. 38  Σας έστειλα να θερίσετε αυτό για το οποίο εσείς δεν έχετε καταβάλει κόπο. Άλλοι έχουν κοπιάσει,  και εσείς έχετε μπει στα οφέλη του κόπου τους».

   39  Και πολλοί Σαμαρείτες από εκείνη την πόλη έθεσαν πίστη  σε αυτόν χάρη στο λόγο της γυναίκας, η οποία έδωσε μαρτυρία, λέγοντας: «Μου είπε όλα όσα έκανα».  40  Έτσι λοιπόν, όταν οι Σαμαρείτες ήρθαν σε αυτόν, άρχισαν να του ζητούν να μείνει μαζί τους· και έμεινε εκεί δύο ημέρες.  41  Ως αποτέλεσμα, πολύ περισσότεροι πίστεψαν χάρη σε αυτά που είπε,  42  και έλεγαν στη γυναίκα: «Δεν πιστεύουμε πια χάρη σε αυτά που λες εσύ· διότι ακούσαμε οι ίδιοι  και γνωρίζουμε ότι αυτός είναι σίγουρα ο σωτήρας  του κόσμου».

   43  Έπειτα από τις δύο ημέρες, έφυγε από εκεί για τη Γαλιλαία.  44  Ο ίδιος ο Ιησούς, ωστόσο, έδωσε μαρτυρία ότι προφήτης στον ίδιο του τον τόπο δεν απολαμβάνει τιμή.  45  Όταν, λοιπόν, έφτασε στη Γαλιλαία, οι Γαλιλαίοι τον δέχτηκαν, επειδή είχαν δει όλα όσα έκανε στην Ιερουσαλήμ, στη γιορτή,  γιατί είχαν πάει και αυτοί στη γιορτή. 

   46  Ήρθε, λοιπόν, ξανά στην Κανά  της Γαλιλαίας, όπου είχε μετατρέψει το νερό σε κρασί.  Και υπήρχε κάποιος υπηρέτης του βασιλιά που ο γιος του ήταν άρρωστος στην Καπερναούμ.  47  Όταν αυτός άκουσε ότι ο Ιησούς είχε έρθει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, πήγε σε αυτόν και του ζητούσε να κατεβεί και να γιατρέψει το γιο του, γιατί ήταν ετοιμοθάνατος. 48  Ωστόσο, ο Ιησούς τού είπε: «Αν δεν δείτε σημεία  και θαυμαστά πράγματα,  δεν πρόκειται να πιστέψετε». 49  Ο υπηρέτης του βασιλιά τού είπε: «Κύριε, κατέβα πριν πεθάνει το παιδάκι μου». 50  Ο Ιησούς τού είπε: «Πήγαινε·  ο γιος σου ζει».  Ο άνθρωπος πίστεψε το λόγο που του είπε ο Ιησούς και έφυγε. 51  Και ενώ κατηφόριζε ήδη, τον συνάντησαν οι δούλοι του και του είπαν ότι το αγόρι του ζούσε.  52  Άρχισε, λοιπόν, να τους ρωτάει τι ώρα καλυτέρεψε η υγεία του. Και αυτοί του είπαν: «Χθες την έβδομη ώρα τον άφησε ο πυρετός».  53  Οπότε ο πατέρας κατάλαβε ότι ήταν εκείνη ακριβώς την ώρα  που ο Ιησούς τού είπε: «Ο γιος σου ζει». Και πίστεψε αυτός και ολόκληρο το σπιτικό του.  54  Αυτό πάλι ήταν το δεύτερο σημείο  που εκτέλεσε ο Ιησούς όταν ήρθε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία.
 


31 Meanwhile the disciples were urging him, saying: “Rabbi, eat.” 32 But he said to them: “I have food to eat of which YOU do not know.” 33 Therefore the disciples began saying to one another: “No one has brought him anything to eat, has he?” 34 Jesus said to them: “My food is for me to do the will of him that sent me and to finish his work. 35 Do YOU not say that there are yet four months before the harvest comes? Look! I say to YOU: Lift up YOUR eyes and view the fields, that they are white for harvesting. Already 36 the reaper is receiving wages and gathering fruit for everlasting life, so that the sower and the reaper may rejoice together. 37 In this respect, indeed, the saying is true, One is the sower and another the reaper. 38 I dispatched YOU to reap what YOU have spent no labor on. Others have labored, and YOU have entered into the benefit of their labor.”

39 Now many of the Samaritans out of that city put faith in him on account of the word of the woman who said in witness: “He told me all the things I did.” 40 Therefore when the Samaritans came to him, they began asking him to stay with them; and he stayed there two days. 41 Consequently many more believed on account of what he said, 42 and they began to say to the woman: “We do not believe any longer on account of your talk; for we have heard for ourselves and we know that this man is for a certainty the savior of the world.”

43 After the two days he left there for Galilee. 44 Jesus himself, however, bore witness that in his own homeland a prophet has no honor. 45 When, therefore, he arrived in Galilee, the Galileans received him, because they had seen all the things he did in Jerusalem at the festival, for they also had gone to the festival.

46 Accordingly he came again to Cana of Galilee, where he had turned the water into wine. Now there was a certain attendant of the king whose son was sick in Capernaum. 47 When this man heard that Jesus had come out of Judea into Galilee, he went off to him and began asking him to come down and heal his son, for he was at the point of dying. 48 However, Jesus said to him: “Unless YOU people see signs and wonders, YOU will by no means believe.” 49 The attendant of the king said to him: “Lord, come down before my young child dies.” 50 Jesus said to him: “Go your way; your son lives.” The man believed the word that Jesus spoke to him and went his way. 51 But already while he was on his way down his slaves met him to say that his boy was living. 52 Therefore he began to inquire of them the hour in which he got better in health. Accordingly they said to him: “Yesterday at the seventh hour the fever left him.” 53 Therefore the father knew it was in the very hour that Jesus said to him: “Your son lives.” And he and his whole household believed. 54 Again this was the second sign Jesus performed when he came out of Judea into Galilee.