November 4
Εβραίους
7:1 — 7:25
7
Διότι αυτός ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλήμ, ιερέας του Υψίστου Θεού, ο
οποίος συνάντησε τον Αβραάμ όταν εκείνος γύριζε από τη σφαγή των βασιλιάδων
και τον ευλόγησε 2
και στον οποίο ο Αβραάμ έδωσε ως μερίδιο ένα δέκατο από όλα τα πράγματα,
είναι πρώτα από όλα, όπως μεταφράζεται το όνομά του, «Βασιλιάς
Δικαιοσύνης», και έπειτα είναι επίσης βασιλιάς της Σαλήμ, δηλαδή «Βασιλιάς
Ειρήνης».
3
Καθώς είναι χωρίς πατέρα, χωρίς μητέρα, χωρίς γενεαλογία, μη έχοντας ούτε
αρχή ημερών ούτε τέλος ζωής, αλλά έχοντας γίνει σαν τον Γιο του Θεού,
παραμένει ιερέας παντοτινά.
4
Δείτε, λοιπόν, πόσο μεγάλος ήταν αυτός ο άντρας στον οποίο ο Αβραάμ, ο
πατριάρχης, έδωσε ένα δέκατο από τα πιο εκλεκτά λάφυρα. 5
Είναι αλήθεια ότι οι άντρες από τους γιους του Λευί οι οποίοι λαβαίνουν το
ιερατικό τους αξίωμα έχουν εντολή να συλλέγουν δέκατα από το λαό σύμφωνα
με το Νόμο, δηλαδή από τους αδελφούς τους, έστω και αν αυτοί έχουν βγει από
την οσφύ του Αβραάμ· 6
ο άντρας, όμως, ο οποίος γενεαλογικά δεν προερχόταν από αυτούς πήρε δέκατα
από τον Αβραάμ και ευλόγησε εκείνον που είχε τις υποσχέσεις. 7
Χωρίς καμιά αντιλογία, το μικρότερο ευλογείται από το μεγαλύτερο. 8
Και στη μία περίπτωση αυτοί που λαβαίνουν δέκατα είναι άνθρωποι που
πεθαίνουν, αλλά στην άλλη περίπτωση είναι κάποιος για τον οποίο δίνεται
μαρτυρία ότι ζει. 9
Και, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση, μέσω του Αβραάμ ακόμη και ο
Λευί που λαβαίνει δέκατα έχει πληρώσει δέκατα,
10
γιατί ήταν ακόμη στην οσφύ του προπάτορά του όταν τον συνάντησε ο
Μελχισεδέκ.
11
Αν, λοιπόν, η τελειότητα ήταν πράγματι μέσω της Λευιτικής ιεροσύνης (διότι
με αυτήν ως χαρακτηριστικό δόθηκε ο Νόμος στο λαό), τι περαιτέρω ανάγκη θα
υπήρχε να εγερθεί άλλος ιερέας σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν ο
Μελχισεδέκ και να μη λέγεται ότι είναι σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο
ήταν ο Ααρών;
12
Διότι εφόσον η ιεροσύνη υφίσταται αλλαγή, αναγκαστικά γίνεται αλλαγή και
του νόμου. 13
Διότι ο άντρας για τον οποίο λέγονται αυτά υπήρξε μέλος άλλης φυλής, από
την οποία κανείς δεν έχει υπηρετήσει στο θυσιαστήριο. 14
Διότι είναι σαφέστατο ότι ο Κύριός μας έχει προέλθει από τον Ιούδα, μια
φυλή για την οποία ο Μωυσής δεν είπε τίποτα σχετικά με ιερείς.
15
Και είναι ακόμη πιο ξεκάθαρο ότι με ομοιότητα προς τον Μελχισεδέκ εγείρεται
άλλος ιερέας, 16
ο οποίος έχει γίνει ιερέας, όχι σύμφωνα με το νόμο μιας εντολής που
βασίζεται στη σάρκα, αλλά σύμφωνα με τη δύναμη μιας ακατάστρεπτης ζωής, 17
γιατί λέγεται ως μαρτυρία: «Εσύ είσαι ιερέας για πάντα σύμφωνα με τον τρόπο
με τον οποίο ήταν ο Μελχισεδέκ».
