September 15
2 Κορινθίους
11:12 — 11:33

   12  Αυτό, λοιπόν, που κάνω θα εξακολουθήσω να το κάνω,  για να αφαιρέσω την πρόφαση αυτών που θέλουν μια πρόφαση ώστε να βρεθούν ίσοι με εμάς ως προς το αξίωμα για το οποίο καυχιούνται.  13  Διότι τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι, δόλιοι εργάτες,  που μετασχηματίζονται σε αποστόλους του Χριστού.   14  Και αυτό δεν είναι άξιο απορίας, γιατί ο ίδιος ο Σατανάς μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός.   15  Δεν είναι, λοιπόν, τίποτα σπουδαίο αν και οι διάκονοί  του μετασχηματίζονται σε διακόνους δικαιοσύνης. Το τέλος τους, όμως, θα είναι σύμφωνα με τα έργα τους.   

   16  Λέω ξανά: Κανείς ας μη νομίσει ότι είμαι παράλογος. Αν όμως το νομίσετε, δεχτείτε με ακόμη και ως παράλογο, ώστε να καυχηθώ κάπως και εγώ λίγο.   17  Ό,τι λέω το λέω, όχι σύμφωνα με το παράδειγμα του Κυρίου, αλλά σαν με παραλογισμό, με αυτή την υπερβολική σιγουριά που είναι χαρακτηριστικό της καύχησης.   18  Εφόσον πολλοί καυχιούνται σύμφωνα με τη σάρκα,  θα καυχηθώ και εγώ.  19  Διότι ανέχεστε ευχαρίστως τα παράλογα άτομα, αφού εσείς είστε λογικοί. 20  Μάλιστα, ανέχεστε όποιον σας υποδουλώνει,  όποιον καταβροχθίζει ό,τι έχετε, όποιον αρπάζει ό,τι έχετε, όποιον εξυψώνει τον εαυτό του πάνω από εσάς, όποιον σας χτυπάει στο πρόσωπο. 

   21  Το λέω αυτό για δική μας ατίμωση, σαν να ήταν η θέση μας αδύναμη.

   Αλλά αν κάποιος άλλος ενεργεί τολμηρά σε σχέση με κάτι—μιλώ παράλογα —και εγώ ενεργώ τολμηρά σε σχέση με αυτό. 22  Εβραίοι είναι; Και εγώ.  Ισραηλίτες είναι; Και εγώ. Σπέρμα του Αβραάμ είναι; Και εγώ.  23  Διάκονοι του Χριστού είναι; Απαντώ σαν παράφρονας, εγώ είμαι με πιο εξέχοντα τρόπο:  σε κόπους περισσότερο,  σε φυλακές περισσότερο,  σε χτυπήματα μέχρις υπερβολής, κοντά στο θάνατο συχνά.  24  Από Ιουδαίους πέντε φορές έλαβα σαράντα  παρά ένα χτυπήματα, 25  τρεις φορές ραβδίστηκα,  μία φορά λιθοβολήθηκα,  τρεις φορές ναυάγησα,  ένα μερόνυχτο έχω περάσει στα βαθιά· 26  σε ταξίδια συχνά, σε κινδύνους από ποταμούς, κινδύνους από ληστές,  κινδύνους από το ίδιο μου το γένος,  κινδύνους από τα έθνη,  κινδύνους στην πόλη,  κινδύνους στην ερημιά, κινδύνους στη θάλασσα, κινδύνους μεταξύ ψευδαδέλφων, 27  σε κόπο και μόχθο, σε νύχτες αγρύπνιας  συχνά, σε πείνα και δίψα,  σε αποχή από τροφή  πολλές φορές, σε κρύο και γύμνια.

   28  Εκτός από αυτά τα εξωτερικής φύσης πράγματα, υπάρχει και εκείνο που ορμάει πάνω μου καθημερινά, η ανησυχία για όλες τις εκκλησίες.  29  Ποιος είναι αδύναμος,  και εγώ δεν είμαι αδύναμος; Ποιος σκανδαλίζεται, και εγώ δεν εξοργίζομαι;

   30  Αν πρέπει να καυχιέται κανείς, εγώ θα καυχηθώ  για αυτά που έχουν να κάνουν με την αδυναμία μου. 31  Ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου Ιησού, ναι, Αυτός που θα αινείται για πάντα, ξέρει ότι δεν λέω ψέματα. 32  Στη Δαμασκό ο κυβερνήτης που ήταν κάτω από την εξουσία του Αρέτα του βασιλιά φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών για να με πιάσει,  33  αλλά με κατέβασαν από ένα παράθυρο στο τείχος μέσα σε ένα ψάθινο καλάθι  και ξέφυγα από τα χέρια του.

 


12 Now what I am doing I will still do, that I may cut off the pretext from those who are wanting a pretext for being found equal to us in the office of which they boast. 13 For such men are false apostles, deceitful workers, transforming themselves into apostles of Christ. 14 And no wonder, for Satan himself keeps transforming himself into an angel of light. 15 It is therefore nothing great if his ministers also keep transforming themselves into ministers of righteousness. But their end shall be according to their works.

16 I say again, Let no man think I am unreasonable. Still, if YOU really do, accept me even if as unreasonable, that I too may do some little boasting. 17 What I speak I speak, not after the Lord’s example, but as in unreasonableness, in this cocksureness peculiar to boasting. 18 Since many are boasting according to the flesh, I too will boast. 19 For YOU gladly put up with the unreasonable persons, seeing YOU are reasonable. 20 In fact, YOU put up with whoever enslaves YOU, whoever devours [what YOU have], whoever grabs [what YOU have], whoever exalts himself over [YOU], whoever strikes YOU in the face.

21 I say this to [our] dishonor, as though our position had been weak.

But if anyone else acts bold in something—I am talking unreasonably—I too am acting bold in it. 22 Are they Hebrews? I am one also. Are they Israelites? I am one also. Are they Abraham’s seed? I am also. 23 Are they ministers of Christ? I reply like a madman, I am more outstandingly one: in labors more plentifully, in prisons more plentifully, in blows to an excess, in near-deaths often. 24 By Jews I five times received forty strokes less one, 25 three times I was beaten with rods, once I was stoned, three times I experienced shipwreck, a night and a day I have spent in the deep; 26 in journeys often, in dangers from rivers, in dangers from highwaymen, in dangers from [my own] race, in dangers from the nations, in dangers in the city, in dangers in the wilderness, in dangers at sea, in dangers among false brothers, 27 in labor and toil, in sleepless nights often, in hunger and thirst, in abstinence from food many times, in cold and nakedness.

28 Besides those things of an external kind, there is what rushes in on me from day to day, the anxiety for all the congregations. 29 Who is weak, and I am not weak? Who is stumbled, and I am not incensed?

30 If boasting there must be, I will boast of the things having to do with my weakness. 31 The God and Father of the Lord Jesus, even the One who is to be praised forever, knows I am not lying. 32 In Damascus the governor under Aretas the king was guarding the city of the Damascenes to seize me, 33 but through a window in the wall I was lowered in a wicker basket and escaped his hands.