18
Ασφαλώς, λοιπόν, παραμερίζεται η προηγούμενη εντολή εξαιτίας της αδυναμίας
και της αναποτελεσματικότητάς της. 19
Διότι δεν τελειοποίησε τίποτα ο Νόμος αλλά η πρόσθετη εισαγωγή μιας
καλύτερης ελπίδας, μέσω της οποίας εμείς πλησιάζουμε τον Θεό. 20
Επίσης, στο βαθμό στον οποίο δεν ήταν χωρίς ορκωμοσία—
21
διότι υπάρχουν μεν άντρες που έχουν γίνει ιερείς χωρίς ορκωμοσία, αλλά
υπάρχει ένας που έχει γίνει με ορκωμοσία Εκείνου που είπε σχετικά με αυτόν:
«Ο Ιεχωβά έχει ορκιστεί (και δεν θα μεταμεληθεί): “Εσύ είσαι ιερέας για
πάντα”» —
22
στον ίδιο βαθμό επίσης ο Ιησούς έχει γίνει αυτός που δόθηκε ως εγγύηση μιας
καλύτερης διαθήκης. 23
Επίσης, πολλοί έπρεπε διαδοχικά να γίνονται ιερείς επειδή εμποδίζονταν από
το θάνατο να παραμένουν ιερείς,
24
αλλά αυτός, επειδή παραμένει ζωντανός για πάντα, έχει την ιεροσύνη του
χωρίς κανέναν διάδοχο.
25
Συνεπώς, μπορεί και να σώζει πλήρως εκείνους που πλησιάζουν τον Θεό μέσω
αυτού, επειδή είναι πάντοτε ζωντανός για να συνηγορεί υπέρ εκείνων.
7 For this Melchizedek, king of Salem, priest of the Most High God, who met Abraham returning from the slaughter of the kings and blessed him 2 and to whom Abraham apportioned a tenth from all things, is first of all, by translation, “King of Righteousness,” and is then also king of Salem, that is, “King of Peace.” 3 In being fatherless, motherless, without genealogy, having neither a beginning of days nor an end of life, but having been made like the Son of God, he remains a priest perpetually.
4 BEHOLD, then, how great this man was to whom Abraham, the family head, gave a tenth out of the chief spoils. 5 True, the men from the sons of Levi who receive their priestly office have a commandment to collect tithes from the people according to the Law, that is, from their brothers, even if these have issued from the loins of Abraham; 6 but the man who did not trace his genealogy from them took tithes from Abraham and blessed him who had the promises. 7 Now without any dispute, the less is blessed by the greater. 8 And in the one case it is men who are dying that receive tithes, but in the other case it is someone of whom it is witnessed that he lives. 9 And, if I may use the expression, through Abraham even Levi who receives tithes has paid tithes, 10 for he was still in the loins of his forefather when Melchizedek met him.
11 If, then, perfection were really through the Levitical priesthood, (for with it as a feature the people were given the Law,) what further need would there be for another priest to arise according to the manner of Melchizedek and not said to be according to the manner of Aaron? 12 For since the priesthood is being changed, there comes to be of necessity a change also of the law. 13 For the man respecting whom these things are said has been a member of another tribe, from which no one has officiated at the altar. 14 For it is quite plain that our Lord has sprung up out of Judah, a tribe about which Moses spoke nothing concerning priests.
15 And it is still more abundantly clear that with a similarity to Melchizedek there arises another priest, 16 who has become such, not according to the law of a commandment depending upon the flesh, but according to the power of an indestructible life, 17 for in witness it is said: “You are a priest forever according to the manner of Melchizedek.”
18 Certainly,
then, there occurs a setting aside of the preceding commandment on account of
its weakness and ineffectiveness.
19 For
the Law made nothing perfect, but the bringing in besides of a better hope did,
through which we are drawing near to God.
20 Also,
to the extent that it was not without a sworn oath,
21 (for
there are indeed men that have become priests without a sworn oath, but there is
one with an oath sworn by the One who said respecting him: “Jehovah has sworn
(and he will feel no regret), ‘You are a priest forever,’”)
22 to
that extent also Jesus has become the one given in pledge of a better covenant.
23 Furthermore,
many had to become priests [in succession] because of being prevented by death
from continuing as such,
24 but
he because of continuing alive forever has his priesthood without any
successors.
25 Consequently
he is able also to save completely those who are approaching God through him,
because he is always alive to plead for them.